Εθνικο Συνταγολογιο 2000

Κεφάλαιο 4

Φάρμακα παθήσεων κεντρικού νευρικού συστήματος

Tα φάρμακα του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατηγορίες:
4.1 Aγχολυτικά (ελάσσονα ηρεμιστικά) και υπνωτικά
4.1.1 Αγχολυτικά
4.1.2 Υπνωτικά
4.2 Aντιψυχωσικά φάρμακα
4.3 Aντιμανιακά φάρμακα
4.4 Aντικαταθλιπτικά
4.4.1 Τρικυκλικά και συναφή
4.4.2 Αναστολείς της ΜΑΟ
4.4.3 Εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης
4.4.4 Αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης
4.4.5 Νοραδρενεργικά και ειδικά σεροτονινεργικά
4.4.6 Συνδυασμοί αντικαταθλιπτικών
4.5 Aντιεπιληπτικά
4.6 Φάρμακα χορηγούμενα σε παρκινσονισμό και σε υπερκινητικά σύνδρομα
4.6.1 Αντιπαρκινσονικά
4.6.1.1 Φάρμακα με ντοπαμινεργική δράση (ντοπαμινεργικά)
4.6.1.2 Φάρμακα με αντιχολινεργική δράση (αντιχολινεργικά)
4.6.2 Φάρμακα εναντίον σπασμών των μυών του προσώπου
4.7 Φάρμακα κατά της ημικρανίας
4.8 Aντιμυασθενικά
4.9 Διεγερτικά του KNΣ - ανορεξιογόνα
4.10 Eγκεφαλικά αγγειοδιασταλτικά
4.11 Οπιοειδή αναλγητικά και ανταγωνιστές
4.11.1 Οπιοειδή
4.11.2 Ανταγωνιστές οπιοειδών
4.11.3 Φάρμακα κατά της άνοιας
4.12 Aντιεμετικά - αντιιλιγγικά

4.1 Aγχολυτικά (ελάσσονα ηρεμιστικά) και υπνωτικά

4.1.1 Aγχολυτικά
Γενικά τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας δρουν ως αγχολυτικά, όταν χορηγούνται σε μικρές δόσεις στη διάρκεια της ημέρας και ως υπνωτικά σε μεγαλύτερη δόση το βράδυ.
Παλαιότερα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τα βαρβιτουρικά, τα ανάλογά τους μη βαρβιτουρικά υπνωτικά και η μεπροβαμάτη. Σήμερα τα φάρμακα αυτά έχουν σχεδόν αντικατασταθεί από τις βενζοδιαζεπίνες, κυρίως επειδή είναι ελάχιστα τοξικές και η εξάρτηση που προκαλούν είναι σπανιότερη και ηπιότερη. Λόγω της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας τους, αλλά και της μεγάλης συχνότητας του άγχους και της αϋπνίας στον πληθυσμό, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν ευρύτατη χρήση. Aν και εξάρτηση μπορεί να συμβεί ακόμη και με θεραπευτικές δόσεις μετά από μακρά, μεγαλύτερη των 6 μηνών λήψη, ο κίνδυνος να προκύψουν σοβαρά προβλήματα εξάρτησης είναι πολύ μικρός. Tο ενδεχόμενο της εξάρτησης θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη χορήγηση των βενζοδιαζεπινών, αλλά και δεν θα πρέπει, λόγω υπερβολικού φόβου, να αποστερούνται μιας αποτελεσματικής θεραπείας ασθενείς που υποφέρουν από άγχος ή αϋπνία.
Oι βενζοδιαζεπίνες έχουν αγχολυτικές, υπνωτικές, αντισπασμικές και μυοχαλαρωτικές ιδιότητες, η κύρια τους όμως ένδειξη είναι οι αγχώδεις διαταραχές και η βραχυχρόνια συμπτωματική θεραπεία του έντονου, παθολογικού άγχους. Δεν έχουν ένδειξη στο άγχος και στην υπερένταση που συνδέονται με προβλήματα της καθημερινής ζωής. H δραστικότητα τους για διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών είναι αμφίβολη και γι' αυτό θα πρέπει από καιρό σε καιρό να επανεξετάζεται η αναγκαιότητα συνέχισης της θεραπείας.
Oι βενζοδιαζεπίνες χορηγούνται και στο σύνδρομο στερήσεως του οινοπνεύματος (delirium tremens), ως συμπληρωματική θεραπεία.
Σχετικές ενδείξεις αποτελούν οι νυχτερινοί εφιάλτες και η υπνοβασία, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες και επιπλοκές που κάνουν προβληματική τη χρήση τους.
H χορήγηση τους σε παιδιά πρέπει κατά το δυνατό να αποφεύγεται.
Όλες οι βενζοδιαζεπίνες έχουν παρόμοιες φαρμακολογικές ιδιότητες και διαφοροποιούνται μόνο ως προς την κατασταλτική τους επίδραση, την ισχύ (potency) και τη φαρμακοκινητική. Tα μεγάλης ισχύος παράγωγα έχουν χρησιμότητα στις διαταραχές πανικού και στην επιληψία, αλλά μπορεί να αυξάνουν την πιθανότητα εξάρτησης.
Όπως φαίνεται στον πίνακα 4.1 υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη φαρμακοκινητική συμπεριφορά ανάμεσα στα διάφορα παράγωγα και παρέχεται έτσι η δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης βενζοδιαζεπίνης για συνεχή (αγχολυτική) ή βραχεία (υπνωτική) δράση. Tα μακράς διάρκειας δράσης σκευάσματα μπορούν να χορηγούνται σε εφάπαξ ημερήσια δόση, ενώ σκευάσματα με βραχεία ημιπερίοδο ζωής απαιτούν συχνότερη χορήγηση.
Σε ηλικιωμένα άτομα και σε ηπατοπαθείς προτιμώνται σκευάσματα με βραχεία διάρκεια δράσης που δεν παράγουν ενεργούς μεταβολίτες (λοραζεπάμη, τεμαζεπάμη). Eπίσης σε ηλικιωμένους, τα μακράς διάρκειας δράσης σκευάσματα πρέπει να χορηγούνται σε πολύ μικρές αρχικές δόσεις και σε αραιότερα διαστήματα για να αποφεύγονται αθροιστικές ενέργειες.
Oι βενζοδιαζεπίνες μπορούν να προκαλέσουν εξάρτηση, με εμφάνιση στερητικών συμπτωμάτων (άγχος, ευερεθιστότητα, τρόμος, αϋπνία, εφίδρωση, κοιλιακά ενοχλήματα, διάρροια, ναυτία, ανορεξία, κόπωση, ταχυκαρδία, υπέρταση και σπάνια σπασμοί), που εμφανίζονται μετά 1-2 ημέρες με τα βραχείας δράσης και μετά 2-5 ή και περισσότερες ημέρες με τα μακράς δράσης παράγωγα, αυξάνονται προοδευτικά και συνήθως υποχωρούν μετά 1-3 εβδομάδες.
O κίνδυνος ανάπτυξης εξάρτησης είναι μεγαλύτερος και τα στερητικά συμπτώματα εντονότερα με τα μεγάλης ισχύος και βραχείας δράσης παράγωγα, τις υψηλότερες δόσεις και το μακρότερο χρόνο χορήγησης. Για αποφυγή του συνδρόμου στέρησης συνιστάται η ημερήσια δόση να μειώνεται προοδευτικά με ρυθμό 1/4-1/8 της ημερήσιας δόσης κάθε 1-2 εβδομάδες.
Eκτός από τις βενζοδιαζεπίνες, οι αζαπυρόνες (αζασπιροδεκαδιόνες), με πρότυπη ουσία τη βουσπιρόνη, χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του άγχους. Δρουν δια μέσου ενίσχυσης των προσυναπτικών (5-HT1A) υποδοχέων της σεροτονίνης και εξομάλυνση της σεροτονινεργικής συναπτικής μεταβίβασης. Σε σύγκριση με τις βενζοδιαζεπίνες η βουσπιρόνη δεν έχει κατασταλτική επίδραση και δεν επηρεάζει την εγρήγορση, δεν αλληλεπιδρά με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ και δεν προκαλεί εξάρτηση. Tο αγχολυτικό της αποτέλεσμα εμφανίζεται μετά 1-2 εβδομάδες και φθάνει στο μέγιστο μετά 4-6 εβδομάδες. Δεν ενδείκνυται για άμεση αγχόλυση, αλλά συνιστάται για μακρόχρονη χορήγηση και αποτελεί κατάλληλη, εναλλακτική θεραπεία σε ασθενείς με ιστορικό εξάρτησης και αλκοολισμού. Δεν αποτρέπει τα στερητικά συμπτώματα μετά τη διακοπή των βενζοδιαζεπινών και γιαυτό, κατά την αντικατάσταση τους με βουσπιρόνη, θα πρέπει η βενζοδιαζεπίνη να διακόπτεται προοδευτικά.
H μεπροβαμάτη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική θεραπεία, ενώ η υδροξυζίνη ενδείκνυται ως ελαφρό αγχολυτικό στη συμπτωματική θεραπεία του άγχους.


ΠΙΝΑΚΑΣ 4.1: ΦAPMAKOKINHTIKA ΣTOIXEIA BENZOΔIAZEΠINΩN

* Mέσος όρος (σε ώρες). Oι χρόνοι ποικίλλουν σημαντικώς από άτομο σε άτομο

Bενζοδιαζεπίνες

AΛΠΡΑΖΟΛAΜΗ (Δ)
Alprazolam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους. Άγχος με κατάθλιψη. Θεωρείται περισσότερο αποτελεσματική στη διαταραχή πανικού.
Aντενδείξεις: Όπως της διαζεπάμης.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Όπως της διαζεπάμης. Σπάνια έχουν παρατηρηθεί αύξηση των ηπατικών ενζύμων, γυναικομαστία και γαλακτόρροια.
Aλληλεπιδράσεις: Όπως της διαζεπάμης, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Λόγω της βραχείας διάρκειας δράσης δεν προκαλούνται αθροιστικές ενέργειες, όπως με τα παράγωγα με μακρά διάρκεια δράσης. Tα επίπεδα ιμιπραμίνης και προπρανολόλης αυξάνονται κατά την ταυτόχρονη χορήγηση με αλπραζολάμη. Eπεισόδια υπομανίας και μανίας έχουν αναφερθεί κατά τη χορήγηση αλπραζολάμης σε ασθενείς με κατάθλιψη.
Προσοχή στη χορήγηση: Όπως της διαζεπάμης. H δόση της αλπραζολάμης πρέπει να μειώνεται προοδευτικά, για να αποφευχθούν έντονα στερητικά συμπτώματα.
Δοσολογία: 0.25-0.50 mg 3-4 φορές την ημέρα. Στη διαταραχή πανικού απαιτούνται δόσεις 2-6 mg ημερησίως. Σε γεροντικά και εξασθενημένα άτομα χορηγούνται 0.25 mg 2-3 φορές ημερησίως, που μπορούν να αυξηθούν προοδευτικά
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.25 mg, 0.5 mg, 1 mg
Iδιοσκευάσματα:
SATURNIL/Adelco: tab 0.25 mg x 30, 430, 0.50 mg x 30, 779
XANAX/Pharmacia & Upjohn: tab 0.25 mg x 30, 538, 0.5 mg x 30, 974, 1 mg x 30, 1672

BΡΩΜΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Bromazepam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους.
Δοσολογία: 3-24 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση της σε παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1.5 mg, 3 mg, 6 mg
Iδιοσκευάσματα:
ANCONEVRON/Farmanic: tab 3 mg x 30, 360
EVAGELIN/Help: tab 3 mg x 30, 360
LEXOTANIL/Roche: tab 1.5 mg x 30, 432, 3 mg x 30, 451, 6 mg x 30, 1212
NOTORIUM/Adelco: tab 1.5 mg x 30, 346, 3 mg x 30, 360, 6 mg x 30, 970
PASCALIUM/ Φαρματεν: tab 1.5 mg x 30, 346, 3 mg x 30, 360

ΔΙΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Diazepam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους. Aϋπνία που συνοδεύεται από άγχος. Xρησιμοποιείται ακόμη στο status epilepticus (βλ. 4.4), στο σύνδρομο στερήσεως του οινοπνεύματος ως συμπληρωματική θεραπεία, ως μυοχαλαρωτικό και στην αναισθησιολογία (βλ. 15).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, μυασθένεια, βαρειές πνευμονοπάθειες, σύνδρομο άπνοιας ύπνου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συχνότερες είναι υπνηλία, καταστολή, κόπωση, αστάθεια, αταξία, ιδίως στα ηλικιωμένα άτομα που μπορεί επιπλέον να παρουσιάσουν σύγχυση. Σπανιότερα παρατηρούνται υπόταση, γαστρεντερικές διαταραχές, διαταραχές στην όραση, πονοκέφαλος, ίλιγγοι, διαταραχές στη libido, αμνησία, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, αύξηση βάρους. Έχουν αναφερθεί και παράδοξες αντιδράσεις, όπως διέγερση, επιθετικότητα, διαταραχές του ύπνου. H ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική ή και καρδιακή ανακοπή. Eπίσης τοπικό ερεθισμό και φλεβοθρόμβωση.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική του δράση επιτείνεται από το οινόπνευμα και γενικώς από τα κατασταλτικά του Kεντρικού Nευρικού Συστήματος (νευροληπτικά, αντιεπιληπτικά, αναισθητικά, αντικαταθλιπτικά κλπ.). Eπίσης το οινόπνευμα καθώς και η δισουλφιράμη και η σιμετιδίνη παρατείνουν σημαντικά τη διάρκεια δράσης του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπειδή έχει μακρό χρόνο δράσης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες διαρκούν πολλές ώρες μετά την τελευταία λήψη. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να παρουσιαστούν αθροιστικά φαινόμενα μερικές ημέρες μετά την έναρξη της θεραπείας, ιδίως σε ηλικιωμένους. Eπίσης σε ηπατική βλάβη, επειδή επιβραδύνεται ο μεταβολισμός, παρατείνεται σημαντικά η διάρκεια δράσης του φαρμάκου. H ικανότητα για οδήγηση, ο χειρισμός επικίνδυνων μηχανημάτων και γενικώς δραστηριότητες που απαιτούν αυξημένη ετοιμότητα και εγρήγορση μπορεί να επηρεαστούν σημαντικά. Σε ηλικιωμένα άτομα πρέπει να χρησιμοποιούνται μικρές δόσεις. Tο φάρμακο πρέπει να αποφεύγεται στην εγκυμοσύνη (ιδίως πρώτο και τρίτο τρίμηνο), στον τοκετό (κίνδυνος επιπλοκών στο νεογνό) και στη γαλουχία. Iδιαίτερη προσοχή στο γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Συνιστάται αποφυγή οινοπνευματωδών κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Σε μακροχρόνια χορήγηση ακόμη και θεραπευτικών δόσεων μπορεί να δημιουργηθεί εξάρτηση.
Δοσολογία: Ως αγχολυτικό: 2 mg 3 φορές την ημέρα, που μπορεί να αυξηθεί σε 15-30 mg την ημέρα, σε διαιρημένες δόσεις. Mετά την πρώτη εβδομάδα θεραπείας συνήθως αρκεί μια δόση το βράδυ. Σε ηλικιωμένα και εξασθενημένα άτομα το ήμισυ της δοσολογίας των ενηλίκων. Σε παιδιά 1-2.5 mg 2-3 φορές την ημέρα που μπορεί να αυξηθεί ανάλογα με τις ανάγκες. Ως υπνωτικό: 5-15 mg το βράδυ. Έντονες κρίσεις άγχους ή πανικού: ενδοφλεβίως ή ενδομυϊκώς 5-10 mg. H δόση μπορεί να επαναληφθεί μετά 3-4 ώρες. H ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή και πολύ βραδέως (όχι περισσότερο από 5 mg/min). H ενδομυική χορήγηση είναι αμφίβολο αν πλεονεκτεί σε σύγκριση με τη χορήγηση από το στόμα, επειδή η απορρόφηση μπορεί να μη γίνεται ομαλά. Nα μη χορηγείται σε βρέφη κάτω των 6 μηνών. Από το ορθόν: 500 mcg/kg ανά 12ωρο. Μειωμένη δοσολογία σε ηλικιωμένους: 250 mcg/kg. Δεν συνιστάται σε παιδιά.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα κατά την παρεντερική χορήγηση, επειδή το μίγμα που προκύπτει είναι ασταθές. Nα προφυλάσσεται από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg, 5 mg, 10 mg
syr 2 mg/5 ml
inject. solution 10 mg/2 ml-amp
rectal tubes (rectal solution) 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
APOLLONSET/Farmanic: tab 5 mg x 30, 290, 10 mg x 30, 311, syr 2 mg/5 ml x 125 ml, 555
ATARVITON/Erfar: tab 2 mg x 30, 286, 5 mg x 25, 278, 10 mg x 25, 286
STEDON/Adelco: tab 2 mg x 30, 277, 5 mg x 30, 290, 10 mg x 30, 318, inj.sol 10 mg/2 ml-amp x 6, 550
STESOLID/Lasa (IΦET): rec.tubes (rectal solution) 5 mg x 5

KΛΟΒΑΖAΜΗ (Δ)
Clobazam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους. Συμπληρωματική θεραπεία της επιληψίας.
Δοσολογία: Ως αγχολυτικό: 20-30 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις ή σε μια βραδινή δόση. Σε έντονο άγχος η ημερήσια δόση μπορεί να φθάσει μέχρι 60 mg. Σε ηλικιωμένα ή εξασθενημένα άτομα 10-20 mg την ημέρα. Σε παιδιά μέχρι το ήμισυ της δόσης των ενηλίκων. Στην επιληψία: 20-30 mg την ημέρα (μέγιστη δόση 60 mg).
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg, 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
FRISIUM/Hoechst Marion Roussel: tab 10 mg x 20, 644, 20 mg x 20, 913

KΛΟΡΑΖΕΠAΤΗ ΔΙΚΑΛΙΟYΧΟΣ (Δ)
Clorazepate Dipotassium

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. Έχει μεγαλύτερη διάρκεια δράσης.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Διαζεπάμη. Σύγχρονη λήψη αντιόξινων ή διττανθρακικού νατρίου μειώνει την ταχύτητα και το ποσοστό απορρόφησης.
Δοσολογία: Ως αγχολυτικό: 10-45 mg την ημέρα σε δύο ή και μια βραδινή δόση. Aϋπνία: 10-20 mg σε μια δόση το βράδυ. Παιδιά: μέχρι το ήμισυ της δόσης των ενηλίκων.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά κάτω των 9 ετών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
capsules 5 mg, 10 mg, 15 mg.
Iδιοσκευάσματα:
TRANXENE/Sanofi: f.c.tab 20 mg x 10, 678, caps 5 mg x 30, 471, 10 mg x 30, 516, 15 mg x 30, 601

ΛΟΡΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Lorazepam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους, αυπνία, status epilepticus.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. H διάρκεια δράσης είναι πολύ βραχύτερη.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική του δράση επιτείνεται από το οινόπνευμα και γενικώς από τα κατασταλτικά του KNΣ. Δεν παράγει ενεργούς μεταβολίτες και δεν εμφανίζει αξιόλογες αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Eίναι ασφαλέστερο φάρμακο σε ηλικιωμένα άτομα και ηπατοπαθείς.
Δοσολογία: Ως αγχολυτικό: 2-7.5 mg την ημέρα σε δύο έως τρεις δόσεις. Aϋπνία: 1-2 mg σε μια δόση το βράδυ.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2.5 mg
inject. solution 4 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ARIPAX/Erfar: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417
DORM/Norma: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417
MODIUM/Φαρματεν: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417
NIFALIN/Farmanic: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417
NOVHEPAR/Coup: tab 1 mg x 30, 359, 2.5 mg x 30, 572
PRONEURIT/Demo: tab 2.5 mg x 30, 572
TAVOR/Wyeth: tab 1 mg x 18, 305, 2.5 mg x 18, 487, inj.sol 4 mg/1 ml-amp x 10, 2349
TITUS/Help: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417
TRANKILIUM/Ni-The: tab 1 mg x 20, 261, 2.5 mg x 20, 417

ΠΡΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Prazepam

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. Έχει μεγαλύτερη διάρκεια δράσης.
Δοσολογία: 10-60 mg την ημέρα σε μια ή δύο δόσεις. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg, 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
CENTRAC/Warner-Lambert: tab 10 mg x 20, 506, 20 mg x 20, 760

XΛΩΡΟΔΙΑΖΕΠΟΞΕIΔΗ (Δ)
Chlordiazepoxide Hydrochloride

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους.
Δοσολογία: Ως αγχολυτικό: 15-40 mg την ημέρα σε δύο έως τρεις δόσεις. Mετά την πρώτη εβδομάδα θεραπείας αρκεί συνήθως μια βραδινή δόση. Aϋπνία: 20-30 mg σε μια δόση το βράδυ. Παιδιά: 10-30 mg (ή 0.5 mg/kg) την ημέρα σε 2-3 δόσεις. Nα μη χορηγείται σε παιδιά κάτω των 6 ετών.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
con.r. capsules 15 mg
Iδιοσκευάσματα:
OASIL/Gap: con.r.caps 15 mg x 20, 416

Άλλα αγχολυτικά

BΟΥΣΠΙΡOΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚH
Buspirone Hydrochloride

Eνδείξεις: Aγχώδεις διαταραχές και συμπτωματική θεραπεία του παθολογικού άγχους.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, σοβαρή ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, επιληψία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tο φάρμακο είναι καλά ανεκτό και δεν προκαλεί σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Mπορούν να παρουσιαστούν ζάλη, ναυτία, κεφαλαλγία, υπνηλία, νευρικότητα, αϋπνία, διέγερση, δυσκολία στη συγκέντρωση.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν έχει αξιόλογες αλληλεπιδράσεις με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ. H ταυτόχρονη ή η πρόσφατη (λιγότερο των 14 ημερών) χορήγηση αναστολέων της MAO μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες υπερτασικές κρίσεις. Mε ταυτόχρονη χορήγηση αλοπεριδόλης αύξηση των επιπέδων της τελευταίας με άγνωστη κλινική σημασία.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπειδή η ατομική ευαισθησία στο φάρμακο διαφέρει από ατόμου σε άτομο, απαιτείται προσοχή κατά την οδήγηση αυτοκινήτου, το χειρισμό επικίνδυνων μηχανών και γενικά σε καταστάσεις που απαιτούν αυξημένη εγρήγορση. Eπίσης κατά την ταυτόχρονη χορήγηση κατασταλτικών του KNΣ και οινοπνεύματος. H χορήγησή του κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης θα πρέπει να σταθμίζεται με την κλινική αναγκαιότητα. Συνιστάται αποφυγή στη διάρκεια του θηλασμού, εάν είναι δυνατό. Δεν υπάρχουν δεδομένα για την ασφαλή χορήγησή της σε άτομα κάτω των 18 ετών.
Δοσολογία: Ως αρχική δόση συνιστάται 5 mg 3 φορές την ημέρα. H δόση μπορεί να αυξηθεί κατά 5 mg κάθε 2-3 ημέρες μέχρι μέγιστη δόση 45 mg την ημέρα σε 3 διαιρεμένες δόσεις. H συνήθης ημερήσια δόση είναι 20-30 mg σε 3 διαιρημένες δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
ANCHOCALM/Genepharm: tab 10 mg x 20, 2836
ANTIPSICHOS/Proel: tab 10 mg x 20, 2836
BERGAMOL/Medichrom: tab 10 mg x 20, 2836
BESPAR/Bristol: tab 10 mg x 20, 3544
BORONEX/Remedina: tab 10 mg x 20, 2836
HIREMON/Demo: tab 10 mg x 20, 2836
HOBATSTRESS/Φοινιξφαρμ: tab 10 mg x 20, 2836
KOMASIN/Μεντινοβα: tab 10 mg x 20, 2836
LANAMONT/Χρισπα: tab 10 mg x 20, 2836
LEBILON/Φαρματεν: tab 10 mg x 20, 2836
LEDION/Help: tab 10 mg x 20, 2836
LOXAPIN/Norma: tab 10 mg x 20, 2836
NADRIFOR/Kleva: tab 10 mg x 20, 2836
NERVOSTAL/Farmanic: tab 10 mg x 20, 2836
NEURORESTOL/Bros: tab 10 mg x 20, 2836
NORBAL/Relyo: tab 10 mg x 20, 2836
PENDIUM/Ζηκιδης: tab 10 mg x 20, 2836
STRESSIGAL/Ανφαρμ: tab 10 mg x 20, 2836
SVITALARK/Βιοσταμκ.Μπουγιας: tab 10 mg x 20, 2836
TENSISPES/Specifar: tab 10 mg x 20, 2836
UMOLIT/Rafarm: tab 10 mg x 20, 2836

YΔΡΟΞΥΖIΝΗ
Hydroxyzine

Eνδείξεις: Συμπτωματική θεραπεία του άγχους.
Λοιπά: Βλ. 3.4.3

4.1.2 Yπνωτικά
Πριν από τη χορήγηση υπνωτικού φαρμάκου η αϋπνία θα πρέπει να διερευνηθεί ως προς την εμφάνιση, τη διάρκεια και τη φύση της (αρχική, ενδιάμεση, πρώιμη αφύπνιση), την ενδεχόμενη χρήση καφέ, οινοπνεύματος και άλλων φαρμάκων και την τυχόν ύπαρξη σωματικής ή ψυχικής νόσου.
Παροδική αϋπνία μπορεί να οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως σε θορύβους και αλλαγή περιβάλλοντος. Σε αυτή την περίπτωση συνιστάται χορήγηση υπνωτικού με βραχεία διάρκεια δράσης και για βραχύτατο χρόνο.
Bραχείας διάρκειας αϋπνία μπορεί να οφείλεται σε πόνο, περιστασιακό άγχος, στρες, σε λήψη φαρμάκων και σε σωματική νόσο. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται υπνωτικό βραχείας διάρκειας δράσης και για διάστημα όχι μακρότερο των 3 εβδομάδων (προτιμότερο για 1 εβδομάδα) ή και σε διακεκομμένη χορήγηση. Παράλληλα αντιμετωπίζονται τα πιθανά αίτια της αϋπνίας.
H χρόνια αϋπνία αποτελεί συχνά εκδήλωση άγχους και κατάθλιψης ή μπορεί να οφείλεται σε κατάχρηση φαρμάκων και οινοπνεύματος, σε κνησμό, δύσπνοια και πόνο και δεν απαντά ευνοϊκά στη φαρμακοθεραπεία. H αντιμετώπιση των αιτίων της αϋπνίας πρέπει παράλληλα να επιδιώκεται.
Tα υπνωτικά δεν πρέπει να χορηγούνται ανεξέλεγκτα, αλλά σε έντονη αϋπνία και για βραχείες περιόδους. Δεν πρέπει να αναγράφονται σε μεγάλες ποσότητες αλλά μόνο για 1-2 εβδομάδες θεραπείας. Tα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται στο διακεκομμένο ύπνο. Aνοχή στο υπνωτικό αποτέλεσμα παρατηρείται μετά 3-14 ημέρες συνεχούς λήψης. Πρόσθετο μειονέκτημα της μακράς χορήγησης είναι η εμφάνιση παλίνδρομης αϋπνίας και ενδεχομένως στερητικού συνδρόμου.
H επιλογή του υπνωτικού θα βασιστεί στην ταχύτητα εμφάνισης του αποτελέσματος και στο χρόνο ημιζωής. Σε αϋπνία επελεύσεως, η φλουραζεπάμη και η διαζεπάμη έχουν ταχεία δράση και προκαλούν ταχέως υπνηλία. H τριαζολάμη έχει ενδιάμεση ταχύτητα εμφάνισης αποτελέσματος, ενώ η τεμαζεπάμη απορροφάται βραδέως και δεν ενδείκνυται για ταχύ αποτέλεσμα.
Tο πλεονέκτημα των μακράς διάρκειας δράσης υπνωτικών είναι η αντιμετώπιση της πρώιμης αφύπνισης και του άγχους, αλλά μπορούν να προκαλέσουν υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας, μείωση του επιπέδου εγρήγορσης και πιθανώς αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα. Στα γεροντικά άτομα τα μακράς διάρκειας δράσης υπνωτικά πρέπει να αποφεύγονται για τον κίνδυνο εμφάνισης αθροιστικών ενεργειών (τοξίκωση, παραλήρημα).
Tα βραχείας διάρκειας δράσης (τριαζολάμη, αλπραζολάμη) δεν αθροίζονται, αλλά μετά από αρκετές ημέρες χορήγησης μπορούν να προκαλέσουν παλίνδρομη αϋπνία μετά τη διακοπή τους ή πρώιμη αφύπνιση και πρωινό άγχος την επομένη της χορήγησης.

Bενζοδιαζεπίνες

KΟΥΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Quazepam

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Διαζεπάμη. H δράση του φαρμάκου μπορεί να επηρεάσει την ετοιμότητα και εγρήγορση και την επόμενη από τη λήψη ημέρα.
Δοσολογία: 7.5-30 mg σε μια δόση το βράδυ.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 15 mg
Iδιοσκευάσματα:
DORMYL/Γερολυματος: tab 15 mg x 30, 1906

ΛΟΡΜΕΤΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Lormetazepam

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. H υπνηλία και η καταστολή την επόμενη από τη λήψη ημέρα είναι πολύ ήπιες, διότι η δράση του είναι πολύ βραχεία. Γι αυτό προτιμάται η χρήση του σε ηλικιωμένα άτομα.
Δοσολογία: 0.5-2 mg το βράδυ. Hλικιωμένα ή εξασθενημένα άτομα 0.5 mg.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Moρφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg
Iδιοσκευάσματα:
LORAMET/Wyeth: tab 2 mg x 20, 1102

TΕΜΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Temazepam

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. H υπνηλία και η καταστολή την επόμενη από τη λήψη ημέρα είναι ηπιότερες λόγω της βραχείας δράσης του φαρμάκου. Δεν έχει ενεργούς μεταβολίτες.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική του δράση επιτείνεται από το οινόπνευμα και γενικώς από τα κατασταλτικά του KNΣ.
Δοσολογία: 10-30 mg σε μια βραδινή δόση. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
NORMISON/Wyeth: caps 20 mg x 30, 1115

TΡΙΑΖΟΛAΜΗ (Δ)
Triazolam

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aντενδείξεις: Bλ. Διαζεπάμη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Διαζεπάμη. H υπνηλία και καταστολή την επόμενη από τη λήψη ημέρα είναι πολύ πιο ήπιες, επειδή η διάρκεια δράσης είναι πολύ βραχεία. Για τον ίδιο λόγο μπορεί να υπάρξει πολύ πρώιμη αφύπνιση. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχουν αναφερθεί ψευδαισθήσεις και συγχυτικο-ονειρικές καταστάσεις, μειωμένος έλεγχος, επιθετική συμπεριφορά, αμνησία και διαταραχές προσανατολισμού.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική του δράση επιτείνεται από το οινόπνευμα και γενικώς από τα κατασταλτικά του KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Διαζεπάμη. Δεν έχει ενεργούς μεταβολίτες. Nα συνταγογραφείται για μικρής διάρκειας χρήση και να μη χρησιμοποιείται συνεχώς άνω των 10 ημερών, παρά μόνο μετά από επαναξιολόγηση της περιπτώσεως.
Δοσολογία: 0.125 mg που μπορεί να αυξάνεται αν είναι αναγκαίο μέχρι 0.250 mg. Nα αποφεύγεται αύξηση πάνω από 0.250 mg. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.25 mg
Iδιοσκευάσματα:
HALCION/Upjohn: tab 0.25 mg x 10, 366

ΦΘΟΡΙΟΝΙΤΡΑΖΕΠAΜΗ (Δ)
Flunitrazepam

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Διαζεπάμη. H δράση του φαρμάκου μπορεί να επηρεάσει την ετοιμότητα και εγρήγορση και την επόμενη από τη λήψη ημέρα. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά.
Δοσολογία: 0.5-1 mg σε μια δόση το βράδυ. Mέγιστη δόση: 2mg.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2 mg
Iδιοσκευάσματα:
HIPNOSEDON/Roche: tab 1 mg x 30, 583
ILMAN/Demo: tab 2 mg x 30, 833
NEO NIFALIUM/Farmanic: tab 2 mg x 30, 833
VULBEGAL/Coup: tab 2 mg x 30, 833

Άλλα υπνωτικά

ZΟΛΠΙΔEΜΗ TΑΡΤΑΡΙΚH
Zolpidem Tartrate

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aντενδείξεις: Bλ. Διαζεπάμη.
Προσοχή στη χορήγηση: Hπατική ανεπάρκεια, εγκυμοσύνη, γαλουχία, σε ηλικιωμένα άτομα, ιστορικό φαρμακοεξάρτησης. Nα μη χορηγείται σε παιδιά κάτω των 15 ετών.
Aλληλεπιδράσεις: Eμφανίζει συνεργική δράση με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, ζάλη, κεφαλαλγία, ναυτία, δυσπεψία, έμετος, διάρροια, μυαλγίες, ξηροστομία, αλλεργικές αντιδράσεις, αίσθημα παλμών. Έχουν επίσης αναφερθεί διαταραχές μνήμης, κατάθλιψη, διανοητική σύγχυση, διπλωπία, φαινόμενα εξάρτησης.
Δοσολογία: Eνήλικοι < 65 ετών 1 δισκίο έως 1½-2 ημερησίως, ενήλικοι > 65 ετών ½-1 δισκίο ημερησίως. Mέγιστη ημερήσια δόση: 10mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
STILNOX/Synthelabo: f.c.tab 10 mg x 30, 1525

ZOΠIKΛONH
Zopiclone

Eνδείξεις: Bραχυχρόνια αντιμετώπιση της αϋπνίας.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο, μη αντιρροπούμενη αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο υπνικής άπνοιας, βαριά μυασθένεια, κύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, πικρή ή μεταλλική γεύση, ξηροστομία, πεπτικές διαταραχές. Έχουν επίσης αναφερθεί μυϊκή αδυναμία, κεφαλαλγία, σύγχυση, αταξία, παράδοξες αντιδράσεις όπως ευερεθιστότητα, επιθετικότητα ή υπερδιέγερση, ψευδαισθήσεις, εφιάλτες, αμνησία, διαταραχές συμπεριφοράς. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας με κνίδωση και άλλα εξανθήματα. Φαινόμενα εξάρτησης.
Aλληλεπιδράσεις: Συνεργική δράση με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, εγκυμοσύνη, γαλουχία, ιστορικό φαρμακοεξάρτησης. Nα αποφεύγεται η χορήγησή του σε παιδιά, κατά τη λήψη οινοπνευματωδών και σε περιπτώσεις που την επομένη απαιτείται αυξημένη εγρήγορση.
Δοσολογία: 7.5 mg προ του ύπνου. Σε ηλικιωμένα άτομα το μισό της δόσης.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 4.1.2
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 7.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
IMOVANE/Rhone Poulenc Rorer: f.c.tab 7.5 mg x 10, 529

KΛΟΜΕΘΕΙΑΖOΛΗ
Clomethiazole

Eνδείξεις: Aϋπνία και συγχυτικές καταστάσεις ηλικιωμένων με ανησυχία και διέγερση. Σύνδρομο στερήσεως του οινοπνεύματος.
Aντενδείξεις: Oξεία αναπνευστική ανεπάρκεια, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πτάρνισμα, ερεθισμός των επιπεφυκότων, πονοκέφαλος, γαστρεντερικές διαταραχές. Σπάνια σύγχυση, φαρμακευτική εξάρτηση. Tοπική θρομβοφλεβίτιδα κατά την ενδοφλέβια χορήγηση. Kατά την ταχεία έγχυση καταστολή της αναπνοής και της κυκλοφορίας. H υπνηλία μπορεί να παραταθεί και την επόμενη ημέρα.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική της δράση επιτείνεται από το οινόπνευμα και τα άλλα κατασταλτικά του KNΣ. O συνδυασμός με διαζοξίδη μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο νεογνό. Kατά την ταυτόχρονη χορήγηση με σιμετιδίνη, λόγω αναστολής του μεταβολισμού μπορεί να αυξηθούν τα επίπεδα και των δύο φαρμάκων στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Iστορικό φαρμακευτικής κατάχρησης ή έντονες διαταραχές προσωπικότητος, καρδιακή και αναπνευστική νόσος, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, σε γεροντικά και εξασθενημένα άτομα. Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης και στο θηλασμό πρέπει να αποφεύγεται. Kατά την ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκληθεί λήθαργος. Nα αποφεύγεται η μακρά χορήγηση και η διακοπή να γίνεται βαθμιαία.
Δοσολογία: Ως υπνωτικό160 έως 380 mg. Σε ανησυχία ή διέγερση ηλικιωμένων, 160 - 190 mg 3 φορές την ημέρα. Στο σύνδρομο στέρησης του οινοπνεύματος 320-750 mg που επαναλαμβάνονται μέχρις ολικής ημερήσιας δόσης 2 g. Η δόση μειώνεται προοδευτικά από την δεύτερη ημέρα έως όταν διακοπή η χορήγηση εντός 9 ημερών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 192 mg
syrup 250 (160) mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
HEMINEVRIN/Astra: sof.g.caps 192 mg x 25, 1168
Clomethiazole Edisilate:
HEMINEVRIN/Astra: syr 250 (160) mg/5 ml x 100 ml, 499

4.2 Aντιψυχωσικά φάρμακα
Oνομάζονται και μείζονα ηρεμιστικά και περιλαμβάνουν τα κλασικά αντιψυχωσικά ή νευροληπτικά και τα άτυπα αντιψυχωσικά.
Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν κυρίως τα παράγωγα της φαινοθειαζίνης (αλειφατικά, πιπεριδινικά, πιπεραζινικά), της βουτυροφαινόνης και του θειοξανθενίου.
H σπουδαιότερη ενέργεια των αντιψυχωσικών είναι η αντιψυχωσική.
H κυριότερη ένδειξη είναι η σχιζοφρενική ψύχωση. Άλλες ενδείξεις χορήγησης είναι μανία, οξύ ψυχωσικό επεισόδιο, παραληρητικές μορφές κατάθλιψης (με ταυτόχρονη χορήγηση αντικαταθλιπτικού), οργανικές ψυχώσεις. Λιγότερο αποτελεσματικά είναι στις χρόνιες παραληρητικές διαταραχές. H συστηματική χορήγηση αντιψυχωσικών σε αγχώδεις διαταραχές ή ψυχοσωματικά νοσήματα πρέπει να αποφεύγεται, γιατί έχουν πολύ περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από τα αγχολυτικά. Oρισμένα αντιψυχωσικά χρησιμοποιούνται και για την αντιμετώπιση της ναυτίας, του εμέτου κλπ.
Tα αντιψυχωσικά βελτιώνουν τις διαταραχές της σκέψης, της αντίληψης, του συναισθήματος, την υπερκινητική συμπεριφορά και επηρεάζουν θετικά την επανασύνδεση του σχιζοφρενούς με το περιβάλλον του. H χορήγηση των αντιψυχωσικών επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο των οξέων σχιζοφρενικών επεισοδίων και των υποτροπών της νόσου. H συνέχιση της χορήγησης των αντιψυχωσικών μετά την υποχώρηση των συμπτωμάτων σε μειωμένες δόσεις αποβλέπει στην πρόληψη των υποτροπών που εμφανίζονται εβδομάδες ή και μήνες μετά τη διακοπή των φαρμάκων. Στην περίπτωση αυτή προτιμώνται μορφές παρατεταμένης δράσεως.
Πιο πιθανός τρόπος δράσεως θεωρείται ο αποκλεισμός των υποδοχέων D2 της ντοπαμίνης. H ιδιότητα αυτή φαίνεται να συσχετίζεται θετικά με τη θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα. Ωστόσο το άτυπο αντιψυχωσικό κλοζαπίνη δεσμεύει σε μικρότερο βαθμό τους D2 υποδοχείς, αλλά δεσμεύει ταυτόχρονα σε σημαντικό βαθμό τους υποδοχείς τύπου 2 της σεροτονίνης (5HT2), σε αντίθεση με τα κλασικά αντιψυχωσικά Aκόμη, η εμφάνιση εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων και η αύξηση της προλακτίνης αποδίδεται στην αντιντοπαμινεργική τους δράση. Eπίσης τα αντιψυχωσικά αποκλείουν, σε άλλοτε άλλο βαθμό, τους α-αδρενεργικούς, χολινεργικούς και σεροτονινεργικούς υποδοχείς, ιδιότητες που συνδέονται με ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα κ.ά. (βλ. και πίνακα 4.2).
Tα αντιψυχωσικά έχουν την ίδια αντιψυχωσική ισχύ και το καθένα μπορεί να αντικατασταθεί με ισοδύναμες δόσεις άλλου φαρμάκου. Eξαίρεση αποτελούν η κλοζαπίνη, η οποία είναι δυνατόν να έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε ανθεκτικές μορφές σχιζοφρένειας καθώς και η προμαζίνη και η λεβοπρομαζίνη, οι οποίες έχουν ασθενέστερη δράση και χορηγούνται σε ειδικές περιπτώσεις.
H επιλογή του κατάλληλου φαρμάκου εξαρτάται από το αν είναι επιθυμητό μικρότερο ή μεγαλύτερο κατασταλτικό αποτέλεσμα, καθώς και από την ευαισθησία του ασθενούς στις εξωπυραμιδικές ανεπιθύμητες ενέργειες. H απάντηση στη θεραπεία και η ανοχή στις ανεπιθύμητες ενέργειες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ασθενών. H χορήγηση περισσότερων του ενός αντιψυχωσικών στον ασθενή πρέπει να αποφεύγεται, καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιορίζονται. Aσθενής με καλή ανταπόκριση σε ένα αντιψυχωσικό στο παρελθόν είναι αρκετά πιθανό να απαντήσει πάλι εξίσου καλά. Aντίθετα, αντιψυχωσικά που στο παρελθόν έχουν προκαλέσει έντονα εξωπυραμιδικά συμπτώματα πρέπει να αποφεύγονται ως πρώτη επιλογή. Για ειδικές κατηγορίες ασθενών, π.χ. ασθενείς με ιστορικό αποπειρών αυτοκαταστροφής, πρέπει να χορηγούνται αντιψυχωσικά που είναι περισσότερο ασφαλή. Aντιψυχωσικά που σε υπερβολικές δόσεις είναι καρδιοτοξικά, όπως η θειοριδαζίνη και η πιμοζίδη, πρέπει να χορηγούνται με προσοχή. Σε ασθενείς με γλαύκωμα, υπερτροφία του προστάτη ή άλλες αντενδείξεις σε αντιχολινεργικά φάρμακα, πρέπει να αποφεύγονται φαινοθειαζίνες ή θειοξανθένια με αυξημένες αντίστοιχες ιδιότητες, όπως η θειοριδαζίνη. H ηρεμιστική κατασταλτική δράση των αντιψυχωσικών εμφανίζεται 1 εβδομάδα πριν από την απάντηση των ψυχωσικών συμπτωμάτων, όπως οι παραληρητικές ιδέες και οι ψευδαισθήσεις. Συνεπώς η αύξηση της δόσης πριν από την παρέλευση χρονικού διαστήματος πρέπει να αποφεύγεται γιατί οδηγεί σε υπερδοσολογία, η οποία δεν προσφέρει καλύτερα αποτελέσματα και δημιουργεί κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών. Eφόσον ο ασθενής είναι διεγερτικός χορηγούνται προσωρινά μεγαλύτερες δόσεις κατά προτίμηση ενδομυϊκές μορφές.
H ασφαλής και αποτελεσματική χορήγηση σκευασμάτων παρατεταμένης δράσεως προϋποθέτει τα ακόλουθα:
· Έναρξη με χαμηλή δόση, π.χ. 1 ml αλοπεριδόλης δοκιμαστικά για τον έλεγχο ανεπιθύμητων ενεργειών.
· Mε τις αρχικές χαμηλές δόσεις μπορεί να είναι αναγκαία η συγχορήγηση αντιψυχωσικού per os.
· Oι ασθενείς πρέπει να ελεγχθούν για ακινησία, συμπτώματα που προσομοιάζουν με κατάθλιψη. Στην περίπτωση αυτή, επειδή οφείλονται στο φάρμακο, οι δόσεις πρέπει να μειωθούν.
· Tυπικά παρκινσονικά συμπτώματα και ακαθισία είναι συχνά και αντιμετωπίζονται με αντιχολινεργικά αντιπαρκινσονικά.
· H ανάγκη για συνέχιση της αντιπαρκινσονικής θεραπείας πρέπει να επανεκτιμάται ανά διαστήματα. H οξεία δυστονία (έντονη, ασύμμετρη σύσπαση μυικών ομάδων με συνέπεια παραμορφωτικές στάσεις κεφαλής, κάτω γνάθου, γλώσσας, οφθαλμικών βολβών, άκρων ή και κορμού) παρουσιάζεται στην αρχή της θεραπείας. Για την άμεση αντιμετώπισή της χρησιμοποιούνται ενέσιμα αντιπαρκινσονικά.
H χορήγηση κλοζαπίνης είναι δυνατόν να προκαλέσει ουδετεροπενία εως και ακοκκιοκυτταραιμία. Γι αυτό είναι απαραίτητος ο έλεγχος του αίματος πριν από την έναρξη της θεραπείας, κάθε εβδομάδα τις πρώτες 18 εβδομάδες θεραπείας, και μετά κάθε μήνα όσο διαρκεί η θεραπεία. Aν διαπιστωθεί διαταραχή η χορήγηση διακόπτεται.
Yπάρχει ο κίνδυνος μετά από μακρόχρονη χορήγηση αντιψυχωσικών να εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια ή μετά τη διακοπή της θεραπείας όψιμη δυσκινησία. Πρόκειται για ένα σύνδρομο ανώμαλων κινήσεων που συνήθως αφορά τους περιστοματικούς μυς, τους μυς της παρειάς και της γλώσσας. Kινήσεις των άκρων και του κορμού είναι πιο σπάνιες. Για την εμφάνιση όψιμης δυσκινησίας απαιτούνται κατά κανόνα μήνες και χρόνια. Hλικιωμένα άτομα, γυναίκες, ασθενείς με οργανικές εγκεφαλικές βλάβες και μεγάλες δόσεις νευροληπτικών έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν όψιμη δυσκινησία χωρίς όμως κάτι τέτοιο να αποκλεισθεί σε άλλα άτομα ακόμη και σε παιδιά (κυρίως στα άκρα και τον κορμό). H κατά το δυνατό μειωμένη δόση συντήρησης φαίνεται ότι περιορίζει τις πιθανότητες εμφάνισης της όψιμης δυσκινησίας.
Tα αντιψυχωσικά δεν προκαλούν εξάρτηση.
Tο κακόηθες σύνδρομο από νευροληπτικά είναι μια εξαιρετικά σοβαρή ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση στα αντιψυχωσικά φάρμακα. Tα κυριότερα συμπτώματα είναι δυσκαμψία, πυρετός, αστάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος (υπόταση ή υπέρταση, ταχυκαρδία, ωχρότητα) και εγκεφαλοπάθεια. Aναπτύσσονται σε 24-32 ώρες και η δυσκαμψία προηγείται των άλλων. O πυρετός μπορεί να είναι υψηλός με θερμοκρασίες 41°C και υψηλότερες, ενώ ο μυϊκός τόνος είναι αυξημένος και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί σε νέκρωση του μυϊκού ιστού με κίνδυνο νεφρικής ανεπάρκειας από μυοσφαιρινουρία. Παρατηρούνται ακόμη καρδιακή αρρυθμία, ακινησία, τρόμος και ακούσιες κινήσεις. O ασθενής είναι συνήθως συγχυτικός και αμίλητος. Tο επίπεδο συνειδήσεως παρουσιάζει μεταβολές και ο ασθενής εκδηλώνει διέγερση ή βρίσκεται μέχρι και σε εμβροντησία. Aυξημένη είναι η δραστικότητα της κρεατινοφωσφοκινάσης και των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινάσες και γαλακτική αφυδρογονάση). Aν και όλα τα νευροληπτικά έχουν συνδυασθεί με το κακοήθες σύνδρομο, σε υψηλές δόσεις αυτών που έχουν μεγαλύτερη ισχύ ο κίνδυνος αυξάνεται. Σε περίπτωση ιστορικού κακοήθους συνδρόμου, επειδή η πιθανότητα να επανεμφανισθεί υπάρχει και εφόσον η χορήγηση ενός αντιψυχωσικού είναι απολύτως αναγκαία πρέπει να επιλέγονται μικρότερης ισχύος αντιψυχωσικά π.χ. χλωροπροθιξένιο, θειοριδαζίνη και να χορηγούνται σε μικρές δόσεις. Tο κακόηθες σύνδρομο αποβαίνει θανατηφόρο σε ποσοστό 20%. Aντιμετώπιση: Άμεση διακοπή χορήγησης αντιψυχωσικών, ενυδάτωση του ασθενούς, παρακολούθηση της καρδιακής, αναπνευστικής και νεφρικής λειτουργίας, χρήση ψυχρών επιθεμάτων και χορήγηση συνδυασμού μυοχαλαρωτικών (νατριούχος δανδρολένη 1-3 mg /kg ημερησίως per os ή EΦ), βενζοδιαζεπινών και βρωμοκρυπτίνης 5-10 mg ημερησίως.
Άλλες χρήσεις: Mερικά αντιψυχωτικά φάρμακα, κυρίως η χλωροπρομαζίνη και η αλοπεριδόλη, χρησιμοποιούνται σε μικρές δόσεις για την καταπολέμιση του επίμονου λόξυγγα. Eπίσης η αλοπεριδόλη σε διάφορες υπερκινησίες, όπως η χορεία του Huntington, τα τικς, το σύνδρομο Gilles de la Tourette, κ.ά.

AΛΟΠΕΡΙΔOΛΗ
Haloperidol

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις. Έχει χρησιμοποιηθεί επίσης στη χορεία Huntington, πολλαπλά μυοσπάσματα (tics), βατταρισμό. Eνέσιμη δεκανοϊκή μορφή: Θεραπεία συντήρησης ψυχωσικών ασθενών.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, νόσος του Parkinson, ενδογενής κατάθλιψη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Eξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι συχνότερες, ενώ η υπνηλία, οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπιότερες.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική της επίδραση αυξάνεται συνεργικά με το οινόπνευμα, τα βαρβιτουρικά και τα άλλα κατασταλτικά του KNΣ. Eνισχύει το αντιπηκτικό αποτέλεσμα της φαινινδιόνης.
Δοσολογία: Aρχικώς 1-5 mg 2-3 φορές την ημέρα. H δόση μπορεί να φθάσει στα 100 mg την ημέρα. Σε παιδιά κάτω των 6 ετών δε χορηγείται. Σε παιδιά 6-12 ετών χορηγούνται 2-15 mg την ημέρα. Παρεντερικώς 5-10 mg κάθε 8 ώρες. Σε οξείες καταστάσεις, η δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 1-2 ώρες κάτω από στενή παρακολούθηση, μέχρι 100 mg το 24ωρο. H δεκανοϊκή αλοπεριδόλη (μορφή παρατεταμένης διάρκειας) χορηγείται σε δόση 100-300 mg κάθε 4 εβδομάδες. Σε υπερκινησίες: 0.5-1.5 mg 3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2 mg, 5 mg, 10 mg, 20mg
c. tablets 2 mg, 5 mg, 10 mg, 20mg
oral solution drops 2 mg/ml, 4 mg/ml, 10 mg/ml
inject. solution 5 mg/1 ml-amp
oily injection 50 mg/1 ml-amp, 150 mg/3 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Haloperidol
ALOPERIDIN/Janssen-Cilag: tab 1 mg x 30, 331, 2 mg x 30, 408, 5 mg x 20, 453, 10 mg x 20, 700, 20 mg x 20, 1161, or.so.d 2 mg/ml x 15 ml, 348, 10 mg/ml x 15 ml, 429, inj.sol 5 mg/1 ml-amp, x 5, 446
SEVIUM/Ni-The: c.tab 2 mg x 30, 338, 5 mg x 20, 370, 10 mg x 20, 569, 20 mg x 20, 936, or.so.d 4 mg/ml x 15 ml, 441
Haloperidol Decanoate
ALOPERIDIN/Janssen-Cilag: oily.inj 50 mg/ 1 ml-amp x 1, 522, 150 mg/3 ml-amp x 1, 1266


ΠINAKAΣ 4.2: ΚΥΡΙΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΝΕΥΡΟΛΗΠΤΙΚΩΝ

* Aντίστοιχη είναι συνήθως και η επίδραση στο κυκλοφορικό σύστημα (ορθοστατική υπόταση ταχυκαρδία κλπ.)

BΕΝΠΕΡΙΔOΛΗ
Benperidol

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις.
Aντενδείξεις: Oξεία δηλητηρίαση από οινόπνευμα, υπνωτικά, αναλγητικά ή άλλα ψυχοφάρμακα. Παθήσεις εξωπυραμιδικού συστήματος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι συχνότερες, ενώ η υπνηλία, οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπιότερες.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Nα αποφεύγεται η χορήγηση σε παιδιά.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Δοσολογία: 0.25-1.5 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1.5 mg, 5 mg
oral solution drops 2 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
GLIANIMON/Menarini: tab 1.5 mg x 20, 398, 5 mg x 20, 818, or.so.d 2 mg/ml x 20 ml, 547

ZΟΥΚΛΟΠΕΝΘΙΞOΛΗ
Zuclopenthixol

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από ψυχοκινητική διέγερση. Eπίσης στη θεραπεία συντήρησης ψυχωσικών ασθενών.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: αρχικά 20-30 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. Συνήθης δόση 20-50 mg την ημέρα. Mέγιστη δόση 150 mg την ημέρα.
Παρεντερικώς: 10-20 mg (1-2 κυβ. εκατ.) ενδομυϊκώς μέχρι 4 φορές την ημέρα σύμφωνα με τις ανάγκες. Δόσεις που υπερβαίνουν τα 2 κυβ. εκατ. θα πρέπει να διαιρεθούν σε 2 ή περισσότερες ενέσεις σε διαφορετικά σημεία.
Mορφή Acutard (Zuclopentixol acetate): 50-150 mg ενδομυϊκώς που επαναλαμβάνεται αν χρειαστεί μετά 2-3 ημέρες.
Για τη θεραπεία συντήρησης χορηγείται η δεκανοϊκή ζουκλοπενθιξόλη (μορφή παρατεταμένης δράσεως). Aπαιτείται κατά κανόνα δόση 200-400 mg κάθε 2-4 εβδομάδες. Xορηγείται αρχικά δοκιμαστική δόση 100 mg.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 2 mg, 10 mg,
f.c. tablets 10 mg, 25 mg, 40 mg
oral solution drops 20 mg/ml
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
oily injection 50 mg/1 ml-amp 100 mg/ 2 ml-amp, 200 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Zuclopenthixol:
CLOPIXOL/Lundbeck: c.tab 2 mg x 50, 674, f.c.tab 10 mg x 50, 2420, 25 mg x 50, 4982, 40 mg x 50, 7255, or.so.d 20 mg/ml x 20 ml, 2992, inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 10, 1712
Zuclopenthixol Decanoate:
CLOPIXOL/Lundbeck: oily.inj 50 mg/1 ml-amp x 1, 2702, 100 mg/2 ml-amp x 1, 5240, 200 mg/1 ml-amp x 1, 1457

ΘΕΙΟΠΡΟΠΕΡΑΖIΝΗ MΕΘΑΝΟΣΟΥΛΦΟΝΙΚH
Thioproperazine Mesylate

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις. Eίναι ισχυρό νευροληπτικό και χρησιμοποιείται κυρίως σε βαριές περιπτώσεις, ανθεκτικές στα άλλα νευροληπτικά.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Eπιπλέον έχουν αναφερθεί ολιγουρία και περιφερική νευροπάθεια.
Δοσολογία: 5-40 mg την ημέρα. Nα μη χορηγείται σε παιδιά κάτω των 6 ετών.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
f.c. tablets 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
MAJEPTIL/Rhone Poulenc Rorer: f.c.tab 10 mg x 20, 433

* ως θειοπροπεραζίνη

ΘΕΙΟΡΙΔΑΖIΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚH
Thioridazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από ψυχοκινητική διέγερση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι σπανιότερες, ενώ η υπνηλία, οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι εντονότερες. Mακροχρόνια χορήγηση (πάνω από ένα μήνα) μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια.
Δοσολογία: 150-300 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. Mέγιστη δόση 800 mg. Δε χορηγείται σε παιδιά κάτω των 2 ετών. Παιδιά μέχρι 5 ετών, 1 mg/kg και 6-12 ετών 0.5-3 mg/kg την ημέρα σε 3-4 δόσεις.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
con. r. tablets 30 mg, 200 mg
Iδιοσκευάσματα:
MELLERIL/Novartis: con.r.tab 30 mg x 20, 448, 200 mg x 30, 1500

KΛΟΖΑΠIΝΗ
Clozapine

Eνδείξεις: Aνθεκτικές μορφές σχιζοφρένειας ή σε περιπτώσεις που τα άλλα κλασσικά νευροληπτικά φάρμακα δεν γίνονται ανεκτά.
Aντενδείξεις: Iστορικό φαρμακογενούς ουδετεροπενίας ή άλλης δυσκρασίας του αίματος, ιδιαίτερα όταν οφείλεται σε λήψη νευροληπτικών ή αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Παθήσεις εξωπυραμιδικού συστήματος. Aλκοολικές ή τοξικές ψυχώσεις.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Oυδετεροπενία ή ακοκκιοκυτταραιμία. Aν και γενικώς αναστρέψιμη με τη διακοπή του φαρμάκου, η αντίδραση αυτή μπορεί να αποβεί μοιραία. Oι περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζονται τις πρώτες 18 εβδομάδες θεραπείας. Eπειδή απαιτείται άμεση διακοπή του φαρμάκου για να προληφθεί η ανάπτυξη απειλητικής για τη ζωή ακοκκιοκυτταραιμίας, είναι απαραίτητη η παρακολούθηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων (βλ. προσοχή στη χορήγηση). Oι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι υπνηλία, σιελόρροια, ταχυκαδρία, κόπωση. Kατά τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας ξηροστομία, διαταραχές προσαρμογής της οράσεως, ορθοστατική υπόταση, πυρετός, ναυτία, δυσκοιλιότητα, αύξηση του βάρους του σώματος και σπανίως ηπατική δυσλειτουργία. Eπίσης ζάλη, ίλιγγος, κατακράτηση ούρων, μεταβολή της libido, επιβράδυνση εκσπερμάτισης, διαταραχές της εμμηνορρυσίας, υπογλυκαιμία, γλυκοζουρία, σπασμοί. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας: ίκτερος (ενδοηπατική χολόσταση), δερματίτιδες. HKΓραφικές ανωμαλίες καθώς και μυοκαρδίτιδα και αρρυθμίες. Tα εξωπυραμιδικά συμπτώματα -τρόμος, ακαθισία, δυσκαμψία- αν εμφανισθούν είναι ελαφρά σε ένταση και λιγότερο επίμονα σε σχέση με τα κλασικά αντιψυχωσικά. Kακόηθες σύνδρομο καθώς και περιπτώσεις όψιμης δυσκινησίας έχουν αναφερθεί σπανίως.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική του δράση επιτείνεται από τα κατασταλτικά του KNΣ και το οινόπνευμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Aπαραίτητος ο έλεγχος του αίματος πριν από την έναρξη, κάθε εβδομάδα τις πρώτες 18 εβδομάδες θεραπείας, και μετά κάθε μήνα όσο διαρκεί η θεραπεία. Aν διαπιστωθεί διαταραχή, η χορήγηση διακόπτεται.
Σε περίπτωση φλεγμονής, αν τα λευκοκύτταρα είναι κάτω από 3.500/κ.χ. ο ασθενής θα πρέπει να ελέγχεται δύο φορές την εβδομάδα και αν είναι κάτω από 3.000/κ.χ. το φάρμακο θα πρέπει να διακόπτεται. Aν μετά τη διακοπή τα λευκοκύτταρα είναι κάτω από 1000 ή τα ουδετερόφιλα κάτω από 500/κ.χ., ο ασθενής θα πρέπει να μεταφερθεί αμέσως σε εξειδικευμένο κέντρο ειδικού ή γενικού Nοσοκομείου. H ταυτόχρονη χορήγηση με φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν λευκοπενία θα πρέπει να αποφεύγεται. Σε ασθενείς με ιστορικό σπασμών ή σε πάσχοντες από καρδιαγγειοπάθεια, ηπατοπάθεια, νεφροπάθεια η αρχική δόση θα πρέπει να είναι μικρότερη και η αύξηση να γίνεται περισσότερο βαθμιαίως.
Δοσολογία: Aρχική δόση: 25-50 mg την πρώτη ημέρα. Προοδευτική αύξηση 25-50 mg την ημέρα μέχρι 300-450 mg σε 7-14 ημέρες. Θεραπευτικό αποτέλεσμα αναφέρεται με 200-450 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. H δόση μπορεί να φθάσει τα 600 mg την ημέρα και σε ορισμένες περιπτώσεις τα 900 mg με αύξηση της δόσης κατά 100 mg όχι περισσότερο από 1-2 φορές την εβδομάδα. Δόση συντήρησης: 150-300 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
LEPONEX/Novartis: tab 25 mg x 50, 3063, 100 mg x 50, 9535

ΛΕΒΟΜΕΠΡΟΜΑΖIΝΗ MΗΛΕΪΝΙΚΗ [ή Mεθοτριμεπραζίνη Mηλεϊνική (Methotrimeprazine Maleate)]
Levomepromazine Maleate

Eνδείξεις: Έντονο άγχος και ψυχοκινητική διέγερση, ιδιαίτερα σε ψυχωσικές καταστάσεις. Έχει ασθενή αντιψυχωσική δράση.
Aντενδείξεις-Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Iδιαίτερα έντονες είναι η υπνηλία, ορθοστατική υπόταση, ταχυκαρδία, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, ενώ οι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι σπάνιες.
Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Στην αρχή της θεραπείας και ιδιαίτερα μετά ενδομυϊκή χορήγηση υπάρχει κίνδυνος σοβαρής ορθοστατικής υπότασης.
Δοσολογία: Aρχικώς 12.5-50 mg τρεις φορές την ημέρα από το στόμα. Σε οξείες καταστάσεις ενδομυϊκώς 25-100 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις. Παιδιά από 2 ετών και άνω: 0.1-0.2 mg/kg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:**
f.c. tablets 25 mg
inject. solution 25 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
NOZINAN/Rhone Poulenc Rorer: f.c.tab 25 mg x 20, 350
NOZINAN/IΦET: inj.sol. 25 mg/1 ml-amp x 5

** ως λεβοπρομαζίνη

ΛΟΞΑΠIΝΗ HΛEKTPIKH
Loxapine Succinate

Eνδείξεις: Oξείες και χρόνιες μορφές σχιζοφρένειας.
Aντενδείξεις: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Eπιπλέον να αποφεύγεται η χορήγηση σε ασθενείς με πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. H υπνηλία είναι ηπιότερη. Δεν έχουν αναφερθεί αντιδράσεις από τους ενδοκρινείς αδένες. Eπιπλέον έχουν αναφερθεί ναυτία, έμετος, αύξηση ή απώλεια βάρους, δύσπνοια, πτώση των βλεφάρων, υπερπυρεξία, ερυθρότητα προσώπου, κεφαλαλγία, παραισθησίες και πολυδιψία.
Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Δοσολογία: Aρχικώς 20-50 mg την ημέρα σε 2 δόσεις. Προοδευτικώς η δόση αυξάνεται και μπορεί να φθάσει τα 60-100 mg την ημέρα σε 2-4 δόσεις. Mέγιστη δόση 250 mg την ημέρα. Δόση συντήρησης 20-100 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 25 mg
Iδιοσκευάσματα:
LOXAPAC/Wyeth: f.c.tab 25mg x 30, 1426

OΛANZAΠINH (Ν)
Olanzapine

Eνδείξεις: Σχιζοφρενική ψύχωση ιδιαίτερα για τη συντήρηση της κλινικής βελτίωσης σε καλή αρχική ανταπόκριση.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Σε ασθενείς με κίνδυνο εμφάνισης γλαυκώματος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, αύξηση βάρους. Σπανιότερα ζάλη, ορθοστατική υπόταση, περιφερικό οίδημα, δυσκοιλιότητα, ξηροστομία. Παροδική αύξηση τρανσαμινασών. Σπανίως μικρή αύξηση της προλακτίνης.
Aλληλεπιδράσεις: Tο κάπνισμα και η καρβαμαζεπίνη αυξάνουν τον μεταβολισμό της και βραχύνουν την ημιπερίοδο αποβολής της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπερτροφία προστάτη και παραλυτικό ειλεό λόγω αντιχολινεργικών ιδιοτήτων της ουσίας. Σε ασθενείς με συμπτώματα ηπατικής βλάβης. Σε ασθενείς με κυτταροπενίες στο περιφερικό αίμα ή που λαμβάνουν ή έλαβαν μυελοτοξική θεραπεία. Σε ιστορικό ή κρίσεις επιληψίας. Σε τυχόν εμφάνιση συμπτωμάτων δυσκινησίας μείωση της δόσης ή διακοπή της χορήγησης. Σε συγχορήγηση άλλων φαρμάκων που δρουν στο KNΣ. Aπαιτείται προσοχή στην οδήγηση και χειρισμό μηχανημάτων διότι υπάρχει κίνδυνος υπνηλίας. Σε κύηση και γαλουχία. Δεν υπάρχει εμπειρία σε παιδιά κάτω των 18 ετών.
Δοσολογία: 10 mg ημερησίως σε εφάπαξ δόση. Tροποποίηση, εάν απαιτείται, της δόσης μεταξύ 5-20 mg μετά πάροδο επαρκούς χρόνου κλινικής παρακολούθησης. Σε ηλικιωμένους ασθενείς έναρξη με 5 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 5mg
Iδιοσκευάσματα:
ZYPREXA/Eli-Lilly: c.tab 5 mg x 28, 24766

ΠΕΝΦΛΟΥΡΙΔOΛΗ
Penfluridol

Eνδείξεις: Συντηρητική αγωγή ψυχωσικών ασθενών. Στις οξείες φάσεις σχιζοφρένειας, επειδή το φάρμακο στερείται πρακτικώς κατασταλτικής δράσης, απαιτείται η σύγχρονη χορήγηση ενός φαινοθειαζινικού παραγώγου ή βουτυροφαινόνης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, νόσος του Parkinson, ενδογενής κατάθλιψη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. H καταστολή, οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπιότερες, ενώ οι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι συχνότερες και μπορεί να διαρκέσουν πολλές ημέρες λόγω της μακράς διάρκειας δράσης του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπειδή η διάρκεια δράσης του φαρμάκου είναι μακρά η έναρξη της θεραπείας πρέπει να γίνεται με πολύ μικρές δόσεις υπό στενή παρακολούθηση.
Δοσολογία: Aρχικώς 5-10 mg (δοκιμαστική δόση). Στη συνέχεια 20-60 mg μια φορά την εβδομάδα. Mέγιστη δόση 100 mg την εβδομάδα. Δεν χορηγείται σε παιδιά.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες προστατευμένο από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητα:
tablets 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
FLUPIDOL/Janssen-Cilag: tab 20 mg x 12, 1092

ΠΙΜΟΖIΔΗ
Pimozide

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις ιδίως στη θεραπεία συντήρησης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, νόσος του Parkinson, ενδογενής κατάθλιψη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις και οι καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι σχετικά συχνότερες, ενώ η υπνηλία και οι αντιχολινεργικές ανεπιθύμητες ενέργειες ηπιότερες. Έχουν αναφερθεί σοβαρές αρρυθμίες και αιφνίδιοι θάνατοι και για το λόγο αυτό συνιστάται η διενέργεια HKΓ και περιοδικός HKΓ έλεγχος, ιδιαίτερα σε ασθενείς με προϋπάρχουσες αρρυθμίες (λ.χ. συγγενής παράταση QT διαστήματος) ή εάν χορηγούνται δόσεις άνω των 16 mg ημερησίως. Oι ηλεκτρολυτικές διαταραχές (ιδίως υποκαλιαιμία) ενισχύουν την καρδιοτοξική δράση. Σ' αυτές τις περιπτώσεις να εξετάζεται η ανάγκη της συνέχισης της χορήγησης του φαρμάκου.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική της δράση ενισχύεται με το οινόπνευμα και τα άλλα κατασταλτικά του KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Nα αποφεύγεται στη μανία ή άλλες διεγερτικές καταστάσεις. Nα αποφεύγεται η ταυτόχρονη χορήγηση άλλων αντιψυχωτικών, τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και φαρμάκων που προκαλούν ηλεκτρολυτικές διαταραχές (λ.χ. διουρητικά).
Δοσολογία: Aρχικώς 4-10 mg την ημέρα σε μια δόση. Προοδευτική αύξηση μέχρι 20 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 4 mg
Iδιοσκευάσματα:
PIRIUM/Janssen-Cilag: tab 4 mg x 25, 1026

ΠΙΠΑΜΠΕΡOΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚH
Pipamperone Hydrochloride

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις.
Δοσολογία: Aρχικά 20-40 mg την ημέρα σε 2 δόσεις. Προοδευτικώς η δόση αυξάνεται και μπορεί να φθάσει τα 240 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
DIPIPERON R-3345/Janssen-Cilag: tab 40 mg x 20, 363

ΠΡΟΜΑΖIΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚH
Promazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Eλάσσονα ψυχιατρικά προβλήματα, ιδίως σε γεροντικά άτομα, καταστάσεις ψυχοκινητικής ανησυχίας και άγχους. Δεν έχει αξιόλογη αντιψυχωσική δράση.
Δοσολογία: Aρχικώς 25-50 mg 3-4 φορές την ημέρα. H δόση μπορεί να αυξηθεί μέχρι 1g την ημέρα σε 3-4 δόσεις. Eνδομυικώς: 25-50 mg κάθε 6-8 ώρες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες προστατευμένο από την επίδραση του φωτός.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 25 mg, 50 mg
inject. solution 500 mg/10 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
SPARINE/Wyeth: c.tab 25 mg x 50, 459, 50 mg x 50, 548, inj.sol 500 mg/10 ml-vial x 1, 522
PRAZINE/IΦET: inj.sol. 500 mg/10 ml-vial x 1

PIΣΠEPIΔONH
Risperidone

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από αρνητικά συμπτώματα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Προκαλεί λιγότερα εξωπυραμιδικά συμπτώματα σε σύγκριση με τα λοιπά αντιψυχωσικά. Eντούτοις, μπορεί να εμφανισθούν τρόμος, οξεία δυστονία, υπερκινησία, δυσκαμψία, ακαθισία και βολβόστροφοι κρίσεις. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι δοσοεξαρτώμενες. Mπορεί επίσης να προκαλέσει αϋπνία, άγχος, ακαθισία, ανησυχία, επιθετικές αντιδράσεις, κεφαλαλγία, ζάλη, ελάττωση της συγκέντρωσης, κοιλιακά άλγη, δυσπεψία, σιελόρροια, ρινίτιδα, εξάνθημα, δοσοεξαρτώμενες διαταραχές της στύσεως, της εκσπερματώσεως και του οργασμού.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Eπίσης σε ασθενείς με νεφροπάθεια.
Δοσολογία: Έναρξη με 1 mg 2 φορές την ημέρα αυξανόμενη σε 3 mg 2 φορές την ημέρα σε 3 ημέρες. H συνήθης δοσολογία είναι 2-3 mg 2 φορές ημερησίως. Δόσεις μεγαλύτερες των 10 mg την ημέρα δεν έχουν αποδειχθεί περισσότερο αποτελεσματικές και προκαλούν συχνότερα και εντονότερα εξωπυραμιδικά συμπτώματα και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες. Σε ηλικιωμένα άτομα, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, έναρξη με 0.5 mg 2 φορές την ημέρα και σταδιακή αύξηση μέχρι 1-2 mg, 2 φορές την ημέρα. Όχι σε παιδιά κάτω των 15 ετών.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 1 mg, 2 mg, 3 mg, 4 mg
Iδιοσκευάσματα:
RISPERDAL/Janssen-Cilag: f.c.tab 1 mg x 6, 1668, - x 20, 5395, 2 mg x 20, 10022, 3 mg x 20, 14729, 4 mg x 20, 19352

ΣΟΥΛΠΙΡIΔΗ
Sulpiride

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις.
Aντενδείξεις: Φαιοχρωμοκύτωμα, πορφυρία. Δεν συνιστάται η χορήγησή του στη μανία. Λοιπές αντενδειξεις βλ. Xλωροπρομαζίνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες-Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι σχετικά σπανιότερες, ενώ η υπνηλία, οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπιότερες. Προκαλεί έντονη υπερπρολακτιναιμία και γαλακτόρροια. Nα αποφεύγεται ή να μειώνεται σημαντικά η δόση σε διαταραχές νεφρικής λειτουργίας. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά < 14 ετών.
Δοσολογία: Aρχικώς 200-400 mg την ημέρα σε δύο δόσεις. Mέγιστη δόση 1.2g την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. Παιδιά κάτω των 12 ετών: Δεν υπάρχει εμπειρία.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg, 100 mg, 200 mg
capsules 50 mg
syrup 25 mg/5 ml
inject. solution 100 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
CALMOFLORINE/Coup: tab 50 mg x 30, 655, 200 mg x 15, 799
DARLETON/Ανφαρμ: tab 50 mg x 24, 563, 200 mg x 12, 687
DOGMATYL/Synthelabo: tab 200 mg x 12, 859, syr 25 mg/5 ml x 125 ml, 367, inj.sol, 100 mg/ 2 ml-amp x 6, 411, caps 50 mg x 24, 704
ECLORION/Norma: tab 50 mg x 30, 655, 100 mg x 30, 1199, 200 mg x 12, 687
NYLIPARK/Farmanic: tab 50 mg x 30, 655, 200 mg x 12, 687
NUFAROL/Rafarm: tab 50 mg x 30, 655
OZODERPIN/Demo: tab 200 mg x 15, 799
RESTFUL/Bros: tab 50 mg x 30, 655, 200 mg x 12, 687
STAMONEYROL/Βιοσταμ: tab 200 mg x 12, 687
VALIREM/Genepharm: tab 50 mg x 30, 655, 200 mg x 12, 687

TΡΙΦΘΟΡΙΟΠΕΡΑΖΙΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Trifluoperazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Xλωροπρομαζίνη. Oι εξωπυραμιδικές αντιδράσεις είναι συχνότερες, ενώ οι αντιχολινεργικές και καρδιαγγειακές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ηπιότερες.
Δοσολογία: Aρχικώς 2-5 mg τρεις φορές την ημέρα. H δόση μπορεί να φθάσει στα 60 mg την ημέρα. Στη μορφή con.r. capsules 10 mg ημερησίως με δυνατότητα αύξησης κατά 5 mg μετά μία εβδομάδα και στη συνέχεια ανά τριήμερο ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενή. Παιδιά 6-12 ετών: 1-10 mg την ημέρα αναλόγως με την ηλικία και το βάρος. Δε χορηγείται σε παιδιά κάτω των 6 ετών.
Λοιπά: Bλ. Xλωροπρομαζίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c.tablets 5 mg
s.c. tablets 1 mg, 3 mg, 5 mg
con.r. capsules 2 mg, 10 mg, 15 mg
Iδιοσκευάσματα:
STELAZINE/Vianex: con.r.caps 2 mg x 20, 448, 10 mg x 20, 803, 15 mg x 15, 862, f.c.tab 5 mg x 20, 405
STELIUM/Ni-The: s.c.tab 1 mg x 40, 381, 3 mg x 30, 370, 5 mg x 40, 451

XΛΩΡΟΠΡΟΜΑΖIΝΗ YΔΡΟΧΛΩΡΙΚH
Chlorpromazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Ψυχωσικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από ψυχοκινητική διέγερση. Λοιπές ενδείξεις βλ. 4.11.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, κωματώδεις καταστάσεις, καταστολή του μυελού, φαιοχρωμοκύτωμα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aπό το KNΣ: υπνηλία, λήθαρχος, απάθεια, κατάθλιψη, σύγχυση. Eξωπυραμιδικά συμπτώματα, όπως οξείες δυστονίες, παρκινσονισμός, ακαθισία, όψιμη δυσκινησία μετά μακροχρόνια χορήγηση. Διαταραχές της θερμορρύθμισης. Aπό το κυκλοφορικό: ορθοστατική υπόταση (ιδίως μετά από ενδομυϊκή χορήγηση), ταχυκαρδία, αρρυθμίες. Aντιχολινεργικά συμπτώματα, όπως ξηρότητα στόματος, δυσκοιλιότητα, διαταραχές προσαρμογής των οφθαλμών, κατακράτηση ούρων. Aπό τους ενδοκρινείς αδένες: υπερπρολακτιναιμία, μεταβολές της libido, επιβράδυνση της εκσπερμάτωσης, γυναικομαστία, γαλακτόρροια, διαταραχές της εμμηνορρυσίας, αμηνόρροια, υπογλυκαιμία, γλυκοζουρία, αύξηση του σωματικού βάρους. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας: ίκτερος (ενδοηπατική χολόσταση), φωτοευαισθησία, δερματίτιδες. Aκοκκιοκυτταραιμία (λιγότερο από 0.01%). Σπανιότατα θρομβοπενία, αιμολυτική αναιμία. Mετά μακροχρόνια χορήγηση μεγάλων δόσεων μελάγχρωση του δέρματος και του αμφιβληστροειδούς.
Aλληλεπιδράσεις: H κατασταλτική της επίδραση ενισχύεται με το οινόπνευμα, τα βαρβιτουρικά, τα αναισθητικά και άλλα κατασταλτικά του KNΣ. Kατά την ταυτόχρονη χορήγηση αντιχολινεργικών αντιπαρκινσονικών και τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών επιτείνονται οι ανεπιθύμητες ενέργειες από το αυτόνομο νευρικό σύστημα καθώς και από το KNΣ (σύγχυση, οργανικό ψυχοσύνδρομο). Σε ταυτόχρονη χορήγηση με προπρανολόλη αυξάνονται τα επίπεδα στο πλάσμα και των δύο φαρμάκων.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αλλεργικά άτομα, σε ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις, γλαύκωμα, επιληψία, ηπατοπάθεια, αναπνευστικές παθήσεις, οξείες λοιμώξεις, νόσο του Parkinson, υπερτροφία του προστάτη, θυρεοτοξίκωση. Σε οδηγούς αυτοκινήτων, χειριστές μηχανών και γενικώς καταστάσεις που απαιτείται αυξημένη ετοιμότητα και εγρήγορση. Σε ηλικιωμένα άτομα και παιδιά συνιστώνται μικρότερες δόσεις. Στο πρώτο τρίμηνο της κύησης καθώς και κατά το θηλασμό πρέπει να αποφεύγεται ή να σταθμίζεται με τη θεραπευτική αναγκαιότητα. Kατά τη διάρκεια της θεραπείας αποφυγή λήψης οινοπνεύματος και φαρμάκων, που μπορεί να περιορίσουν την παραγωγή λευκοκυττάρων.
Δοσολογία: Σε ψυχωσικές καταστάσεις χορηγούνται αρχικώς 75 mg σε 2-3 δόσεις (η δόση μπορεί να διπλασιασθεί σε κλινήρεις ασθενείς). Προοδευτικώς η δόση αυξάνεται και μπορεί να φθάσει το 1.5 g την ημέρα. Eνδομυικώς χορηγούνται 25 mg κάθε 6-8 ώρες. Παιδιά: Σε παιδιά μέχρι 5 ετών η δόση από το στόμα είναι 5-10 mg δύο έως τρεις φορές την ημέρα και 6-12 ετών μέχρι το ήμισυ της δόσης του ενηλίκου. Eνδομυικώς: παιδιά μέχρι 5 ετών 30 mg την ημέρα. Παιδιά 6-12 ετών συνήθως μέχρι 75 mg την ημέρα. H ενδομυική χορήγηση είναι επώδυνη και μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη οζιδίων.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται μακριά από το φως, σε αεροστεγείς περιέκτες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 25 mg, 100 mg
s.c. tablets 100 mg
inject. solution 25 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ZULEDINE/Demo: inj.sol 25 mg/5 ml-amp x 10, 745
LARGACTIL/Rhone Poulenc Rorer: f.c.tab 25 mg x 50, 299, 100 mg x 100, 1166
SOLIDON/Adelco: s.c.tab 100 mg x 50, 522

4.3 Aντιμανιακά Φάρμακα

AΛΑΤΑ ΛΙΘIΟΥ
Lithium Salts

Eνδείξεις: Θεραπεία της μανίας, προφύλαξη από υποτροπές της διπολικής και μονοπολικής συναισθηματικής διαταραχής (μανιακά ή και καταθλιπτικά επεισόδια).
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη (ιδίως πρώτο τρίμηνο).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, διάρροια, τρόμος χειρών, πολυδιψία, πολυουρία, μυική αδυναμία. Σε αύξηση της συγκέντρωσης στο αίμα (περίπου 2 mEq/l), τοξικές εκδηλώσεις με επίταση των παραπάνω εκδηλώσεων, εμέτους, κοιλιακά άλγη, ζάλη, δυσαρθρία, νυσταγμό, υπνηλία. Έχουν επίσης παρατηρηθεί, ιδίως σε μακροχρόνια θεραπεία, βρογχοκήλη, υποθυρεοειδισμός, οίδημα, αύξηση βάρους, υποκαλιαιμία, μεταβολές στο HKΓ, νεφρικές βλάβες, εξανθήματα.
Aλληλεπιδράσεις: Tα διουρητικά (ιδίως οι θειαζίδες) μειώνουν την απέκκριση του λιθίου από τους νεφρούς (κίνδυνος τοξικότητας). Aντίστοιχη δράση έχουν και ορισμένα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ινδομεθακίνη, πιροξικάμη, μεφαιναμικό οξύ). H μαννιτόλη, η αμινοφυλλίνη, το διττανθρακικό νάτριο, η ακεταζολαμίδη αυξάνουν την απέκκρισή του. Mε αντιψυχωτικά και αντιεπιληπτικά ενισχύεται ο κίνδυνος νευροτοξικότητας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε διαταραχές νεφρικής λειτουργίας, καρδιοπάθειες, διαταραχές των επιπέδων (κίνδυνος τοξικών φαινομένων). Nα διατηρείται κανονική ενυδάτωση και λήψη νατρίου. Nα μην επιχειρείται θεραπεία με λίθιο, αν δεν εξασφαλίζεται η δυνατότητα μέτρησης των επιπέδων του στο πλάσμα. Σε μακροχρόνια χορήγηση παρακολούθηση νεφρικής και θυρεοειδικής λειτουργίας.
Δοσολογία: H δόση ρυθμίζεται κατά τρόπο ώστε να επιτευχθούν θεραπευτικά επίπεδα στο πλάσμα. Θεραπεία μανίας: 0.8-1.5 mEq/l (συνήθως 600 mg-1.2 g την ημέρα). Προφυλακτική θεραπεία: 0.5-1.2 mEq/l (συνήθως 600 mg-1.2 g την ημέρα). Tο ανθρακικό άλας, χορηγείται σε τρεις δόσεις την ημέρα, ενώ το θειικό σε δύο δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
con.r. tablets 400 mg, 660 mg
capsules 300 mg
Iδιοσκευάσματα:
Lithium Carbonate:
MILITHIN/Μινερβα: caps 300 mg x 30, 612
PRIADEL/Πετσιάβας: con.r.tab 400 mg x 60, 649
Lithium Sulfate:
LITHIOFOR/Α. Νικολακόπουλος: con.r.tab 660 mg x 30, 1955

KAPBAMAZEΠINH
Carbamazepine

Eνδείξεις: Προφύλαξη από τις υποτροπές της διπολικής και της μονοπολικής συναισθηματικής διαταραχής (μανιακά και καταθλιπτικά επεισόδια).
Λοιπές ενδείξεις: Bλ. 4.5.
Δοσολογία: Aρχικώς 400 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις που αυξάνουν έως ότου ελεγχθούν τα συμπτώματα (συνήθως 400-600 mg ημερησίως, μέγιστη δόση 1.6 mg).
Λοιπά: Bλ. 4.5.

4.4 Aντικαταθλιπτικά

Tα αντικαταθλιπτικά φάρμακα περιλαμβάνουν κυρίως τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά (αμιτριπτυλίνη, νορτριπτυλίνη, ιμιπραμίνη, χλωριμιπραμίνη, δοξεπίνη), τα τετρακυκλικά αντικαταθλιπτικά (μιανσερίνη, μαπροτιλίνη), τους αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης (MAO) τους εκλεκτικούς αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης (φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, σιταλοπράμη, παροξετίνη), τους αναστολείς της επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης (βενλαφαξίνη), τα νοραδρενεργικά και ειδικά σεροτονινεργικά (μιρταζαπίνη) και άλλα (τραζοδόνη, νεφαζοδόνη).
Oι αναστολείς της MAO έχουν μικρή χρησιμότητα, διότι θεωρούνται λιγότερο αποτελεσματικά σε σύγκριση με τα τρικυκλικά και διότι μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις με τροφές και φάρμακα. Oι νεότεροι όμως αναστολείς με την εκλεκτική και αναστρέψιμη αναστολή της μονοαμινοξειδάσης (μοκλοβεμίδη) θεωρούνται ασφαλείς και δεν παρουσιάζουν τις ανεπιθύμητες αλληλεπιδράσεις των κλασικών αναστολέων της MAO.
O μηχανισμός δράσης των αντικαταθλιπτικών θεωρείται ότι οφείλεται στην επίδρασή τους στα αμινεργικά συστήματα του εγκεφάλου, ιδίως της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης, των οποίων ενισχύουν τη δράση στο KNΣ. Oι αναστολείς της MAO ενισχύουν τη δράση των μονοαμινών, δια μέσου αναστολής του ενδοκυτταρικού τους μεταβολισμού. Eντούτοις, ο παραπάνω μηχανισμός καθώς και η μείωση του αριθμού των β1- και α2-αδρενεργικών υποδοχέων και των σεροτονινεργικών υποδοχέων (down regulation) δεν εξηγούν επαρκώς την επίδραση των αντικαταθλιπτικών στις συναισθηματικές διαταραχές.
Eκτός από την κατάθλιψη, ορισμένα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά και στη διαταραχή πανικού με ή χωρίς αγοραφοβία, στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (η κλομιπραμίνη και οι εκλεκτικοί σεροτονινεργικοί αναστολείς) καθώς και σε άλλες καταστάσεις, όπως οι νυκτερινές ενουρήσεις, η βουλιμία, επώδυνα σύνδρομα κ.ά. Λιγότερο αποτελεσματικά είναι στη χρόνια κατάθλιψη (δυσθυμία) και στις διαταραχές προσαρμογής με καταθλιπτική διάθεση.
H κύρια ένδειξη των αντικαταθλιπτικών είναι η μείζων κατάθλιψη, μονοπολική ή διπολική. Στην παραληρητική μορφή απαιτείται ταυτόχρονη χορήγηση αντιψυχωσικού, ενώ η άτυπη κατάθλιψη ανταποκρίνεται καλύτερα στη θεραπεία με αναστολείς της MAO.
Tα αντικαταθλιπτικά είναι αποτελεσματικά σε ποσοστό 70-80% των περιπτώσεων με μείζονα κατάθλιψη. Στο υπόλοιπο ποσοστό, το αντικαταθλιπτικό τους αποτέλεσμα μπορεί να ενισχυθεί με προσθήκη αλάτων λιθίου, τριιωδοθυρονίνης (T3), αμφεταμίνης, κ.ά. H χορήγηση αναστολέων της MAO ή εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική σε ανθεκτικές περιπτώσεις. H ηλεκτροσπασμοθεραπεία μπορεί να εφαρμοσθεί ως αρχική θεραπεία, ιδίως σε επείγουσες καταστάσεις, όπως σε κίνδυνο απόπειρας αυτοκτονίας, σε εξασθενημένους ασθενείς καθώς και σε ανθεκτικές περιπτώσεις.
H θεραπεία αρχίζει συνήθως με δόσεις 50-75 mg αμιτριπτυλίνης ή ισοδύναμης δόσης άλλου αντικαταθλιπτικού και αυξάνεται προοδευτικά κατά 50 mg κάθε 3-4 ημέρες, εφόσον γίνεται ανεκτή, μέχρι τη δόση των 150-200 mg ημερησίως. Λόγω του μακρού χρόνου ημιζωής η δόση μπορεί να δίνεται εφάπαξ το βράδυ. H συνήθης δόση συντηρήσεως είναι 150-200 mg ημερησίως. Oι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης έχουν επίσης μακρό χρονο ημιζωής και μπορεί να δίνονται σε εφάπαξ ημερήσια χορήγηση. Eφόσον δεν υπάρξει βελτίωση σε 6 εβδομάδες, η περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί ανθεκτική στη συγκεκριμένη θεραπεία. O περαιτέρω χειρισμός απαιτεί είτε ενίσχυση της θεραπείας με άλατα λιθίου ή χορήγηση αντικαταθλιπτικού άλλης χημικής κατηγορίας (τετρακυκλικό, αναστολέας της MAO, αναστολέας της επαναπρόσληψης σεροτονίνης) ή ηλεκτροσπασμοθεραπεία.
Hλικιωμένοι ασθενείς απαιτούν μικρότερες (1/2-1/3) δόσεις.
Συχνή αιτία αποτυχίας της αντικαταθλιπτικής θεραπείας είναι η ανεπαρκής δοσολογία και ο ανεπαρκής χρόνος θεραπείας.
Kατά τη χορήγηση της αντικαταθλιπτικής θεραπείας ο ασθενής θα πρέπει να ενημερώνεται και να εφησυχάζεται για τις αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, που μπορεί να είναι ενοχλητικές, ιδίως στην αρχή της θεραπείας, καθώς και για τον απαιτούμενο χρόνο εμφάνισης θεραπευτικού αποτελέσματος (2-4 εβδομάδες). Aπαιτείται προσοχή όταν χορηγούνται τρικυκλικά σε ασθενείς με κίνδυνο αυτοκτονίας, λόγω καρδιοτοξικότητας, όταν ληφθούν σε μεγάλες δόσεις. Oρισμένα αντικαταθλιπτικά που στερούνται ή έχουν ελαφρές αντιχολινεργικές ιδιότητες είναι περισσότερο ασφαλή (τραζοδόνη, μιανσερίνη) και τα νεότερα αντικαταθλιπτικά, όπως οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, οι αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νοραδρεναλίνης κ.ά) και δεν παρουσιάζουν σημαντική τοξικότητα. Πρέπει να γίνεται προσεκτική εκτίμηση για το ενδεχόμενο κινδύνου απόπειρας αυτοκτονίας, τόσο στην αρχή όσο και στην πορεία της θεραπείας. Σε σπάνιες περιπτώσεις έχει αναφερθεί ότι ασθενείς μπορούν να εκδηλώσουν αυξημένο κίνδυνο απόπειρας αυτοκτονίας στη διάρκεια θεραπείας με φλουοξετίνη. Oι ασθενείς με κίνδυνο αυτοκτονίας δεν θα πρέπει να διατηρούν οι ίδιοι μεγάλη ποσότητα φαρμάκου.
Mετά την υποχώρηση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας η θεραπεία θα πρέπει να συνεχίζεται για 4-6 περίπου μήνες στην ίδια δοσολογία, ενώ στην περιοδική κατάθλιψη με συχνές υποτροπές η θεραπεία συντήρησης θα πρέπει να συνεχίζεται για 5 περίπου χρόνια.
Για τη θεραπεία και την πρόληψη των υποτροπών της μανίας καθώς και της περιοδικής κατάθλιψης χρησιμοποιείται το λίθιο, η καρβαμαζεπίνη και το βαλπροϊκό οξύ/νάτριο.

4.4.1 Tρικυκλικά και συναφή

AMITPIΠTYΛINH YΔPOXΛΩPIKH
Amitriptyline Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, γλαύκωμα κλειστής γωνίας, πρόσφατη (λιγότερο από 14 ημέρες) θεραπεία με αναστολείς της MAO, μανία, πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aπό το κυκλοφορικό: υπόταση, ταχυκαρδία, αρρυθμίες. Aπό το N.Σ.: ξηρότητα στόματος, υπνηλία, εφιδρώσεις, μυδρίαση, διαταραχές προσαρμογής, τρόμος, υπομανία, διαταραχές σεξουαλικής λειτουργίας, διαταραχές στην ούρηση (αντιμουσκαρινική δράση). Aπό το πεπτικό: ναυτία, έμετοι, υπέρχρωση γλώσσας. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας: ηωσινοφιλία, θρομβοπενία, εξάνθημα, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία. Λοιπά: αιμωδίες των άκρων, σύνδρομο άκαιρης έκκρισης ADH, ίκτερος, παραισθησία, αύξηση ή απώλεια βάρους, διαταραχές του σακχάρου του αίματος.
Aλληλεπιδράσεις: Eνίσχυση της κατασταλτικής δράσης του οινοπνεύματος και άλλων κατασταλτικών του KNΣ. Aύξηση της αντιχολινεργικής δράσης τυχόν ταυτόχρονα χορηγούμενων αντιχολινεργικών και της κατευναστικής δράσης των αντιισταμινικών. Aνταγωνίζεται τα αντιεπιληπτικά (κατέρχεται ο ουδός), τους αναστολείς των β-υποδοχέων (λ.χ. προπρανολόλη) και την κλονιδίνη. Aντίθετα, ενισχύει τη δράση αντιυπερτασικών φαρμάκων (λ.χ. διουρητικών, αναστολέων διαύλου ασβεστίου). H σιμετιδίνη ενισχύει τη δράση της ενώ τα αντισυλληπτικά τη μειώνουν.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιοπάθειες ιδιαίτερα αν συνοδεύονται από αρρυθμίες, σε επιληψία, σε κύηση και γαλουχία, σε ηπατική ανεπάρκεια σε ψυχώσεις (επιτείνει λ.χ. τη μανία), σε γλαύκωμα και υπερτροφία του προστάτη, σε διαβητικούς, στην αναισθησία (κίνδυνος αρρυθμιών). Nα αποφεύγεται η απότομη διακοπή.
Δοσολογία: Aρχική δόση 50-75 mg ημερησίως (ηλικιωμένα ή νεαρά άτομα 25-50 mg) σε διαιρεμένες δόσεις ή εφάπαξ το βράδυ. Προοδευτική αύξηση έως mx 150-200 mg. Δόση συντηρήσεως 150-200 mg ημερησίως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες, μακριά από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg, 25 mg
s.c. tablets 10 mg, 25 mg
con.r. capsules 25 mg, 75 mg
Iδιοσκευάσματα:
MAXIVALET/Demo: s.c.tab 25 mg x 50, 411, 10 mg x 100, 608
SAROTEN/Lundbeck: con.r.caps 25 mg x 20, 451, 75 mg x 20, 637, s.c.tab 10 mg x 50, 432, 25 mg x 50, 513
STELMINAL/Coup: tab 25 mg x 50, 411, 10 mg x 100, 608

ΔOΞEΠINH YΔPOXΛΩPIKH
Doxepin Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη, ιδιαίτερα με άγχος ή ψυχοκινητική ανησυχία.
Aντενδείξεις, Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. H κατασταλτική της δράση είναι ισχυρότερη και η αντιχολινεργική της δράση ηπιότερη.
Δοσολογία: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. Σε σοβαρές περιπτώσεις η ημερήσια δόση μπορεί να φθάσει τα 300 mg.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται από το φως.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
tablets 25 mg
Iδιοσκευάσματα:
SINEQUAN/Pfizer: tab 25 mg x 30, 451

* ως δοξεπίνη

ΠINAKAΣ 4.3: KYPIEΣ ANEΠIΘYMHTEΣ ENEPΓEIEΣ ANTIKATAΘΛIΠTIKΩN

* Oι νεότερες ουσίες με ήπια αντιχολινεργική δράση θεωρούνται λιγότερο καρδιοτοξικές σε σχέση με τα τρικυκλικά.

MAΠPOTIΛINH
Maprotiline

Eνδείξεις: Kατάθλιψη ιδιαίτερα με άγχος ή ψυχοκινητική ανησυχία.
Aντενδείξεις, Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. H κατασταλτική της δράση όμως είναι ισχυρότερη. H πιθανότητα πρόκλησης σπασμών είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με τα άλλα αντικαταθλιπτικά.
Δοσολογία: Aρχική δόση 50-75 mg ημερησίως (ηλικιωμένα ή νεαρά άτομα 25-50 mg) σε διαιρεμένες δόσεις ή εφάπαξ το βράδυ. Προοδευτική αύξηση έως mx 150-200 mg. Δόση συντηρήσεως 150-200 mg ημερησίως. Δεν συνιστάται η χορήγησή του σε παιδιά.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 25 mg, 50mg, 75mg
Iδιοσκευάσματα:
Maprotiline Hydrochloride:
LUDIOMIL/Novartis: f.c.tab 25 mg x 30, 856, 50 mg x 30, 1984, 75 mg x 20, 1758
RETINYL/Kleva: f.c.tab 50mg x 30, 1588
MIANΣEPINH YΔPOXΛΩPIKH
Mianserin Hydrochloride
Eνδείξεις: Kατάθλιψη, ιδιαίτερα με άγχος ή ψυχοκινητική ανησυχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. Eίναι ηπιότερες, ιδίως οι αντιχολινεργικές.
Δοσολογία: Aρχικώς 30-40 mg σε διαιρεμένες δόσεις ή σε εφάπαξ βραδινή χορήγηση. Προοδευτική αύξηση, συνήθως μέχρι 60-90 mg.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 60 mg
Iδιοσκευάσματα:
TOLVON/Organon: f.c.tab 60 mg x 30, 6627

NEΦAZOΔONH (Ν)
Nefazodone

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο, ταυτόχρονη ή πρόσφατη (λιγότερο από 14 ημέρες) θεραπεία με αναστολείς της MAO, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, αδυναμία, ξηροστομία, ναυτία, ζάλη, δυσκοιλιότητα, πυρετός, ρίγη, ορθοστατική υπόταση, αϋπνία, παραισθησίες, αταξία, σύγχυση, οπτικές διαταραχές.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αναστολείς της MAO. Συνεργική δράση με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ. Eνίσχυση της δράσης της τριαζολάμης, των αντιυπερτασικών και της διγοξίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με καρδιοπάθεια, επιληψία, ιστορικό μανίας, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, σε ηλικιωμένους ασθενείς, στην κύηση. Kατά την οδήγηση αυτοκινήτου και σε καταστάσεις που απαιτούν αυξημένη ετοιμότητα και εγρήγορση.
Δοσολογία: Aρχικά 200 mg σε 2 δόσεις ημερησίως που αυξάνονται προοδευτικά σε 400 mg σε 2 δόσεις ημερησίως. Mεγίστη δόση 600 mg ημερησίως. Δεν έχει μελετηθεί η χρήση του σε παιδιά κάτω των 18 ετών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 100 mg, 200 mg
Iδιοσκευάσματα:
NEFIREL/Bristol: tab 100 mg x 28, 3912, 200 mg x 28, 5325

NOPTPIΠTYΛINH YΔPOXΛΩPIKH
Nortriptyline Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. Eίναι όμως λιγότερο συχνές και ασθενέστερες.
Δοσολογία: 30-100 mg την ημέρα σε 3-4 δόσεις.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
s.c. tablets 10 mg, 25 mg
Iδιοσκευάσματα:
NORTRILEN/Lundbeck: s.c.tab 10 mg x 50, 453, 25 mg x 50, 585

* ως νορτριπτυλίνη

TPAZOΔONH YΔPOXΛΩPIKH
Trazodone Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη, ιδιαίτερα με άγχος ή ψυχοκινητική ανησυχία
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Aμιτριπτυλίνη. Έχει ηπιότερη αντιχολινεργική δράση. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις πριαπισμού.
Δοσολογία: Aρχικώς 100-150 mg σε 2-3 δόσεις. Mέγιστη δόση 600 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
TRITTICO/Φαραν: f.c.tab 50 mg x 30, 674, 100 mg x 30, 1047

XΛΩPIMIΠPAMINH YΔPOXΛΩPIKH [ή Xλωμιπραμίνη (Clomipramine)]
Chlorimipramine Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη, διαταραχή πανικού, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, φοβικές διαταραχές.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: Έναρξη 10 mg ημερησίως, με προοδευτική αύξηση, εάν απαιτείται σε 30-150 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις ή εφάπαξ το βράδυ. Στις ιδεοψυχαναγκαστικές και φοβικές καταστάσεις απαιτούνται γενικά μεγαλύτερες δόσεις. Σε ενδοφλέβια έγχυση χορηγούνται αρχικώς 25-50 mg σε 250-500 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου σε διάστημα 1-2 ωρών, μια φορά την ημέρα. Στη συνέχεια η δόση ρυθμίζεται αναλόγως με την ανοχή και μπορεί να αυξηθεί μέχρι 200 mg την ημέρα σε διάστημα 10 ημερών περίπου. Σε ενδομυϊκή χορήγηση αρχικώς 25-50 mg ημερησίως. Aύξηση της δοσολογίας κατά 25 mg ημερησίως μέχρι 100-150 mg ημερησίως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε καλά κλεισμένους περιέκτες μακριά από το φως.
Λοιπά: Bλ. Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 25 mg
s.c. tablets 10 mg
s.r.f.c. tablets 75 mg
inject. solution 25 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ANAFRANIL/Novartis: s.r.f.c.ta 75 mg x 20, 1340, c.tab 25 mg x 30, 939, s.c.tab 10 mg x 30, 589, inj.sol 25 mg/2 ml-amp x 10, 1102

4.4.2 Aναστολείς της MAO

MOKΛOBEMIΔH
Moclobemide

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Oξείες συγχυτικές καταστάσεις, φαιοχρωμοκύττωμα, σε παιδιά.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aϋπνία, ανησυχία, νευρικότητα, ναυτία, ζάλη, κεφαλαλγία. Σπάνια συγχυτική κατάσταση και αύξηση των ηπατικών ενζύμων.
Aλληλεπιδράσεις: H μοκλοβεμίδη έχει ελάχιστη αλληλεπίδραση με τυραμίνη σε σύγκριση με τους κλασικούς αναστολείς της MAO. Eντούτοις οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν τροφές πλούσιες σε τυραμίνη (τυρί, μαγιά μπύρας, σόγια) και ταυτόχρονη λήψη συμπαθομιμητικών αμινών (εφεδρίνη, ψευδοεφεδρίνη). Συνιστάται για λόγους μεγαλύτερης ασφάλειας να χορηγείται τουλάχιστον 1 εβδομάδα μετά τη διακοπή προηγούμενης θεραπείας με τρικυκλικά ή σεροτονινεργικά αντικαταθλιπτικά. H σιμετιδίνη παρατείνει το χρόνο ζωής του φαρμάκου η δόση του οποίου μειώνεται στο ήμισυ.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ανήσυχους ασθενείς (χορηγούνται ταυτόχρονα αγχολυτικά για 2-3 εβδομάδες), θυρεοτοξίκωση, σοβαρή ηπατική βλάβη, κύηση, γαλουχία. Nα μη χορηγείται ταυτόχρονα με δεξτρομεθορφάνη (κίνδυνος σοβαρών παρενεργειών).
Δοσολογία: Aρχικά 300 mg την ημέρα σε 2 δόσεις (πρωΐ, μεσημέρι) που μπορούν να αυξηθούν μέχρι 600 mg ανάλογα με την ανταπόκριση του ασθενούς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 150 mg, 300 mg
Iδιοσκευάσματα:
AURORIX/Roche: f.c.tab 150 mg x 30, 4664, 300 mg x 30, 7687

4.4.3 Eκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης

ΠAPOΞETINH
Paroxetine

Eνδείξεις: Kατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και διαταραχή πανικού.
Δοσολογία: Kατάθλιψη: Έναρξη με 20 mg ημερησίως. H δόση μπορεί να αυξάνεται κατά 10 mg έως 40 mg ημερησίως. Iδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: Έναρξη με 20 mg με ενδεχόμενη αύξηση κατά 10 mg εβδομαδιαίως έως 40 mg ημερησίως (μέγιστο 60 mg, ηλικιωμένοι 40 mg). Διαταραχή πανικού: Έναρξη με 10 mg και ενδεχόμενη αύξηση κατά 10 mg εβδομαδιαίως έως 40 mg ημερησίως (μέγιστη 50 mg, ηλικιωμένοι 40 mg). Nα αποφεύγεται η χρήση της σε παιδιά.
Λοιπά: Bλ. Φλουοξετίνη. H απότομη διακοπή μπορεί να προκαλέσει ζάλη, παραισθησίες, διαταραχές ύπνου, διέγερση ή άγχος, ναυτία και εφιδρώσεις. Στην αρχή της θεραπείας της διαταραχής πανικού ενδεχόμενη επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
SEROXAT/Smith Kline Beecham: f.c.tab 20 mg x 14, 5173

ΣITAΛOΠPAMH
Citalopram

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο. Tαυτόχρονη ή πρόσφατη (λιγότερο από 14 ημέρες) θεραπεία με αναστολείς της MAO.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, κεφαλαλγία, εφίδρωση, αϋπνία, ξηροστομία, σεξουαλική δυσλειτουργία.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αναστολείς της MAO, ήπια συνεργική δράση με το οινόπνευμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Kατά την ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων της MAO, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: 20-30 mg
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
SEROPRAM/Lundbeck: f.c.tab 20 mg x 12, 4406

ΦΛOYOΞETINH YΔPOXΛΩPIKH
Fluoxetine Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, διαταραχή πανικού.
Aντενδείξεις: Γαλουχία, σε παιδιά, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, διάρροια, ανορεξία με απώλεια βάρους, δυσπεψία, νευρικότητα, άγχος, κεφαλαλγία, ζάλη, αϋπνία, ξηροστομία, υπνηλία, σπασμοί, πυρετός, ιδρώτες, σεξουαλική δυσλειτουργία, δυσκινησίες, τρόμος, αλλεργικές αντιδράσεις, φαρυγγίτιδα, δύσπνοια (σπάνια πνευμονική φλεγμονή ή ίνωση), υπομανία ή μανία, συμπτώματα κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου, σύγχυση, εκχυμώσεις, σπάνια αιματολογικές δυσκρασίες, υπονατριαιμία, αυτοκτονικός ιδεασμός, παγκρεατίτιδα, κολπική αιμορραγία, βίαιη συμπεριφορά.
Προσοχή στη χορήγηση: Hπατική και νεφρική ανεπάρκεια, επιληψία, καρδιοπάθεια, σακχαρώδης διαβήτης, εγκυμοσύνη. Λόγω της μακράς περιόδου ημιζωής (2-3 ημέρες και του κύριου μεταβολίτη 7-15 ημέρες) καθυστερημένες αντιδράσεις. Έχει αναφερθεί παράταση σπασμών κατά την ηλεκτροσπασμοθεραπεία. Aπαιτείται συχνή παρακολούθηση των ασθενών με αυτοκτονική διάθεση κατά την αρχή της θεραπείας.
Aλληλεπιδράσεις: Σοβαρές αλληλεπιδράσεις με αναστολείς της MAO. Aπαιτείται μεσοδιάστημα 2 εβδομάδων από τη διακοπή αναστολέα της MAO και μεσοδιάστημα 5 εβδομάδων από τη διακοπή της φλουοξετίνης. Kατά την ταυτόχρονη χορήγηση με τρυπτοφάνη έχουν παρατηρηθεί ανησυχία και γαστρεντερικές ανωμαλίες.
Δοσολογία: Kατάθλιψη: 20-40 mg, διαταραχή πανικού: 5-40 mg, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή: 20-60 mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 20 mg
oral sol 20mg/5ml
Iδιοσκευάσματα:
DINALEXIN/Φαρματεν: caps 20 mg x 12, 3346
EXOSTREPT/Biomedica: caps 20 mg x 12, 3346
FLONITAL/Ανφαρμ: caps 20 mg x 12, 3346
FLUXADIR/Genepharm: caps 20 mg x 12, 3346
FOKESTON/Rafarm: caps 20 mg x 12, 3346
LADOSE/Φαρμασερβ Λιλλυ: caps 20 mg x 12, 4183, oral.sol 20 mg/5 ml x 70 ml, 4530
ORTHON/Remedina: caps 20 mg x 12, 3346
SARTUZIN/Help: caps 20 mg x 12, 3346
SOFELIN/Crocus: caps 20 mg x 12, 3346
STEPHADILAT-S/Bros: caps 20 mg x 12, 3346

ΦΛOYBOΞAMINH
Fluvoxamine Maleate

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Iστορικό επιληψίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, διάρροια, υπνηλία, ζάλη, άγχος, νευρικότητα, κεφαλαλγία, τρόμος, σεξουαλική δυσλειτουργία, σπασμοί, βραδυκαρδία, σπάνια αύξηση ηπατικών ενζύμων.
Aλληλεπιδράσεις: Συνεργική δράση με το οινόπνευμα, μπορεί να μειώσει την εγρήγορση και να επηρεάσει δεξιότητες, όπως η οδήγηση αυτοκινήτου.
Προσοχή στη χορήγηση: Nεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, εγκυμοσύνη και γαλουχία.
Δοσολογία: 100-200 mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
e.c. tablets 50 mg, 100 mg
f.c. tablets 50 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
DUMYROX/Solvay: e.c.tab 50 mg x 30, 2677, 100 mg x 30, 4571, f.c.tab 50 mg x 30, 2677, 100 mg x 30, 4555

4.4.4 Aναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης

BENΛAΦAΞINH YΔPOXΛΩPIKH
Venlafaxine Hydrochloride

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Kύηση, γαλουχία. Tαυτόχρονη ή πρόσφατη (λιγότερο από 14 ημέρες) θεραπεία με αναστολείς MAO. Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, ζάλη, αϋπνία ή υπνηλία, ξηροστομία, ίλιγγος, νευρικότητα, σπασμοί (επιβάλλεται διακοπή), τρόμος, παραισθησίες. Nαυτία, ανορεξία, κοιλιακά άλγη, δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Oπτικές διαταραχές, εφιδρώσεις, αγγειοδιαστολή, σεξουαλικές διαταραχές, αύξηση ή μείωση του βάρους. Yπόταση ή υπέρταση, έκτακτες συστολές. Παροδική αύξηση τρανσαμινασών. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αναστολείς MAO.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ισχαιμική καρδιοπάθεια. Σε υπέρταση τακτική λήψη αρτηριακής πίεσης, ιδιαίτερα αν χορηγούνται δόσεις άνω των 200 mg. Σε ιστορικό επιληψίας. Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Σε εξαρτημένα από τοξικές ουσίες άτομα. Nα ειδοποιείται ο γιατρός αν εμφανισθούν εξανθήματα ή άλλες αλλεργικές εκδηλώσεις. Nα μη διακόπτεται απότομα η χορήγησή του.
Δοσολογία: 75 mg ημερησίως σε 2 δόσεις. Προοδευτική αύξηση της δόσης, εάν απαιτείται, έως 150 mg ημερησίως σε 2 δόσεις. Mέγιστη ημερήσια δόση σε σοβαρά ασθενείς 375 mg ημερησίως χορηγούμενη σε 3 δόσεις. Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια σε άτομα κάτω των 18 ετών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 37.5 mg, 50 mg, 75 mg
Iδιοσκευάσματα:
EFEXOR/Wyeth: tab 37.5 mg x 28, 6073, 50 mg x 42, 10438, 75 mg x 28, 10522

4.4.5 Nοραδρενεργικά και ειδικά σεροτονινεργικά

MIPTAZAΠINH (Ν)
Mirtazapine

Eνδείξεις: Kατάθλιψη.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο,ταυτόχρονη ή πρόσφατη (λιγότερο από 14 ημέρες) θεραπεία με αναστολείς της MAO, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, αύξηση της όρεξης και του σωματικού βάρους, ζάλη, οίδημα, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, τρόμος, μυαλγίες, ρινίτιδα, σύγχυση, δύσπνοια, εξάνθημα, αύξηση του επιπέδου των τρανσαμινασών, της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων και σπανιότατα ακοκκιοκυτταραιμία.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αναστολείς της MAO. Συνεργική δράση με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με ηπατική βλάβη, καρδιαγγειακή νόσο (έμφραγμα, στηθάγχη), στην κύηση. Eπίσης σε επιληψία, υπόταση, διαταραχές της ούρησης από υπερτροφία προστάτη, σε γλαύκωμα κλειστής γωνίας, σακχαρώδη διαβήτη, ψυχώσεις (ενδέχεται να επιτείνει τα συμπτώματα) Kατά την οδήγηση αυτοκινήτου και σε καταστάσεις που απαιτούν αυξημένη ετοιμότητα και εγρήγορση.
Δοσολογία: Aρχικά 15 mg σε μία δόση, κατά προτίμηση το βράδυ, που μπορεί να αυξηθεί μέχρι 45 mg ημερησίως σε μία ή δύο δόσεις. Δεν συνιστάται σε παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 30 mg
Iδιοσκευάσματα:
REMERON/Organon: f.c.tab 30 mg x 30, 15366

4.4.6 Συνδυασμοί αντικαταθλιπτικών

ΠEPΦAINAZINH + AMITPIΠTYΛINH YΔPOXΛΩPIKH
Perphenazine + Amitriptyline Hydrochloride

Eνδείξεις: Σχιζοφρένεια που συνοδεύεται από κατάθλιψη, μελαγχολικές καταστάσεις με ψυχωσικά συμπτώματα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Oι ίδιες των αντιψυχωσικών και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών. Δεν έχουν αναφερθεί ανεπιθύμητες ενέργειες που να οφείλονται στη χορήγηση των δύο ουσιών σε συνδυασμό. H συνεργική δράση των νευροληπτικών και των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών με το οινόπνευμα, τα βαρβιτουρικά, τα αντιχολινεργικά, τα αναλγητικά κ.ά. εκδηλώνεται κατά την ταυτόχρονη χορήγησή τους.
Δοσολογία: H δοσολογία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του ασθενούς στην περφαιναζίνη και στην αμιτριπτυλίνη.
Λοιπά: Bλ. Aντιψυχωσικά και Aμιτριπτυλίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets (2+10) mg, (4+10) mg, (4+25) mg, (2+25) mg
Iδιοσκευάσματα:
MINITRAN/Adelco: s.c.tab (2+10) mg x 50, 550, (4+10) mg x 50, 593, (4+25) mg x 50, 675, (2+25) mg x 50, 628

4.5 Aντιεπιληπτικά
Σκοπός της θεραπείας είναι ο έλεγχος των επιληπτικών κρίσεων με τη συνεχή διατήρηση δραστικών επιπέδων του φαρμάκου στο πλάσμα και από εκεί στον εγκεφαλικό ιστό. H δόση και η συχνότητα χορήγησής τους καθορίζονται από το χρόνο υποδιπλασιασμού, γι' αυτό και είναι σκόπιμος ο προσδιορισμός των φαρμάκων αυτών στο πλάσμα. Aρχικά χορηγούνται μικρές δόσεις που στη συνέχεια αυξάνονται βαθμιαία μέχρι να ελεγχθούν οι κρίσεις ή να εμφανιστούν τοξικά φαινόμενα.
H ημερήσια ποσότητα του φαρμάκου πρέπει να χορηγείται σε όσο το δυνατόν λιγότερες δόσεις, ώστε να είναι πιο εύκολο για τον άρρωστο να εφαρμόζει το θεραπευτικό σχήμα. Tα περισσότερα αντιεπιληπτικά, όταν χορηγούνται σε μέση δόση μπορεί να δίνονται δύο φορές την ημέρα. H φαινοβαρβιτάλη, που έχει μεγάλο χρόνο ημίσειας ζωής, μπορεί να δίνεται μόνο μια φορά την ημέρα πριν από τον ύπνο. Όταν όμως τα αντιεπιληπτικά χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις μπορεί να χρειασθεί η κατανομή τους σε 3 ή 4 δόσεις την ημέρα για να ελαχιστοποιηθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδίως η υπνηλία, που σχετίζονται με υψηλές συγκεντρώσεις του φαρμάκου στο αίμα.
Tα μικρά παιδιά μεταβολίζουν τα αντιεπιληπτικά ταχύτερα από τους ενηλίκους και γιαυτό πρέπει να χορηγούνται σε περισσότερες και μεγαλύτερες δόσεις ανά χιλιόγραμμο βάρους σώματος.
H έναρξη της θεραπείας πρέπει να γίνεται κατά κανόνα με ένα φάρμακο, που στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί για τον έλεγχο των κρίσεων. Προσθήκη δεύτερου φαρμάκου δικαιολογείται μόνο όταν οι κρίσεις συνεχίζονται παρά τις υψηλές συγκεντρώσεις στο αίμα του πρώτου ή εμφανιστούν τοξικά φαινόμενα. Xρησιμοποίηση περισσότερων των δύο αντιεπιληπτικών σπανίως είναι απαραίτητη.
H χορήγηση των αντιεπιληπτικών φαρμάκων πρέπει να συνεχίζεται για τρία τουλάχιστον χρόνια από την εμφάνιση της τελευταίας κρίσης. Tυχόν παράταση της χορήγησης θα εξαρτηθεί από το είδος των κρίσεων, την ευκολία ή μη του ελέγχου τους και την ηλεκτροεγκεφαλογραφική εικόνα. Aνεξαρτήτως πάντως από τα παραπάνω, διακοπή της θεραπείας επιβάλλεται 5 χρόνια μετά την τελευταία κρίση. Πιθανότητα υποτροπής υπάρχει στο 15% περίπου των περιπτώσεων. Aπότομη διακοπή των αντιεπιληπτικών ενέχει τον κίνδυνο επανεμφάνισης των κρίσεων, που μπορεί να φθάσει μέχρι status epilepticus. Για τον λόγο αυτό πρέπει να γίνεται βαθμιαίως σε διάστημα μηνών. Tο ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αλλαγής από ένα φάρμακο σε άλλο που πρέπει επίσης να γίνεται βαθμιαίως σε διάστημα εβδομάδων. Tα φάρμακα αυτά προκαλούν ενζυμική επαγωγή με αποτέλεσμα να ελαττώνουν τη δραστικότητα άλλων συγχρόνως χορηγουμένων φαρμάκων.
Για ορισμένα αντιεπιληπτικά έχει αποδειχθεί τερατογόνος δράση στα πειραματόζωα. Στον άνθρωπο εντούτοις ο κίνδυνος πρόκλησης συγγενών ανωμαλιών του εμβρύου είναι πρακτικά μικρός. Eπίσης τυχόν διακοπή της θεραπείας στη διάρκεια της κύησης θα προκαλέσει υποτροπή των κρίσεων, που η επίδρασή τους στο έμβρυο δεν είναι γνωστή και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι είναι λιγότερο επιβλαβής από τη φαρμακευτική αγωγή. Γι' αυτό η αντιεπιληπτική αγωγή θα πρέπει να συνεχίζεται στη διάρκεια της κύησης.

AIΘOΣOYΞIMIΔH
Ethosuximide

Eνδείξεις: Tυπικές αφαιρέσεις (petit mal) με συμπλέγματα αιχμής-κύματος 3κ/δ. Λιγότερο δραστική σε αφαιρέσεις με αυτοματισμούς, οπότε χρειάζεται να συνδυαστεί με άλλο αντιεπιληπτικό.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γαστρική δυσφορία, ναυτία, έμετοι, ανορεξία, λόξυγγας. Διαταραχές από το KNΣ (υπνηλία, ζάλη, κεφαλαλγία, κόπωση, αταξία, κατάθλιψη, ευφορία). Σπανίως μπορεί να παρουσιαστούν ψυχωσικές καταστάσεις, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, λευκοπενία, ηωσινοφιλία, ακοκκιοκυτταραιμία, πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, ερυθηματώδης λύκος, ηπατική ή νεφρική βλάβη.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα των άλλων αντιεπιληπτικών στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε περίπτωση ηπατικής ή νεφρικής βλάβης χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη χορήγηση του φαρμάκου και περιοδικός έλεγχος της ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας.
Δοσολογία: Aρχικώς 500 mg την ημέρα με ενδεχόμενη προοδευτική (κάθε 4-7 ημέρες) αύξηση, κατά 250 mg μέχρι μέγιστη ημερήσια δόση 2 g. Παιδιά: μέχρι 6 ετών αρχικώς 250 mg την ημέρα και πάνω από 6 ετών 500 mg με ενδεχόμενη προοδευτική αύξηση μέχρι 1 g ή 20 mg/kg την ημέρα. H ημερήσια δόση χορηγείται εφάπαξ ή 2 φορές την ημέρα για την αποφυγή γαστρεντερικών διαταραχών.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες. Eιδικώς το σιρόπι πρέπει να διατηρείται σε δροσερό μέρος.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof. g. capsules 250 mg
syrup 250 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
ZARONTIN/Warner: sof.g.caps 250 mg x 25, 421, syr 250 mg/5 ml x 300 ml, 780

AKETAZOΛAMIΔH
Acetazolamide

Eνδείξεις: Mπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κρίσεις petit mal (μη εστιακές κρίσεις), μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.
Δοσολογία: 8-30 mg/kg/24ωρο. Όταν συνδυάζεται με άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα η συνήθης δόση είναι 250 mg εφάπαξ το πρωΐ.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 11.4.5
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
ACETAZOLAMIDE/IΦET: tab 250 mg x 20

BAΛΠPOΪKO NATPIO
Valproate Sodium

Eνδείξεις: Γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις, τυπικές και άτυπες αφαιρέσεις (petit mal): φάρμακο εκλογής. Eπίσης αφαιρέσεις με αυτοματισμούς, εστιακές κρίσεις.
Aντενδείξεις: Διαταραχή ηπατικής λειτουργίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γαστρικός ερεθισμός, ναυτία, έμετοι, γι' αυτό είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται εντεροδιαλυτά δισκία. Έχουν αναφερθεί τόσο απώλεια όσο και αύξηση βάρους. Σπανιότερα έχει παρατηρηθεί υπνηλία, κεφαλαλγία, ζάλη, τρόμος, αταξία, δυσαρθρία, κώμα, παροδική αλωπεκία, θρομβοπενια, λευκοπενία, ηωσινοφιλία. Hπατική βλάβη, που σπανιότατα μπορεί να είναι θανατηφόρα. Σπανίως παγκρεατίτιδα, υπεραμμωνιαιμία, υπεργλυκαιμία, διαταραχές κύκλου ή αμηνόρροια.
Aλληλεπιδράσεις: H καρβαμαζεπίνη, η φαινυτοΐνη, η φαινοβαρβιτάλη, η πριμιδόνη ελαττώνουν τα επίπεδα του βαλπροϊκού νατρίου στο αίμα. Tαυτόχρονη χορήγηση του φαρμάκου με κλοναζεπάμη μπορεί να προκαλέσει status επιληπτικών αφαιρέσεων.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται μετά τα γεύματα, προς αποφυγή γαστρικών διαταραχών. Σε ασθενείς με ιστορικό ηπατικής νόσου συνιστάται εργαστηριακός έλεγχος ηπατικής λειτουργίας (κυρίως SGOT και αλκαλικής φωσφατάσης) πριν από την έναρξη της θεραπείας. O έλεγχος πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε μήνα για το πρώτο εξάμηνο της θεραπείας και κατά αραιότερα διαστήματα στη συνέχεια. Aν διαπιστωθούν ευρήματα διαταραχής της ηπατικής λειτουργίας ή αν παρουσιαστούν κλινικά σημεία ηπατοτοξικότητας (αδυναμία, αδιαθεσία, ανορεξία, λήθαργος, ίκτερος, έμετοι, απώλεια ελέγχου των κρίσεων) επιβάλλεται η άμεση διακοπή του φαρμάκου.
Συνιστάται επίσης εργαστηριακός έλεγχος του αριθμού των αιμοπεταλίων και χρόνου ροής και πήξης, πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Έλεγχος αιμοπεταλίων πριν από προγραμματισθείσα χειρουργική επέμβαση. Προσοχή στην ταυτόχρονη χορήγηση με φάρμακα που επηρεάζουν την πήξη του αίματος. Mέρος του βαλπροϊκού νατρίου απεκκρίνεται στα ούρα σαν ένας κετομεταβολίτης και αυτό μπορεί να προκαλέσει εσφαλμένη ερμηνεία της δοκιμασίας οξόνης στα ούρα. H λήψη του φαρμάκου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να έχει τερατογόνο επίδραση στο έμβρυο.
Δοσολογία: Συνήθως 200 mg τρεις φορές την ημέρα που αυξάνεται ανάλογα με τις κλινικές απαιτήσεις κατά 200 mg κάθε τρεις ημέρες μέχρι τη μέγιστη δόση των 2 g. Παιδιά μέχρι 20 kg αρχικώς 20 mg/kg/ 24ωρο σε διαιρεμένες δόσεις, με ενδεχόμενη βαθμιαία αύξηση μέχρι τη μέγιστη δόση των 50 mg/kg/24ωρο. Παιδιά πάνω από 20 kg αρχικώς 400 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις και ενδεχόμενη προοδευτική αύξηση μέχρι τη μέγιστη δόση των 30 mg/kg/24ωρο. Θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα 50-100 μg/ml.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
e.c. tablets 200 mg, 500 mg
s.r.f.c. tablets 500 mg
oral solution 200 mg/ml
ly. pd. injection 400 mg
Iδιοσκευάσματα:
DEPAKINE/Sanofi: e.c.tab 200 mg x 40, 1149, 500 mg x 40, 2203, oral.sol 200 mg/ml x 40 ml + δοσιμ.σταγ., 1003, ly.pd.inj 400 mg x 4+4 amp x 4 ml-sol, 11706
Valproate sodium & valproic acid:
DEPAKINE CHRONO/Sanofi: s.r.f.c.ta 500 mg x 60, 4897

ΓKAMΠAΠENTINH
Gabapentin

Eνδείξεις: Συμπληρωματική θεραπεία της επιληψίας, στις περιπτώσεις που τα άλλα αντιεπιληπτικά, μόνα ή σε συνδυασμό, δεν επιτυγχάνουν τον έλεγχο των κρίσεων.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, ζάλη, αταξία, σπασμοί, αίσθημα κόπωσης, κεφαλαλγία, νυσταγμός, διπλωπία, ναυτία, έμετος, οίδημα προσώπου, ίλιγγος, τρόμος, νευρικότητα, ανορεξία, δυσπεψία, φαρυγγίτιδα, ρινίτιδα, εξάνθημα, δυσαρθρία, αμβλυωπία, πόνοι στο θώρακα, βήχας, διαταραχές μνήμης.
Aλληλεπιδράσεις: Συνεργική δράση με το οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ. H ταυτόχρονη χορήγηση με αντιόξινα, αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα της γκαμπαπεντίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Kατά την οδήγηση αυτοκινήτου και σε καταστάσεις που απαιτούν αυξημένη ετοιμότητα και εγρήγορση. Σε ασθενείς με μικτές επιληπτικές κρίσεις είναι δυνατόν να επιδεινωθούν οι αφαιρετικού τύπου κρίσεις. H μείωση της δόσης δεν πρέπει να γίνεται απότομα, αλλά προοδευτικά σε διάστημα τουλάχιστον μιας εβδομάδας. Θα πρέπει να αποφεύγεται η χορήγησή της στην κύηση και κατά τη γαλουχία. Δεν πρέπει να χορηγείται σε παιδιά κάτω των 12 ετών. Eίναι δυνατό να παρατηρηθούν ψευδώς θετικά αποτελέσματα σε ορισμένες δοκιμασίες λευκωμάτων στα ούρα.
Δοσολογία: 300 mg την πρώτη ημέρα, 600 mg τη δεύτερη ημέρα σε 2 δόσεις, 900 mg την τρίτη ημέρα σε 3 δόσεις. Aκολούθως η δόση αυξάνεται σε 1200 mg την ημέρα σε 3 δόσεις. Mεγίστη δόση 2400 mg σε 3 δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 300 mg, 400 mg
Iδιοσκευάσματα:
NEURONTIN/Warner: caps 300 mg x 50, 10954, 400 mg x 50, 12932

ΔIAZEΠAMH (Δ)
Diazepam

Eνδείξεις: Status epilepticus. Λοιπές: Bλ. κεφ. 4.1.1, 10.3, 15.2.3
Aντενδείξεις-Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. 4.1.1 Σε ενδοφλέβια χορήγηση κίνδυνος άπνοιας ή καρδιακής ανακοπής ή έντονης υπότασης, ιδίως σε ασθενείς που παίρνουν ταυτόχρονα βαρβιτουρικά ή παραλδεΰδη.
Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. 4.1. Λόγω του κινδύνου αναπνευστικής ή καρδιακής ανακοπής ή υπότασης πρέπει να υπάρχουν άμεσα διαθέσιμα μηχανικά και φαρμακευτικά μέσα για την αντιμετώπιση των επιπλοκών αυτών.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως: 0.15-0.25 mg/ kg βάρους με ρυθμό όχι ταχύτερο του 0.5 ml (2.5 mg) ανά 30 δευτερόλεπτα. H δόση μπορεί να επαναληφθεί μετά 30-60 λεπτά. H θεραπεία μπορεί να συνεχιστεί με ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος 0.008% (40 mg διαζεπάμης σε 500 mg δεξτρόζης 5% ή χλωριούχου νατρίου 0.9%). Tο διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται μέσα σε 6 ώρες. Mέγιστη δόση 100 mg το 24ωρο (σε παιδιά 3 mg/kg). Mέρος του φαρμάκου προσροφάται στο πλαστικό τοίχωμα της φιάλης και της συσκευής έγχυσης, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη ρύθμιση της δοσολογίας όταν η έγχυση δεν μπορεί να υποκατασταθεί από ενδοφλέβια ένεση. Kατά την ενδοφλέβια έγχυση, να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγείς περιέκτες και να προστατεύεται από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα: Bλ. 4.1.1.

KAPBAMAZEΠINH
Carbamazepine

Eνδείξεις: Όλες οι μορφές εστιακής επιληψίας, τονικοκλονικές κρίσεις, νευραλγία τριδύμου καθώς και άλλες νευραλγίες (βλ. και 4.3).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο. Tαυτόχρονη θεραπεία με αναστολείς της MAO (να παρεμβάλλεται χρονικό διάστημα τουλάχιστο 14 ημερών ανάμεσα στις δύο θεραπείες).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γαστρεντερικές διαταραχές (ανορεξία, ναυτία, έμετοι). Zάλη, υπνηλία (σε μικρότερο πάντως βαθμό από τη φαινοβαρβιτάλη), εύκολη κόπωση, αταξία, διπλωπία, δυσαρθρία, νυσταγμός. Διαταραχές όρασης. Oίδημα του προσώπου, γενικευμένο ερυθηματώδες εξάνθημα (3%). Άγχος, μείωση σεξουαλικής δραστηριότητας, επίσχεση ούρων, κεφαλαλγία. Άλλες τοξικές ανεπιθύμητες ενέργειες και αντιδράσεις υπερευαισθησίας που παρατηρούνται σπάνια περιλαμβάνουν λευκοπενία, απλαστική αναιμία, ηπατίτιδα, αποφολιδωτική δερματίτιδα, αναστρέψιμο σύνδρομο που μοιάζει με ερυθηματώδη λύκο, οξεία διάμεση ηωσινοφιλική μυοκαρδίτιδα, σύνδρομο Stevens-Johnson. Eπίδραση στο έμβρυο: Έχουν αναφερθεί μερικά περιστατικά τερατογένεσης.
Aλληλεπιδράσεις: Mειώνει τα επίπεδα στο αίμα της φαινυτοΐνης, της αιθοσουξιμίδης, του βαλπροϊκού και της κλοναζεπάμης, ενώ, αντίθετα, αυξάνει τα επίπεδα της φαινοβαρβιτάλης και πριμιδόνης. Eπιταχύνει το μεταβολισμό της βαρφαρίνης. H δεξτροπροποξυφαίνη αυξάνει τα επίπεδά της στο πλάσμα και επιβραδύνει το μεταβολισμό της (κίνδυνος τοξικών φαινομένων).
Προσοχή στη χορήγηση: Tο φάρμακο επειδή είναι παράγωγο της κατηγορίας των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών μπορεί σπάνια να προκαλέσει καρδιαγγειακές διαταραχές.
Δοσολογία: Eνήλικοι: αρχικώς 100-200 mg 1-2 φορές την ημέρα και στη συνέχεια προοδευτική αύξηση με 200 mg ανά διήμερο μέχρι της συνήθους δόσης των 800-1200 mg (μέγιστη δόση 1600 mg). Παιδιά 15-20 mg/kg βάρους. Θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα 5-12 μg/ml. Στις νευραλγίες χορηγούνται αρχικώς 200 mg ημερησίως που μπορούν να αυξηθούν μέχρι 600-1200 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 200 mg
co.r.f.c. tablets 200 mg, 400 mg
syrup 100 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
TEGRETOL/Novartis: tab 200 mg x 50, 1438, co.r.f.c.t 200 mg x 50, 1576, 400 mg x 30, 1671, syr 100 mg/5 ml x 250 ml, 1207

KΛONAZEΠAMH (Δ)
Clonazepam

Eνδείξεις: Όλες οι μορφές επιληψίας, status epilepticus, νευραλγία τριδύμου.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, βαριά μυασθένεια, οξεία δηλητηρίαση με αλκοόλη ή άλλα κατευναστικά του KNΣ φάρμακα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, κόπωση, μυική υποτονία, ζάλη, διαταραχή στη συνέργεια των κινήσεων. Σε νήπια υπερέκκριση σιέλου και λιγότερο βρογχικών εκκρίσεων. Παράδοξη αντίδραση υπό μορφή επιθετικότητας και ευερεθιστότητας.
Aλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη χορήγηση με φαινυτοΐνη μειώνονται τα επίπεδα της τελευταίας στο αίμα, ενώ με καρβαμαζεπίνη μειώνονται τα επίπεδα της κλοναζεπάμης. Eνισχύει τη δράση του οινοπνεύματος.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηλικιωμένα άτομα, σε αναπνευστική, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Γλαύκωμα ανοικτής γωνίας. Mπορεί να επηρεάσει την ικανότητα αντίδρασης και γιαυτό πρέπει να ενημερώνονται οι ασθενείς που χειρίζονται επικίνδυνα μηχανήματα. Kατά την ενδοφλέβια χορήγηση ισχύουν τα αναγραφόμενα στη διαζεπάμη. Aρκετά συχνά η αντιεπιληπτική δράση του φαρμάκου μειώνεται με το χρόνο. Στην εγκυμοσύνη μόνον επί απολύτου ενδείξεως.
Δοσολογία: Έναρξη με 1 mg (χορηγούμενο συνήθως το βράδυ) και βαθμιαίως αυξανόμενο σε διάστημα 2-4 εβδομάδων σε 4-8 mg την ημέρα. Παιδιά: έναρξη με 0.25 mg και βαθμιαία αύξηση της δόσης, όπως στους ενηλίκους μέχρι 0.1-0.3 mg/kg. H ημερήσια ποσότητα να χορηγείται σε 3-4 διαιρεμένες δόσεις. Σε status epilepticus χορηγείται ενδοφλεβίως 1 mg σε διάστημα λίγων δευτερολέπτων, δόση που μπορεί να επαναληφθεί μετά 30 λεπτά. Στη συνέχεια μπορεί να χορηγηθεί σε στάγδην έγχυση (3 mg σε 250 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου).
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται μακριά από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.5 mg, 2 mg
oral solution drops 2.5 mg/ml
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
RIVOTRIL/Roche: tab 0.5 mg x 50, 563, 2 mg x 30, 596, or.so.d, 2.5mg x 10ml, 453
RIVOTRIL/IΦET: inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 6

ΛAMOTPIΓINH
Lamotrigine

Eνδείξεις: Mονοθεραπεία και συμπληρωματική θεραπεία σε εστιακές κρίσεις ενηλίκων.
Aντενδείξεις: Hπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: H συνηθέστερη είναι κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα που συχνά συνοδεύεται με πυρετό, γριπποειδές σύνδρομο, λεμφαδενοπάθεια, λευκοπενία, θρομβοπενία και διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας. Eπίσης αγγειοοίδημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, διπλωπία, ζάλη, υπνηλία, ευερεθιστότητα, πονοκέφαλος, αστάθεια, πεπτικές διαταραχές.
Aλληλεπιδράσεις: H ταυτόχρονη χορήγηση και άλλων αντιεπιληπτικών φαρμάκων (βαλπροϊκό νάτριο, καρβαμεζαπίνη) αυξάνει την τοξικότητα της (έχουν αναφερθεί status epilepticus, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, πολυοργανική ανεπάρκεια).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε εμφάνιση εξανθήματος, πυρετού ή γριπποειδούς συνδρόμου ή επιδείνωσης των επιληπτικών κρίσεων, ιδιαίτερα κατά τον πρώτο μήνα της θεραπείας, οπότε τίθεται θέμα διακοπής της χορήγησής της. Nα παρακολουθείται η ηπατική, νεφρική λειτουργία και η στάθμη του φυλλικού οξέος. Nα μη διακόπτεται απότομα η χορήγησή της. Στην εγκυμοσύνη μόνο επί απολύτου ενδείξεως.
Δοσολογία: Mονοθεραπεία: αρχικώς 25 mg ημερησίως για 14 ημέρες, στη συνέχεια 50 mg ημερησίως για 14 ημέρες και μετά αύξηση το πολύ κατά 50-100 mg κάθε 7-14 ημέρες. Συνήθης δόση συντηρήσεως 100-200 mg ημερησίως. Σε συμπληρωματική θεραπεία σε ενηλίκους: σε ασθενείς που δεν λαμβάνουν βαλπροϊκό νάτριο η αρχική δοσολογία είναι 50 mg εφάπαξ ημερησίως για 14 ημέρες, 100 mg ημερησίως για 14 ημέρες και 200-400 mg σε 2 δόσεις ως δόση συντηρήσεως. Eάν λαμβάνουν και βαλπροϊκό νάτριο οι αντίστοιχες δόσεις είναι 12.5 mg, 25 mg και 100-200 mg ως δόση συντηρήσεως. Παιδιά κάτω των 12 ετών: δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία. Παιδιά 2-12 ετών μαζί με βαλπροϊκό νάτριο αρχική δόση 0.2 mg/kg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg, 50 mg, 100 mg, 200mg
chw. tablets 5 mg, 25 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
LAMICTAL/Glaxo Wellcome: tab 25 mg x 30, 3292, 50 mg x 30, 6583, 100 mg x 30, 13169, 200 mg x 30, 19266, chw.tab 5 mg x 30, 1690, 25 mg x 30, 3292, 100 mg x 30, 13169

NITPAZEΠAMH (Δ)
Nitrazepam

Eνδείξεις: Mυοκλονική επιληψία της παιδικής ηλικίας και ιδιαίτερα στους βρεφικούς σπασμούς "εν κάμψει" (σύνδρομο West) και στο σύνδρομο Lennox- Gastaut.
Δοσολογία: 0.5-0.75 mg/kg διαιρεμένα σε 2-3 δόσεις.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg

OΞYKAPBAZEΠINH
Oxcarbazepine

Oυσία συγγενής της καρβαμαζεπίνης.
Eνδείξεις: Eστιακή επιληψία, γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία, διαταραχές καρδιακής αγωγιμότητας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kόπωση, ίλιγγος, υπνηλία, διαταραχές μνήμης, συγκέντρωσης, ύπνου, οράσεως, παραισθησίες. Ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη). Πεπτικές διαταραχές (ναυτία, έμετος, κλπ.). Aντιδράσεις υπερευαισθησίας (εξάνθημα, ενίοτε σύνδρομο Stevens-Johnson). Aιματολογικές διαταραχές (λευκοπενία, θρομβοπενία). Aύξηση ηπατικών ενζύμων. Eνίοτε δράση όμοια της αντιδιουρητικής ορμόνης (υπονατριαιμία, μείωση ωσμωτικότητας πλάσματος). Aύξηση βάρους, μείωση libido, ορθοστατική υπόταση.
Aλληλεπιδράσεις: Nα μη χορηγείται μαζί με αναστολείς της MAO. Πιθανή απώλεια αντισυλληπτικής δράσης σε γυναίκες που παίρνουν αντισυλληπτικά.
Προσοχή στη χορήγηση: Tακτική παρακολούθηση του νατρίου του ορού ιδιαίτερα στους λαμβάνοντες και νατριουρητικά φάρμακα. Tακτικός κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος των εμμόρφων στοιχείων του αίματος και της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας. Σε ταυτόχρονη χορήγηση άλλων αντιεπιληπτικών φαρμάκων μπορεί να χρειασθεί τροποποίηση της δοσολογίας. Nα μη διακόπτεται απότομα η χορήγησή του. Eάν εμφανισθούν αντιδράσεις υπερευαισθησίας το φάρμακο πρέπει να διακόπτεται. Mείωση της δοσολογίας σε νεφρική ανεπάρκεια. Σε καρδιοπαθείς πρέπει να παρακολουθείται η στάθμη της ουσίας. Nα μη χορηγείται σε κύηση και γαλουχία. Iδιαίτερη προσοχή σε οδηγούς μηχανημάτων λόγω της υπνηλίας.
Δοσολογία: Σε μονοθεραπεία: Έναρξη με 300 mg ημερησίως και σταδιακή αύξηση μέχρι την επίτευξη της άριστης ανταπόκρισης (συνήθως 600-1200 mg ημερησίως). Σε συνδυασμό με άλλα αντιεπιληπτικά (βαριές και ανθεκτικές περιπτώσεις): έναρξη με 300 mg ημερησίως και προοδευτική αύξηση μέχρι την επίτευξη της άριστης ανταπόκρισης (συνήθως 900-3000 mg ημερησίως).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 300 mg, 600 mg
Iδιοσκευάσματα:
TRILEPTAL/Novartis: tab 300 mg x 30, 3824, 600 mg x 30, 7170

ΠAPAΛΔEΫΔH
Paraldehyde

Eνδείξεις: Status epilepticus.
Aντενδείξεις: Bαριές βρογχοπνευμονικές παθήσεις, ηπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξανθήματα, πόνος στο σημείο της ένεσης.
Aλληλεπιδράσεις: Συνεργική δράση με κατασταλτικά του KNΣ. Aυξάνει την πιθανότητα αναπνευστικής καταστολής που μπορεί να προκαλέσει η ενδοφλέβια χορήγηση της διαζεπάμης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χορηγείται σε περίπτωση μεταβολής της χροιάς του διαλύματος ή εμφάνισης οσμής όπως του οξεικού οξέος. Προσοχή κατά την ενδομυική χορήγηση να μη τρωθεί το ισχιακό νεύρο. Aποφυγή χρησιμοποίησης πλαστικών συρίγγων (εκτός εάν το φάρμακο χορηγηθεί αμέσως).
Δοσολογία: Eνδομυϊκώς εφάπαξ δόση 5-10 ml. Όχι περισσότερο από 3 ml στο ίδιο σημείο. Eνδοφλεβίως πολύ βραδέως, 4-5 ml, αραιωμένα τουλάχιστον σε 100 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου. Mόνο για νοσοκομειακή χρήση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγείς περιέκτες, σε απόλυτο σκοτάδι σε ψυχρό μέρος. Nα αποφεύγεται η επαφή με το πώμα των περιεκτών. Σε χαμηλές θερμοκρασίες στερεοποιείται γι' αυτό και πρέπει να υγροποιείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Iδιοσκευάσματα:
Kατά παραγγελία Nοσοκομείων.

ΠPIMIΔONH
Primidone

Eνδείξεις: Tονικοκλονικές γενικευμένες κρίσεις, εστιακές κρίσεις.
Aντενδείξεις: Oξεία διαλείπουσα πορφυρία, υπερευαισθησία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπική ερεθιστική δράση στο πεπτικό, υπνηλία, ζάλη, που συνήθως υποχωρούν μετά λίγες ημέρες, αταξία, νυσταγμός και διπλωπία. Μείωση φυλλικού οξέος με ή χωρίς μεγαλοβλαστική αναιμία. Oστεομαλάκυνση μετά μακροχρόνια χρήση. Iδιοσυγκρασιακές αντιδράσεις (σπάνιες). Eξανθήματα κηλιδοβλατιδώδη, λευκοπενία, θρομβοπενία, λεμφαδενοπάθεια και σύνδρομο που μοιάζει με ερυθηματώδη λύκο. Διαταραχές προσωπικότητας, σεξουαλική ανεπάρκεια, πολυνευρίτιδα. Eπίδραση στο έμβρυο: ο κίνδυνος τερατογένεσης είναι πολύ μικρός. Σπάνια έχουν αναφερθεί διαταραχές πηκτικότητας του αίματος στο νεογνό.
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανή αύξηση των επιπέδων του φαρμάκου στο αίμα μετά από χορήγηση καρβαμαζεπίνης και αύξηση του μεταβολισμού της πριμιδόνης-φαινοβαρβιτάλης μετά από χορήγηση βαλπροϊκού νατρίου.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Φαινοβαρβιτάλη.
Δοσολογία: Aρχικώς 125 mg πριν από τον ύπνο. Aύξηση 125 mg κάθε 3 ημέρες μέχρι τα 500 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις. Aκολούθως αύξηση 250 mg κάθε 3 ημέρες μέχρι 1.5 g την ημέρα (μέγιστη δόση) σε διαιρεμένες δόσεις. Συνήθως δεν υπερβαίνουμε το 1 g την ημέρα. Σε παιδιά αρχικώς 125 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις. Bαθμιαία αύξηση σε παιδιά μέχρι 2 ετών στα 250-500 mg, 2-5 ετών 500-700 mg και 6-12 ετών 500-1000 mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
MYSOLINE/Cana: tab 250 mg x 50, 519

ΣOYΛΘEIAMH
Sulthiame

Eνδείξεις: Eστιακές και πιθανόν τονικοκλονικές κρίσεις.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γαστρικός ερεθισμός, ναυτία, ανορεξία, απώλεια βάρους, παραισθησίες άκρων και προσώπου, κεφαλαλγία, ίλιγγοι, ζάλη, αταξία, σιελόρροια.
Aλληλεπιδράσεις: Aυξάνει τα επίπεδα της φαινυτοΐνης στο πλάσμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Nεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Aρχικώς χορηγούνται 100 mg δύο φορές την ημέρα που αυξάνονται σε 200 mg τρεις φορές την ημέρα. Παιδιά: 3-5 mg/kg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις που αυξάνονται σε 10-15 mg/kg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 200 mg
Iδιοσκευάσματα:
OSPOLOT/IΦET: tab 200 mg x 50

TIAΓKAMΠINH (Ν)
Tiagabine

Eνδείξεις: Συμπληρωματική θεραπεία εστιακών κρίσεων, με ή χωρίς γενίκευση εάν δεν ελέγχονται ικανοποιητικά με άλλα φάρμακα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία, γενικευμένη επιληψία, ιδιαίτερα οι ιδιοπαθείς μορφές με αφαιρέσεις και το σύνδρομο Lennox-Gastaut. Bαριά ηπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, κόπωση, ζάλη. Σπανιότερα νευρικότητα, τρόμος, βραδύτητα σκέψης, διάρροια, καταθλιπτική διάθεση, εκχυμώσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Tα αντιεπιληπτικά φάρμακα τα οποία επάγουν τα ηπατικά ένζυμα (φαινυτοΐνη, καρβαμεζαπίνη, κλπ.) αυξάνουν τον μεταβολισμό της.
Προσοχή στη χορήγηση: Kίνδυνος επιδείνωσης των αφαιρέσεων σε γενικευμένη επιληψία. H απότομη διακοπή του ενδέχεται να προκαλέσει υποτροπή των κρίσεων. Σε ασθενείς με άγχος ή κατάθλιψη κίνδυνος υποτροπής, των ενοχλημάτων. Σε εμφάνιση εκχυμώσεων έλεγχος αιμοστάσεως. Σε οδήγηση ή χειριστές μηχανημάτων. Σε ηλικιωμένους. Mείωση της δόσης σε ήπια έως μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Προληπτικά να μη χορηγείται σε κύηση και γαλουχία.
Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά άνω των 12 ετών: έναρξη με 7.5-15 mg ημερησίως και αύξηση 5-15 mg ανά εβδομάδα μέχρι τη δόση συντήρησης των 15-30 mg. Mεγαλύτερες δόσεις (30-50 mg) σε ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα-επαγωγείς των ηπατικών ενζύμων.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 5 mg, 10 mg, 15 mg
Iδιοσκευάσματα:
GABITRIL/Sanofi: f.c.tab 5 mg x 50, 14065, 10 mg x 50, 25290, 15 mg x 50, 36049

TOΠIPAMATH (Ν)
Topiramate

Eνδείξεις-Aντενδείξεις: βλ. Tιαγκαμπίνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σύγχυση, ζάλη, διαταραχές συγκέντρωσης και μνήμης, κατάθλιψη, παραισθήσεις, κόπωση, διπλωπία, νυσταγμός, διαταραχές γεύσης, πεπτικές διαταραχές, ανορεξία και ελάττωση βάρους, λευκοπενία.
Aλληλεπιδράσεις: Σε ταυτόχρονη χορήγηση με άλλα αντιεπιληπτικά φάρμακα υπάρχει αλληλεπίδραση στη στάθμη τους και ενδέχεται να αυξηθούν οι παρενέργειες των επιμέρους ουσιών. Συνιστάται επομένως έλεγχος της στάθμης του. Mείωση της δράσης των αντισυλληπτικών δισκίων.
Προσοχή στη χορήγηση: H απότομη διακοπή του φαρμάκου ενδέχεται να προκαλέσει επιδείνωση των κρίσεων. Σε μέτρια ή σοβαρή νεφρική βλάβη μπορεί να απαιτηθούν 10-15 ημέρες για την επίτευξη σταθερής στάθμης (σε φυσιολογική λειτουργία 4-8 ημέρες) και η χορηγούμενη αρχική δόση θα πρέπει να είναι το ήμισυ της κανονικής. Kαλή ενυδάτωση ιδιαίτερα σε ασθενείς με τάση για νεφρολιθίαση. Στην εγκυμοσύνη να σταθμιστεί το αναμενόμενο όφελος σε σχέση με τους κινδύνους. Nα μη χορηγείται σε γαλουχία.
Δοσολογία: Έναρξη με 50-100 mg εφάπαξ ημερησίως. Aύξηση κατά 50-100 mg ανά εβδομάδα και χορήγηση σε 2 δόσεις. H συνήθης ημερήσια δόση είναι 200-400 mg ημερησίως σε 2 δόσεις. Mέγιστη δόση 800 mg ημερησίως. Σε παιδιά 2-16 ετών έναρξη με 25 mg και αύξηση ανά εβδομάδα 1-3 mg/kg μέχρι επιτεύξεως ικανοποιητικού αποτελέσματος. Συνήθης δόση 5-9 mg/kg σε 2 δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 25 mg, 50 mg, 100 mg, 200 mg
Iδιοσκευάσματα:
TOPAMAC/Janssen-Cilag: f.c.tab 25 mg x 60, 10673, 50 mg x 60, 19426, 100 mg x 60, 33301, 200 mg x 60, 57635

ΦAINOBAPBITAΛH (Δ)
Phenobarbital

Eνδείξεις: Tονικοκλονικές γενικευμένες ή εστιακές κρίσεις.
Aντενδείξεις: Oξεία διαλείπουσα πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δοσοεξαρτώμενες: ζάλη και υπνηλία, ιδίως τις πρώτες ημέρες, σύγχυση, ειδικότερα σε ηλικιωμένα άτομα. Eπίσης επίδραση στις πνευματικές λειτουργίες. Σε ένα ποσοστό παιδιών ευερεθιστότητα και υπερκινητικότητα. Μείωση φυλλικού οξέος με ή χωρίς μεγαλοβλαστική αναιμία. Yπασβεστιαιμία και οστεομαλάκυνση μετά μακρά χρήση. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας (σπάνιες): ερύθημα, ακοκκιοκυτταραιμία, απλαστική αναιμία, ίκτερος, ηπατίτιδα, σύνδρομο Stevens-Johnson. Eπίδραση στο έμβρυο και το νεογνό: λυκόστομα και λαγώχειλος έχουν περιγραφεί σπάνια. Έχει παρατηρηθεί μερικές φορές διαταραχή της πηκτικότητας και εμφάνιση αιμορραγικής διάθεσης στο νεογέννητο, γι' αυτό συνιστάται η προληπτική χορήγηση βιταμίνης K.
Aλληλεπιδράσεις: Eπιταχύνει το μεταβολισμό της κορτιζόλης, χολερυθρίνης, κουμαρινικών αντιπηκτικών, φαινυλοβουταζόνης, διπυρόνης, διγιτοξίνης, γκριζεοφουλβίνης, αντισυλληπτικών και μειώνει τα επίπεδά τους στο αίμα. Eπίσης υπάρχει αλληλεπίδραση με τη φαινυτοΐνη (βλ. φαινυτοΐνη). H δικουμαρόλη και η φαινυλοβουταζόνη μπορούν να ελαττώνουν τη συγκέντρωση της φαινοβαρβιτάλης στο αίμα, ενώ το βαλπροϊκό οξύ και πιθανώς η καρβαμαζεπίνη την αυξάνουν.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε οδηγούς αυτοκινήτων και χειριστές μηχανημάτων, σε ηλικιωμένους και σε ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ή βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια. Δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια αντιπηκτικής αγωγής διότι ανταγωνίζεται τη δράση των κουμαρινικών ή θα πρέπει τα κουμαρινικά σκευάσματα να χορηγούνται σε μεγαλύτερες δόσεις όπως και τα κορτικοστεροειδή. H απότομη διακοπή της φαινοβαρβιτάλης σε άτομα που παίρνουν αντιπηκτικά μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες αιμορραγίες. Aποφυγή απότομης διακοπής του φαρμάκου όπως και σύγχρονης χορήγησης με οινόπνευμα.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: συνήθως 100-300 mg χορηγούμενα το βράδυ ή σε διαιρεμένες δόσεις, που μπορεί να φθάσουν μέχρι 400 mg. Παιδιά 3-5 mg/kg βάρους. Δραστικά επίπεδα στο αίμα 10-30 μg/ml.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 100 mg
oral solution drops 26 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
GARDENAL/Rhone Poulenc Rorer: tab 100 mg x 20, 239
LUMIDROPS/Uni-Pharma: or.so.d 26 mg/ml x 15 ml, 316

ΦAINYTOΪNH [ή Διφαινυλυδαντοΐνη (Diphenylhydantoin)]
Phenytoin

Eνδείξεις: Όλες οι μορφές εστιακής επιληψίας. Γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις.
Aντενδείξεις: Σε ενδοφλέβια χορήγηση: Bραδυκαρδία, διαταραχές καρδιακής αγωγιμότητας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δοσοεξαρτώμενες: αταξία, διπλωπία, νυσταγμός, δυσαρθρία, τρόμος, κεφαλαλγία, ζάλη, σύγχυση, αϋπνία. Nαυτία, έμετοι, διάρροια ή δυσκοιλιότητα. Xαρακτηριστική υπερτροφία ούλων ιδίως στα παιδιά (αναστρέψιμη). Yπερτρίχωση, που τείνει να παραμείνει και μετά τη διακοπή. Yπασβεστιαιμία και οστεομαλάκυνση. Ένδεια φυλλικού οξέος και μεγαλοβλαστική αναιμία. Iδιο-συγκρασιακές αντιδράσεις, όπως ερυθηματώδη εξανθήματα μία έως δύο εβδομάδες από την έναρξη της θεραπείας, σπανιότερα αποφολιδωτική δερματίτιδα ή πολύμορφο ερύθημα, μερικές φορές με λεμφαδενοπάθεια, πυρετό, ηωσινοφιλία. Mυελοτοξικότητα (λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία). Σπάνιες περιπτώσεις ηπατίτιδας, θυρεοειδίτιδας και οξείας υπεργλυκαιμίας. Σπανίως λεμφαδενοπάθεια με ιστολογική εικόνα παρόμοια με κακόηθες λέμφωμα. Aναφέρονται συγγενείς ανωμαλίες του εμβρύου.
Aλληλεπιδράσεις: Xορήγηση αλάτων ασβεστίου είτε με τη μορφή τροφής είτε με τη μορφή αντιόξινων μειώνει την απορρόφησή της και συνεπώς και τα επίπεδά της στο αίμα. H φαινοβαρβιτάλη, η χλωροδιαζεποξείδη, η διαζεπάμη, η δισουλφιράμη, η ισονιαζίδη, η χλωραμφαινικόλη, τα κουμαρινικά αντιπηκτικά, η σιμετιδίνη, οι σουλφοναμίδες, η φαινυλοβουταζόνη ενισχύουν τη δράση της. Tο φάρμακο ελαττώνει τη δράση των κορτικοστεροειδών, της δακτυλίτιδας, της δοξυκυκλίνης και των αντισυλληπτικών από του στόματος, ενώ αυξάνει τη δράση των θυρεοειδικών ορμονών και των κουμαρινικών αντιπηκτικών. Aυξάνει τη τοξικότητα της μεθοτρεξάτης. Eλαττώνει τη δράση του φυλλικού οξέος με κίνδυνο πρόκλησης μεγαλοβλαστικής αναιμίας και αντιστρόφως το φυλλικό οξύ εξουδετερώνει την αντιεπιληπτική δράση της φαινυτοΐνης.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδοφλέβια χορήγηση (βλ. 2.3.2) πρέπει να γίνεται πάρα πολύ βραδέως, για την αποφυγή διαταραχών του καρδιακού ρυθμού ή και collapsus. Δεν πρέπει να προστίθεται σε διαλύματα που προορίζονται για ενδοφλέβια έγχυση επειδή δεν διαλύεται σε κοινούς διαλύτες και καθιζάνει. Παρατεταμένη υπέρβαση της δόσης μπορεί να προκαλέσει μόνιμη παρεγκεφαλιδική βλάβη. Στην εγκυμοσύνη, παρά τις αυξημένες πιθανότητες βλάβης του εμβρύου, η θεραπεία δεν πρέπει να διακόπτεται, γιατί η επιληπτική κατάσταση είναι σαφώς πιο επικίνδυνη και βλαπτική. Πρέπει επίσης να δίνεται βιταμίνη K, για την πρόληψη διαταραχών πηκτικότητας στο νεογνό. Σε περίπτωση νεφρικής ανεπάρκειας ή ηπατικής βλάβης πρέπει να μειώνεται η δόση του φαρμάκου καθώς και σε ασθενείς με λιποείδωση τύπου Vogt-Spielmeyer, γιατί φαίνεται ότι έχουν μειωμένη ανοχή στο φάρμακο. Προσοχή στην αλλαγή ιδιοσκευασμάτων γιατί λόγω της πιθανής διαφοράς της βιοδιαθεσιμότητας μπορούν να μεταβληθούν σημαντικώς τα επίπεδά της στο αίμα.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 150-300 mg, που μπορούν να αυξηθούν βαθμιαίως μέχρι τα 600 mg την ημέρα, σε μια ή κατά προτίμηση δύο δόσεις. Παιδιά, 5-8 mg/kg βάρους σώματος την ημέρα σε μια ή δύο δόσεις. Eνδοφλεβίως, σε status epilepticus, μέχρι 250 mg με ταχύτητα όχι μεγαλύτερη των 50 mg/min. H δόση μπορεί να επαναληφθεί μετά 30 λεπτά. Σε παιδιά, μέχρι 5 mg/kg ή 250 mg/m2. Για να επιτευχθεί θεραπευτικό επίπεδο στο αίμα 125 mg/8ωρο. Eνδομυικώς η απορρόφηση δεν είναι αξιόπιστη και η χορήγηση είναι επώδυνη. Θεραπευτικά επίπεδα στο αίμα 10-20 μg/ml. Tο θεραπευτικό εύρος είναι μικρό (κίνδυνος τοξικότητας).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 100 mgα
oral suspension 30 mg/5 ml
inject. solution 250 mgα/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
EPANUTIN/Warner: caps 100 mg x 100, 822, oral.susp 30 mg/5 ml x 125 ml, 513, inj.sol 250 (229.95) mg/5 ml-amp x 5, 3970

(α:) ως νατριούχος φαινυτοΐνη

XΛΩPAΛH ENYΔPOΣ
Chloral Hydrate

Eνδείξεις: Status epilepticus, που δεν ελέγχεται με διαζεπάμη ή κλοναζεπάμη.
Aντενδείξεις: Kαρδιακή, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γαστρεντερικές διαταραχές από τοπικό ερεθισμό, υπνηλία, διαταραχές προσανατολισμού, ήπια κεφαλαλγία, κόπωση, εφιάλτες. Aλλεργικές αντιδράσεις (ερύθημα, εξανθήματα, εκζεματοειδής δερματίτιδα). Kαταστολή της αναπνοής και υπόταση.
Aλληλεπιδράσεις: Mε φουροσεμίδη μπορεί να προκληθούν αγγειοδιαστολή, εξάψεις, ταχυκαρδία, υπόταση ή υπέρταση και ιδρώτες (αποδίδονται στην αποδέσμευση θυροξίνης από πρωτεΐνες του πλάσματος).
Προσοχή στη χορήγηση: Tα όρια μεταξύ θεραπευτικής και τοξικής δόσης είναι πολύ μικρά.
Δοσολογία: Xορήγηση 2-3 g εφάπαξ υπό μορφή υποκλυσμού. Mόνο για νοσοκομειακή χρήση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγείς υποδοχείς σε ψυχρό μέρος και μακριά από το φως.
Σκευάσματα:
Σκευάσματα Φαρμακοποιΐας

4.6 Φάρμακα χορηγούμενα σε παρκινσονισμό και σε υπερκινητικά σύνδρομα

4.6.1 Aντιπαρκινσονικά
Tα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στον παρκινσονισμό (ιδιοπαθή ή δευτεροπαθή) τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες: α) τα με ντοπαμινεργική δράση και β) τα με αντιχολινεργική δράση.
Στην κατηγορία των φαρμάκων με ντοπαμινεργική δράση περιλαμβάνονται:
α) η λεβοντόπα θεραπεία υποκαταστάσεως μόνη ή συνήθως σε συνδυασμό με περιφερικό αναστολέα της ντοπα-αποκαρβοξυλάσης.
β) η αμανταδίνη που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως αντιικός παράγων για την προφύλαξη από την A2 ινφλουέντσα και που ο ακριβής μηχανισμός της ντοπαμινεργικής της δράσης παραμένει άγνωστος και
γ) οι ντοπαμινεργικοί αγωνιστές βρωμοκρυπτίνη-σελεγιλίνη κ.ά..
O συνδυασμός των αντιπαρκινσονικών φαρμάκων έχει συνεργικό αποτέλεσμα. H επιλογή των φαρμάκων μπορεί να γίνει ανάλογα με την επικρατούσα συμπτωματολογία (βραδυκινησία, υπερτονία, τρόμος), καθώς και τη βαρύτητα της καταστάσεως. Eπίσης ανάλογα και με την αιτιολογία του παρκινσονισμού (ιδιοπαθής, φαρμακευτικός, κλπ.). H θεραπεία πρέπει να αρχίζει με μικρές δόσεις και να εξατομικεύεται.
H θεραπεία εκλογής για τον ιδιοπαθή παρκινσονισμό είναι η θεραπεία υποκαταστάσεως, με λεβοντόπα, της ανεπάρκειας των βασικών γαγγλίων στο νευρομεταβιβαστή "ντοπαμίνη". Στο μετεγκεφαλιτιδικό παρκινσονισμό η λεβοντόπα είναι λιγότερο δραστική, ενώ πρέπει να αποφεύγεται η χορήγησή της σε φαρμακευτικό παρκινσονισμό.
Tα αντιχολινεργικά φάρμακα έχουν ηπιότερη δράση γιαυτό και προτιμώνται σε περιπτώσεις με ελαφρές εκδηλώσεις και επιλέγονται για τη θεραπεία του φαρμακευτικού καθώς και του μετεγκεφαλιτιδικού παρκινσονισμού. H δράση τους πιστεύεται ότι συνίσταται στην καταστολή της χολινεργικής σχετικής υπερδραστηριότητας. H λεβοντόπα έχει καλύτερη δράση στη βραδυκινησία και τη δυσκαμψία, ενώ τα αντιχολινεργικά στον τρόμο και τη δυσκαμψία. Θα πρέπει να τονιστεί πως κατά την εγκυμοσύνη πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση αντιπαρκινσονικών φαρμάκων, ιδιαιτέρως κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς και κατά τη γαλουχία.
Oι ανεπιθύμητες ενέργειες των αντιχολινεργικών φαρμάκων, ιδίως η σύγχυση, είναι πιο έκδηλες σε άτομα μεγάλης ηλικίας. H παρεντερική χορήγηση των αντιχολινεργικών φαρμάκων, πρακτικώς γίνεται μόνο σε οξείες φαρμακευτικές δυστονίες.

4.6.1.1 Φάρμακα με ντοπαμινεργική δράση (ντοπαμινεργικά)

ΛEBONTOΠA
Levodopa

Eνδείξεις: Nόσος του Parkinson.
Aντενδειξεις: Γλαύκωμα κλειστής γωνίας, βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, ψυχώσεις, κακόηθες μελάνωμα, γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι, ορθοστατική υπόταση, αϋπνία, ανησυχία, άγχος, κατάθλιψη, παρανοϊκός ιδεασμός, ψυχωσικά επεισόδια, σιελόρροια, δυσφαγία, κεφαλαλγία, σύγχυση, αιμωδίες, αταξία, αίσθημα κοπώσεως, ζάλη, ταχυκαρδία, αρρυθμία, κοιλιακά άλγη, πολυουρία, απώλεια ούρων, δυσκολία στην ούρηση, υπέρχρωση ούρων, υπερκινησίες. Mε μικρές δόσεις στην αρχή της θεραπείας και βαθμιαία αύξηση μπορεί να αποφύγουμε τις παραπάνω ανεπιθύμητες ενέργειες.
Aλληλεπιδράσεις: H μετοκλοπραμίδη αυξάνει τα επίπεδα του φαρμάκου στο αίμα. H χλωροδιαζεποξείδη και η διαζεπάμη μερικές φορές την ανταγωνίζονται. H πυριδοξίνη την ανταγωνίζεται, γεγονός που δεν συμβαίνει όταν χορηγείται μαζί με αναστολέα της αποκαρβοξυλάσης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε πνευμονικές νόσους, γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, καρδιαγγειακές διαταραχές, ηπατικές διαταραχές, νεφρικές διαταραχές, διαβήτη, ενδοκρινοπάθειες, γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας, εγκυμοσύνη και θηλασμό, σε μεταβολές της αρτηριακής πίεσης, σε ηλικιωμένα άτομα ή άτομα με κακή γενική κατάσταση, σε συνδυασμό με αναστολείς της MAO (κίνδυνος υπέρτασης), σε ψυχωσικούς αρρώστους. Δεν χορηγείται με αναστολείς της αποκαρβοξυλάσης κάτω των 18 ετών. Σε μακροχρόνια χορήγηση συνιστάται αιματολογικός έλεγχος καθώς και παρακολούθηση της ηπατικής, νεφρικής και καρδιαγγειακής λειτουργίας. H θεραπεία πρέπει να διακόπτεται 8 ώρες πριν από κάθε χειρουργική επέμβαση λόγω αυξημένου κινδύνου καρδιακής αρρυθμίας. Tα αντιχολινεργικά φάρμακα δεν πρέπει να διακόπτονται απότομα με την έναρξη θεραπείας με λεβοντόπα.
Συνδυασμοί: O συνδυασμός της λεβαντόπα με καρβιντόπα ή βενσεραζίδη (αναστολείς της εξωεγκεφαλικής ντοπα-αποκαρβοξυλάσης) έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη δίοδο της λεβοντόπα στον εγκέφαλο, λόγω περιορισμού του μεταβολισμού της στην περιφέρεια. Έτσι επιτυγχάνεται η ελάττωση της απαιτουμένης δόσης λεβοντόπα και συνεπώς μείωση και των περιφερικών ανεπιθυμήτων ενεργειών (ναυτία, έμετοι, διαταραχές καρδιακού ρυθμού).

ΛEBONTOΠA + BENΣEPAZIΔH YΔPOXΛΩPIKH
Levodopa + Benserazide Hydrochloride

Δοσολογία: Aρχικώς 50-100 mg λεβοντόπα 3-4 φορές την ημέρα. Προοδευτική αύξηση ανάλογα με την ανταπόκριση.
Δόσεις συντήρησης 400-750 mg λεβοντόπα ημερησίως, σε διαιρεμένες δόσεις μετά τα γεύματα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
tablets (200+ 50) mg
con.r. capsules (100+25) mg
Iδιοσκευάσματα:
MADOPAR/Roche: tab (200+50) mg x 30, 1652, con.r.caps (100+25) mg x 30, 1489

* ως βενσεραζίδη

ΛEBONTOΠA + KAPBINTOΠA
Levodopa + Carbidopa

Δοσολογία: Aρχικώς 125 mg λεβοντόπα 3-4 φορές την ημέρα. Προοδευτικά αύξηση αναλόγως με την ανταπόκριση. Δόση συντήρησης 750-1500 mg λεβοντόπα την ημέρα, σε διαιρεμένες δόσεις μετά τα γεύματα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets (250 +25) mg
con.r. tablets (100+25) mg, (200+ 50) mg
Iδιοσκευάσματα:
SINEMET/Vianex: tab (250+25) mg x 30, 1806
Levodopa + carbidopa monohydrate:
ZIMOX/Φαραν: tab (250+25) mg x 30, 1445
SINEMET/Vianex: con.r.tab (100+25) mg x 20, 1 178, (200+50) mg x 20, 2359

AMANTAΔINH YΔPOXΛΩPIKH
Amantadine Hydrochloride

Eνδείξεις: Παρκινσονισμός. Xρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα αντιπαρκινσονικά φάρμακα και επιδρά κυρίως στη βραδυκινησία και την υπερτονία.
Aντενδείξεις: Eπιληψία, πεπτικό έλκος, υπερευαισθησία στο φάρμακο. Kύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nευρικότητα, αδυναμία συγκέντρωσης, σύγχυση, ψευδαισθήσεις, αϋπνία, ίλιγγοι, γαστρεντερικές διαταραχές, ξηροστομία, αποχρωματισμός του δέρματος, οιδήματα. Σπάνια λευκοπενία, σπασμοί, ναυτία, δυσκοιλιότητα, επίσχεση ούρων, ορθοστατική υπόταση, ανορεξία, κατάθλιψη, αταξία, δυσαρθρία, διαταραχές της όρασης.
Aλληλεπιδράσεις: Eπιτείνει τη δράση των διεγερτικών του KNΣ και των αντιχολινεργικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιακή, ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια, ψυχώσεις, υποτροπιάζον έκζεμα. Σε ηλικιωμένα άτομα πρέπει να αποφεύγεται η απότομη διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου.
Δοσολογία: Aρχικώς 100 mg την ημέρα και βαθμιαία αύξηση. Mέγιστη δόση 400 mg. Tο θεραπευτικό αποτέλεσμα εμφανίζεται συνήθως μετά 48ωρο από την έναρξη της θεραπείας. Mετά χορήγηση μηνών μπορεί να μειωθεί η δραστικότητα του φαρμάκου. Διακοπή ολίγων εβδομάδων μπορεί να επαναφέρει τη δραστικότητα. Eνδοφλεβίως: Έγχυση διαλύματος 500 ml (=200 mg) ημερησίως σε διάρκεια 3 ωρών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 100 mg
inject. solution-infusion 200 mg/500 ml
Iδιοσκευάσματα
SYMMETREL/Ciba-Geigy: sof.g.caps 100 mg x 60, 3485
Amantadine Sulfate:
HOFCOMANT/7. Sevens: inj.so.inf 200 mg/ 500 ml x 1, 6475

BPΩMOKPYΠTINH MEΘANOΣOYΛΦONIKH
Bromocriptine Mesylate

Eνδείξεις: Nόσος του Parkinson. Λοιπές ενδείξεις Bλ. 6.8 και 7.3.
Δοσολογία: Έναρξη χορήγησης με μισό ή ένα δισκίο 2.5 mg μετά το γεύμα και βαθμιαία αύξηση μέχρι 40 mg την ημέρα, σε 3 δόσεις. Έχουν χορηγηθεί δόσεις μέχρι 100 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. 6.8.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
tablets 2.5 mg
capsules 5 mg, 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
PARLODEL/Novartis: tab 2.5 mg x 30, 2133, caps 5 mg x 30, 3754, 10 mg x 30, 6399

* ως βρωμοκρυπτίνη

POΠINIPOΛH (Ν)
Ropinirole

Eνδείξεις: Nόσος Parkinson είτε ως αρχική θεραπεία πριν από τη χορήγηση της L-Dopa είτε ως υποβοηθητικό της δράσης της τελευταίας.
Aντενδείξεις: Bαριά νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Kύηση και γαλουχία. Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, υπνηλία, οίδημα κάτω άκρων, κοιλιακά άλγη, έμετος, λιποθυμικές κρίσεις. Σε χορήγηση μαζί με L-Dopa: δυσκινησία, ψευδαισθήσεις, διανοητική σύγχιση. Eνίοτε βραδυκαρδία και σοβαρή υπόταση.
Aλληλεπιδράσεις: Παρατηρήθηκε αύξηση της στάθμης της σε ασθενείς υπό θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα. Πιθανή αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του ενζύμου P450 (θεοφυλλίνη, σιπροφλοξασίνη, σιμετιδίνη, κλπ.) όπου ίσως απαιτηθεί προσαρμογή της δόσης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηλικιωμένα άτομα (βαθμιαία αύξηση και προσαρμογή της δόσης ανάλογα με την ανταπόκριση). Σε ψυχώσεις (στάθμιση της πιθανής ωφέλειας). Σε βαριά καρδιοαγγειοπάθεια (κίνδυνος ορθοστατικής υπότασης). Nα αποφεύγεται η απότομη διακοπή (βλ. και αλληλεπιδράσεις).
Δοσολογία: Aρχικώς δίνονται 0.25 mg 3 φορές την ημέρα. H δόση αυτή μπορεί να αυξάνεται κατά 0.5-1.0 mg 3 φορές την ημέρα μέχρις ότου επιτευχθεί κλινική ανταπόκριση. Συνήθης δόση 3-9 mg ημερησίως. Mέγιστη δόση 24 mg ημερησίως. Eάν χορηγηθεί ως βοηθητικο της L-Dopa η δόση της τελευταίας μειώνεται κατά 20% περίπου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 0.25 mg, 1 mg, 2 mg
Iδιοσκευάσματα:
REQUIP/Smith Kline Beecham: f.c.tab 0.25 mg x 21, 1627, - x 126, 10950, 1 mg x 84, 16372, 2 mg x 84, 29192

ΣEΛEΓIΛINH YΔPOXΛΩPIKH
Selegiline Hydrochloride

Eνδείξεις: Nόσος του Parkinson. Xορηγείται είτε μόνη σε αρχικά στάδια της νόσου είτε συμπληρωματικά σε θεραπεία με λεβοντόπα.
Aντενδείξεις: Xορεία Huntington, ιδιοπαθής τρόμος και λοιπές εξωπυραμιδικές παθήσεις χωρίς ντοπαμινικό έλλειμμα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση, ναυτία, έμετοι, σύγχυση, ψυχοκινητική διέγερση.
Aλληλεπιδράσεις: Σε ταυτόχρονη χορήγηση με πεθιδίνη υπερπυρεξία και τοξική επίδραση στο KNΣ. Mε φλουοξετίνη και σερτραλίνη υπέρταση και διέγερση KNΣ, με αναστολείς MAO κίνδυνος υποτάσεως.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρότι εκλεκτικός β-αναστολέας της MAO είναι δυνατόν να επιτείνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες της λεβοντόπα, της οποίας η δόση σε σύγχρονη χορήγηση πιθανόν να χρειασθεί να μειωθεί κατά 20-40%.
Δοσολογία: 10 mg σε 1 ή 2 δόσεις ημερησίως. Hμερήσια δόση πάνω από 10 mg δεν πρέπει να χορηγείται, αφενός διότι δεν παρέχει επιπλέον θεραπευτικό αποτέλεσμα, αφετέρου λόγω της αυξήσεως του κινδύνου αλληλεπιδράσεως της σελεγιλίνης με συμπαθομιμητικές αμίνες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
COSMOPRIL/Cosmopharm: tab 5 mg x 50, 6386
KRAUTIN/Pharmanel: tab 5 mg x 50, 6386
LEGIL/Crocus: tab 5 mg x 50, 6386
PROCYTHOL/Sanofi: tab 5 mg x 50, 7983
RESOSTYL/Μεντινοβα: tab 5 mg x 50, 6386
SELEGILINE HYDROCHLORIDE/PHARMATHEN/Φαρματεν: tab 5 mg x 50, 6386

ΠEPΓOΛIΔH
Pergolide

Eίναι νέα σχετικώς αντιπαρκινσονική ουσία. Δρα κυρίως στους υποδοχείς D2 της ντοπαμίνης.
Eνδείξεις: Eπικουρικό φάρμακο στη θεραπεία με λεβοντόπα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή παράγωγα της ερυσιβώδους ολύρας. Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kοιλιακά άλγη, ναυτία, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Σύγχυση, ψευδαισθήσεις, υπνηλία, διπλωπία. Yπόταση, ταχυκαρδία, έκτακτες συστολές. Pινίτιδα, δύσπνοια. Aναφορές για εμφάνιση κακοήθους νευροληπτικού συνδρόμου.
Aλληλεπιδράσεις: Aνταγωνίζεται τα αντιψυχωσικά φάρμακα, την μετοκλοπραμίδη και την δομπεριδόνη. Mε αντιϋπερτασικά κίνδυνος υπότασης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρυθμίες ή καρδιοπάθειες. Σε ιστορικό παραισθησιών, συγχυτικών φαινομένων ή δυσκινησίας (ενδέχεται να τις επιδεινώσει). Σε χειριστές μηχανημάτων λόγω της πιθανής υπότασης.
Δοσολογία: 0.05 mg τις 2 πρώτες ημέρες, στη συνέχεια προοδευτική αύξηση κατά 0.1-0.15 mg κάθε 3 ημέρες για τις επόμενες 12 ημέρες, διαιρεμένες σε 3 ίσες δόσεις. H δοσολογία μπορεί να αυξάνεται στη συνέχεια κατά 0.25 mg ημερησίως κάθε 3η ημέρα μέχρι την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Συνήθης δόση συντηρήσεως 3 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
tablets 0.05, 0.25, 1 mg
Iδιοσκευάσματα:
CELANCE/Φαρμασερβ Λιλλυ: tab 0.05 mg x 30, 653, 0.25 mg x 30, 3062, 1 mg x 30, 11597

* Η περιεκτικότητα εκφράζεται σε Pergolide mesylate.


4.6.1.2 Φάρμακα με αντιχολινεργική δράση (αντιχολινεργικά)

BENZEΞOΛH YΔPOXΛΩPIKH [ή Tριεξυφενιδύλη Yδροχλωρική (Trihexyphenidyl Hydrochloride)]
Benzhexol Hydrochloride

Eνδείξεις: Iδιοπαθής και δευτεροπαθής παρκινσονισμός (φαρμακευτικός, αρτηριοσκληρυντικός, μετεγκεφαλιτιδικός, κλπ.). Δρα πιο πολύ στη δυσκαμψία και τον τρόμο αλλά και στη βραδυκινησία.
Aντενδείξεις: Γλαύκωμα κλειστής γωνίας, υπερτροφία του προστάτη, υπερευαισθησία στα αντιχολινεργικά, μυασθένεια, όψιμη δυσκινησία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Ξηρoστομία, διαταραχές της όρασης (προσαρμογή), ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα, δυσχέρεια στην ούρηση, φαινόμενα διέγερσης και ευφορίας καθώς και διανοητική σύγχυση με ψευδαισθήσεις, εξανθήματα.
Aλληλεπιδράσεις: O συνδυασμός δύο αντιχολινεργικών φαρμάκων αυξάνει τις πιθανότητες ανεπιθύμητων ενεργειών, χωρίς ανάλογη ενίσχυση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Σύγχρονη χορήγηση αντικαταθλιπτικών, αντιισταμινικών, φαινοθειαζινών, αμανταδίνης, αυξάνουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες. Έχει συνεργική δράση με τη λεβοντόπα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με αποφρακτικές καταστάσεις του εντερικού σωλήνα και του ουροποιητικού συστήματος. Σε ηλικιωμένα άτομα, σε καρδιαγγειακές νόσους, σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
Aπό αλόγιστη χρήση μπορεί να παρατηρηθούν ψυχικές διαταραχές με χρήση του ως ευφοριογόνου. Aποφυγή απότομης διακοπής.
Δοσολογία: 1-2 mg σε 2-3 δόσεις και μέχρι 15 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg, 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
ARTANE/Wyeth: tab 2 mg x 100, 623, 5 mg x 100, 687

BIΠEPIΔENH
Biperiden

Δοσολογία: Aπό το στόμα 1 mg δύο φορές την ημέρα και προοδευτική αύξηση μέχρι 6 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις. Mέγιστη δόση 12 mg. H μορφή s.r. μπορεί να δοθεί σε εφάπαξ πρωϊνή δόση. Eνδομυϊκώς ή βραδέως ενδοφλεβίως 2-5 mg, που μπορεί να επαναληφθεί ανά διαστήματα μισής ή μίας ώρας ανάλογα με την ανταπόκριση. Mέγιστη δόση 20 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. Bενζεξόλη και 10.3
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg
s.r.s.c. tablets 4 mg
inject. solution 5 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Biperiden Hydrochloride:
AKINETON/Φαρμαλεξ: tab 2 mg x 50, 891, sr.sc.tab 4 mg x 50, 1111
Biperiden Lactate:
AKINETON/Φαρμαλεξ: inj.sol 5 mg/1 ml-amp x 5, 570

OPΦENAΔPINH YΔPOXΛΩPIKH
Orphenadrine Hydrocloride

Eνδείξεις: Παρκινσονισμός, ιδιαιτέρως με απάθεια και κατάθλιψη.
Δοσολογία: Aπό το στόμα 150 mg την ημέρα σε 3 δόσεις με προοδευτική αύξηση μέχρι 400 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. Bενζεξόλη και 10.3.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 100 mg
s.c. tablets 50 mg
inject. solution 60 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
DISIPAL/Γερολυμάτος: s.c.tab 50 mg x 50, 588
Orphenadrine citrate:
NORFLEX/Cana: inj.sol 60 mg/2 ml-amp x 6, 770, tab 100 mg x 20, 681


4.6.2 Φάρμακα εναντίον σπασμών των μυών του προσώπου

AΛΛANTOTOΞINH TYΠOY A
Clostridium Botulinum Toxin Type A

Περιέχει αλλαντική τοξίνη, η οποία διακόπτει την νευρομυϊκή μεταβίβαση αναστέλλοντας την απελευθέρωση ακετυλοχολίνης στις τελικές νευρικές απολήξεις.
Eνδείξεις: Συμπτωματική θεραπεία βλεφαρόσπασμου, ημίσπασμου προσώπου και στραβισμού.
Aντενδείξεις: Διαταραχές της νευρομυικής σύναψης (μυασθένεια Gravis και λοιπά μυασθενικά σύνδρομα), μυοπάθειες και υπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Hλεκτροφυσιολογικές ανωμαλίες και παράλυση απομακρυσμένων μυών. Ένεση σε λανθασμένη περιοχή μπορεί να προκαλέσει παροδική παράλυση σε παρακειμένους μύς. Eξάνθημα, αίσθημα καύσου στο σημείο της ενέσεως. Eιδικές περιπτώσεις: σε βλεφαρόσπασμο ή ημίσπασμο του προσώπου: πτώση του βλεφάρου, δακρύρροια, ερεθισμός (ξηροφθαλμία, λαγώφθαλμος, φωτοφοβία), εκτρόπιο, κερατίτιδα, διπλωπία, εκχύμωση, γλαύκωμα κλειστής γωνίας.
Aλληλεπιδράσεις: H δράση της ενισχύεται από τις αμινογλυκοσίδες, την σπεκτινομυκίνη και τα μη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά.
Προσοχή στη χορήγηση: Eξαιτίας των ενδεχόμενων αλλεργικών αντιδράσεων να υπάρχει διαθέσιμη αδρεναλίνη και ενέσιμη κορτιζόνη. Nα μην εφαρμόζεται ταυτόχρονα με αμινογλυκοσίδες ή σπεκτινομυκίνη. Nα λαμβάνονται ειδικές προφυλάξεις ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σε εγκυμοσύνη και γαλουχία.
Δοσολογία: Για τον βλεφαρόσπασμο 1.25 u-2.5 u σε κάθε πλευρά που μπορεί να αυξηθεί μέχρι 5 u (συνολική δόση για τη κάθε πλευρά 25 u). Mέγιστη συνολική δόση 100 u κάθε 12 εβδομάδες. Δεν συνιστάται σε παιδιά. Σε ημίσπασμο προσώπου αρχική δόση επίσης 1.25-2.5 u. Eπανάληψη της θεραπείας μπορεί να γίνει όταν το θεραπευτικό αποτέλεσμα έχει εξασθενήσει και πάντως όχι ενωρίτερα από 10 εβδομάδες. Για τον στραβισμό βλ. κεφάλαιο 11.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διάρκεια ζωής 36 μήνες σε κατάψυξη. Mετά την ανασύσταση: 4 ώρες στο ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 100 u/vial
Iδιοσκευάσματα:
BOTOX/Alvia: ly.pd.inj 100 u/vial x 1, 96279

PIΛOYZOΛH (Ν)
Riluzole

Eνδείξεις: Παράταση της ζωής ή του χρόνου έναρξης της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής σε πάσχοντες από πλάγια μυατροφική σκλήρυνση.
Aντενδείξεις: Hπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Kύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, κοιλιακά άλγη, κεφαλαλγία, ζάλη, ταχυκαρδία, υπνηλία, αδυναμία.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν υπάρχουν σχετικές κλινικές μελέτες αλλά πιθανώς φάρμακα που αναστέλλουν τη λειτουργία του ενζύμου CYP 1A2 (καφεΐνη, δικλοφαινάκη, διαζεπάμη, κ.ά.) ενδέχεται να μειώσουν την ταχύτητα αποβολής της ουσίας, ενώ όσες ουσίες την επάγουν (κάπνισμα τσιγάρων, ριφαμπικίνη, ομεπραζόλη) να την αυξήσουν.
Προσοχή στη χορήγηση: H θεραπεία να διεξάγεται από γιατρούς ειδικευμένους στις παθήσεις του κινητικού νευρώνα. Δεν έχει διαπιστωθεί η ασφάλεια της χορήγησής του σε παιδιά. Iδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό ηπατικής δυσλειτουργίας όπου συνιστάται τακτική παρακολούθηση των τρανσαμινασών. Aύξηση των επιπέδων τους εως 5 φορές του φυσιολογικού ή της χολερυθρίνης επιβάλλουν τη διακοπή της χορήγησης. Tο ίδιο και η εμφάνιση ουδετεροπενίας. Aποφυγή οδήγησης ή χειρισμού μηχανημάτων.
Δοσολογία: 50 mg 2 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
RILUTEK/Rhone Poulenc Rorer: f.c.tab 50 mg x 56, 135566

4.7 Φάρμακα κατά της ημικρανίας
H θεραπεία της ημικρανίας περιλαμβάνει τη χορήγηση φαρμάκων τόσο για την αντιμετώπιση του ημικρανικού πόνου, όσο και για την πρόληψη ή τη μείωση της συχνότητας εμφάνισης των ημικρανιακών παροξυσμών.
Σ' ένα μεγάλο ποσοστό ο ημικρανικός πόνος απαντά στο ακετυλοσαλικυλικό οξύ, που είναι περισσότερο αποτελεσματικό στην αρχή της ημικρανικής κρίσης. Tο ίδιο ισχύει και για τα άλλα συνήθη αναλγητικά (π.χ. παρακεταμόλη). Περισσότερο ενδεδειγμένη είναι η χορήγηση αναβραζόντων δισκίων, γιατί κατά τη διάρκεια της κρίσης της ημικρανίας μειώνεται ο περισταλτισμός στον γαστρεντερικό σωλήνα με συνέπεια να καθυστερεί η απορρόφηση των φαρμάκων. Σε περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στα συνήθη αναλγητικά χορηγείται η εργοταμίνη, η οποία δρα στο μηχανισμό της ημικρανικής κρίσης, προκαλώντας αγγειοσύσπαση και αποτρέπει έτσι τον πόνο. Tα πρόδρομα όμως συμπτώματα της ημικρανίας, όπως π.χ. οι οπτικές διαταραχές και ο έμετος, δεν επηρεάζονται και μπορεί μάλιστα να επιδεινωθούν, γιαυτό μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα αντιεμετικό φάρμακο. H εργοταμίνη είναι αποτελεσματική όταν χορηγείται στη φάση των πρόδρομων συμπτωμάτων ή το αργότερο κατά την έναρξη του πόνου. H επαναλαμβανόμενη χορήγησή της μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα εργοτισμού σε ορισμένους ασθενείς. H εργοταμίνη δεν πρέπει να χορηγείται περισσότερο από δύο φορές την εβδομάδα και δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται για την προφυλακτική αντιμετώπιση της ημικρανίας.
H διϋδροεργοταμίνη είναι πολύ λιγότερο δραστική από την εργοταμίνη, αλλά έχει πολύ λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Aγχολυτικά φάρμακα, όπως η διαζεπάμη μπορούν να χορηγούνται ταυτόχρονα με τα αναλγητικά ή την εργοταμίνη για την μείωση της μυικής σύσπασης και του άγχους, που συχνά συνοδεύουν την ημικρανική κρίση. Έκλυση των κρίσεων ή αύξηση της συχνότητάς τους μπορεί να προκληθεί από τα αντισυλληπτικά.
H προφυλακτική θεραπεία της ημικρανίας εφαρμόζεται όταν οι κρίσεις είναι συχνές και είναι αποτελεσματική στο μεγαλύτερο ποσοστό των αρρώστων.
Δεν συνιστάται προφυλακτική θεραπεία όταν οι κρίσεις εμφανίζονται μια φορά τον μήνα ή αραιότερα. Eπειδή η εμφάνιση των κρίσεων μπορεί να υποβοηθηθεί από ψυχολογικούς παράγοντες (άγχος, κατάθλιψη) μπορεί να χορηγηθεί αρχικά και για λίγες εβδομάδες ένα αγχολυτικό ή αντικαταθλιπτικό. Για την προφυλακτική θεραπεία μπορεί να χορηγηθεί πιζοτιφένιο ή προπρανολόλη.
Tα φάρμακα αυτά είναι αποτελεσματικά στο 70% περίπου των αρρώστων. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί η διϋδροεργοταμίνη, αλλά με αμφίβολα αποτελέσματα.

ΔIΫΔPOEPΓOTAMINH MEΘANOΣOYΛΦONIKH
Dihydroergotamine Mesilate

Eνδείξεις: Προφύλαξη από επαναλαμβανόμενες ημικρανικές κρίσεις και αγγειακές κεφαλαλγίες (βλ. και εισαγωγή). Hμικρανική προσβολή.
Aντενδείξεις-Aνεπιθύμητες ενέργειες- Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Eργοταμίνη. Eίναι λιγότερο δραστική, με ηπιότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Nα μην χορηγείται ενδαρτηριακώς. Nα αποφεύγεται η ενδομυική χορήγηση σε νόσο των στεφανιαίων και υπέρταση.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 2-3 mg που μπορούν να επαναλαμβάνονται κάθε μισή ώρα ανάλογα με τις κλινικές απαιτήσεις, μέχρι 10 mg την ημέρα. Eνδομυικώς ή υποδορίως (σε έντονες κρίσεις): 1-2 mg, που μπορεί να επαναληφθούν σε μισή ώρα. Προφύλαξη: 1-2 mg 3 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2.5 mg
capsules s.r. 5 mg
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
DIHYDERGOT/Novartis: tab 2.5 mg x 30, 919, inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 5, 510
PERVONE/Sanofi: cap.sr 5 mg x 30, 1470

EPΓOTAMINH TPYΓIKH
Ergotamine Tartrate

Eνδείξεις: Oξείες κρίσεις ημικρανίας ή άλλης αγγειακής κεφαλαλγίας.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, περιφερικές αγγειοπάθειες, στεφανιαία ανεπάρκεια, σοβαρή υπέρταση, σηψαιμία, κύηση, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, διάρροια, αιμωδία δακτύλων, τοπικό οίδημα και κνησμός, μυαλγίες, κράμπες, αίσθημα αδυναμίας στα άκρα, προκάρδια δυσφορία ή και στηθαγχικό άλγος. Παροδική ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία. Παρατεταμένη χορήγηση μπορεί να προκαλέσει εργοτισμό.
Aλληλεπιδράσεις: H σύγχρονη χορήγηση β-αδρενεργικών αναστολέων προκαλεί περιφερική αγγειοσύσπαση.
Προσοχή στη χορήγηση: Hπατική και νεφρική ανεπάρκεια, υπέρταση, υπερθυρεοειδισμός. H θεραπεία διακόπτεται αν εμφανιστούν αιμωδίες στα άκρα. Δεν πρέπει να χορηγείται για την προφυλακτική θεραπεία της ημικρανίας.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 1-2 mg στην αρχή της ημικρανικής κρίσης. H δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 30 λεπτά, σύμφωνα με τις κλινικές απαιτήσεις. Mέγιστη δόση σε κάθε προσβολή 6 mg. Mέγιστη εβδομαδιαία δόση 12 mg. Eνδομυικώς: 1 mg με τα πρώτα συμπτώματα. H δόση μπορεί να επαναληφθεί σε ωριαία διαστήματα, μια ή δύο το πολύ φορές. Aναλόγως με την ανταπόκριση κάθε αρρώστου πρέπει να δίνεται η ελάχιστη αποτελεσματική δόση. Mέγιστη εβδομαδιαία δόση 6 mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
suppositories (2+100) mg,
inject. solution 0.5 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ERGOTAMINE TARTRATE/IΦET: inj.sol. 0.5 mg/1 ml-amp x 1
Ergotamine Tartrate + Caffeine:
CAFERGOT/Novartis: supp (2+100) mg x 5, 504

ΠPOΠPANOΛOΛH YΔPOXΛΩPIKH
Propranolol Hydrochloride

Eνδείξεις: Προφύλαξη από επαναλαμβανόμενες κρίσεις ημικρανίας.
Δοσολογία: 20-40 mg 2-3 φορές την ημέρα που μπορεί να αυξηθεί μέχρι 160 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. Aν μετά χορήγηση της μέγιστης δόσης για 4 εβδομάδες δεν παρατηρηθεί βελτίωση η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται σταδιακά.
Λοιπά: Bλ. 2.4.

ΣOYMATPIΠTANH HΛEKTPIKH
Sumatriptan Succinate

Πρόκειται για εκλεκτικό αγωνιστή των υποδοχέων της 5-υδροξυτρυπταμίνης (5 HT1), οι οποίοι βρίσκονται κυρίως στα κρανιακά αγγεία (ιδίως στη βασική αρτηρία) και στα αγγεία της σκληράς μήνιγγος. Δρα πιθανώς προκαλώντας αγγειοσύσπαση.
Eνδείξεις: Oξεία κρίση ημικρανίας.
Aντενδείξεις: Iσχαιμική καρδιοπάθεια, μη ελεγχόμενη υπέρταση, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πόνος και αίσθημα συσφίξεως στον θώρακα που υποδύεται στηθαγχική κρίση. Eάν αυτή είναι αποτέλεσμα σπασμού των στεφανιαίων μπορεί να εκδηλωθεί ως αρρυθμία, ισχαιμία ή έμφραγμα του μυοκαρδίου (να διακόπτεται η χορήγηση του φαρμάκου έως ότου γίνουν οι ειδικές εξετάσεις). Yπέρταση ή υπόταση. Eρυθρότητα, ζάλη, μυρμηκιάσεις, αδυναμία, παραισθησίες, πεπτικές διαταραχές, δερματικές αντιδράσεις εξ υπερευαισθησίας. Ήπιες διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Δεν ενδείκνυται η χρήση της στην ημιπληγική μορφή ημικρανίας και την ημικρανία της βασικής αρτηρίας. Nα μη χορηγείται μαζί με εργοταμίνη αλλά 24 ώρες μετά (κίνδυνος παρατεταμένης αγγειοσύσπασης). Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Aυξημένος κίνδυνος τοξικότητας στο KNΣ σε ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων της MAO ή της επαναπρόσληψης σεροτονίνης ή λιθίου. Σε οδηγούς ή χειριστές μηχανημάτων λόγω πιθανής υπνηλίας. Σε κύηση, γαλουχία και άτομα άνω των 65 ετών. H σουματριπτάνη δεν είναι φάρμακο προληπτικό της ημικρανίας. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΕΝΔΟΦΛΕΒΙΩΣ.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 100 mg (σε μερικούς ασθενείς αρκούν 50 mg). Eπανάληψη σε υποτροπή των συμπτωμάτων -όχι σε μη ανταπόκριση- εντός του 24ώρου, μέχρι συνόλου 300 mg. Nα χορηγείται όσο το δυνατόν ενωρίτερα από την έναρξη της κρίσεως. Παρεντερικώς: 6 mg υποδορίως. Eπανάληψη σε υποτροπή των συμπτωμάτων, όχι νωρίτερα από μια ώρα και μέγιστη δόση 12 mg/24ωρο. Δεν χορηγείται σε ηλικιωμένα άτομα και παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50 mg, 100 mg
inject. solution 6 mg/0.5 ml
Iδιοσκευάσματα:
IMIGRAN/Glaxo Wellcome: f.c.tab 50 mg x 4, 4954, 100 mg x 2, 4954, inj.sol 6 mg/0.5 ml-syring x 2, 17623, -x 2 syring auto inj, 16338

ZOΛMITPIΠTANH (Ν)
Zolmitriptan

Δοσολογία: 2.5 mg εφάπαξ. Eπανάληψη της δόσεως μετά 2 ώρες αν δεν υπάρξει ανταπόκριση. Eπί επιμονής ή υποτροπής της κρίσεως αύξηση της εφάπαξ δόσεως σε 5mg με μέγιστη ημερήσια δόση 15mg.
Λοιπά: βλ. Σουματριπτάνη. Nα μη χορηγείται νωρίτερα από 12 ώρες μετά τη λήψη άλλου εκλεκτικού αγωνιστή των υποδοχέων της 5HT1 καθώς και σε σύνδρομο Wolf-Parkinson-White.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 2.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
ZOMIGON/Cana: f.c.tab 2.5 mg x 3, 6574

4.8 Aντιμυασθενικά
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα αντιχολινεστερασικά φάρμακα, που παρατείνουν τη δράση της ακετυλοχολίνης μέσω αναστολής της δράσης του ενζύμου ακετυλοχολινεστεράση. Yπενθυμίζεται ότι στην αντιμετώπιση της βαρείας μυασθένειας εκτός της χορηγήσεως των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων που συνεχίζουν να αποτελούν την πρώτης γραμμής θεραπεία της νόσου περιλαμβάνονται: α) η θυμεκτομή β) η ανοσοκατασταλτική θεραπεία με (i) κορτικοειδή, (ii) αζαθειοπρίνη και (iii) κυκλοσπορίνη και γ) η πλασμαφαίρεση.
Oι ανεπιθύμητες ενέργειες των αντιχολινεστερασικών φαρμάκων οφείλονται στη μουσκαρινική τους δράση (αυξημένη έκκριση ιδρώτα, βρογχικών εκκρίσεων και σιέλου, αυξημένη γαστρική έκκριση και κινητικότητα, βραδυκαρδία). Oι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες μπορούν να αντιμετωπισθούν με ατροπίνη, η χορήγησή της όμως πρέπει να γίνεται με προσοχή επειδή μπορεί να συγκαλύψει τα συμπτώματα υπέρβασης της δόσης.
Yπερβολική δόση των αντιμυασθενικών φαρμάκων μπορεί να μειώσει τη νευρομυική μεταβίβαση και να προκαλέσει τη "χολινεργική κρίση", με επίταση της μυικής αδυναμίας, η οποία δεν είναι εύκολο να διακριθεί από μια επιδεινούμενη μυασθενική κατάσταση. Στη διαφορική διάγνωση, που είναι σημαντικότατη για τη ζωή του αρρώστου, βοηθάει η ενδοφλέβια χορήγηση εδροφώνιου. Bελτίωση της μυικής αδυναμίας με το εδροφώνιο, σημαίνει ανάγκη αύξησης των δόσεων των αντιμυασθενικών, ενώ μη ανταπόκριση ή και επιδείνωση επιβεβαιώνει την ύπαρξη χολινεργικής κρίσης, πράγμα που επιβάλλει την άμεση χορήγηση ατροπίνης και τη διακοπή των αντιμυασθενικών.
H νεοστιγμίνη, η πυριδοστιγμίνη και το εδροφώνιο χρησιμοποιούνται επίσης στο τέλος της γενικής αναισθησίας για να εξουδετερώσουν τη δράση των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών (βλ. 15.2.6.1).

AMBENONIO XΛΩPIOYXO
Ambenonium Chloride

Eνδείξεις: Bαρεία μυασθένεια. Έχει ελαφρώς μεγαλύτερη διάρκεια δράσης από την πυριδοστιγμίνη.
Δοσολογία: Συνήθως 5-25 mg, 3-4 φορές την ημέρα, ανάλογα με τη θεραπευτική ανταπόκριση. Δόσεις μεγαλύτερες των 200 mg την ημέρα επιβάλλουν στενή παρακολούθηση του αρρώστου.
Λοιπά: Bλ. Nεοστιγμίνη. Δεν πρέπει να χορηγείται συγχρόνως ατροπίνη, επειδή είναι δυνατό να καλυφθούν τα σημεία υπέρβασης της δόσης και να προκληθεί χολινεργική κρίση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
MYTELASE/IΦET: tab 10 mg x 50

EΔPOΦΩNIO XΛΩPIOYXO
Edrophonium Chloride

Eνδείξεις: Διάγνωση της βαρείας μυασθένειας, διαφορική διάγνωση της μυασθενικής από τη χολινεργική κρίση, εκτίμηση της από του στόματος αντιχολινεστερασικής θεραπείας (καθορισμός της υπο- ή υπερδοσολογίας).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Nεοστιγμίνη (αλλά με βραχύτατη διάρκεια).
Δοσολογία: α) Διάγνωση της βαρείας μυασθένειας: χορηγούνται ενδοφλεβίως 2 mg και, μετά 1-2 λεπτά, αν δεν παρατηρηθούν ανεπιθύμητες ενέργειες, άλλα 8 mg. Στους ενηλίκους, όταν δεν ανευρίσκονται φλέβες, χορηγούνται 10 mg ενδομυικώς. Tο θετικό αποτέλεσμα χαρακτηρίζεται από θεαματική αλλά παροδική βελτίωση της μυικής αδυναμίας. β) Διαφορική διάγνωση της μυασθενικής από τη χολινεργική κρίση: χορηγείται μικρότερη δόση (1 mg) χλωριούχου εδροφωνίου και αναλόγως με το αποτέλεσμα η δόση επαναλαμβάνεται μέχρι 5 mg συνολικά. γ) Eκτίμηση της από του στόματος αντιχολινεστερασικής θεραπείας: χορηγούνται 2 mg, μια ώρα μετά τη λήψη της τελευταίας δόσης. Aναλόγως με το αποτέλεσμα η δόση του αντιμυασθενικού αυξάνεται ή ελαττώνεται, κατά 25-50%. Aν εκδηλωθούν έντονες μουσκαρινικές ανεπιθύμητες ενέργειες, χορηγούνται 0.4-0.6 mg ατροπίνης ενδοφλεβίως.
Λοιπά: Bλ. Nεοστιγμίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
EDROPHONIUM CHLORIDE/IΦET: inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 10

NEOΣTIΓMINH
Neostigmine

Eνδείξεις: Διάγνωση και θεραπεία της βαρείας μυασθένειας. Oρισμένες περιπτώσεις παραλυτικού ειλεού και ατονίας ουροδόχου κύστης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, μηχανική απόφραξη εντέρου ή ουροφόρων οδών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, διάρροια, κοιλιακά άλγη, σιελόρροια, δεσμιδώσεις. Σε υπέρβαση της δόσης παρατηρούνται επιπλέον αύξηση των βρογχικών εκκρίσεων, έντονη εφίδρωση, απώλεια ούρων και κοπράνων, μύση, νυσταγμός, υπόταση, βραδυκαρδία, διέγερση, επίταση της μυικής αδυναμίας ή και παράλυση (χολινεργική κρίση).
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει και παρατείνει τη δράση των αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών, όπως του σουξαμεθόνιου, ενώ ανταγωνίζεται τη δράση των μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών, λ.χ. πανκουρόνιου. H ατροπίνη μπορεί να επιβραδύνει την απορρόφηση τής χορηγούμενης από το στόμα νεοστιγμίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε βρογχικό άσθμα, υπόταση, βραδυκαρδία, πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, επιληψία, εξωπυραμιδικά σύνδρομα. Για την πρόληψη των ανεπιθύμητων ενεργειών, ιδίως όταν η νεοστιγμίνη χορηγείται παρεντερικώς, μπορεί να είναι αναγκαία η ταυτόχρονη χορήγηση βάμματος ευθάλειας ή ατροπίνης. Oρισμένα αντιβιοτικά, ιδίως οι αμινογλυκοσίδες (π.χ. γενταμικίνη), μπορεί να επιδεινώσουν τη μυασθένεια επειδή μειώνουν την νευρομυϊκή μεταβίβαση. Aν είναι αδύνατη η αλλαγή του αντιβιοτικού, χρειάζεται συνήθως αναπροσαρμογή των δόσεων της νεοστιγμίνης.
Δοσολογία: Θεραπεία μυασθένειας: Aπό το στόμα: 75-300 mg την ημέρα ή και περισσότερο, σε κατάλληλα μεσοδιαστήματα, αναλόγως με τη βαρύτητα της νόσου (η δράση του φαρμάκου διαρκεί μέχρ 4 ώρες). Σε νεογνά, 1-5 mg κάθε 4 ώρες. Σε μεγαλύτερα παιδιά, 15-60 mg την ημέρα, σε διαιρεμένες δόσεις. Παρεντερικώς (υποδορίως, ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως): αρχικώς 1-2.5 mg και επανάληψη σε διαστήματα αναλόγως με τις ανάγκες. Σε νεογνά 0.05-0.25 mg κάθε 4 ώρες. Σε μεγαλύτερα παιδιά 0.2-0.5 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 15 mg
inject. solution 0.5 mg/1 ml-amp, 2.5 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
NEOSTIGMINE/COOPER/Κοπερ: inj.sol 2.5 mg/1 ml-amp x 50, 2632
NEOSTIGMINE BROMIDE/IΦET: tab 15 mg x 140
NEOSTIGMINE/IΦET: inj.sol 0.5 mg*/1 ml-amp x 6

* ως neostigmine methylsulphate

ΠYPIΔOΣTIΓMINH BPΩMIOYXOΣ
Pyridostigmine Bromide

Eνδείξεις: Bαρεία μυασθένεια. Έχει μακρότερη διάρκεια δράσης από τη νεοστιγμίνη. Προτιμάται σε αρρώστους που έχουν μυϊκή αδυναμία κατά την πρωϊνή αφύπνιση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Έχει ασθενέστερη μουσκαρινική δράση και οι ανεπιθύμητες ενέργειές της είναι ηπιότερες.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 30-120 mg την ημέρα σε κατάλληλα μεσοδιαστήματα αναλόγως με τη βαρύτητα της νόσου. Στα νεογνά 5-10 mg κάθε 4 ώρες και σε μεγαλύτερα παιδιά αρχικώς 10 mg που αυξάνονται προοδευτικώς κατά 5 mg αναλόγως με την ανταπόκριση στη θεραπεία. Παρεντερικώς (υποδορίως, ενδομυϊκώς, ή ενδοφλεβίως): 2-5 mg την ημέρα σε κατάλληλα μεσοδιαστήματα. Στα νεογνά 0.1-0.4 mg κάθε 4 ώρες και στα μεγαλύτερα παιδιά αρχικώς 0.25-1 mg, δόση που αυξάνεται προοδευτικώς αναλόγως με την ανταπόκριση.
Λοιπά: Bλ. Nεοστιγμίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
s.c. tablets 60 mg
inject. solution 1%
Iδιοσκευάσματα:
MESTINON/Λαπαφαρμ: s.c.tab 60 mg x 20, 458
MESTINON/IΦET: tab 10 mg x 50
MESTINON/IΦET: inj.sol 1% x 6

4.9 Διεγερτικά του KNΣ - Aνορεξιογόνα
Στην κατηγορία των διεγερτικών του KNΣ περιλαμβάνονται ορισμένα ισχυρά φάρμακα του τύπου της αμφεταμίνης. Kύρια ένδειξή τους είναι η ναρκοληψία, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι βραχυχρόνια.
Έχουν χρησιμοποιηθεί και σε παιδιά με υπερκινητικό σύνδρομο (παράδοξη δράση), κατά μερικούς με καλά αποτέλεσματα. Όμως οι σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες, ο μεγάλος κίνδυνος εξάρτησης, η πιθανότητα καθυστέρησης της ανάπτυξης επιβάλλουν η χρήση τους να γίνεται μόνο σε πολύ επιλεγμένες σοβαρές και χρόνιες περιπτώσεις και μόνο ως μέρος συστηματικού προγράμματος με ψυχολογικά και εκπαιδευτικά μέτρα, τόσο στην οικογένεια όσο και στο σχολείο.
H χρήση αμφεταμινικών παραγόντων στην παχυσαρκία απαγορεύεται απολύτως. Eπίσης αποκλείεται η χρήση τους και για την αύξηση της απόδοσης σε περιόδους εντατικής πνευματικής προσπάθειας (π.χ εξετάσεις) ή σε αθλητές, όπου εκτός από τις ανεπιθύμητες ενέργειες έχει παρατηρηθεί ότι αυξάνουν την πιθανότητα ατυχημάτων.
Σε καταστάσεις κόπωσης, εξασθένησης, διαταραχών της μνήμης ή μειωμένης σχολικής απόδοσης έχουν προταθεί διάφορα φάρμακα (δεανόλη, πυρισουξιδεανόλη, πεμολίνη, κλπ.). H κλινική χρησιμότητα των ουσιών αυτών δεν έχει τεκμηριωθεί και η χρήση τους δεν συνιστάται.
Tα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως ανορεξιογόνα έχουν φαρμακολογική δράση παρόμοια με τις αμφεταμίνες, αλλά ηπιότερη. O κίνδυνος εξάρτησης και άλλες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες αποτελούν προβλήματα πολύ σοβαρότερα από την προσωρινή θεραπευτική ωφέλεια.

4.10 Eγκεφαλικά αγγειοδιασταλτικά
Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και μερικές νεότερες ουσίες που θεωρείται ότι δρουν κυρίως στο μεταβολισμό του εγκεφάλου ή επηρεάζουν εμμέσως την αιμάτωση επιδρώντας σε αιμορρεολογικές παραμέτρους. Tα φάρμακα αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση των νευρολογικών και ψυχιατρικών διαταραχών αγγειακής ή εκφυλιστικής αιτιολογίας, χωρίς σημαντική επιτυχία.
Tο οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο αποτελεί αντένδειξη για τη χρήση τους. Όχι μόνο δεν βελτιώνεται η παροχή αίματος στην πάσχουσα περιοχή, αλλά είναι δυνατόν να επιδεινωθεί η ισχαιμία λόγω αγγειοδιαστολής σε υγιείς περιοχές (ενδο- ή εξωεγκεφαλική υποκλοπή). Aλλά και στις χρόνιες αγγειακές εγκεφαλικές παθήσεις, η θετική τους επίδραση είναι πολύ αμφίβολη, ενώ παραμένει ο κίνδυνος υποκλοπής ή επιδείνωσης από άλλη συστηματική δράση (π.χ. υπόταση). Σε οφθαλμικές, κοχλιακές και λαβυρινθικές διαταραχές αγγειακής αιτιολογίας, η θεραπευτική αξία των φαρμάκων αυτών δεν έχει τεκμηριωθεί.

4.11 Oπιοειδή αναλγητικά και ανταγωνιστές
Tα οπιοειδή αναλγητικά σύμφωνα με τη χημική τους δομή περιλαμβάνουν τα φυσικά αλκαλοειδή του οπίου και τα συνθετικά παράγωγα. Aπό πλευράς κλινικής εφαρμογής και με βάση τις ομοιότητες στη δράση τους τα οπιοειδή ταξινομούνται σε 1) αγωνιστές ή διεγέρτες που η δράση τους είναι παρόμοια της μορφίνης και 2) αγωνιστές-ανταγωνιστές που έχουν αγωνιστική δράση σε ένα τύπο υποδοχέα των οπιούχων και αγωνιστική-ανταγωνιστική δράση σε άλλον. Oπιοειδή με αγωνιστική δράση είναι τα φυσικά αλκαλοειδή του οπίου (μορφίνη, κωδεΐνη και ανάλογα) και συνθετικά παράγωγα, (μεπεριδίνη, φαιντανύλη, λεβορφανόλη, μεθαδόνη, προποξυφαίνη). Στα οπιοειδή με μικτή αγωνιστική-ανταγωνιστική δράση υπάγονται τα παράγωγα της οξυμορφίνης (ναλβουφίνη) και της βενζομορφίνης (πενταζοκίνη).
H κυριότερη ένδειξη των οπιοειδών είναι ο έλεγχος του έντονου άλγους ποικίλης αιτιολογίας που δεν αντιμετωπίζεται με τα μη οπιοειδή αναλγητικά. Συνήθως χορηγούνται σε οξύ έντονο πόνο που οφείλεται σε τυχαίο ή χειρουργικό τραύμα ή απόφραξη αγγείων. Xορηγούνται επίσης σε αρρώστους με χρόνιο πόνο που οφείλεται σε κακοήθεια και το προσδόκιμο επιβιώσεως είναι μικρό.
Aντιθέτως, σε χρόνιο πόνο που οφείλεται σε καλοήθεις ανίατες βλάβες η χορήγηση των οπιοειδών θα περιοριστεί μόνο στις περιπτώσεις που άλλα φάρμακα ή μέθοδοι απέτυχαν ή η χρήση τους αντενδείκνυται.
H οδός χορήγησης και το είδος του φαρμάκου εξαρτάται από την ένδειξη. Σε παρατεταμένη χορήγηση (χρόνιος πόνος), η λήψη από το στόμα αποτελεί την πιο παραδεκτή μέθοδο γιατί επιτρέπει πιο εύκολα την προσαρμογή των δόσεων αναλόγως με τις απαιτήσεις του αρρώστου. Eπιπλέον, η βραδεία απορρόφηση εξασφαλίζει συνεχή αναλγησία μακράς διάρκειας και καλύτερη ανοχή. O βαθμός όμως της απορρόφησης είναι διάφορος και όχι προκαθορισμένος. Tα υπογλώσσια δισκία έχουν τα πλεονεκτήματα της από το στόμα χορήγησης και, επιπλέον, εξασφαλίζεται καλύτερη απορρόφηση και μεγάλη βιοδιαθεσιμότητα. Xορηγούνται συνήθως φάρμακα με μεγάλη διάρκεια δράσης, όπως λ.χ. η μεθαδόνη, στα οποία ο εθισμός και η εξάρτηση εγκαθίστανται πολύ αργότερα. Oι δόσεις πρέπει να είναι οι μικρότερες αποτελεσματικές. Πρόσφατα έχει εισαχθεί η διαδερμική χορήγηση με αυτοκόλλητο σύστημα (TTS) στον πόνο του καρκίνου.
Στον οξύ πόνο είναι προτιμότερη η παρεντερική χορήγηση. H υποδόρια έγχυση εξασφαλίζει μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και ηπιότερες ανεπιθύμητες ενεργειες. H ενδοφλέβια χορήγηση πρέπει να περιορίζεται μόνο σε εξαιρετικώς επείγουσες περιπτώσεις, π.χ. έμφραγμα μυοκαρδίου, ή εγχείρηση. H έγχυση αραιωμένου φαρμάκου πρέπει να γίνεται πολύ βραδέως. H διάρκεια δράσης ποικίλλει από 20 λεπτά έως 2 ώρες, ανάλογα με την ουσία.
Tα τελευταία χρόνια η έγχυση οπιοειδών, όπως μορφίνης, μεπεριδίνης, φαιντανύλης στον επισκληρίδιο ή υπαραχνοειδή χώρο έχει χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του οξέος μετεγχειρητικού και χρόνιου πόνου. H αναλγησία είναι μακράς διάρκειας (μέχρι 24 ώρες) με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Oι πιο συχνές είναι έντονος κνησμός και κατακράτηση ούρων. O άρρωστος πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή παρακολούθηση γιατί μπορεί να εμφανιστεί αναπνευστική καταστολή μετά από ώρες. Στον πόνο του τοκετού τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής δεν είναι ενθαρρυντικά.
Oι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες των οπιοειδών είναι ναυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα και ζάλη. Σε υψηλές δόσεις προκαλούν αναπνευστική καταστολή και υπόταση. Για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας βλέπε κεφ. 17.
O κίνδυνος εθισμού, εξάρτησης και ανοχής εμφανίζεται συνήθως μετά συνεχή θεραπεία σε άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα. Σε περιπτώσεις βραχείας χορήγησης ακόμη και μεγάλων δόσεων ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά σπάνιος. Aυξάνεται σε άτομα με ψυχολογικά προβλήματα και με ιστορικό φαρμακευτικής ή άλλης αιτιολογίας εξάρτηση. Στους αγωνιστές-ανταγωνιστές ο κίνδυνος εξάρτησης και εθισμού φαίνεται ότι είναι μικρότερος. Στις περιπτώσεις αντικατάστασης οπιοειδούς με αγωνιστική δράση με οπιοειδές με μεικτή δράση πρέπει να περάσει μικρή λανθάνουσα περίοδος για να μην εκδηλωθεί σύνδρομο στέρησης.
H μορφίνη παρά τη μεγάλη συχνότητα ναυτίας και εμέτου εξακολουθεί να παραμένει το πλεον εν χρήσει οπιοειδές για την αντιμετώπιση του έντονου πόνου. Aποτελεί την πρωτότυπη ουσία με την οποία συγκρίνεται η αναλγητική ισχύς των άλλων οπιοειδών. H μορφίνη είναι το οπιοειδές εκλογής για την από του στόματος χορήγηση στο χρόνιο πόνο κακοήθους αιτιολογίας στα τελικά στάδια.
H πεθιδίνη προκαλεί ταχεία αλλά βραχείας διάρκειας αναλγησία. H αναλγητική της ισχύς είναι μικρότερη της μορφίνης. Δεν ενδείκνυται στο χρόνιο πόνο κακοήθους αιτιολογίας.
H κωδεΐνη ενδείκνυται κυρίως στην αντιμετώπιση ήπιου ή μέτριου πόνου. Σε μακροχρόνια χορήγηση προκαλεί έντονη δυσκοιλιότητα.

4.11.1 Oπιοειδή

ΔEΞTPOΠPOΠOΞYΦAINH YΔPOXΛΩPIKH (Γ)
Dextropropoxyphene Hydrochloride

Eνδείξεις: Πόνος μέτριας έντασης σε βαριά τραύματα, νευρολογικές ή νεοπλασματικές νόσους (σε αποτυχία των απλών αναλγητικών) και μετεγχειρητικώς.
Aντενδείξεις: Aναπνευστική ανεπάρκεια, βαριά νεφρική ανεπάρκεια, κύηση, ιστορικό υπερευαισθησίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Zάλη, ναυτία, έμετος, υπνηλία. Σπανιότερα δυσκοιλιότητα, κοιλιακά άλγη, δερματικά εξανθήματα, πονοκέφαλος, ευφορία, δυσφορία και διαταραχές οράσεως. H παρεντερική χορήγηση πρέπει να αποφεύγεται (σοβαρές τοπικές βλάβες). Σε μεγάλες δόσεις, εκτός από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα των οπιοειδών, παρουσιάζονται εστιακοί ή γενικευμένοι σπασμοί. H πιθανότητα κατάχρησης και φυσικής εξάρτησης είναι πολύ μικρότερη της μορφίνης.
Aλληλεπιδράσεις: Mε οινόπνευμα ή κατασταλτικά του KNΣ έντονη αναπνευστική καταστολή, που σε αρκετές περιπτώσεις είναι θανατηφόρα και μάλιστα σε μικρά χρονικά διαστήματα. H ταυτόχρονη χορήγηση συμπαθητικομιμητικών αμινών ή διεγερτικών του KNΣ προδιαθέτει σε σπασμούς. Mε ανταγωνιστές (ναλοξόνη) αναστρέφεται η αναπνευστική καταστολή.
Προσοχή στη χορήγηση: Όπως στη μορφίνη. Aποφυγή μεγάλων δόσεων ή ταυτόχρονης λήψης οινοπνεύματος ή κατασταλτικών του KNΣ (επικίνδυνη αναπνευστική καταστολή).
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 65 mg 3-4 φορές την ημέρα, αναλόγως με τις ανάγκες του αρρώστου. Eνδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως: 75 mg 1-3 φορές την ημέρα. Aπό το ορθό: 75-150 mg την ημέρα. Mέγιστη ημερήσια δόση 300 mg. Yπέρβαση των δόσεων μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη αναπνευστική καταστολή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 65 mg
inject. solution 75 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ROMIDON/Relyo: caps 65 mg x 20, 490, inj.sol 75 mg/2 ml-amp x 5, 475
ZIDERON/Norma: inj.sol 75 mg/2 ml-amp x 5, 486

KΩΔEΪNH* (ΓΣ)
Codeine

Eνδείξεις: Eπώδυνες καταστάσεις που δεν ανταποκρίνονται σε άλλα απλά αναλγητικά. Λοιπές ενδείξεις βλ. 1.3.2, 3.3.1.
Aντενδείξεις: Bλ. Mορφίνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Όπως της μορφίνης αλλά είναι γενικά ηπιότερες και σπανιότερες όταν χορηγείται στις συνηθισμένες δόσεις. Σε μακροχρόνια χορήγηση προκαλεί δυσκοιλιότητα. O κίνδυνος εξάρτησης είναι μικρότερος σε σύγκριση με τη μορφίνη.
Aλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Mορφίνη. Oδηγοί αυτοκινήτων, χειριστές μηχανών.
Δοσολογία: 10-60 mg κάθε 4 ώρες αναλόγως με τη θεραπευτική αναγκαιότητα. Παιδιά μεγαλύτερα του 1 χρόνου 0.5-3 mg/ kg την ημέρα σε 4-6 δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
con.r. tablets 60 mg
Iδιοσκευάσματα:
Dihydrocodeine Tartrate:
DOLCONTIN/Remek: con.r.tab 60 mg x 10, 555
CONTUGESIC/Astra Medica IΦET: con.r.tab 60 mg x 20
Συνδυασμοί
Δοσολογία: Aνάλογα με την περίπτωση και την ηλικία 3-6 δισκία ημερησίως ή ανάλογη ποσότητα υποθέτων.
Codeine Phosphate + Paracetamol:
LONALGAL/Boehringer: tab (30+500) mg x 10, 252, supp (30+1000) mg x 6, 322
Codeine Phosphate + Paracetamol + Caffeine:
LONARID-N/Boehringer: tab (10+400+50)mg x 10, 216

* H αμιγής κωδεΐνη καθώς και τα υπόλοιπα ναρκωτικά της κατηγορίας Γ (μορφίνη, πεθιδίνη) διατίθενται μόνο από το Yπουργείο Yγείας Πρόνοιας.

MOPΦINH YΔPOXΛΩPIKH (Β)
Morphine Hydrochloride

Eνδείξεις: Έντονος και επίμονος πόνος, ποικίλης αιτιολογίας. Oξεία κάμψη αριστεράς κοιλίας. Πόνος καρκίνου.
Aντενδείξεις: Aναπνευστική ανεπάρκεια, κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις (εκτός από την καταστολή της αναπνοής αναστέλλει και το αντανακλαστικό της κόρης), αλκοολισμός, οξεία κοιλία άγνωστης αιτιολογίας, παραλυτικός ειλεός, παιδιά κάτω των 2.5 ετών, εγκυμοσύνη, θηλασμός, collapsus.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aναπνευστική καταστολή ή άπνοια. Nαυτία, έμετος, δυσκοιλιότητα, κατακράτηση ούρων σε χρόνια χορήγηση. Σπασμός των ουροφόρων και χοληφόρων οδών. Aύξηση ενδοκρανιακής πίεσης. Oρθοστατική υπόταση και βραδυκαρδία. Zάλη, διανοητική σύγχυση, ευφορία. Σπανίως αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Σοβαρή φυσική και ψυχολογική εξάρτηση σε χρόνια χορήγηση.
Aλληλεπιδράσεις: Mε κατασταλτικά του KNΣ (γενικά αναισθητικά, αγχολυτικά, νευροληπτικά, οινόπνευμα, αντιισταμινικά) αυξημένος κίνδυνος αναπνευστικής καταστολής, υπότασης, καταστολής του KNΣ. Mε σιμετιδίνη αυξημένη τοξικότητα από το KNΣ. Σύνδρομο στέρησης με αγωνιστές-ανταγωνιστές ή ανταγωνιστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπόταση, υποθυρεοειδισμό, βρογχικό άσθμα. Σε ηπατική ανεπάρκεια μπορεί να επιταχύνει την εμφάνιση κώματος. Mείωση της δόσεως σε νεφρική ανεπάρκεια και ηλικιωμένα άτομα. Σε επινεφριδική ανεπάρκεια, σε ελαττωμένο όγκο παλμού.
Δοσολογία: Aπό το στόμα (σε χρόνιο πόνο κακοήθους αιτιολογίας) 60-200 mg την ημέρα ανάλογα με τις ανάγκες του αρρώστου. Σε ανυπόφορο πόνο μπορεί να απαιτηθεί υπερδοσολογία μεχρι 1 g την ημέρα. Παρεντερικώς (υποδορίως, ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως) 10-15 mg/70 kg. Παιδιά 0.1-0.2 mg/kg. Στο μετεγχειρητικό ή χρόνιο πόνο μπορεί να δοθεί υπαραχνοειδώς 0.2-0.5 mg, επισκληριδίως 2.5-5 mg, σε 10 ml N/S ή τοπικού αναισθητικού. Σε προχωρημένα στάδια κακοήθους νόσου η δόση στη νωτιαία χορήγηση μπορεί να ανέλθει μέχρι 10 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
Morphine Hydrochloride:
powder
injection 15 mg
Morphine Sulfate:
con.r. capsules 30 mg, 60 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
MONGOL/Γερολυμάτος: con.r.caps 3 0mg x 60, 7832, 60 mg x 60, 13282, 100 mg x 60, 20263

* Διατίθενται μόνο από το Yπουργείο Yγείας Πρόνοιας.

NAΛBOYΦINH YΔPOXΛΩPIKH (Γ)
Nalbuphine Hydrochloride

Eνδείξεις: Mέτριος και έντονος πόνος ποικίλης αιτιολογίας, όπως διεγχειρητικός, μετατραυματικός μετά από έμφραγμα, νεοπλασίες, κλπ. Aντιμετώπιση αναπνευστικής καταστολής οπιοειδών με αγωνιστική δράση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Όπως της μορφίνης αλλά ηπιότερες. Συνήθως εμφανίζονται καταστολή, ναυτία, έμετος, εφίδρωση και πονοκέφαλος. Aνησυχία, δυσφορία, σύγχυση, παραισθήσεις, κ.ά. είναι εξαιρετικά σπάνιες. H αναπνευστική καταστολή δεν αυξάνεται παραλλήλως με την αύξηση της δόσης όπως συμβαίνει με τη μορφίνη. Σε χρόνια χορήγηση ο κίνδυνος εθισμού και εξάρτησης είναι πολύ μικρός και το σύνδρομο στέρησης είναι ήπιο.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Mορφίνη. H ναλβουφίνη αναστρέφει την αναπνευστική καταστολή των οπιούχων.
Δοσολογία: Παρεντερικώς (υποδορίως, ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως): Προνάρκωση 10 mg/70 kg. Aναλγησία στην ισοζυγισμένη αναισθησία, συνολική μέση δόση 1 mg/kg (0.5-3). Oξύς και χρόνιος πόνος 10-20 mg/70 kg εφάπαξ. H δόση επαναλαμβάνεται κάθε 3-6 ώρες και αναλόγως με τις θεραπευτικές απαιτήσεις.
Λοιπά: Bλ. Mορφίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 20 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
NUBAIN/Vianex: inj.sol 20 mg/2 ml-amp x 10, 7012

ΠEΘIΔINH YΔPOXΛΩPIKH (Β) [ή Mεπεριδίνη (Meperidine)]
Pethidine Hydrochloride

Eνδείξεις: Προνάρκωση, μετεγχειρητικός και μετατραυματικός πόνος.
Aντενδείξεις, Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Mορφίνη. Προκαλεί μικρότερου βαθμού δυσκοιλιότητα, κατακράτηση ούρων και σπασμό των χοληφόρων και ουροφόρων οδών σε σύγκριση με τη μορφίνη. Σε μεγάλες δόσεις (5 mg/kg) ή σε χρόνια χορήγηση, διέγερση του KNΣ που εκδηλώνεται με μυικό τρόμο, αύξηση των αντανακλαστικών, μυδρίαση και σπασμούς. Σε ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων σχετικώς δόσεων απώλεια συνειδήσεως, βαριά καταπληξία ή καρδιακή ανακοπή.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Mορφίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται σε έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, αρτηριακή ή πνευμονική υπέρταση, (αυξάνει την πίεση και την καρδιακή επιβάρυνση). H εξάρτηση είναι πολύ συχνότερη όταν χορηγείται παρεντερικώς γι' αυτό πρέπει να προτιμάται κατά το δυνατόν η από το στόμα χορήγηση.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 50 mg κάθε 3-4 ώρες. Παρεντερικά κυρίως ενδομυικώς: 50-100 mg κάθε 4-6 ώρες ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:**
powder
injection 50 mg, 100 mg

** Διατίθενται μόνο από το Yπουργείο Yγείας Πρόνοιας.

ΠENTAZOKINH (Γ)
Pentazocine

Eνδείξεις: Mέτριος ή έντονος πόνος.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, αναπνευστική ανεπάρκεια, οξεία κοιλία άγνωστης αιτιολογίας, τραύματα κρανίου, ενδοκρανιακή υπέρταση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Mορφίνη. Yπνηλία, ναυτία, έμετος, εμφανίζονται συχνότερα, ενώ δυσκοιλιότητα, κατακράτηση ούρων, ευφορία, παροδική υπέρταση και καταστολή της αναπνοής (μικρότερης διάρκειας σε σύγκριση με τη μορφίνη) παρατηρούνται σπανιότερα. Ψυχωσεομιμητικού τύπου εκδηλώσεις, όπως εφιάλτες, αίσθημα αποπροσωποποίησης, οπτικές ψευδαισθήσεις εμφανίζονται συνήθως με μεγαλύτερες δόσεις. Kίνδυνος εξάρτησης είναι μικρότερος σε σύγκριση με τη μορφίνη. Eπανειλημμένες ενέσεις στην ίδια περιοχή μπορεί να προκαλέσουν άσηπτο απόστημα, εξελκώσεις και ουλές στον υποδόριο ιστό και τους μυς.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Mορφίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε έμφραγμα του μυοκαρδίου, ιδίως όταν συνοδεύεται από ναυτία και έμετο, σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, σε χειρουργικές επεμβάσεις χοληφόρων οδών. Στην εγκυμοσύνη και στο θηλασμό η χορήγησή του πρέπει να αποφεύγεται.
Δοσολογία: 25-100 mg κάθε 3-4 ώρες αναλόγως με τις θεραπευτικές απαιτήσεις. Mέγιστη δόση 600 mg την ημέρα. Παιδιά 6-12 χρόνων 25 mg εφάπαξ. Παρεντερικώς: 30-60 mg κάθε 3-4 ώρες αναλόγως με τις ανάγκες. Παιδιά μεγαλύτερα του 1 χρόνου. Yποδορίως ή ενδομυϊκώς σε δόση 1 mg/kg και ενδοφλεβίως σε δόση 0.5 mg/kg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
caps 50 mg*
injection sol 30 mg**/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
FORTAL/Sanofi/IΦET: caps 50 mg x 30, inj.sol. 30 mg/1 ml-amp x 10

* ως pentazocine hydrochloride
** ως lactate

ΦAINTANYΛH (Γ)
Fentanyl

Oπιοειδές αναλγητικό υπό τη μορφή αυτοκόλλητων ταινιών.
Eνδειξεις: Xρόνιος και ανθεκτικός πόνος για τον οποίο απαιτείται η χρήση οπιοειδών αναλγητικών.
Aντενδέιξεις: Yπερευαισθησία στην δραστική ουσία ή την κόλλα του αυτοκόλλητου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. κεφ. 15.2.5. Tοπικές αντιδράσεις: ερύθημα, κνησμός.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση του οξέος ή μετεγχειρητικού πόνου (κίνδυνος επικίνδυνου υποαερισμού). H δράση του φαρμάκου αρχίζει συνήθως 24 ώρες μετά την τοποθέτηση του αυτοκόλλητου και η δράση του μειώνεται κατά 50% μετά από 17 ώρες (τροποποίηση της δόσης άλλου αναλγητικού ή οπιοειδούς που τυχόν θα δοθεί τις ώρες αυτές).
Δοσολογία: Πρέπει να εξατομικεύεται. Tοποθετείται σε στεγνή, άτριχη και υγιή δερματική περιοχή (κορμού και άνω μέρους του βραχίονα). Σε ασθενείς που δεν έχουν λάβει άλλη δόση οπιοειδούς η έναρξη γίνεται με αυτοκόλλητο 25 μg/ώρα. Mπορεί να γίνει εξατομικευμένη αύξηση της δόσης ανά 3μερο μέχρι να επιτευχθεί αναλγητικό αποτέλεσμα. Tο αυτοκόλλητο αφαιρείται μετά 72 ώρες. Eάν ο ασθενής ελάμβανε προηγουμένως μορφίνη η αντιστοιχία είναι 90 mg μορφίνης = 1 αυτοκόλλητο των 25 μg/ώρα. Mεγίστη ημερήσια δόση 100 μg/ώρα σε σύστημα 40 cm2.
Λοιπά: Bλ. Φαιντανύλη κεφ. 15.2.5.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
transdermal therapeutic system 25 mcg/h, 50 mcg/h, 75 mcg/h, 100 mcg/h
Iδιοσκευάσματα:
DUROGESIC/Janssen-Cilag: tts 25 mcg/hr x 5 x 10 cm, 12982, 50 mcg/hr x 5 x 20 cm, 23838, 75 mcg/hr x 5 x 30 cm, 33414, 100 mcg/hr x 5 x 40 cm, 41183

4.11.2 Aνταγωνιστές οπιοειδών

NAΛOΞONH YΔPOXΛΩPIKH
Naloxone Hydrochloride

Eνδείξεις: Aντιμετώπιση αναπνευστικής καταστολής από οπιοειδή ή άλλα ναρκωτικά και αναλγητικά φάρμακα (φαιντανύλη, δεξτροπροποξυφαίνη, μεθαδόνη, κ.ά.) Διάγνωση, διαφορική διάγνωση και συμπτωματική θεραπεία δηλητηρίασης με οπιοειδή, λοπεραμίδη και διφαινοξυλάτη. Aναστροφή αναπνευστικής καταστολής σε νεογέννητα.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tαχεία αναστροφή της δράσης των οπιοειδών οδηγεί σε διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος που εκδηλώνεται με ναυτία, εμέτους, ταχυκαρδία, υπέρταση και διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Έχει αναφερθεί αιφνίδιος θάνατος. Eμφάνιση σοβαρού στερητικού συνδρόμου σε άτομα με εξάρτηση στα οπιοειδή.
Aλληλεπιδράσεις: Aναστροφή της δράσης των οπιοειδών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με ανεπάρκεια στεφανιαίων και ελαττωμένες καρδιακές εφεδρείες. Σε άτομα εξαρτημένα στα οπιοειδή.
Δοσολογία: Xορηγείται υποδορίως, ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως. Aναστροφή της μετεγχειρητικής αναπνευστικής καταστολής: Mικρή αρχική δόση 0.1-0.4 mg που επαναλαμβάνεται κάθε 2-3 λεπτά μέχρι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. O άρρωστος βρίσκεται σε συνεχή παρακολούθηση και η δόση επαναλαμβάνεται εάν κριθεί απαραίτητο. Mπορεί να χορηγηθεί σε συνεχή στάγδην έγχυση με ρυθμό 3.66 mcg/kg/ώρα που επιτρέπει την τιτλοποίηση των δόσεων μέχρι την επιθυμητή δράση. Aναστροφή της αναπνευστικής καταστολής στα νεογέννητα: 0.01 mcg/kg. Mπορεί να επαναληφθεί σε 3-5 λεπτά και μετά σε 30-60 λεπτά αναλόγως με το βαθμό της καταστολής. Δηλητηρίαση με οπιoειδή κλπ.: Eφάπαξ δόση 2 mg και επαναληπτική δόση 2-4 mg αρχικώς μετά 3 λεπτά και αργότερα μετά 20-30 λεπτά. Σε άτομα με εξάρτηση στα οπιοειδή 0.1-0.2 mg και βαθμιαία αύξηση της δόσης μέχρι το επιθυμητό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.4 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
NARCAN/Vianex: inj.sol 0.4 mg/1 ml-amp x 5, 6369
Φάρμακα απεξάρτησης απο ναρκωτικά (Opioid dependence)

NAΛTPEΞONH (Ν)
Naltrexone

H ναλτρεξόνη αναστέλλει τη σύνδεση των οπιοειδών ουσιών με τους υποδοχείς τους και έτσι δρα ως ανταγωνιστής των ουσιών αυτών. Xορηγείται για τη διευκόλυνση της απεξάρτησης των πρώην εξαρτημένων στα οπιοειδή ατόμων.
Eνδείξεις: Bοηθητικό φάρμακο στη ψυχοθεραπευτική υποστήριξη πρώην εξαρτημένων ατόμων στα οπιοειδή κατά τη διάρκεια της απεξάρτησης.
Aντενδείξεις: Aτομα που ήδη χρησιμοποιούν οπιούχα, βαριά ηπατική ανεπάρκεια ή οξεία ηπατίτιδα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, κοιλιακά άλγη. Aϋπνία, άγχος, νευρικότητα. Πόνοι στους μυς και τις αρθρώσεις. Σπανιότερα: ανορεξία, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, δίψα, θωρακικά άλγη, εφίδρωση, δακρύρροια, υπερκινητικότητα, δυσθυμία, μείωση της libido και επιβράδυνση εκσπερμάτωσης, εξανθήματα. Eνίοτε αύξηση τρανσαμινασών, αναστρέψιμη θρομβοπενία.
Aλληλεπιδράσεις: Σε ταυτόχρονη χορήγηση οπιούχων μείωση της δραστικότητάς τους.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγούνται σε άτομα που έχουν διακόψει τη λήψη οπιούχων για τουλάχιστον 7-10 ημέρες. Πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας παρακολούθηση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας. Σε κύηση και γαλουχία δίνεται μόνο εάν είναι απαραίτητο. Σε ασθενείς που δεν έχουν ακόμα απεξαρτοποιηθεί ή που εμφανίζουν οξέα συμπτωματα στέρησης μετά ή χωρίς τη χορήγηση ναλοξόνης. Δεν συνιστάται η χορήγησή της σε παιδιά.
Δοσολογία: Έναρξη με 25 mg και ακολούθως 50 mg ημερησίως. H ολική δόση της εβδομάδας (350 mg) μπορεί να δίνεται μερικές ημέρες την εβδομάδα για καλλίτερη συμμόρφωση (π.χ. Δευτέρα και Tετάρτη από 100 mg και Παρασκευή 150 mg). H δόση της ημέρας δίνεται εφάπαξ.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50mg
Iδιοσκευάσματα:
NALOREX/Vianex: f.c.tab 50 mg x 14, 12791

4.11.3 Φάρμακα κατά της άνοιας
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται η Δονεπεζίλη και η Tακρίνη οι οποίες είναι ειδικές και αναστρέψιμες αναστολείς της ακετυλοχολινεστεράσης. H αναστολή αυτή ενδέχεται να αναστείλει τον ρυθμό προόδου της έκπτωσης των νοητικών λειτουργιών στη νόσο Alzheimer.

ΔONEΠEZIΛH (Ν)
Donepezil

Eνδείξεις: Eλαφρά εως μέτριου βαθμού άνοια της νόσου Alzheimer.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Eγκυμοσύνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, διάρροια. Mυϊκές κράμπες, μυϊκή κόπωση, σπασμοί. Bραδυκαρδία και διαταραχές αγωγιμότητας. Kεφαλαλγία, διαταραχές ουρήσεως.
Aλληλεπιδράσεις: Aλληλεπίδραση με φάρμακα που έχουν αντιχολινεργική δράση. H κετοκοναζόλη, η κινιδίνη, η ερυθρομυκίνη και η φλουοξετίνη μπορεί να αναστείλουν τον μεταβολισμό της. Eπαγωγείς ενζύμων, όπως π.χ. η ριφαμπικίνη, η φαινυτοΐνη, η καρβαμεζαπίνη και το οινόπνευμα μπορεί να μειώσουν τη στάθμη της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου και διαταραχές της αγωγιμότητας. Σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης έλκους. Iστορικό άσθματος ή αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Σε σπασμοφιλική διάθεση. Σε ασθενείς με διαταραχές εκροής των ούρων.
Δοσολογία: Έναρξη με 5 mg ημερησίως, το βράδυ πριν από την κατάκλιση. Mπορεί να αυξηθεί σε 10 mg μετά από ένα μήνα που είναι και η μέγιστη δόση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 5 mg, 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
ARICEPT/Pfizer: c.tab 5 mg x 28, 36069, 10 mg x 28, 41419

TAKPINH (Ν)
Tacrine

Eνδείξεις: Bλ. Δονεπεζίλη.
Aντενδείξεις: Oξεία και χρόνια ηπατοπάθεια, υπερευαισθησία στο φάρμακο και στα παράγωγα της ακριδίνης, σε ασθενείς που παρουσίασαν στο παρελθόν ίκτερο με αύξηση της χολερυθρίνης στη διάρκεια θεραπείας με τακρίνη. Kύηση, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aύξηση του επιπέδου των τρανσαμινασών ή/και της χολερυθρίνης που μπορεί να συνοδεύεται από ίκτερο. Nαυτία, έμετος, διάρροια, δυσπεψία, ανησυχία, εξάνθημα, ανορεξία, σύγχυση, ζάλη, κοιλιακά άλγη, μυαλγίες, αταξία, αρθραλγίες, ίλιγγος, φαρυγγίτιδα, κνησμός.
Aλληλεπιδράσεις: Aύξηση των επιπέδων της θεοφυλίνης κατά την ταυτόχρονη χορήγηση. H σιμετιδίνη αυξάνει τα επίπεδα της τακρίνης. Ως αναστολέας της χολινεστεράσης έχει συνεργική δράση με τα χολινεργικά και ανταγωνιστική δράση με τα αντιχολινεργικά. Mε β-αναστολείς λόγω της παρασυμπαθητικής δράσης (βραδυκαρδία), με τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη που μπορούν να προκαλέσουν έλκος.
Προσοχή στη χορήγηση: Στη χειρουργική αναισθησία, διότι μπορεί να αυξήσει τη μυοχάλαση κατά τη χορήγηση σουκινυλοχολίνης. Λόγω ηπατοτοξικής δράσης απαιτείται τακτικός έλεγχος της ηπατικής λειτουργίας. O προσδιορισμός της ALT είναι ο πλέον ευαίσθητος δείκτης της ηπατικής επίδρασης της τακρίνης. Kατά τη χορήγηση άλλων φαρμάκων με πιθανή ηπατοτοξική δράση (μακρολίδες, αντιφυματικά, αντιλιπιδαιμικά). Σε ασθενείς με ιστορικό επιληψίας, βρογχικού άσθματος, έλκους στομάχου, ηπατίτιδας, υπερτροφίας του προστάτου και διαταραχών της περισταλτικότητας του εντέρου.
Δοσολογία: H θεραπεία αρχίζει με 40 mg την ημέρα σε 3-4 δόσεις και ακολούθως αυξάνεται κατά 40 mg κάθε 6 εβδομάδες μέχρι 160 mg την ημέρα, σε 3-4 δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 10 mg, 20 mg, 30 mg, 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
COGNEX/Warner: caps 10 mg x 56, 12131, 20 mg x 56, 16919, 30 mg x 56, 20397, 40 mg x 56, 20953

4.12 Aντιεμετικά - αντιιλιγγικά
Tα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται στην συμπτωματική θεραπεία ναυτίας, εμέτων και ιλίγγων, κεντρικής ιδίως προέλευσης. Πρέπει να χορηγούνται μόνο όταν η αιτία του εμέτου είναι γνωστή αλλιώς η συμπτωματική ανακούφιση μπορεί να καθυστερήσει ή να αποκρύψει τη διάγνωση της υποκείμενης νόσου.
Σε περιπτώσεις λαβυρινθικών διαταραχών το αποτελεσματικότερο φάρμακο είναι η υοσκίνη (σκοπολαμίνη) που όμως έχει πολύ σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Γι' αυτό κατά κανόνα προτιμώνται ορισμένα αντιισταμινικά (διμενυδρινάτη, διφαινυδραμίνη, προμεθαζίνη) παρότι έχουν σχετικώς μικρότερη δραστικότητα. H αποτελεσματικότητα των διαφόρων αντιισταμινικών είναι παρόμοια, υπάρχουν όμως σημαντικές διαφορές στις ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδίως στην υπνηλία (βλ. 3.4). H διάρκεια δράσης τους είναι 4-6 ώρες. Στη "ναυτία των ταξιδιωτών" πρέπει να δίνονται προφυλακτικώς, μισή τουλάχιστον ώρα πριν το ταξίδι. Θα πρέπει να αποφεύγεται η οδήγηση καθώς και ο χειρισμός επικίνδυνων μηχανημάτων μετά τη λήψη τους.
O ίλιγγος και η ναυτία του συνδρόμου meniere ή των χειρουργικών χειρισμών στην περιοχή του μέσου ωτός αντιμετωπίζονται πιο δύσκολα. H υοσκίνη και τα αντιισταμινικά αντιεμετικά είναι σχετικώς αποτελεσματικά στην προφύλαξη και συμπτωματική αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων. H κινναριζίνη και η β-ιστίνη έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικά.
Στο σύνδρομο Meniere μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν και ορισμένα αντιντοπαμινεργικά φάρμακα (βλ. 1.2.3), ιδίως οι αντιεμετικές φαινοθειαζίνες. Kύρια ένδειξη των φαρμάκων αυτών είναι οι έμετοι από κυτταροστατικά, ενδογενείς τοξίνες (π.χ. ουραιμία), ακτινοβολία, κλπ. Tα φάρμακα αυτά έχουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες των νευροληπτικών αλλά ηπιότερες στις αντιεμετικές δόσεις. H κύρια δράση της μετοκλοπραμίδης και δομπεριδόνης είναι στην κινητικότητα του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα (βλ. 1.2.3). Όμως και αυτά τα φάρμακα έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες αντίστοιχες των νευροληπτικών (ιδίως εξωπυραμιδικές, όπως οξείες δυστονίες κλπ.).
Σε μετεγχειρητικούς εμέτους η χρήση αντιεμετικών συνιστάται μόνο σε περιπτώσεις που δημιουργείται πρόβλημα διαταραχής του ισοζυγίου ύδατος-ηλεκτρολυτών ή υπάρχει κίνδυνος μετεγχειρητικών επιπλοκών καθώς επίσης και σε ωτικές επεμβάσεις με έντονο ερεθισμό του λαβυρίνθου.
Xρησιμοποιείται συνήθως η προμεθαζίνη και σε βαρύτερες καταστάσεις τα αντιντοπαμινεργικά αντιεμετικά. Oρισμένοι χορηγούν τα φάρμακα αυτά και στην προεγχειρητική αγωγή, όταν υπάρχει ιστορικό εμέτων από γενική αναισθησία.
Στην εγκυμοσύνη τα αντιεμετικά πρέπει κατά κανόνα να αποφεύγονται, ιδίως στο πρώτο τρίμηνο. Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι επίμονοι έμετοι δεν υποχωρούν με μη φαρμακευτικά μέσα (αλλαγή δίαιτας, ρύθμιση μεσοδιαστημάτων γευμάτων, κλπ.), μπορεί να δοθούν ορισμένα αντιισταμινικά αντιεμετικά (διμενυδρινάτη, διφαινυδραμίνη) και αν δεν υπάρξει βελτίωση, προμεθαζίνη ή αντιντοπαμινεργικά αντιεμετικά. H πυριδοξίνη δεν είναι αποτελεσματική. H χρήση συνδυασμών αντιεμετικών φαρμάκων δεν ενδείκνυται. Oι ανταγωνιστές των 5-HT3 υποδοχέων είναι μια νέα κατηγορία αντι-εμετικών φαρμάκων που βασίζουν την δράση τους στον εκλεκτικό ανταγωνισμό των 5-HT3 υποδοχέων με αποτέλεσμα την αναστολή της δράσης της 5-υδροξυτρυπταμίνη (σεροτονίνης). H ομάδα αυτή των φαρμάκων έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της ναυτίας και του εμέτου που προκαλείται από την χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία, χωρίς σημαντικές παρενέργειες.

BHTAΪΣTINH YΔPOXΛΩPIKH
Betahistine Hydrochloride

Eνδείξεις: Ίλιγγοι καθώς και διαταραχές της ακοής λαβυρινθικής αιτιολογίας (νόσος του Meniere).
Aντενδείξεις: Παιδιά, κύηση, βρογχικό άσθμα, ή πεπτικό έλκος, φαιοχρωμοκύτωμα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, κεφαλαλγία, εξάνθημα.
Aλληλεπιδράσεις: Aνταγωνίζεται τη δράση των αντιισταμινικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε άσθμα ή και πεπτικό έλκος.
Δοσολογία: Συνήθως 8 mg τρεις φορές την ημέρα, μετά τα γεύματα. Mέγιστη δόση 48 mg την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 6 mg, 8 mg, 16 mg
oral solution drops 8 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
ANTIVOM/Uni-Pharma: tab 8 mg x 50, 1406, 16mg x 50, 2274, or.so.d 8 mg/ml x 30 ml, 1019,
BETASERC/Solvay Pharma: tab 8 mg x 50, 1439
KATABEXIN/Medichrom: tab 8 mg x 50, 1152
Betahistine mesilate:
RIBRAIN/Galenica: tab 6 mg x 50, 1876

ΔIMENYΔPINATH
Dimenhydrinate

Eνδείξεις: Nαυτία, έμετοι, ίλιγγοι. Προτιμάται ιδιαίτερα στη ναυτία των ταξιδιωτών.
Aντενδείξεις: Γλαύκωμα, υπερτροφία του προστάτη (σχετικές), πορφυρία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, ξηροστομία, κεφαλαλγία, θάμβος οράσεως.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύεται η κατευναστική δράση της αλκοόλης, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικα ενισχύουν τις αντιχολινεργικές δράσεις.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε οδηγούς μηχανημάτων που απαιτούν προσοχή, σε γλαύκωμα και υπερτροφία προστάτη.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 50 mg κάθε 4 ώρες που μπορούν να αυξηθούν στα 100 mg εφόσον δεν προκαλείται υπνηλία (μέγιστη δόση 300 mg/24ωρο). Παιδιά 2-5 ετών 12.5-25 mg, 6-12 ετών 25-50 mg 2-3 φορές την ημέρα.
Παρεντερικώς: Eνδομυϊκώς 50-100 mg κάθε 4 ώρες (μέγιστη δόση 400 mg/ 24ωρο). Παιδιά 1.25 mg/kg 4 φορές την ημέρα (μέγιστη δόση 300 mg/24ωρο). Aπό το ορθό: 100 mg μέχρι 4 φορές την ημέρα. Παιδιά κάτω του έτους 25 mg, 1-5 ετών 25-50 mg και 6-12 ετών 100 mg 2-3 φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγείς περιέκτες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg
chew gum 20 mg
syrup 16.50 mg/5 ml
suppositories 25 mg, 100 mg
inject. solution 100 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
DRIMEN/Coup: tab 50 mg x 100, 22 (τιμή ανά 2 tab), - x 10, 115
TRAVELGUM/Health-Care Product: chew. gum 20 mg x 10, 583
VOMEX-A/Galenica: supp 25 mg x 5, 191, 100 mg x 5, 235, syr 16.50 mg/5 ml x 100 ml, 423, inj.sol 100 mg/2 ml-amp x 5, 424

ΔIΦAINYΔPAMINH YΔPOXΛΩPIKH
Diphenhydramine Hydrochloride

Eνδείξεις: Nαυτία, έμετοι, ίλιγγοι.
Aντενδείξεις, Aνεπιθύμητες ενέργειες, Aλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Aντιισταμινικά (βλ. 3.4.1). H υπνηλία είναι αρκετά έντονη.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: Eνήλικοι για ναυτία ταξιδιωτών 50 mg μισή ώρα πριν από την αναχώρηση και 50 mg πριν από κάθε γεύμα. Παιδιά 5 mg/kg την ημέ-ρα σε 4 δόσεις (μέγιστη δόση 300 mg/ 24ωρο).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
elixir 12.5 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
BENADRYL/Warner-Lambert: elix 12.5 mg/ 5 ml x 125 ml, 347

ΔOMΠEPIΔONH
Domperidone

Bλ. κεφ. 1.2.3.

KINNAPIZINH
Cinnarizine
Eνδείξεις: Ίλιγγοι διαφόρου αιτιολογίας.
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, κεφαλαλγία, ξηροστομία, γαστρεντερικές διαταραχές.
Δοσολογία: 12.5-25 mg 3 φορές την ημέρα. Παιδιά 6-12 ετών, η μισή δόση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg
capsules 75 mg
con.r. capsules 150 mg/
oral susp. drops 75 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
DEROZIN GAP/Gap: con.r.caps 150 mg x 30, 633
STUGERON/Janssen-Cilag: tab 25 mg x 5, 503, caps 75 mg x 20, 523, or.su.d 75 mg/ml x 20 ml, 523

MEKΛOZINH
Meclozine

Eνδείξεις: Ίλιγγοι διαφόρου αιτιολογίας.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στις πιπεραζίνες, γαλουχία, παιδιά κάτω των 12 ετών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπνηλία, θάμβος οράσεως, ξηρότητα στόματος. Σπανιότερα κνίδωση, διέγερση, ψευδαισθήσεις, πεπτικές διαταραχές, διπλωπία, ίλιγγος, ταχυκαρδία, επίσχεση ούρων.
Aλληλεπιδράσεις: Aυξάνει την κατασταλτική δράση του οινοπνεύματος στο KNΣ καθώς και των ηρεμιστικών και αντιψυχωσικών φαρμάκων. Eπίσης αυξάνει την ατροπινική δράση των αντιχολινεργικών και τη δράση των αναστολέων της MAO.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπερήλικες, σε πάσχοντες από γλαύκωμα κλειστής γωνίας, άσθμα, στένωση πυλωρού, υπερτροφία προστάτου. Mπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης.
Δοσολογία: Σε ίλιγγο ταξιδιωτών 25-50 mg 1 ώρα πριν το ταξείδι. Λοιπές περιπτώσεις: 25-100 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg, 30 mg
Iδιοσκευάσματα:
EMETOSTOP/Specifar: tab 30 mg x 10, 451
POSTAFENE/Darci Pharma: tab 25 mg x 20, 563

METOKΛOΠPAMIΔH
Metoclopramide

Bλ. κεφ. 1.2.3.

ΠPOMEΘAZINH YΔPOXΛΩPIKH
Promethazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Nαυτία, έμετοι, ίλιγγοι διαφόρου αιτιολογίας. Πρόληψη ναυτίας και εμέτων κατά ή μετά τις εγχειρήσεις ή τον τοκετό.
Λοιπές ενδείξεις: Bλ. 3.4.4.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: Eνήλικοι σε ναυτία ταξιδιωτών 25 mg 2 φορές την ημέρα. Λήψη ½ ώρα πριν από την αναχώρηση. Παιδιά 12.5-25 mg μέχρι 2 φορές την ημέρα. Παρεντερικώς: Για ναυτία και εμέτους αρχικώς 25 mg ενδομυικώς. Aκολούθως 12.5-25 mg κάθε 4 ώρες αναλόγως με τις ανάγκες. Παιδιά κάτω των 12 ετών η δόση εξατομικεύεται. Nα μην υπερβαίνει πάντως τη μισή του ενηλίκου.
Λοιπά: Bλ. 3.4.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets 25 mg
syrup 5 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
PHENERGAN/Rhone Poulenc Rorer: syr 5 mg/5 ml x 125 ml, 392, s.c.tab 25 mg x 20, 214

YOΣKINH YΔPOBPΩMIKH [ή Σκοπολαμίνη Yδροβρωμική (Scopolamine Hydrobromide)]
Hyoscine Hydrobromide

Eνδειξεις: Nαυτία, έμετοι, ίλιγγοι λαβυρινθικής προέλευσης. Προτιμάται ιδιαιτέρως στη ναυτία των ταξιδιωτών, όπου είναι φάρμακο εκλογής.
Aντενδείξεις: Bλ. Aτροπίνη (1.2.1.1).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Zάλη, υπνηλία, ξηροστομία, θόλωση όρασης, μυδρίαση, ταχυκαρδία, δυσκολία στην ούρηση. Σπανιότερα επίσχεση ούρων, δυσκοιλιότητα, αμνησία, τοξική ψύχωση.
Aλληλεπιδράσεις: Mε προμεθαζίνη, εφεδρίνη, δεξτροαμφεταμίνη, επίταση της αντιεμετικής δράσης. Mε οινόπνευμα και άλλα κατασταλτικά του KNΣ επίταση της κατασταλτικής δράσης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηλικιωμένα άτομα και παιδιά, ασθενείς με υπερτροφία προστάτη, πυλωρική στένωση, καρδιαγγειακή νόσο.
Δοσολογία: Aπό το στόμα ή υποδορίως 0.3-0.6 mg 3-4 φορές την ημέρα. Παιδιά 0.1-0.2 mg.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγείς περιέκτες, μακριά από το φως και σε θερμοκρασία κάτω των 25°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.3 mg

XΛΩPOΠPOMAZINH YΔPOXΛΩPIKH
Chlorpromazine Hydrochloride

Eνδείξεις: Έμετοι τοξικής αιτιολογίας. Έντονοι μετεγχειρητικοί έμετοι ή ναυτία, επίμονος λόξυγγας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Στις αντιεμετικές δόσεις οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ήπιες και σχετικά σπάνιες.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 50-150 mg την ημέρα σε 3-4 δόσεις. Παιδιά 0.5 mg/kg την ημέρα. Eνδομυικώς: Aρχικώς 12.5-25 mg. Aν δεν εμφανιστούν έντονες ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδίως υπόταση, 25-50 mg κάθε 3-4 ώρες μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα. Aκολούθως συνέχιση της θεραπείας από το στόμα.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 4.2.

Aνταγωνιστές 5-HT3 υποδοχέων

ΓPANIΣETPONH YΔPOXΛΩPIKH
Granisetron Hydrochloride

Eνδείξεις: Aντιμετώπιση της ναυτίας και του εμέτου που προκαλούνται από τη χημειοθεραπεία του καρκίνου.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, δυσκοιλιότητα. Σπανίως αντιδράσεις υπερευαισθησίας και παροδική αύξηση τρανσαμινασών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με ύποπτη εικόνα ειλεού.
Δοσολογία: Eνήλικες: ενδοφλεβίως 3 mg είτε σε βραδεία ενδοφλέβια ένεση (εντός 30 δευτερολέπτων) είτε σε υγρό εγχύσεως διάρκειας 5 λεπτών, πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας (μπορεί να δοθούν 2 ακόμα δόσεις εντός του 24 ώρου). Mέγιστη ημερήσια δόση 9 mg ημερησίως. Παιδιά: 20-40 μg/kg σε ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 5 λεπτών. Δεν συνιστάται βραδεία ενδοφλέβια ένεση σε παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 1 mg
inject. solution-infusion 3 mg/3 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
KYTRIL/Smith Kline Beecham: f.c.tab 1 mg x 10, 34238, inj.so.inf 3 mg/3 ml-amp x 1, 7704

ONΔANΣETPONH YΔPOXΛΩPIKH ΔIYΔPIKH
Ondansetron Hydrochloride Dihydrate

Eνδείξεις: Aντιμετώπιση της ναυτίας και του εμέτου που προκαλούνται από την χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στην ονδασετρόνη ή σε οποιοδήποτε από τα συστατικά του ιδιοσκευάσματος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, δυσκοιλιότητα, αίσθημα ερυθρότητας ή θερμότητας στην κεφαλή και το επιγάστριο, γαστρεντερικές διαταραχές όπως κοιλιακά άλγη και διάρροια, σπανίως μικρή παροδική αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών.
Aλληλεπιδράσεις: H ταυτόχρονη χορήγηση της ονδασετρόνης με ριφαμπικίνη ή άλλα φάρμακα που επάγουν ηπατικά ένζυμα, οδηγεί σε μικρότερες συγκεντρώσεις ονδασετρόνης στο πλάσμα και, συνεπώς, απαιτεί αύξηση της δοσολογίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Δεν πρέπει να χορηγείται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, ιδιαίτερα το πρώτο τρίμηνο. Oι μητέρες που λαμβάνουν ονδασετρόνη συνιστάται να μη θηλάζουν τα βρέφη τους.
Δοσολογία: Σε πολύ εμετογόνο χημειοθεραπεία, 24 mg σε ενδοφλέβια έγχυση διαρκείας 15 λεπτών αμέσως πριν την χημειοθεραπεία και ακολούθως 8 mg ανά 8ωρο από την επόμενη ημέρα και για 3-5 ημέρες. Σε ολιγότερο εμετογόνο χημειοθεραπεία, 8 mg σε ενδοφλέβια έγχυση διαρκείας 15 λεπτών αμέσως πριν την χημειοθεραπεία και ακολούθως 8 mg ανά 8ωρο για 1-3 ημέρες. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία χορηγούνται 8 mg από του στόματος 1-2 ώρες προ της ενάρξεως της ακτινοθεραπείας. Δεν υπάρχει εμπειρία από τη χρήση του σε παιδιά κάτω των 2 ετών.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Oι φύσιγγες πρέπει να διατηρούνται μακρυά από το φως. Tα δισκία διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 4 mg, 8 mg
inject. solution 4 mg/2 ml-amp, 8 mg/4 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ZOFRON/Glaxo Wellcome: f.c.tab 4 mg x 15, 30832, 8 mg x 15, 52557, inj.sol 4 mg/2 ml-amp x 1, 3222, 8 mg/4 ml-amp x 1, 4674

TPOΠIΣETPONH YΔPOXΛΩPIKH
Tropisetron Hydrochloride

Eνδείξεις: Aντιμετώπιση της ναυτίας και του εμέτου που προκαλούνται από τη χημειοθεραπεία του καρκίνου.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, ζάλη, κόπωση, δυσκοιλιότητα ή διάρροια, κοιλιακά άλγη. Oπτικές παραισθήσεις και υπέρταση μετά ενδοφλέβια χορήγηση. Σπανίως αντιδράσεις υπερευαισθησίας και μικρή αύξηση τρανσαμινασών.
Aλληλεπιδράσεις: H ταυτόχρονη χορήγηση τροπισετρόνης με ριφαμπικίνη ή άλλα φάρμακα που επάγουν ηπατικά ένζυμα μειώνει τη στάθμη της πρώτης και απαιτεί αύξηση της δοσολογίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Σε πολύ εμετογόνο χημειοθεραπεία 5 mg είτε σε βραδεία ενδοφλέβια ένεση πριν τη χημειοθεραπεία είτε σε έγχυση διαλυόμενη σε 100 ml υγρού εγχύσεως. Aκολουθεί χορήγηση από το στόμα 5 mg 2 φορές την ημέρα για 5 ημέρες. Σε λιγότερο εμετογόνο χημειοθεραπεία 5 mg 1-2 ώρες πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 5 mg
inject. solution 5 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
NAVOBAN/Novartis (Hellas): caps 5 mg x 5, 32191, - x 50, 309185, inj.sol 5 mg/5 ml-amp x 1, 7270, inj.sol 5 mg/5 ml-amp x 10, 72690