Εθνικο Συνταγολογιο 2000

Κεφάλαιο 2

Φάρμακα παθήσεων κυκλοφορικού συστήματος

Τα φάρμακα του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατηγορίες:
2.1 Φάρμακα με θετική ινότροπο δράση
2.1.1 Καρδιακές γλυκοσίδες
2.1.2 Αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης
2.2 Διουρητικά
2.2.1 Θειαζίδες και παρόμοιας δράσης
2.2.2 Διουρητικά της αγκύλης
2.2.3 Προστατευτικά της απώλειας καλίου
2.2.4 Ανταγωνιστές της αλδοστερόνης
2.2.5 Ωσμωτικώς δρώντα
2.3 Αντιαρρυθμικά φάρμακα
2.3.1 Τάξη Ιa
2.3.2 Τάξη Ιb
2.3.3 Τάξη Ιc
2.3.4 Τάξη ΙI
2.3.5 Τάξη ΙII
2.3.6 Τάξη ΙV
2.3.7 Διάφορα άλλα φάρμακα
2.4 β-Αδρενεργικοί αποκλειστές
2.5 Αντιυπερτασικά
2.5.1 Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης
2.5.2 Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ
2.5.3 Αντιυπερτασικά με κεντρική δράση
2.5.4 α-Αδρενεργικοί αποκλειστές
2.5.5 Αγγειοδιασταλτικά
2.5.6 Αναστολείς των υποδοχέων της σεροτονίνης
2.6 Νιτρώδη και ανταγωνιστές του ασβεστίου
2.6.1 Νιτρώδη
2.6.2 Ανταγωνιστές ασβεστίου
2.6.3 Ειδικοί μεταβολικοί αναστολείς
2.7 Συμπαθητικομιμητικά (αδρενεργικοί διεγέρτες)
2.8 Αντιπηκτικά
2.8.1 Παρεντερικά αντιπηκτικά
2.8.2 Αντιπηκτικά από το στόμα
2.9 Αντιαιμοπεταλιακά
2.10 Θρομβολυτικά
2.11 Αντιαιμορραγικά-αιμοστατικά
2.12 Αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες
2.12.1 Ρητίνες ανταλλαγής ιόντων
2.12.2 Φιβράτες
2.12.3 Νικοτινικό οξύ και τα παράγωγά του
2.12.4 Στατίνες
2.13 Προσταγλανδίνες
2.14 Περιφερικά αγγειοδιασταλτικά-"αγγειοπροστατευτικά"

2.1 Φάρμακα με θετική ινότροπο δράση

2.1.1 Kαρδιακές γλυκοσίδες
Κύριες ενδείξεις για χορήγηση καρδιακών γλυκοσιδών αποτελούν η καρδιακή ανεπάρκεια και οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες με ιδιαίτερη χρησιμότητα στην ρύθμιση της κοιλιακής ανταπόκρισης σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι δυνατόν να βελτιωθούν μετά από χορήγηση δακτυλίτιδας ακόμη και σε περιπτώσεις ασθενών που βρίσκονται σε φλεβοκομβικό ρυθμό. Μοναδική απόλυτη αντένδειξη είναι ο τοξικός δακτυλιδισμός. Η χρήση γλυκοσιδών πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή σε ηλικιωμένους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και φλεβοκομβικό ρυθμό καθώς αυτοί οι ασθενείς είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε τοξικό δακτυλιδισμό. Σε συνύπαρξη σχετικών αντενδείξεων η δακτυλίτιδα θα πρέπει να είναι ίσως το τελευταίο από τα φάρμακα που θα χρησιμοποιηθούν (σε μικρότερες πάντα δόσεις) και με στενή παρακολούθηση για τυχόν εμφάνιση πρώιμων σημείων τοξικότητας.
Η αντιαρρυθμική δράση της δακτυλίτιδας οφείλεται κυρίως σε άμεση και έμμεση (διέγερση του πνευμονογαστρικού) αρνητική δρομότροπη επίδραση στην κολποκοιλιακή αγωγή (προστατεύει δηλαδή τις κοιλίες από τα πολλαπλά ερεθίσματα του κολπικού πτερυγισμού ή μαρμαρυγής). Η φλεβοκομβική ταχυκαρδία δεν αποτελεί ένδειξη χορήγησης δακτυλίτιδας. Αν οφείλεται σε καρδιακή ανεπάρκεια, η διόρθωσή της με δακτυλίτιδα θα επιβραδύνει και τον φλεβοκομβικό ρυθμό.
Μεταξύ των καρδιακών γλυκοσιδών η διγοξίνη είναι το φάρμακο εκλογής, κατάλληλη για οξύ και χρόνιο δακτυλιδισμό. Επειδή αποβάλλεται από τους νεφρούς δεν συνιστάται ιδιαιτέρως σε νεφρική ανεπάρκεια. Στην περίπτωση αυτή προτιμάται η διγιτοξίνη που μεταβολίζεται στο ήπαρ.
Σε εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών η καλύτερη αγωγή είναι η διακοπή της δακτυλίτιδας. Όταν συνυπάρχουν σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες μπορούν να χορηγηθούν φαινυτοΐνη ή λιγνοκαΐνη. Σε σοβαρό κολποκοιλιακό αποκλεισμό μπορεί να γίνει βηματοδότηση. Επίσης πρέπει να διορθώνονται τυχόν υπάρχουσες ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή υποξαιμία. Σε τοξικό δακτυλιδισμό μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ειδικά αντισώματα.

ΔΙΓΙΤΟΞΙΝΗ
Digitoxin
Ενδείξεις: Βλ. Διγοξίνη. Προτιμάται σε αρρώστους με νεφρική ανεπάρκεια και σε ορισμένες περιπτώσεις κολπικής μαρμαρυγής.
Αλληλεπιδράσεις: Γενικώς όπως της διγοξίνης. Η κινιδίνη δεν φαίνεται να επηρεάζει τα επίπεδά της στο αίμα. Με φαινοφιβράτη και φαινυτοΐνη επιταχύνεται ο μεταβολισμός της στο ήπαρ.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Διγοξίνη. Επιπλέον σε ηπατική ανεπάρκεια. Τοξικά επίπεδα στο αίμα >35 ng/ml.
Δοσολογία: Από το στόμα: αρχική δόση 0.6 mg ακολουθούμενη από 0.4 mg και στη συνέχεια 0.2 mg/4-6 ώρες (ταχύς δακτυλιδισμός) ή συνήθως 0.2 mg δύο φορές την ημέρα για 4 περίπου ημέρες (βραδύς δακτυλιδισμός). Δόση συντήρησης 0.05-0.2 mg την ημέρα εφάπαξ.
Λοιπά: Βλ. Διγοξίνη
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.1 mg
oral drops 1 mg/ml

ΔΙΓΟΞΙΝΗ
Digoxin

Ενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια, υπερκοιλιακές αρρυθμίες, ιδιαίτερα κολπική μαρμαρυγή.
Αντενδείξεις: Σε βαριά καρδιακή ανεπάρκεια δεν υπάρχουν απόλυτες, απαιτείται όμως ιδιαίτερη προσοχή σε διάφορες καταστάσεις (βλ. προσοχή στη χορήγηση).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ανορεξία, ναυτία, έμετοι, κοιλιακά άλγη, διάρροια, κεφαλαλγία, κόπωση, σύγχυση, τρόμος, σπασμοί, παραισθήσεις, διαταραχές όρασης (δυσχρωματοψία, διπλωπία), αρρυθμίες παντός τύπου και συνηθέστερα κομβικός ρυθμός διαφυγής, έκτακτες κοιλιακές συστολές, διδυμία, τριδυμία, κομβική ταχυκαρδία, παροξυσμική κολπική ταχυκαρδία με αποκλεισμό, διαταραχές κολποκοιλιακής αγωγιμότητας.
Αλληλεπιδράσεις: Η υποκαλιαιμία οποιασδήποτε αιτιολογίας (χορήγηση διουρητικών, ινσουλίνης, κορτικοστεροειδών κλπ.) αυξάνει τον κίνδυνο τοξικού δακτυλιδισμού. Με συμπαθητικομιμητικές αμίνες, άλατα ασβεστίου (παρεντερικώς χορηγούμενα) και σουκκινυλοχολίνη αυξάνεται σημαντικώς ο κίνδυνος αρρυθμιών. Με αντιχολινεργικά, ερυθρομυκίνη, τετρακυκλίνη, υδροξυχλωροκίνη, βεραπαμίλη, νιφεδιπίνη, κινιδίνη και κινίνη μπορούν να αυξηθούν τα επίπεδά της στο αίμα και ο κίνδυνος τοξικής επίδρασης. Αντιόξινα (ενώσεις αργιλίου και μαγνησίου), προσροφητικές ουσίες (καολίνης, πηκτίνης κλπ) αμινοσαλικυλικό οξύ, σουλφασαλαζίνη, χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη και ορισμένα αντινεοπλασματικά μειώνουν την απορρόφησή της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε βραδυκαρδία, κολποκοιλιακό αποκλεισμό, πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, νεφρική ανεπάρκεια. Επίσης σε ηλικιωμένα άτομα, ισχαιμία μυοκαρδίου, αναπνευστική νόσο με υποξαιμία, υπερθυρεοειδισμό, υποκαλιαιμία και αλκοολική μυοκαρδιοπάθεια υπάρχει αυξημένη ευαισθησία σε τοξική επίδραση της δακτυλίτιδας. Η ενδομυϊκή χορήγηση να αποφεύγεται γιατί δεν υπάρχει σταθερή απορρόφηση. Να απορρίπτονται ενέσιμα διαλύματα αλλοιωμένης χροιάς ή με παρουσία ιζημάτων.
Σε όλες τις παραπάνω καταστάσεις η έναρξη της αγωγής πρέπει να γίνεται με μικρότερες δόσεις, αν είναι δυνατό με προσδιορισμό της στάθμης διγοξίνης στο πλάσμα (6 ώρες μετά τη χορήγηση από το στόμα). Θεραπευτικά επίπεδα 1-2 ng/ml συνήθως, χωρίς να υποδηλώνεται οπωσδήποτε τοξικότητα σε επίπεδα >2 ng/ml ή υποδακτυλιδισμός σε επίπεδα <1 ng/ml.
Δοσολογία: Από το στόμα: 0.25-0.5 mg την ημέρα για μια εβδομάδα (βραδύς δακτυλιδισμός) ή ενδοφλεβίως 0.5-1 mg ακολουθούμενη από 0.25 mg/24ωρο κάτω από ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση (ταχύς δακτυλιδισμός). Δόση συντήρησης 0.25-0.5 mg την ημέρα. Στα παιδιά η δόση ρυθμίζεται αναλόγως του βάρους του σώματος.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Δισκία και διαλύματα να προστατεύονται από την επίδραση του φωτός.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.25 mg
oral drops 0.75 mg/ml
elixir 0.05 mg/ml
injection 0.5 mg/amp
Ιδιοσκευάσματα:
DIGOXIN/SANDOZ/Novartis: tab 0.25 mg x 25, 271
LANOXIN/Glaxo: tab 0.25 mg x 25, 198, elix 0.05 mg/ml x 60 ml, 439
CARDIGOX/IΦET: inj.sol 0.5 mg/amp x 6
DIGOXIN/IΦET: elix.paed 0.05 mg/ml x 60 ml

ΜΕΔΙΓΟΞΙΝΗ
Medigoxin ή Metildigoxin cemiacetate

Δοσολογία: Από το στόμα ή ενδοφλεβίως 0.2 mg δύο φορές την ημέρα για 3-5 ημέρες. Δόση συντήρησης 0.1 mg 2-3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Διγοξίνη
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.1 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LANITOP/Roche: tab 0.1 mg x 50, 528

2.1.2 Αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης
Η μιλρινόνη και η ενοξιμόνη είναι εκλεκτικοί αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης που ασκούν τη μέγιστη δράση τους στο μυοκάρδιο. Μετά τη χορήγησή τους έχει παρατηρηθεί παρατεταμένη αιμοδυναμική ευεργετική επίδραση, αλλά δεν υπάρχουν ακόμη αποδείξεις για ευεργετικό αποτέλεσμα στην επιβίωση σε χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.

ΜΙΛΡΙΝΟΝΗ
Milrinone
Ενδείξεις: Σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, ανθεκτική στη συνήθη αγωγή (δακτυλίτιδα, διουρητικά, αγγειοδιασταλτικά) για βραχύ χρόνο (όχι αμέσως μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου).
Αντενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια συνοδευόμενη από υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, στενωτικές ή αποφρακτικές βαλβιδικές παθήσεις ή άλλες αποφράξεις του χώρου εξώθησης της αριστερής κοιλίας. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Έκτακτες συστολές και σπανιότερα υπερκοιλιακές αρρυθμίες ή κοιλιακή ταχυκαρδία, υπόταση, πονοκέφαλος, ναυτία και έμετος, διάρροια, πυρετός, ρίγη, ολιγουρία, κατακράτηση ούρων και πόνοι στα άνω και κάτω άκρα.
Προσοχή στη χορήγηση: Στενή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της ενδοφλέβιας έγχυσης. Να μη χορηγείται ταυτόχρονα στη συσκευή εγχύσεως του φαρμάκου φουροσεμίδη γιατί αντιδρά χημικά μαζί του και το καθιζάνει. Παρακολούθηση αρτηριακής πίεσης, καρδιακής συχνότητας, στάθμης ηλεκτρολυτών, αιμοπεταλίων, ηπατικών ενζύμων. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Χορηγείται ενδοφλεβίως βραδέως (πάνω από 10 λεπτά) σε δόση 50 μικρογραμμαρίων/kg βάρους σώματος, ακολουθούμενο από ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 375-750 μg/kg/min, συνήθως για 12 ώρες σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Μέγιστη ημερήσια δόση 1.13 mg/kg.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 10 mg/10 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
COROTROPE/Sanofi Winthrop: inj.so.inf 10 mg/10 ml-amp x 5, 33696

2.2 Διουρητικά
Τα διουρητικά αυξάνουν την νεφρική απέκκριση νατρίου (νατριουρητικά) ή αποβαλλόμενα τα ίδια (ωσμωτικώς δρώντα) συμπαρασύρουν ύδωρ αυξάνοντας έτσι τη διούρηση. Χορηγούνται για να μειωθεί ο βαθμός ενυδάτωσης του οργανισμού. Χρησιμοποιούνται για να ανακουφισθεί το οίδημα από καρδιακή ανεπάρκεια ή άλλες αιτίες και, σε μικρότερες δόσεις, για ν´ αντιμετωπισθεί η υπέρταση. Σε ανουρία (ή έντονη ολιγουρία) συνήθως δε δρουν. Από τα νατριουρητικά, οι θειαζίδες (και τα παρόμοιας δράσης), τα διουρητικά της αγκύλης και οι αναστολείς της καρβοανυδράσης συναπεκκρίνουν κάλιο (καλιουρητικά). Αντιθέτως, οι ανταγωνιστές της αλδοστερόνης και τα προστατευτικά της απώλειας καλίου μειώνουν την αποβολή του.
Ανεπιθύμητη ενέργεια των ανταγωνιστών της αλδοστερόνης και των προστατευτικών της απώλειας καλίου διουρητικών είναι η υπερκαλιαιμία, ενώ των καλιουρητικών η υποκαλιαιμία. Γι αυτό, σε χρόνια χορήγηση, συχνά συνδυάζονται ένα φάρμακο της μίας κατηγορίας με ένα της άλλης. Κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια και των δύο κατηγοριών είναι η υπονατριαιμία. Όλων των διουρητικών πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η αφυδάτωση, ιδιαιτέρως όταν συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως πχ. πυρετός, διάρροια και ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα τους θερινούς μήνες.
Η φουροσεμίδη ενδέχεται να μειώσει το ασβέστιο του ορού, ενώ οι θειαζίδες να το αυξήσουν. Τα ωσμωτικώς δρώντα ενδέχεται, πριν εκδηλώσουν τη διουρητική τους δράση, να αυξήσουν τον όγκο αίματος της κυκλοφορίας και να επιδεινώσουν προϋπάρχουσα καρδιακή ανεπάρκεια. Όλα μπορούν να προκαλέσουν αύξηση της ουρίας, αλλά η ουραιμία δεν είναι απόλυτη αντένδειξη στη χορήγησή τους (αντιθέτως, αν οφείλεται σε μείωση της σπειραματικής διήθησης από καρδιακή ανεπάρκεια, ενδέχεται να μειωθεί με τα κατάλληλα διουρητικά).
Διουρητικό εκλογής σε πνευμονικό οίδημα ή βαριά χρόνια νεφρική ανεπάρκεια είναι τα διουρητικά της αγκύλης. Σε ηπιότερες χρόνιες μορφές μπορεί να χρησιμοποιηθεί η χλωροθαλιδόνη ή μια θειαζίδη συνήθως σε συνδυασμό με κάλιο ή με ένα από τα διουρητικά που κατακρατούν κάλιο.
Σε ελαφρά υπέρταση χρησιμοποιείται συνήθως μια θειαζίδη ή η χλωροθαλιδόνη, είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με ένα διουρητικό προστατευτικό της απώλειας καλίου. Σε βαρύτερη υπέρταση είναι συνήθως προτιμότερο να συνδυαστεί το διουρητικό με αντιυπερτασικό άλλης κατηγορίας παρά να αυξηθεί η δόση του διουρητικού. Για τον ασκίτη από κίρρωση πρέπει να δοθεί έμφαση στα καλιοσυντηρητικά διουρητικά, καθώς η υποκαλιαιμία ενδέχεται να ευνοήσει την εμφάνιση εγκεφαλοπάθειας.
Σε ηλικιωμένους ασθενείς πρέπει να χρησιμοποιούνται αρχικά χαμηλότερες δόσεις διουρητικών και ακολούθως να τροποποιούνται οι δόσεις ανάλογα με τη νεφρική λειτουργία. Τα διουρητικά δεν πρέπει να χορηγούνται μακροχρόνια σε ασθενείς με οίδημα εκ στάσεως.

2.2.1 Θειαζίδες και παρόμοιας δράσης
Οι θειαζίδες και τα διουρητικά με παρόμοια δράση (χλωροθαλιδόνη) δρουν στην αρχή του κατιόντος σκέλους της αγκύλης του Henle και προκαλούν αυξημένη απέκκριση νατρίου και ύδατος.
Είναι διουρητικά με μέτρια ισχύ και χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση ήπιων οιδημάτων πχ. από καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και ως αντιϋπερτασικά, είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με άλλα αντιϋπερτασικά. Η δράση τους ξεκινά 1-2 ώρες μετά την χορήγησή τους από το στόμα και για τα περισσότερα από αυτά διαρκεί 12-24 ώρες. Χορηγούνται συνήθως τις πρωινές ώρες έτσι ώστε η διούρηση να μην παρεμποδίζει τον ύπνο.
Η υποκαλιαιμία, (ιδίως με τη χλωροθαλιδόνη) είναι, σε χρόνια χορήγηση, συχνή. Άτυπες ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις σε άτομα που παίρνουν χρονίως θειαζίδες, πρέπει να εγείρουν την υπόνοια υποκαλιαιμίας έστω και αν το κάλιο ορού δεν είναι σαφώς κάτω από τα κατώτερα φυσιολογικά όρια.
Αν η διούρηση που προκαλείται με θειαζίδες στις μέγιστες δόσεις τους δεν είναι ικανοποιητική, δεν αναμένεται μεγαλύτερη διούρηση με παραπέρα αύξηση της δόσης. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να δοθούν διουρητικά της αγκύλης.
Δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των θειαζιδών. Η χλωροθαλιδόνη έχει δράση μακρότερη από τις θειαζίδες και μπορεί να χορηγείται ανά δεύτερη ημέρα ή και αραιότερα.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες όλων των φαρμάκων αυτής της ομάδας είναι κοινές.

ΙΝΔΑΠΑΜΙΔΗ
Indapamide
Ενδείξεις: Iδιοπαθής υπέρταση
Αντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο και γενικά στις σουλφοναμίδες, ανουρία, βαριά νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Υποκαλιαιμία με ή χωρίς κλινικά συμπτώματα. Κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, κακουχία, λήθαργος, ίλιγγος, αϋπνία, κατάθλιψη, θάμβος οράσεως, μυικές κράμπες, ευερεθιστότητα, ανησυχία, ναυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα, διάρροια, κοιλιακά άλγη, ανορεξία, ορθοστατική υπόταση, αίσθημα παλμών, αρρυθμία, νυκτουρία, πολυουρία, εξανθήματα, κνησμός, αγγειίτιδα, ανικανότητα, ρινόρροια, ερυθρότητα προσώπου. Υπερουριχαιμία, υπονατριαιμία, υποχλωραιμία, αζωθαιμία, υπερασβεστιαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Ενισχύει την αντιϋπερτασική δράση των άλλων αντιϋπερτασικών. Αυξάνει τα επίπεδα λιθίου στο αίμα (μέχρι τοξικότητας). Ελαττώνει τη δράση στα αγγεία των συμπαθητικομιμητικών αμινών. Με καρβενοξολόνη και θειαζίδες αυξημένος κίνδυνος υποκαλιαιμίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε κύηση ή γαλουχία (να χορηγείται μόνο σε απόλυτη ανάγκη). Επίσης σε ασθενείς με υπερουριχαιμία, ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδη διαβήτη, υπερασβεστιαιμία, που έχουν υποστεί συμπαθεκτομή ή λαμβάνουν λίθιο, ή καρδιοτονωτικές γλυκοσίδες (κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισμού από υποκαλιαιμία).
Κατά τη χορήγηση του φαρμάκου επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών και ιδιαιτέρως του καλίου. Σε ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο μπορεί να προκαλέσει έξαρση των συμπτωμάτων.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 2.5 mg εφάπαξ ημερησίως από το στόμα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets 2.5 mg
Ιδιοσκευάσματα:
FLUDEX/Servier: s.c.tab 2.5 mg x 30, 1156
TRANSIPEN/Demo: s.c.tab 2.5 mg x 30, 924
MAGNITON-R/Coup: s.c.tab 2.5 mg x 30, 924

ΧΛΩΡΟΘΑΛΙΔΟΝΗ
Chlorthalidone
Ενδείξεις: Οίδημα, υπέρταση, άποιος διαβήτης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στις θειαζίδες ή τις σουλφονυλουρίες. Ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια. Ουρική αρθρίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αδυναμία, ναυτία, μυϊκές συνολκές (κράμπες), δυσκοιλιότητα, ανικανότητα (αποκαθίσταται με τη διακοπή του φαρμάκου). Υποκαλιαιμία, υπομαγνησιαιμία, υπονατριαιμία, υπερασβεστιαιμία, υπερουριχαιμία, υπεργλυχαιμία, υποκαλιαιμική αλκάλωση, αύξηση χοληστερόλης. Σπάνια προκαλεί ουδετεροπενία, θρομβοπενία και απλαστική ή αιμολυτική αναιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου στο πλάσμα (κίνδυνος τοξικότητας). Η υποκαλιαιμία αυξάνει τον κίνδυνο τοξικού δακτυλιδισμού και ανταγωνίζεται τη δράση της λιδοκαΐνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική, ηπατική ανεπάρκεια, γαλουχία, κύηση, σακχαρώδη διαβήτη, ουρική αρθρίτιδα.
Δοσολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 50-100 mg/24ωρο εφάπαξ κάθε πρωί ή 100 mg κάθε δεύτερη ημέρα. Υπέρταση, 25 mg που αυξάνονται στα 50 mg αν είναι απαραίτητο. Παιδιά: 2 mg/kg τρεις φορές την εβδομάδα. Η δόση συντήρησης σε ενηλίκους και παιδιά εξατομικεύεται.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg
Ιδιοσκευάσματα:
HYGROTON/Novartis: tab 50 mg x 20, 469

2.2.2 Διουρητικά της αγκύλης
Ισχυρά διουρητικά που εμποδίζουν την επαναρρόφηση χλωριούχου νατρίου και ύδατος στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle.
Δρουν ταχέως (σε μια ώρα περίπου από το στόμα, και μισή ώρα ενδοφλεβίως) και η δράση τους διαρκεί περί τις 6 ώρες.
Κυριότερη ένδειξη είναι το οξύ πνευμονικό οίδημα. Επίσης οιδήματα που δεν ανταποκρίνονται σε ηπιότερα διουρητικά. Χορηγούνται συνήθως διαλειπόντως. Η διούρηση που προκαλούν είναι συνάρτηση της δόσης τους. Σε νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να απαιτηθούν δόσεις ως και 10πλάσιες από τις συνηθισμένες.
Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των διουρητικών της αγκύλης είναι όμοιες με των θειαζιδικών: αφυδάτωση, υπονατριαιμία, υποκαλιαιμία, ουραιμία, υπερουριχαιμία, υπεργλυκαιμία. Είναι δυνατόν να προκαλέσουν επίσχεση ούρων σε ασθενείς με υπερτροφία προστάτου. Τούτο είναι λιγότερο πιθανό να συμβεί όταν χορηγούνται λιγότερο δραστικά διουρητικά.


ΒΟΥΜΕΤΑΝΙΔΗ
Bumetanide
Ενδείξεις: Βλ. Φουροσεμίδη
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Όπως της φουροσεμίδης. Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσουν έντονες μυαλγίες, κοιλιακά άλγη και εμέτους.
Δοσολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 1 mg κάθε πρωί με σταδιακή αύξηση της δόσης μέχρι 4 mg την ημέρα. Σε νεφροπαθείς μέχρι και 15 mg την ημέρα. Ενδοφλεβίως: πνευμονικό οίδημα 0.5-1 mg που μπορεί να επαναληφθεί μετά 20 λεπτά.
Λοιπά: Βλ. Φουροσεμίδη
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg
inject. solution 0.1 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
BURINEX/Leo (IΦET): tab 1 mg x 20, inj.sol 0.1 mg/2 ml amp x 5


ΦΟΥΡΟΣΕΜΙΔΗ [ή Φρουσεμίδη (Frusemide)]
Furosemide
Ενδείξεις: Οξύ πνευμονικό οίδημα, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας ή νεφρωσικού συνδρόμου, υπέρταση, κίρρωση με ασκίτη. Υπερασβεστιαιμία, σε συνδυασμό με ισότονα χλωριονατριούχα διαλύματα. Οίδημα ή ολιγουρία σε ορισμένες περιπτώσεις οξείας ή χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας.
Αντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο και γενικά τις θειαζίδες και τις σουλφονυλουρίες, ανουρία, δυσρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης, ουρική αρθρίτιδα, κύηση (ιδίως πρώτο τρίμηνο). Προκωματώδης κατάσταση από ηπατική κίρρωση. Πορφυρία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Υποκαλιαιμία, υποχλωραιμική αλκάλωση, υπονατριαιμία, υπασβεστιαιμία και λιγότερο συχνά ναυτία και γαστρεντερικές διαταραχές. Αυξάνει τα επίπεδα στο αίμα του σακχάρου, λιπιδίων, ουρίας και ουρικού οξέος. Χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει μείωση του όγκου του πλάσματος και υπόταση. Έχουν περιγραφεί κνίδωση, πολύμορφο ερύθημα, φωτοευαισθησία, αναιμία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, διάμεση νεφρίτιδα και οξεία παγκρεατίτιδα. Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκαλέσει παροδική κώφωση, που σπάνια εμφανίζεται με μικρές δόσεις ή κατά την από του στόματος χορήγηση. Μόνιμη κώφωση παρατηρείται ακόμα σπανιότερα.
Αλληλεπιδράσεις: Με καρβενοξολόνη, ακεταζολαμίδη, ινδαπαμίδη, κορτικοστεροειδή και ACTH αυξάνει ο κίνδυνος της υποκαλιαιμίας, με αμινογλυκοσίδες ο κίνδυνος της νεφροτοξικότητας και ωτοτοξικότητας, με κεφαλοσπορίνες της νεφροτοξικότητας, με διαζοξείδη της υπεργλυκαιμίας, με καρδιακές γλυκοσίδες, δισοπυραμίδη και κινιδίνη ο κίνδυνος ανεπιθύμητων ενεργειών. Τα αντιεπιληπτικά και τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη μειώνουν την νατριουρητική της δράση. Αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου στο αίμα και ενισχύει τη δράση της σουκκινυλοχολίνης και τουβοκουραρίνης. Μειώνει τη δράση των από του στόματος αντιπηκτικών. Λόγω της υποκαλιαιμίας ανταγωνίζεται τη δράση της λιδοκαΐνης, μεξιλετίνης και τοκαϊνίδης.
Προσοχή στη χορήγηση: Επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός των ηλεκτρολυτών του ορού. Να χορηγείται μαζί με καλιοσυντηρητικά διουρητικά (ή σκευάσματα καλίου) σε ασθενείς που λαμβάνουν καρδιακές γλυκοσίδες ή πάσχουν από κίρρωση. Ευαισθησία στις σουλφοναμίδες. Επί νεφρικής βλάβης, η επιδείνωση της ουραιμίας ή της ολιγουρίας επιβάλλει τη διακοπή χορήγησής της. Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να παρουσιάσει έξαρση. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται κατά τη χορήγησή της σε ηλικιωμένα άτομα, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, οπότε μπορεί να προκληθεί έντονη αφυδάτωση, υπόταση και κυκλοφορική κατέρειψη. Επί κυήσεως να χορηγείται μετά το πρώτο τρίμηνο μόνον εάν είναι απολύτως απαραίτητη. Επί γαλουχίας ο θηλασμός θα πρέπει να διακόπτεται.
Δοσολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 20-80 mg κάθε πρωί. Η δόση αυξάνεται σταδιακά ανάλογα με την ανταπόκριση. Μέγιστη συνιστώμενη δόση 500 mg την ημέρα. Παιδιά: Αρχικώς 2 mg/kg ανά 24ωρο εφάπαξ και σε ανάγκη σταδιακή αύξηση μέχρι 6 mg/kg ανά 24ωρο. Ενδοφλεβίως: Οξύ πνευμονικό οίδημα 40 mg που μπορεί να επαναληφθούν μετά 60-90 λεπτά. Παιδιά: 1 mg/kg επαναλαμβανόμενη μετά 2 ώρες. Σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια η συνολική δόση μπορεί να φθάσει τα 500 mg το 24ωρο ανάλογα με την επιτυγχανόμενη διούρηση. Η ενδοφλέβια έγχυση μεγάλων δόσεων να γίνεται με ρυθμό μέχρι 4 mg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 40 mg, 500 mg
e.c. capsules 30 mg
inject. solution 20 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
HYDROFLUX/Uni-Pharma: tab 40 mg x 12, 271, inj.sol 20 mg/2 ml-amp x 5, 375
LASIX/Hoechst Marion Roussel: tab 40 mg x 12, 338, e.c.caps 30 mg x 30, 776, inj.sol 20 mg/2 ml-amp, x 5, 468
LASIX/Hoechst (IΦET): tab 500 mg x 20

2.2.3 Προστατευτικά της απώλειας καλίου
Περιλαμβάνονται η αμιλορίδη και τριαμτερένη. Πρόκειται για φάρμακα με ασθενή διουρητική και αντιϋπερτασική δράση. Χαρακτηρίζονται από κατακράτηση καλίου. Χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά σε συνδυασμούς με άλλα διουρητικά κυρίως θειαζίδες. Σκοπός του συνδυασμού είναι η προστασία από την απώλεια καλίου, που προκαλούν τα άλλα διουρητικά και η ενίσχυση της διουρητικής τους δράσης. Η χορήγηση των δύο διουρητικών είναι προτιμότερο να γίνεται χωριστά. Εντούτοις, οι σταθεροί συνδυασμοί παρουσιάζουν το πλεονέκτημα της καλύτερης συμμόρφωσης του αρρώστου, ιδιαιτέρως σε ανάγκη μακροχρόνιας χορήγησης. Σημειώνεται ότι η χρήση των σταθερών συνδυασμών δεν αίρει την ανάγκη για τακτικούς προσδιορισμούς των ηλεκτρολυτών του ορού.


ΑΜΙΛΟΡΙΔΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ + ΥΔΡΟΧΛΩΡΟΘΕΙΑΖΙΔΗ
Amiloride Hydrochloride + Hydrochlorothiazide

Ενδείξεις: Υπέρταση, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας.
Αντενδείξεις: Υπερκαλιαιμία, υπερευαισθησία στα δραστικά του συνδυασμού. Βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αμιλορίδης: Κυρίως υπερκαλιαιμία (ιδιαιτέρως σε νεφρική ανεπάρκεια) και σπανιότερα ναυτία, ανορεξία, κοιλιακά άλγη, εξανθήματα. Έχουν επίσης αναφερθεί κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, εύκολη κόπωση, μυϊκές συνολκές, βήχας, δύσπνοια, ανικανότητα. Βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Αλληλεπιδράσεις: Αμιλορίδης: Ενισχύει τη δράση των αντιϋπερτασικών και αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου στο αίμα. Βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Αμιλορίδης: Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, ηλικιωμένα ή αφυδατωμένα άτομα, σακχαρώδη διαβήτη, αναπνευστική ή μεταβολική οξέωση. Να μη χορηγείται επιπλέον κάλιο και να περιορίζονται τροφές πλούσιες σε αυτό. Βλ. επίσης Χλωροθαλιδόνη.
Δοσολογία: Συνήθως ½-2 δισκία την ημέρα, αναλόγως με τη περίπτωση.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets (5+50) mg
Ιδιοσκευάσματα:
MODURETIC/Vianex: tab (5+50) mg x 30, 1045
IVIDOL/Rafarm: tab (5+50) mg x 30, 837
TIADEN/Gap: tab (5+50) mg x 30, 837
ΑΜΙΛΟΡΙΔΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ + ΦΟΥΡΟΣΕΜΙΔΗ
Amiloride Hydrochloride + Furosemide
Ενδείξεις: Υπέρταση, οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας.
Δοσολογία: Συνήθως ½ - 2 δισκία κάθε πρωί.
Λοιπά: Βλ. Αμιλορίδη + Υδροχλωροθειαζίδη (για την αμιλορίδη) και Φουροσεμίδη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets (5+40) mg
Ιδιοσκευάσματα:
FRUMIL/Rhone Poulenc Rorer: tab (5+40) mg x 28, 2073


2.2.4 Ανταγωνιστές της αλδοστερόνης
Περιλαμβάνεται η σπειρονολακτόνη που έχει ασθενή διουρητική δράση. Δρα ανταγωνιστικώς προς την αλδοστερόνη και προκαλεί κατακράτηση καλίου. Ενισχύει τη δράση των θειαζιδικών και των διουρητικών της αγκύλης. Προτιμάται σε οιδήματα ή ασκίτη κιρρωτικών ασθενών και ενίοτε σε οιδήματα καρδιακής ανεπάρκειας, που είναι ανθεκτικά σε άλλα διουρητικά. Έχει αναφερθεί καρκινογένεση ήπατος και ενδοκρινών αδένων σε πειραματόζωα.


ΣΠΕΙΡΟΝΟΛΑΚΤΟΝΗ
Spironolactone
Ενδείξεις: Oίδημα και ασκίτης σε έδαφος κίρρωσης του ήπατος, κακοήθης ασκίτης, νεφρωτικό σύνδρομο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός. Βλ. και εισαγωγή.
Αντενδείξεις: Υπερκαλιαιμία, σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Υπερκαλιαιμία και γυναικομαστία οι σπουδαιότερες. Επίσης υπερχλωραιμική οξέωση (ιδιαιτέρως σε κιρρωτικούς), αύξηση ουρίας και ουρικού οξέος αίματος, μαστωδυνία, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, μείωση της libido και ανικανότητα στους άνδρες. Ενίοτε γαστρεντερικές διαταραχές και σπανίως έλκος, εξανθήματα, κεφαλαλγία, υπνηλία, σύγχυση, αταξία, πυρετός.
Προσοχή στη χορήγηση: Σύγχρονη χορήγηση καλίου ή τροφών πλούσιων σε κάλιο μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη υπερκαλιαιμία. Περιοδικός έλεγχος του καλίου του ορού, ιδιαίτερα σε νεφροπαθείς. Επίσης σε διαβήτη και ηλικιωμένα άτομα.
Αλληλεπιδράσεις: Με καλιούχα σκευάσματα και αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου, αυξημένος κίνδυνος υπερκαλιαιμίας. Αυξάνει τα επίπεδα του λιθίου στο αίμα, ενισχύει τη δράση άλλων διουρητικών και των αντιϋπερτασικών φαρμάκων, μειώνει την ανταπόκριση των αγγείων στην νοραδρεναλίνη και τη δράση των από τους στόματος αντιπηκτικών.
Δοσολογία: Συνήθως 25-200 mg/24ωρο ή και μέχρι 400 mg σε δύο δόσεις. Παιδιά 3 mg/kg/24ωρο σε διαιρεμένες δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 25 mg, 100 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ALDACTONE/Vianex: f.c.tab 25 mg x 20, 481, 100 mg x 20, 1149


2.2.5 Ωσμωτικώς δρώντα
Αποβαλλόμενα ταχέως από τους νεφρούς συμπαρασύρουν ύδωρ και νάτριο. Κυριότερες ενδείξεις είναι το εγκεφαλικό οίδημα, οι φαρμακευτικές δηλητηριάσεις, και το γλαύκωμα. Κύρια αντένδειξη είναι η καρδιακή ανεπάρκεια επειδή μπορεί να αυξήσει οξέως τον όγκο του αίματος. Η μαννιτόλη είναι το συνήθως χρησιμοποιούμενο διουρητικό της ομάδας αυτής.


ΜΑΝΝΙΤΟΛΗ
Mannitol
Ενδείξεις: Βλ. εισαγωγή.
Αντενδείξεις: Καρδιακή ανεπάρκεια, μη αναστρέψιμη ανουρία, αφυδάτωση, ενδοκρανιακή αιμορραγία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι, ρίγος, πυρετός, ίλιγγος, δίψα, λήθαργος, σύγχυση, οπισθοστερνικό άλγος, υπονατριαιμία.
Προσοχή στη χορήγηση: Νεφρική ανεπάρκεια, κύηση. Πριν από τη χορήγηση επιβάλλεται προσεκτική εκτίμηση της κατάστασης του καρδιαγγειακού συστήματος και στη συνέχεια συνεχής παρακολούθηση της διούρησης και των ηλεκτρολυτών του ορού. Σε ασθενείς που παραμένουν ανουρικοί μετά τη χορήγηση δοκιμαστικής δόσης να μην επαναλαμβάνεται η χορήγηση. Να αποφεύγεται η εξαγγείωση (κίνδυνος τοπικής νέκρωσης).
Δοσολογία: Σε ενδοφλέβια έγχυση 50-200 g ανά 24ωρο διαλύματος 20%. Δοκιμαστική δόση σε ταχεία έγχυση 20 mg (100 ml).
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 20%
Ιδιοσκευάσματα:
MANNITOL/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.so.inf 20% x 500 ml, 710
MANNITOL/COOPER/Κοπερ: inj.so.inf 20% x 500 ml, 710

2.3 Αντιαρρυθμικά φάρμακα
Ως "αντιαρρυθμικά" χαρακτηρίζονται ουσίες που επηρεάζουν τις ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες της καρδιάς και, επομένως, τον καρδιακό ρυθμό. Τα αντιαρρυθμικά μπορούν να διακόψουν έκτοπους ρυθμούς, αλλά και να προκαλέσουν ή επιδεινώσουν προϋπάρχοντες τέτοιους ρυθμούς ("προαρρυθμική" δράση). Τα αντιαρρυθμικά χορηγούνται για να διακόψουν έκτοπους ρυθμούς με κοιλιακή ή υπερκοιλιακή προέλευση ή για να προλάβουν την εμφάνισή τους, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από την προαρρυθμική τους δράση. Η χορήγηση φλεκαϊνίδης, ενκαϊνίδης ή μορισιζίνης σε χρόνιους εμφραγματικούς ασθενείς με κοιλιακούς έκτοπους παλμούς αύξησε, αντί να μειώσει, τη θνητότητα. Έτσι, η παρουσία κοιλιακών έκτοπων παλμών σε χρόνιο έμφραγμα αποτελεί αντένδειξη για τη χορήγηση αντιαρρυθμικών, με εξαίρεση β-αποκλειστές και, ενδεχομένως, την αμιωδαρόνη. Δεν είναι γνωστό, αν σε άλλες καταστάσεις με κοιλιακούς έκτοπους παλμούς έχουν τα αντιαρρυθμικά παρόμοιες δυσμενείς επιδράσεις. Η κοιλιακή ταχυκαρδία όμως και η μαρμαρυγή εξακολουθούν να θεωρούνται ενδείξεις για τη χορήγηση των αντιαρρυθμικών, γιατί σ'αυτή την επιλεγμένη ομάδα των ασθενών ο κίνδυνος από την αρρυθμία θεωρείται μεγαλύτερος από τον κίνδυνο της ενδεχόμενης προαρρυθμικής δράσης των φαρμάκων αυτών.
Κοινή αντένδειξη όλων των αντιαρρυθμικών είναι ο φλεβοκομβοκολπικός και ο κολποκοιλιακός αποκλεισμός, εφόσον δεν υπάρχει τοποθετημένος κατάλληλος βηματοδότης, καθώς και, συνήθως, οι έκτοποι ρυθμοί από διαφυγή.
Η τάξη Ι των αντιαρρυθμικών (ταξινόμηση Vaughan Williams) αφορά στην αναστολή των διαύλων Na+ κατά τη φάση 0 του καρδιακού κύκλου σε κύτταρα με έντονα αρνητικό δυναμικό μεμβράνης, όπως είναι τα κοιλιακά. Γι αυτό τα αντιαρρυθμικά με δράση της τάξης Ι επηρεάζουν εντονότερα τις κοιλιακές παρά τις υπερκοιλιακές αρρυθμίες. Η αντιαρρυθμική δράση της τάξης Ι υποδιαιρείται σε 3 υποκατηγορίες. Η τάξη Ia (ομάδα κινιδίνης) αφορά σε παράταση της διάρκειας του συμπλέγματος QRS (μείωση αγωγιμότητας), με παράλληλη παράταση του διαστήματος JT. Η τάξη Ib (ομάδα λιδοκαΐνης) δεν θίγει το σύμπλεγμα QRS, ενώ βραχύνει (ή δεν επηρεάζει) το διάστημα JT. Η τάξη Ic (ομάδα φλεκαϊνίδης), τέλος, αφορά σε παράταση της διάρκειας του QRS (μείωση αγωγιμότητας), χωρίς να επηρεάζει το διάστημα JT.
Η αντιαρρυθμική δράση της τάξης ΙΙ εκδηλώνεται από τους β-αποκλειστές που μειώνουν την κλίση της φάσης 4. Τα φάρμακα με αυτήν τη δράση αναστέλλουν τον αυτοματισμό του φλεβοκόμβου και των έκτοπων κέντρων. Έτσι προκαλούν βραδυκαρδία και δρουν αντιαρρυθμικά. Οι β-αποκλειστές είναι η μόνη κατηγορία φαρμάκων με (ήπια) αντιαρρυθμική δράση που έχει δειχθεί ότι παρατείνουν τη ζωή στο χρόνιο έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η αντιαρρυθμική δράση της τάξης ΙΙΙ χαρακτηρίζεται από αναστολή του αναπολωτικού ρεύματος K+ με αποτέλεσμα καθυστέρηση της αναπόλωσης, και συνέπεια την παράταση της ανερέθιστης περιόδου και του διαστήματος JT. Η χρήση αντιαρρυθμικών με δράση της τάξης ΙΙΙ σε χρόνιο έμφραγμα με κοιλιακούς έκτοπους παλμούς απαλλάσσει από τις αρρυθμίες χωρίς να βραχύνει την επιβίωση, ενώ μειώνει τους αιφνίδιους θανάτους.
Η τάξη IV αφορά σε αναστολή των διαύλων Ca2+ κυρίως σε κύτταρα με ασθενές αρνητικό δυναμικό μεμβράνης, όπως είναι των υπερκοιλιακών ιστών. Γι αυτό τα αντιαρρυθμικά μ' αυτή τη δράση είναι αποτελεσματικά κυρίως σε υπερκοιλιακές αρρυθμίες.
Η διέγερση των χολινεργικών υποδοχέων καταλήγει σε ειδικούς διαύλους Κ+ με αποτέλεσμα τη βραδυκαρδία και επιμήκυνση της κολποκοιλιακής αγωγής. Η αναστολή των χολινεργικών υποδοχέων συνεπάγεται τα αντίθετα αποτελέσματα. Διέγερση των χολινεργικών υποδοχέων προκαλεί η δακτυλίτιδα (που επίσης αναστέλλει την αντλία ανταλλαγής K+-Na+) και η μορφίνη, καθώς και τα γνωστά βαγομιμητικά φάρμακα. Αναστολή των ίδιων υποδοχέων προκαλούν η ατροπίνη και τα συγγενή της, καθώς και η κινιδίνη, δισοπυραμίδη κλπ.
Η διέγερση των πουρινεργικών υποδοχέων έχει δράση που θυμίζει τη δράση του παρασυμπαθητικού. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της ομάδας είναι η αδενοσίνη και η τριφωσφορική αδενοσίνη.
Η αδενοσίνη ανήκει στα πουρινικά νουκλεοσίδια και ανευρίσκεται σε όλα τα κύτταρα του σώματος. Χορηγούμενη ενδοφλεβίως ασκεί αρνητική δρομότροπη δράση στον κολποκοιλιακό κόμβο. Εξαιτίας αυτής της δράσης διακόπτονται τα κυκλώματα επανεισόδου, τα οποία εμπλέκονται στις παροξυσμικές υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, για τον τερματισμό των οποίων θεωρείται φάρμακο εκλογής. Έχει βραχεία διάρκεια δράσης (χρόνος ημιζωής 8''-10'') αλλά εξίσου βραχείας διάρκειας είναι και οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Πλεονέκτημα έναντι της βεραπαμίλης είναι ότι μπορεί να χορηγηθεί μετά από ένα β-αποκλειστή ενώ η δεύτερη προτιμάται σε συνύπαρξη βρογχικού άσθματος.
Όλα τα αντιαρρυθμικά έχουν, άλλο μικρότερη άλλο μεγαλύτερη, αρνητική ινότροπη δράση και μπορούν έτσι να επιδεινώσουν μια καρδιακή ανεπάρκεια.
Σοβαρός κίνδυνος από όλα τα αντιαρρυθμικά είναι, όπως αναφέρθηκε, η προαρρυθμική τους δράση. Σαν τέτοια νοείται η εμφάνιση νέας ή η επιδείνωση προϋπάρχουσας αρρυθμίας σε θεραπευτικά επίπεδα του φαρμάκου. Τυπικές περιπτώσεις είναι η εμφάνιση πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας τύπου ριπιδίου (ή "συστροφής των αιχμών") σε συνδυασμό με μακρό διάστημα QT και βραδυκαρδία, νέα εμφάνιση εμμένουσας μονόμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας (ή μετατροπή της μη εμμένουσας σε εμμένουσα), νέα εμφάνιση πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας χωρίς παράταση του QT, σημαντική αύξηση της συχνότητας των κοιλιακών έκτοπων παλμών, καθώς και αντίστοιχες μεταβολές στην ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.
Κατά κανόνα, ο συνδυασμός δύο αντιαρρυθμικών με την ίδια τάξη αντιαρρυθμικής δράσης δεν προσφέρει πλεονεκτήματα. Μπορεί όμως να συνδυασθεί η λιδοκαΐνη με ένα άλλο αντιαρρυθμικό της τάξης Ι ή ΙΙΙ στη φάση της διακοπής της ενδοφλέβιας έγχυσής της. Φάρμακα της τάξης ΙΙ και IV εμφανίζουν κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες (αρνητική ινότροπη, χρονότροπη και δρομότροπη δράση), γιαυτό ο συνδυασμός τους κατά κανόνα αποφεύγεται. Δεν αποκλείεται να υπάρχουν ειδικές περιπτώσεις συνδυασμών με ευνοϊκή επίδραση, αλλά αυτές δεν έχουν αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία.
Σε κακοήθεις ταχυαρρυθμίες (κοιλιακή ταχυκαρδία ή μαρμαρυγή) η αναζήτηση του καταλληλότερου φαρμάκου πρέπει να γίνεται συνήθως με ηλεκτροφυσιολογική μελέτη. Η αμιωδαρόνη ενδέχεται να δρα ευνοϊκά παρά τα αρνητικά αποτελέσματα τέτοιας μελέτης.
Πριν χορηγηθεί ένα αντιαρρυθμικό πρέπει να εξετασθεί μήπως δεν χρειάζεται καμιά αγωγή ή μήπως απαιτείται αιτιολογική αντιμετώπιση ή, τέλος, μήπως χρειάζεται επιλογή της αγωγής σε εξειδικευμένο κέντρο.


2.3.1 Τάξη Ιa
Με δράση κυρίως της τάξης Ιa είναι η κινιδίνη, προκαϊναμίδη και δισοπυραμίδη. Γενικά, εφόσον οι άλλοι όροι είναι ίδιοι, σε ηλικιωμένα άτομα προτιμώνται η κινιδίνη ή η προκαϊναμίδη. Σε ασθενείς με υποσυσπαστικότητα ή με νεφρική ανεπάρκεια προτιμάται η κινιδίνη, ενώ σε άτομα με αιματολογικά προβλήματα ή ηπατική ανεπάρκεια η δισοπυραμίδη. Αν το άτομο είναι δακτυλιδισμένο, προτιμάται η προκαϊναμίδη.

ΔΙΣΟΠΥΡΑΜΙΔΗ ΦΩΣΦΟΡΙΚΗ
Disopyramide Phosphate
Ενδείξεις: Πρόληψη ή αντιμετώπιση κοιλιακής ταχυκαρδίας ή μαρμαρυγής σε ασθενείς που έχουν εμφανίσει ήδη τέτοιες αρρυθμίες, ιδιαίτερα σε εκείνους όπου λόγω αιματολογικών προβλημάτων ή ηπατικής ανεπάρκειας αντενδείκνυται η χορήγηση κινιδίνης ή προκαϊναμίδης.
Αντενδείξεις: Καρδιογενές shock, κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου και 3ου βαθμού, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Καρδιακή ασυστολία, υπόταση, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ξηροστομία, διαταραχές όρασης, επίσχεση ούρων. Σπάνια δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός, ανορεξία, αδυναμία, έμετοι, εξανθήματα, αύξηση χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, ηπατικών ενζύμων, ουρίας και κρεατινίνης, αναιμία, υποκαλιαιμία, υπογλυκαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Τα διουρητικά αυξάνουν την τοξικότητα του φαρμάκου λόγω υποκαλιαιμίας. Mε ριφαμπικίνη ελαττώνεται η στάθμη της δισοπυραμίδης στο πλάσμα ενώ με ερυθρομυκίνη αυξάνεται.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε συνύπαρξη καρδιακής ανεπάρκειας, κολπικής μαρμαρυγής ή κολπικού πτερυγισμού να προηγείται δακτυλιδισμός. Σε παράταση του QT ή του QRS πέραν του 25% του αναμενόμενου, κολποκοιλιακό αποκλεισμό 2ου ή 3ου βαθμού, διδεσμικό ή τριδεσμικό αποκλεισμό, να διακόπτεται η χορήγηση. Προσοχή επίσης σε κολποκοιλιακό αποκλεισμό 1ου βαθμού, κύηση, ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Η αντιχολινεργική της δράση πιθανόν να προκαλέσει επιδείνωση του γλαυκώματος, της στένωσης του πυλωρού, της βαρείας μυασθένειας ή επίσχεση ούρων σε ασθενείς με υπερτροφία του προστάτη. Να γίνεται διόρθωση τυχόν διαταραχών του καλίου, διότι η θεραπευτική και τοξική της δράση επηρεάζεται από τα επίπεδα καλίου.
Δοσολογία: Από το στόμα: 300-800 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις. Δισκία βραδείας αποδέσμευσης: 250-375 mg/ 12ωρο. Βραδέως (τουλάχιστον 5 λεπτά) ενδοφλεβίως: 2 mg/kg (μέγιστη δόση 150 mg) με σύγχρονη ΗΚΓραφική καταγραφή. Στη συνέχεια σε βραδεία έγχυση συντήρησης 0.4 mg/kg ανά ώρα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
s.r.c. tablets 250 mg
capsules 100 mg
inject. solution 50 mg/5 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
RYTHMODAN/Hoechst Marion Roussel: s.r.c.tab 250 mg x 20, 1604, caps 100 mg x 30, 1035, inj.sol 50 mg/5 ml-amp x 25, 3610


* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε δισοπυραμίδη.


ΚΙΝΙΔΙΝΗ

Quinidine
Ενδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία υπερκοιλιακών και κοιλιακών αρρυθμιών, διατήρηση του φυσιολογικού ρυθμού μετά από ηλεκτρική ανάταξη. Βλ. Εισαγωγή.
Αντενδείξεις: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός, καρδιακή ανεπάρκεια, ιστορικό υπερευαισθησίας στο φάρμακο ή στην κινίνη, τοξικός δακτυλιδισμός, παρατεταμένο διάστημα QT.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Εμβοές ώτων, διαταραχές όρασης, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι, κοιλιακοί πόνοι, διάρροια, αιμολυτική αναιμία, θρομβοπενική πορφύρα, ακοκκιοκυτταραιμία, αναφυλακτική αντίδραση μέχρι και καταπληξία. Επίσης ερυθρότητα του δέρματος, κνησμός, ασθματική κρίση. Σε κολπικό πτερυγισμό, αν δοθεί χωρίς να έχει προηγηθεί δακτυλιδισμός, μπορεί να επιτρέψει αγωγή 1:1 με επικίνδυνα υψηλή κοιλιακή συχνότητα. Μπορεί να προκαλέσει βαριές κοιλιακές αρρυθμίες, ιδίως του τύπου πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας (συστροφή των αιχμών - Torsade des pointes). Μπορεί, τέλος, να επιτείνει την καρδιακή ανεπάρκεια.
Αλληλεπιδράσεις: Επιτείνει τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών και αντιχολινεργικών. Με διουρητικά κίνδυνος τοξικής δράσης από υποκαλιαιμία. Μπορεί ν' αυξήσει τα επίπεδα της δακτυλίτιδας στο αίμα. Βαρβιτουρικά και φαινυτοΐνη αυξάνουν τα επίπεδά της στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Δοκιμαστική χορήγηση 200 mg για να αποκαλυφθούν πιθανές αντιδράσεις υπερευαισθησίας. H χορήγηση προηγουμένως δακτυλίτιδας μπορεί να ελαττώσει την ευαισθησία του καρδιακού μυός στην κινιδίνη. Βλ. επίσης Αλληλεπιδράσεις. Το φάρμακο πρέπει να διακοπεί, όταν το QRS παραταθεί πάνω από 35% ή το QT παραταθεί σαφώς, ιδίως αν δεν έχουν υποχωρήσει οι εκτακτοσυστολές.
Δοσολογία: Για θεραπεία 200 mg θειικής κινιδίνης 4-5 φορές την ημέρα, αυξάνοντας τη δόση τις επόμενες ημέρες (μέγιστη δόση 3-4 g/24ωρο). Δόση συντήρησης 200-400 mg 3-4 φορές την ημέρα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 150 mg
s.r.f.c. tablets 213.5 (200) mg
Ιδιοσκευάσματα:
YDROQUINIDINE COOPER/Κοπερ: tab 150 mg x 20, 714
KINIDIN DURULES/Astra: s.r.f.c.ta 213.5 (200) mg x 30, 1373


ΠΡΟΚΑΪΝΑΜΙΔΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Procainamide Hydrochloride
Ενδείξεις: Κοιλιακές αρρυθμίες, ιδίως μετά οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου Kολπική ταχυκαρδία. Βλ.και εισαγωγή.
Αντενδείξεις: Ιστορικό υπερευαισθησίας, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, καρδιακή ανεπάρκεια, υπόταση, ερυθηματώδης λύκος.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, έμετοι, διάρροια, πυρετός, σύνδρομο παρόμοιο προς του ερυθηματώδους λύκου, ακοκκιοκυτταραιμία, ιδίως μετά μακροχρόνια χορήγηση, νεφρωσικό σύνδρομο, καρδιακή ανεπάρκεια, υπόταση σε ενδοφλέβια χορήγηση.
Αλληλεπιδράσεις: Ενισχύει τον νευρομυικό αποκλεισμό τον προκαλούμενο από ορισμένα φάρμακα, όπως πχ. οι αμινογλυκοσίδες, καθώς και την υποτασική δράση θειαζιδών και αντιϋπερτασικών φαρμάκων. Έχει συνεργική δράση με τα αντιχολινεργικά.
Προσοχή στη χορήγηση: Βρογχικό άσθμα, μυασθένεια, νεφρική ανεπάρκεια (αύξηση των μεσοδιαστημάτων χορήγησης). Διαλύματα με έντονη χροιά ή ίζημα να απορρίπτονται.
Δοσολογία: Από το στόμα: 250-500 mg/4-8 ώρες. Παιδιά 50 mg ανά 24ωρο σε 4-6 δόσεις. Ενδοφλεβίως: 100 mg/min με ΗΚΓραφική παρακολούθηση και επανάληψη της δόσης ανά 5 λεπτά μέχρι να ελεγχθεί η αρρυθμία ή να εμφανισθούν ανεπιθύμητες ενέργειες, συνολική δόση μέχρι 1 g. Στη συνέχεια δόση συντήρησης 0.25-2 mg/min ενδοφλεβίως. Ενδομυικώς: 250-500 mg ανά 6-8 ώρες.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
injection 100 mg/10 ml-vial
Ιδιοσκευάσματα:
PRONESTYL/BMS(IΦET): tab 250 mg x 100, inj.sol 100 mg/10 ml-vial x 1

2.3.2 Τάξη Ib
Περιλαμβάνει φάρμακα με τη μικρότερη συνήθως πιθανότητα σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών. Γενικά δεν είναι ισχυρά αντιαρρυθμικά, με την εξαίρεση της λιδοκαΐνης, που είναι το φάρμακο εκλογής σε παροξυσμό κοιλιακής ταχυκαρδίας ή μαρμαρυγής, ιδίως ισχαιμικής αιτιολογίας.


ΛΙΔΟΚΑΪΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ [ή Λιγνοκαΐνη υδροχλωρική (Lignocaine hydrochloride)]
Lidocaine Hydrochloride
Ενδείξεις: Κοιλιακές αρρυθμίες, ιδίως μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Ως τοπικό αναισθητικό βλ. 15.1.
Αντενδείξεις: Όλοι οι βαθμοί κολποκοιλιακού αποκλεισμού, νόσος του φλεβοκόμβου, σοβαρή μείωση μυοκαρδιακής συσπαστικότητας, πορφυρία, υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ζάλη, σύγχυση, παραισθήσεις, σπασμοί, άπνοια, καταπληξία, ασυστολία.
Αλληλεπιδράσεις: Τα διουρητικά ανταγωνίζονται τη δράση της λόγω της υποκαλιαιμίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιακή και ηπατική ανεπάρκεια (μικρότερες δόσεις).
Δοσολογία: Ενδοφλεβίως: 50-100 mg διαλύματος 2% μονομιάς. Η δόση μπορεί να επαναληφθεί σε 5 λεπτά. Δόση συντήρησης 1-4 mg/min σε στάγδην ενδοφλέβια έγχυση.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Οι παρασκευαζόμενες αραιώσεις μπορούν να διατηρηθούν για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου. Προτιμάται όμως η χρήση προσφάτως παρασκευαζόμενων αραιώσεων.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 2%
Ιδιοσκευάσματα:
XYLOCAINE/Φαρμαλεξ: inj.sol 2% (20 mg/ ml) x 5 vials x 50 ml, 4784

* Οι περιεκτικότητες εκφράζονται σε λιδοκαΐνη.


ΜΕΞΙΛΕΤΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Mexiletine Hydrochloride
Ενδείξεις: Βλ. Λιδοκαΐνη.
Αντενδείξεις: Βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βραδυκαρδία, υπόταση, σύγχυση, δυσαρθρία, νυσταγμός, τρόμος, ναυτία, έμετοι, διάρροια. Ίκτερος, ηπατίτιδα και αιματολογικές διαταραχές.
Αλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Λιδοκαΐνη.
Δοσολογία: Από το στόμα: 200-400 mg ανά 6-8 ώρες. Κάψουλες βραδείας αποδέσμευσης: 360 mg/12ωρο. Ενδοφλεβίως: 100-250 mg εντός 5-10 λεπτών. Στη συνέχεια βραδεία έγχυση 250 mg αραιωμένων σε ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης σε μία ώρα. Ακολούθως βραδεία έγχυση 125 mg σε 2 ώρες και στη συνέχεια 0.5 mg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 200 mg
con.r. capsules 360 mg
inject. solution 250 mg/10 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
MEXITIL/Boehringer Ingelheim: caps 200 mg x 30, 1496, con.r.caps 360 mg x 20, 2398 inj.sol 250 mg/10 ml-amp x 5, 706


ΦΑΙΝΥΤΟΪΝΗ*
Phenytoin
Ενδείξεις: Κοιλιακές ή υπερκοιλιακές αρρυθμίες προερχόμενες κυρίως από τοξικό δακτυλιδισμό. Λοιπές ενδείξεις βλ. 4.4.
Δοσολογία: Ενδοφλεβίως και με σύγχρονη παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης, 250 mg (σε ρυθμό που να μην υπερβαίνει τα 50 mg/min). Σε ανάγκη επανάληψη της δόσης μετά 10 λεπτά. Στη συνέχεια χορήγηση από το στόμα, για διατήρηση του αποτελέσματος, 100-300 mg ανά 24ωρο.
Λοιπά: Βλ. 4.4.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 100 mgα
oral suspension 30 mgβ/5 ml
inject. solution 250 mgα/5 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
EPANUTIN/Warner-Lambert: caps 100 mg x 100, 822, oral.susp 30 mg/5 ml x 125 ml, 513, inj.sol 250 (229.95) mgα/5 ml-amp x 5, 3970
* ή

* ή Διφαινυλυδαντοΐνη (Diphenylhydantoin)
(α) phenytoin sodium
(β) phenytoin

2.3.3 Τάξη Ic

ΠΡΟΠΑΦΑΙΝΟΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Propafenone Hydrochloride
Ενδείξεις: Κοιλιακές και υπερκοιλιακές αρρυθμίες.
Αντενδείξεις: Μη ελεγχόμενη καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιογενής καταπληξία, βραδυκαρδία, διαταραχές της αγωγιμότητας, σύνδρομο βραδυκαρδίας-ταχυκαρδίας, πνευμονοπάθεια, διαταραχές ηλεκτρολυτών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αιμωδία γλώσσας-χειλέων (τοπική αναισθητική δράση). Κεφαλαλγία, ζάλη, φωταψίες, ναυτία, ορθοστατικό σύνδρομο, χολόσταση, διαταραχές της αγωγής, επιδείνωση καρδιακής ανεπάρκειας, πολύμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή.
Αλληλεπιδράσεις: Η δράση της ενισχύεται από άλλα τοπικά αναισθητικά και τους β-αποκλειστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε κύηση, ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Σε αποφρακτικά νοσήματα των αεροφόρων οδών που οφείλονται σε δράση των β-αναστολέων. Στην αρχή πρέπει να γίνεται συχνός έλεγχος του HKΓραφήματος και της αρτηριακής πίεσης.
Δοσολογία: Από το στόμα: 150-600 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 150 mg, 300 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ΡΥΘΜΟΝΟΡΜ/Φαρμαλεξ: f.c.tab 150 mg x 50, 2794, 300 mg x 50, 5395

2.3.4 Τάξη ΙΙ
Αντιαρρυθμικά με δράση της τάξης ΙΙ είναι οι β-αποκλειστές (βλ. 2.4). Είναι ήπια αντιαρρυθμικά και χρησιμοποιούνται κυρίως για την καταπολέμηση της ταχυκαρδίας και των αρρυθμιών που εμφανίζονται είτε με ταχυκαρδία ή σε ισχαιμία του μυοκαρδίου ή συνοδεύονται από διέγερση του συμπαθητικού. Ειδικά η σοταλόλη εμφανίζει έντονη δράση της τάξης ΙΙΙ.

2.3.5 Τάξη ΙΙΙ
Αντιαρρυθμική δράση της τάξης ΙΙΙ έχουν κυρίως η αμιωδαρόνη, η σοταλόλη, το βρετύλιο και τα παράγωγά τους. Η αμιωδαρόνη είναι από τα ισχυρότερα αντιαρρυθμικά και μπορεί να είναι επιτυχής εκεί που όλα τα άλλα απέτυχαν. Οι συχνές και μερικές φορές επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειές της περιορίζουν τη χρήση της στις θανάσιμες αρρυθμίες που είναι ανθεκτικές στα υπόλοιπα αντιαρρυθμικά. Πρέπει να σημειωθεί εντούτοις ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την καρδιά είναι σπανιότερες και ηπιότερες από των άλλων αντιαρρυθμικών. Οι ενδείξεις που υπάρχουν για τη χρήση της σε κακοήθεις αρρυθμίες μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου είναι ενθαρρυντικές.


ΑΜΙΩΔΑΡΟΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Amiodarone Hydrochloride
Ενδείξεις: Υπερκοιλιακές και κοιλιακές αρρυθμίες, ιδίως ανθεκτικές σε άλλα αντιαρρυθμικά ή από σύνδρομο Wolff-Parkinson-White.
Αντενδείξεις: Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κύηση, θηλασμός, διαταραχές του θυρεοειδή, υπερευαισθησία στο φάρμακο. Πρέπει να αποφεύγεται η ενδοφλέβια χορήγηση σε σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, σοβαρή αρτηριακή υπόταση και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ελαφρές: βραδυκαρδία, κεφαλαλγία, αρθραλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, μεταλλική γεύση, τρόμος, ίλιγγος, εφιάλτες, εναπόθεση λιποφουσκίνης στον κερατοειδή που υποχωρεί με τη διακοπή του φαρμάκου, φωτοευαισθησία, εξανθήματα, κυανή χρώση δέρματος. Μέσης βαρύτητας: υπερθυρεοειδισμός, υποθυρεοειδισμός, νεφροπάθεια. Βαριές (σπάνιες): σύνδρομο μακρού QT με παροξυσμούς "συστροφής των αιχμών". Πνευμονική ίνωση.
Αλληλεπιδράσεις: Με β-αποκλειστές, ανταγωνιστές ασβεστίου ή αναστολείς της ΜΑΟ επιτείνεται η αρνητική δρομότροπη δράση της. Με αντιαρρυθμικά τάξης Ι αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας λόγω παράτασης του διαστήματος QT που προκαλούν και αυτά. Ενισχύει τη δράση της διγοξίνης και βαρφαρίνης. Επηρεάζει τις δοκιμασίες του θυρεοειδή.
Προσοχή στη χορήγηση: Στην εγκυμοσύνη. Σε χρόνια χορήγηση να αποφεύγεται η έκθεση στον ήλιο. Eπίσης απαιτείται έλεγχος της λειτουργίας ήπατος και θυρεοειδούς. Η εκδήλωση πλήρους φαρμακολογικής δράσης σε χορήγηση από το στόμα απαιτεί 2 περίπου εβδομάδες και διαρκεί 30-45 ημέρες μετά τη διακοπή της. Σε ενδοφλέβια χορήγηση η δράση είναι ταχεία, αλλά δε συνοδεύεται από παράταση του διαστήματος QT, που είναι χαρακτηριστική της χορήγησης από το στόμα. Επίσης υπάρχει κίνδυνος καρδιακής ανεπάρκειας, που στην χορήγηση από το στόμα εξισορροπείται από την περιφερική αγγειοδιασταλτική δράση του φαρμάκου (μείωση μεταφορτίου).
Δοσολογία: Από το στόμα: 200 mg ανά 8ωρο για 1 εβδομάδα, 200 mg ανά 12ωρο για μια ακόμη εβδομάδα. Η δόση συντήρησης είναι συνήθως 200 mg ημερησίως ή η ελάχιστη που απαιτείται για τον έλεγχο της αρρυθμίας. Ενδοφλεβίως (σε επικίνδυνες αρρυθμίες): δόση εφόδου 5 mg/kg εντός 3 λεπτών. Στη συνέχεια 300 mg σε 250-500 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης εντός 30-120 λεπτών.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 200 mg
inject. solution 150 mg/3 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ANGORON/Sanofi Winthrop: tab 200 mg x 30, 1378, inj.sol 150 mg/3 ml-amp x 6, 865


ΣΟΤΑΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Sotalol Hydrochloride
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Προτιμάται περισσότερο ως αντιαρρυθμικό γιατί προκαλεί σημαντική παράταση του διαστήματος QT. Πρόληψη από νέο έμφραγμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Υπέρταση και στηθάγχη: 80 mg 2 φορές την ημέρα ή 160 mg μια φορά την ημέρα. Δόση συντήρησης 160-480 mg την ημέρα. Αρρυθμίες: 120-240 mg την ημέρα σε μία ή διαιρεμένες δόσεις. Θυρεοτοξίκωση: 120-240 mg την ημέρα σε μία ή περισσότερες δόσεις. Προφύλαξη μετά από έμφραγμα: 320 mg την ημέρα αρχίζοντας 5-20 ημέρες μετά το έμφραγμα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 80 mg, 160 mg
Ιδιοσκευάσματα:
SOTALEX/BMS(IΦET): tab 80 mg x 30, 160 mg x 30


2.3.6 Τάξη IV
Αντιαρρυθμική δράση της τάξης IV έχουν οι αποκλειστές των διαύλων ασβεστίου, και κυρίως η βεραπαμίλη. Η βεραπαμίλη δρα στους βηματοδότες με βραδεία ανταπόκριση που βρίσκονται κυρίως σε υπερκοιλιακούς ιστούς, γι' αυτό και είναι δραστική κατεξοχήν σε υπερκοιλιακές αρρυθμίες.


ΒΕΡΑΠΑΜΙΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Verapamil Hydrochloride
Ενδείξεις: Υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες, ιδίως αυτές που οφείλονται σε μηχανισμό επανεισόδου. Κολπικός πτερυγισμός ή μαρμαρυγή με υψηλή κοιλιακή συχνότητα (ενδέχεται να καταστήσει ρυθμική την κοιλιακή ανταπόκριση στην κολπική μαρμαρυγή χωρίς να ανατάξει τη μαρμαρυγή). Στεφανιαία ανεπάρκεια, ιδίως όταν συνυπάρχει σπασμός. Αρτηριακή υπέρταση.
Αντενδείξεις: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου και 3ου βαθμού, βραδυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια, καταπληξία, βαριά υπόταση, νόσος φλεβοκόμβου, κολπικός πτερυγισμός ή μαρμαρυγή που επιπλέκουν το σύνδρομο Wolff Parkinson White.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Δυσκοιλιότητα, ναυτία, έμετοι, υπόταση, βραδυκαρδία, ασυστολία, κυρίως μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Σπανίως κεφαλαλγία, ζάλη, ταχυκαρδία, ηπατίτιδα, αλλεργικές αντιδράσεις, γυναικομαστία και υπερπλασία των ούλων μετά από μακρόχρονη θεραπεία.
Αλληλεπιδράσεις: Με β-αποκλειστές δυνατόν να προκληθεί ασυστολία ή κολποκοιλιακός αποκλεισμός.
Προσοχή στη χορήγηση: Κύηση. Σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια (παρατείνεται η δράση της). Όταν απαιτηθεί η χορήγησή της σε ασθενείς που λαμβάνουν β-αποκλειστές να μεσολαβεί 8ωρο χρονικό διάστημα από της διακοπής τους. Η ενδοφλέβια χορήγηση να γίνεται βραδέως με ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση. Στο σύνδρομο WPW επί συνυπάρξεως κολπικής μαρμαρυγής υπάρχει κίνδυνος αναπτύξεως κοιλιακής ταχυκαρδίας.
Δοσολογία: Από το στόμα: 40-120 mg τρεις φορές την ημέρα. Δισκία και κάψουλες βραδείας αποδέσμευσης: 120-140 mg/ 24ωρο. Ενδοφλεβίως: 5 mg εφάπαξ σε 2 λεπτά. Επαναχορήγηση μετά 10 λεπτά αν είναι απαραίτητο. Σε στάγδην έγχυση 5-10 mg σε 1 ώρα. Μέγιστη δόση 100 mg ανά 24ωρο.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c .tablets 80 mg
f.c. tablets 40 mg, 80 mg, 120 mg
s.r.f.c. tablets 240 mg
con.r. capsules 120 mg, 180 mg, 240 mg
inject. solution 5 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
BROVICARPINE/Rafarm: c.tab 80 mg x 20, 467
ELANVER/Remedina: con.r.caps 120 mg x 30, 1384, 180 mg x 24, 1779, 240 mg x 24, 2613
ISOPTIN/Φαρμαλεξ: f.c.tab 40 mg x 30, 381, 80 mg x 20, 583, 120 mg ´ 20, 930, s.r.f.c.ta 240 mg ´ 20, 2333, inj.sol 5 mg/2 ml-amp ´ 5, 625


2.3.7 Διάφορα άλλα φάρμακα
Περιγράφονται η αδενοσίνη, η ατροπίνη και το γλυκονικό ασβέστιο που χορηγούνται και σε ορισμένες διαταραχές του ρυθμού.


ΑΔΕΝΟΣΙΝΗ
Adenosine
Ενδείξεις: Ταχεία επάνοδος σε φλεβοκομβικό ρυθμό παροξυσμικών υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών συμπεριλαμβανομένων και εκείνων με πρόσθετα δεμάτια (σύνδρομο Wolf-Parkinson-White). Βοηθητικό στη διαφορική διάγνωση σύμπλοκων υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών.
Αντενδείξεις: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου και 3ου βαθμού και σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου εκτός εάν υπάρχει βηματοδότης, βρογχικό άσθμα, υπόταση (<100 mmHg).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Παροδικό ερύθημα προσώπου, πόνοι στο θώρακα, δύσπνοια, βρογχόσπασμος, ναυτία, ελαφρός πονοκέφαλος. Σπανιότερα ανησυχία, εφίδρωση, αίσθημα παλμών και πόνοι στα άκρα. Έχουν αναφερθεί σοβαρή βραδυκαρδία που μπορεί να απαιτήσει βηματοδότη, καθώς και παροδική κολπική μαρμαρυγή.
Αλληλεπιδράσεις: Η διπυριδαμόλη, αναστολέας της πρόσληψης αδενοσίνης μπορεί να ενισχύσει τη δράση της (κίνδυνος τοξικότητας). Ομοίως τα φάρμακα που επιβραδύνουν την καρδιακή αγωγιμότητα (συνεργική δράση). Η θεοφυλλίνη και τα παράγωγά της ανταγωνίζονται την αντιαρρυθμική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Ασθενείς με κολπικό πτερυγισμό ή μαρμαρυγή και με πρόσθετα δεμάτια ενδέχεται να εμφανίσουν αυξημένη αγωγιμότητα δια μέσου της οδού αυτής. Σε ασθενείς με παράταση του διαστήματος QT (κίνδυνος εμφάνισης torsade de pointes). Σε ασθενείς με χρόνια πνευμονική ανεπάρκεια. Σε εγκυμοσύνη και γαλουχία χορήγηση σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης (άγνωστη η επίδραση στο έμβρυο).
Δοσολογία: 3 mg σε άμεση και ταχεία ενδοφλέβια έγχυση με συνεχή ΗΚΓραφική παρακολούθηση. Εάν δεν ελεγχθεί η ταχυκαρδία χορηγούνται μετά 1-2 λεπτά ακόμα 6 mg και εάν δεν υπάρξει αποτέλεσμα μετά 1-2 λεπτά 12 mg επίσης σε άμεση ενδοφλέβια ένεση. Δεν προτείνονται υψηλότερες δόσεις, ιδιαίτερα αν έχει προκληθεί κάποιου βαθμού αποκλεισμός της αγωγής.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 6 mg/2 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
ADENOCOR/Sanofi Winthrop: inj.sol 6 mg/ 2 ml-vial x 6, 12192

ΑΤΡΟΠΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ
Atropine Sulphate
Ενδείξεις: Βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός παρασυμπαθητικοτονικής αιτιολογίας. Λοιπές ενδείξεις βλ. 1.2.1.1, 11.3.1, 15.2.8 και 17.
Δοσολογία: 0.3-1 mg εφάπαξ παρεντερικώς (μέγιστη δόση μέχρι 3 mg ανά 24ωρο). Παιδιά: 0.01 mg/kg (μέγιστη δόση 0.4 mg ανά 24ωρο).
Λοιπά: Βλ. 1.2.1.1.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:

ΑΤΡΟΠΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ/DEMO/Demo: inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 50, -x 100, 60 (τιμή ανά amp)

2.4 β-Αδρενεργικοί αποκλειστές
Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των φαρμάκων είναι ο αποκλεισμός των β-αδρενεργικών υποδοχέων. Σήμερα είναι διαθέσιμοι αρκετοί β-αδρενεργικοί αποκλειστές που σε γενικές γραμμές είναι εξίσου δραστικοί. Ωστόσο μεταξύ τους έχουν διαφορές που μπορεί να επηρεάσουν την επιλογή του φαρμάκου που θα χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία συγκεκριμένης νόσου ή ασθενή.
Η ενδογενής συμπαθητικομιμητική δράση εκφράζει την ικανότητα ενός αδρενεργικού αποκλειστή τόσο να διεγείρει όσο και να αναστέλλει αδρενεργικούς υποδοχείς. Η οξπρενολόλη και η πινδολόλη έχουν ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση και προκαλούν μικρότερου βαθμού βραδυκαρδία και ψυχρότητα στα κάτω άκρα σε σύγκριση με άλλους β-αποκλειστές.
Μερικοί β-αποκλειστές είναι λιποδιαλυτοί ενώ άλλοι είναι υδατοδιαλυτοί. Η ατενολόλη, η σελιπρολόλη, η ναδολόλη και η σοταλόλη είναι οι κατεξοχήν υδατοδιαλυτοί. Ως εκ τούτου είναι λιγότερο πιθανό να εισέλθουν στον εγκέφαλο και έτσι προκαλούν λιγότερες διαταραχές του ύπνου και εφιάλτες. Οι υδατοδιαλυτοί β-αποκλειστές απεκκρίνονται από τους νεφρούς και συσσωρεύονται σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας. Σαν αποτέλεσμα σ´ αυτές τις περιπτώσεις απαιτείται μείωση της δόσης τους. Πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση β-αποκλειστών σε ασθενείς με αρχόμενη καρδιακή ανεπάρκεια και με 2ου ή 3ου βαθμό κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Η σοταλόλη είναι πιθανό να επιμηκύνει το διάστημα QT και έχει προκαλέσει σε μερικές περιπτώσεις κοιλιακές αρρυθμίες επικίνδυνες για την ζωή. Είναι σημαντικό να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή της υποκαλιαιμίας σε ασθενείς που λαμβάνουν σοταλόλη.
Η λαβηταλόλη και η σελιπρολόλη είναι β-αποκλειστές που επιπρόσθετα προκαλούν αγγειοδιαστολή των αρτηριολίων και μειώνουν με αυτόν τον τρόπο τις περιφερικές αντιστάσεις. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι αυτά τα φάρμακα πλεονεκτούν σημαντικά των υπολοίπων β-αποκλειστών στην αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης.
Η χορήγηση β-αποκλειστών πρέπει να αποφεύγεται εκτός αν δεν υπάρχει εναλλακτική θεραπεία οπότε χορηγούνται με εξαιρετική προσοχή σε άτομα με ιστορικό βρογχικού άσθματος ή χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας. Μερικοί β-αποκλειστές όπως η ατενολόλη, η βηταξολόλη, η βισοπρολόλη και η μετοπρολόλη έχουν μικρότερη δράση στους β2-υποδοχείς (βρογχικούς) και ως εκ τούτου είναι σχετικά, όχι όμως απόλυτα, καρδιοεκλεκτικοί. Αυτοί οι β-αποκλειστές προκαλούν βρογχόσπασμο σε μικρότερο βαθμό χωρίς όμως να είναι απαλλαγμένοι εντελώς από αυτή την ανεπιθύμητη ενέργεια.
Οι ενδείξεις των β-αποκλειστών είναι οι ακόλουθες:
1. Στεφανιαία νόσος:
α) Στηθάγχη. Οι β-αποκλειστές αυξάνουν την αντοχή στην προσπάθεια. Μπορούν να συνδυασθούν με νιτρώδη και με ανταγωνιστές του ασβεστίου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι απότομη διακοπή τους προκαλεί επιδείνωση της στηθάγχης. Υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί καρδιακή ανεπάρκεια όταν β-αποκλειστές χορηγηθούν μαζί με βεραπαμίλη σε ασθενείς με γνωστή στεφανιαία νόσο.
β) Έμφραγμα μυοκαρδίου. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι μερικοί β-αποκλειστές μπορούν να προκαλέσουν μείωση των επανεμφραγμάτων στους ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα μυοκαρδίου. Στην οξεία φάση του εμφράγματος η αρχική ενδοφλέβια χορήγηση ατενολόλης ή μετοπρολόλης αρχικά και στη συνέχεια από το στόμα μπορεί να ελαττώσει την πρώιμη θνητότητα. Επίσης η προπρανολόλη και τιμολόλη όταν χορηγούνται χρονίως ήδη από την πρώιμη φάση της αποκατάστασης συνεπάγονται μείωση της θνητότητας.
2. Υπέρταση: Ορισμένοι θεωρούν τους β-αποκλειστές ως φάρμακα πρώτης εκλογής. Είναι ασθενή αντιϋπερτασικά και συνήθως απαιτούν συνδυασμό με άλλα φάρμακα (π.χ. διουρητικά).
3. Αρρυθμίες: Είναι ήπια αντιαρρυθμικά φάρμακα. Προκαλούν βραδυκαρδία και μειώνουν τον αυτοματισμό των έκτοπων εστιών. Η σοταλόλη ειδικά, έχει επιπλέον δράση αντιαρρυθμικού της τάξης ΙΙΙ. Οι β-αποκλειστές χορηγούνται για τον έλεγχο της φλεβοκομβικής ταχυκαρδίας και, συνήθως σε συνδυασμό με δακτυλίτιδα, της ταχυκαρδίας από κολπική μαρμαρυγή, ιδίως σε υπερθυρεοειδισμό. Χορηγούνται επίσης σε αρρυθμίες που έχουν σχέση με διέγερση του συμπαθητικού ή στεφανιαία νόσο. Είναι επίσης χρήσιμοι σε μερικές περιπτώσεις με σύνδρομο μακρού QT (ιδίως στην οικογενή παραλλαγή του συνδρόμου).
4. Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
5. Υπερθυρεοειδισμός ιδίως με έντονες καρδιακές εκδηλώσεις.
Γενικώς οι β-αποκλειστές γίνονται καλά ανεκτοί. Μπορούν όμως να επιτείνουν σε επικίνδυνο βαθμό την καρδιακή ανεπάρκεια, τον κολποκοιλιακό αποκλεισμό και το βρογχικό άσθμα. Σε καρδιακή ανεπάρκεια, εφόσον είναι απαραίτητοι, μπορούν να δοκιμαστούν με μεγάλη προσοχή οι β-αποκλειστές με ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση. Οι ίδιοι, καθώς και οι καρδιοεκλεκτικοί μπορούν να δοκιμασθούν με προσοχή σε βρογχικό άσθμα (αν είναι απολύτως απαραίτητοι). Απότομη διακοπή τους σε στεφανιαία νόσο ενδέχεται να προκαλέσει επίταση της νόσου. Οι προπρανολόλη, οξπρενολόλη και πινδολόλη διέρχονται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και μπορούν να προκαλέσουν εφιαλτικά όνειρα, ή, σπανιότατα, ψευδαισθήσεις. Η χορήγηση β-αποκλειστών σε φαιοχρωμοκύτωμα χωρίς τη σύγχρονη χορήγηση ενός α-αναστολέα, μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες υπερτασικές κρίσεις. Η λαβητατόλη έχει επιπλέον ισχυρή α-ανασταλτική δράση. Ίσως έχει ιδιαίτερη ένδειξη σε υπέρταση.


ΑΤΕΝΟΛΟΛΗ
Atenolol
Eνδείξεις: Yπέρταση, στηθάγχη, ορισμένες αρρυθμίες.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Καλύτερα ανεκτή σε ασθενείς με βρογχικό άσθμα και περιφερική αρτηριοπάθεια. Δεν διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και δεν προκαλεί τις ανεπιθύμητες ενέργειες της προπρανολόλης από το ΚΝΣ. Δεν επιτείνει την υπογλυκαιμία από ινσουλίνη σε διαβητικούς.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Από το στόμα. Αρχική δόση 50 mg μια φορά την ημέρα. Αν δεν υπάρχει η επιθυμητή ανταπόκριση σε 1-2 εβδομάδες η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 100 mg μια φορά την ημέρα. Ενδοφλέβια ένεση. Σε αρρυθμίες 2.5 mg με ρυθμό 1 mg/λεπτό, επαναλαμβανόμενο κάθε 5 λεπτά και με μέγιστη συνιστώμενη δόση 10 mg. Ενδοφλέβια έγχυση. Σε αρρυθμίες. 150 micrograms/kg σε διάστημα 20 λεπτών που μπορεί να επαναληφθεί μετά από 12 ώρες εάν χρειάζεται.
Σε πρώιμη φάση οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου. 5-10 mg με βραδεία ενδοφλέβια χορήγηση και κατόπιν από του στόματος 50 mg μετά από 15 λεπτά, 50 mg μετά από 12 ώρες και στη συνέχεια 100 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg, 100 mg
c. tablets 100 mg
f.c. tablets 100 mg, 50 mg, 25 mg
inject. solution 5 mg/10 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
AZECTOL/Help: tab 100 mg x 21, 1193
FEALIN/Bros: tab 100 mg x 20, 1150
HEMON/Norma: tab 100 mg x 21, 1193
MESONEX/Adelco: tab 50 mg x 28, 1026, 100 mg x 21, 1193
NEOCARDON/Gap: tab 100 mg x 21, 1193
PRESENTIL/Coup: c.tab 100 mg x 21, 1193
SILDER/Viofar: tab 100 mg x 20, 1150
SYNAROME/Φαραν: tab 100 mg x 20, 1150
TENORMIN/Cana: f.c.tab 100 mg x 21, 1490, 50 mg x 28, 1283, 25 mg x 28, 1035, inj.sol 5 mg/10 ml-amp x10, 2165
UMODER/Rafarm: c.tab 100 mg x 21, 1193


ΒΗΤΑΞΟΛΟΛΗ
Betaxolol
β1-Αποκλειστής χωρίς ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Ενδείξεις: Υπέρταση.
Δοσολογία: 20 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλέπε Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
Ιδιοσκευάσματα:
Betaxolol Hydrochloride:
KERLONE/Lavipharm: f.c.tab 20 mg x 14, 1422- x 28, 2547
PERTAXOL/Kleva: f.c.tab 20 mg x 28, 2038
BΙΣΟΠΡΟΛΟΛΗ ΦΟΥΜΑΡΙΚΗ
Bisoprolol Fumarate
β1-Αποκλειστής χωρίς ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 5-10 mg εφάπαξ ημερησίως από το στόμα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
PACTENS/Galenica: c.tab 10 mg x 30, 2925


ΛΑΒΗΤΑΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Labetalol Hydrochloride
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση, υπέρταση μετά από απότομη διακοπή κλονιδίνης, υπερτασική κρίση από φαιοχρωμοκύτωμα, τοξιναιμία της κύησης. Για τον έλεγχο της υψηλής αρτηριακής πίεσης σε χειρουργικές επεμβάσεις.
Αντενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Σπανίως παράδοξη υπερτασική κρίση σε φαιοχρωμοκύτωμα. Μπορεί να προκαλέσει ορθοστατική υπόταση, λήθαργο, ερύθημα προσώπου, επώδυνες μυικές συνολκές. Επίσης θετικά αντιπυρηνικά και αντιμιτοχονδριακά αντισώματα, αλλά πολύ σπανίως σύνδρομο ερυθηματώδους λύκου. Συγκεντρώνεται σε ιστούς με υψηλή περιεκτικότητα σε μελανίνη, όπως ο χοριοειδής. Έχει αναφερθεί σοβαρή ηπατοκυτταρική βλάβη τόσο μετά από βραχεία όσο και μετά από μακρά περίοδο χορήγησης λαβηταλόλης. Εάν παρατηρηθεί ηπατική δυσλειτουργία το φάρμακο πρέπει να διακοπεί και να μην επαναχορηγηθεί.
Αλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Να χορηγείται κατά προτίμηση με διουρητικό (προκαλεί κατακράτηση ύδατος).
Δοσολογία: Από το στόμα: 100 mg 2-3 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση κάθε εβδομάδα μέχρι 2.4 g/24ωρο (μέγιστη δόση).
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 100 mg, 200 mg


ΜΕΤΟΠΡΟΛΟΛΗ
Metoprolol*
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Κυρίως για στηθάγχη και υπέρταση. Είναι καλύτερα ανεκτή σε βρογχικό άσθμα και περιφερική αγγειοπάθεια (β1 εκλεκτικός αναστολέας).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια, βρογχόσπασμο.
Αλληλεπιδράσεις: Βλ. Προπρανολόλη. Η ριφαμπικίνη επιταχύνει τον μεταβολισμό της.
Δοσολογία: Στηθάγχη και υπέρταση: αρχικώς 50 mg 2 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση σε εβδομαδιαία διαστήματα. Δόση συντήρησης 100-450 mg ημερησίως. Ενδοφλέβια χορήγηση. Αρρυθμίες: 5 mg με ρυθμό 1-2 mg/λεπτό επαναλαμβανόμενη εάν είναι αναγκαίο κάθε 5 λεπτά με συνολική συνιστώμενη δόση 10-15 mg. Xειρουργικές επεμβάσεις (για έλεγχο αρρυθμιών κατά τη διάρκεια της αναισθησίας) 2-4 mg με βραδεία ενδοφλέβια έγχυση. Μέγιστη δόση 10 mg. Πρώιμη φάση εμφράγματος του μυοκαρδίου: 5 mg με ενδοφλέβια έγχυση κάθε 2 λεπτά. Μέγιστη δόση 15 mg. Ακολούθως μετά από 15 λεπτά 50 mg από του στόματος κάθε 6 ώρες για 48 ώρες. Δόση συντήρησης 200 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Να φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένο από την επίδραση του φωτός.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 100 mg
co.r.f.c. tablets 95 mg, 190 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LOPRESOR/Novartis: f.c.tab 100 mgα x 40, 1467, co.r.f.c.t 95 mgα x 14, 1820, 190 mgβ x 14, 1846

*(α) metoprolol fumarate, (β) metoprolol tartrate


ΝΑΔΟΛΟΛΗ
Nadolol
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη. Κυρίως σε υπέρταση και στηθάγχη.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μειωμένη δόση σε νεφρική ανεπάρκεια (αποβάλλεται αναλλοίωτο από τους νεφρούς).
Δοσολογία: Στηθάγχη και υπέρταση. Αρχικώς 40 mg μια φορά την ημέρα με σταδιακή αύξηση κατά 40-80 mg σε διαστήματα 3-7 ημερών. Συνήθης δόση συντήρησης 80-240 mg μια φορά την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 80 mg, 160 mg
NEMΠIBOΛOΛH YΔPOXΛΩPIKH (N)
Nebivolol Hydrochloride
Eνδείξεις: Aρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: 5 mg ημερησίως. Σε ηλικιωμένα άτομα ή σε νεφρική ανεπάρκεια 2.5 mg ημερησίως.
Λοιπά: βλ. Προπρανολόλη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
LOBIVON/Menarini: tab 5 mg x 28, 6545

ΟΞΠΡΕΝΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Oxprenolol Hydrochloride

Eνδείξεις: Bλ. Προπρανολόλη. Έχει ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Σπανίως οφθαλμοτοξικό σύνδρομο.
Δοσολογία: Επειδή έχει βραχύ χρόνο υποδιπλασιασμού χορηγείται σε 5-6 δόσεις την ημέρα. Υπέρταση: Αρχικώς 80 mg 2 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση. Στηθάγχη: 40-160 mg 3 φορές την ημέρα. Θυρεοτοξίκωση: 40-120 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις.
Δοσολογία: Υπέρταση: Αρχικά: 80 mg 2 φορές την ημέρα με προοδευτική αύξηση. Στηθάγχη: 40-160 mg 3 φορές την ημέρα. Θυρεοτοξίκωση 40-120 mg την ημέρα σε 2-3 δόσεις.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 20 mg, 40 mg, 80 mg
Ιδιοσκευάσματα:
TRASICOR/Ciba-Geigy: tab 20 mg x 40, 639, 40 mg x 40, 1060, 80 mg x 40, 1430


ΠΙΝΔΟΛΟΛΗ
Pindolol
Eνδείξεις: Bλ. Προπρανολόλη. Έχει ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Προπρανολόλη. Προκαλεί μικρότερου βαθμού βραδυκαρδία από την προπρανολόλη. Τη νύχτα ενδέχεται να αυξάνει λίγο την καρδιακή συχνότητα.
Αλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Προπρανολόλη. Μειωμένη δόση σε νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Υπέρταση: Αρχικώς 5 mg 2-3 φορές την ημέρα ή 15 mg μια φορά την ημέρα. Μέγιστη δόση 45 mg την ημέρα. Στηθάγχη: 2.5-5 mg μέχρι 3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg, 15 mg
Ιδιοσκευάσματα:
TREPARASEN/Norma: tab 5 mg x 30, 612
VISKEN/Novartis: tab 5 mg x 30, 765, 15 mg x 14, 838


ΠΡΟΠΡΑΝΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Propranolol Hydrochloride
Ενδείξεις: Yπέρταση (μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα αντιϋπερτασικά), στηθάγχη, ταχυκαρδία, υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, αρρυθμίες, κυρίως αυτές που οφείλονται σε αυξημένα επίπεδα κατεχολαμινών ή αυξημένη ευαισθησία του μυοκαρδίου σε κατεχολαμίνες, όπως σε φαιοχρωμοκύτωμα, θυρεοτοξίκωση, φλεβοκομβική μη αντισταθμιστική ταχυκαρδία, κοιλιακή αρρυθμία, που οφείλεται σε φαιοχρωμοκύτωμα ή τοξικό δακτυλιδισμό και σε σύνδρομο παράτασης του διαστήματος QT. Υπερθυρεοειδισμός και θυρεοτοξική κρίση, προεγχειρητική προετοιμασία για θυρεοειδεκτομή. Φαιοχρωμοκύτωμα, αλλά με ταυτόχρονη χορήγηση α-αποκλειστών (βλ. προσοχή στη χορήγηση). Προφυλακτικώς μετά από πρόσφατο έμφραγμα μυοκαρδίου. Λοιπές ενδείξεις βλ. 4.6.
Αντενδείξεις: Βρογχικό άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα, καρδιακή ανεπάρκεια εκτός αν συνυπάρχει βαριά υπέρταση, φλεβοκομβική ταχυκαρδία ή αρρυθμία που συμβάλλουν στην καρδιακή κάμψη, φλεβοκομβική βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου ή 3ου βαθμού, σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, καρδιογενής καταπληξία, δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια από πνευμονική υπέρταση, περιφερική αρτηριοπάθεια, σύνδρομο Raynaud, κύηση, γαλουχία, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αλλεργικές: ρινικός κατάρρους, εξάνθημα, πυρετός, δύσπνοια. Καρδιαγγειακό: βραδυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, υπόταση, αρρυθμίες, συγκοπτικά επεισόδια, πνευμονικό οίδημα, περιφερική αγγειοσύσπαση (ψυχρά άκρα, παραισθησίες). Αναπνευστικό: βρογχόσπασμος, δύσπνοια. Πεπτικό: ναυτία, έμετοι, διάρροια, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός. Αιματολογικές: θρομβοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία. Από το ΚΝΣ: Εφιαλτικά όνειρα, ψευδαισθήσεις, αϋπνία, ζάλη, κατάθλιψη, ανικανότητα. Δερματικές: εξάνθημα, κνησμός, υπέρχρωση δέρματος, αλωπεκία, πορφύρα.
Αλληλεπιδράσεις: Με συμπαθομιμητικές αμίνες και αμφεταμίνες κίνδυνος βαριάς υπέρτασης. Με ρεζερπίνη συνεργική δράση (υπόταση και βραδυκαρδία). Δεν πρέπει να χορηγείται με αναστολείς της ΜΑΟ. Με δακτυλίτιδα μειώνεται η ινότροπη δράση της στο μυοκάρδιο και επιτείνεται η καθυστέρηση της αγωγιμότητας στον φλεβόκομβο και τον κολποκοιλιακό κόμβο. Με βεραπαμίλη επιτείνεται η καταστολή του μυοκαρδίου και η επιβράδυνση της αγωγιμότητας. Σπανιότερα, αυτό μπορεί να συμβεί με νιφεδιπίνη οπότε παρουσιάζεται υπόταση και καρδιακή ανεπάρκεια. Ενισχύει τη δράση της φαινοβαρβιτάλης και των νευρομυικών αναστολέων. Αναστέλλεται ο μεταβολισμός και επομένως ελαττώνεται η κάθαρση πολλών φαρμάκων όπως της θεοφυλλίνης, χλωροπρομαζίνης, λιδοκαΐνης. Η σιμετιδίνη ενισχύει τη δράση της.
Προσοχή στη χορήγηση: Έναρξη θεραπείας με μικρή δόση και σταδιακή αύξησή της, γιατί η ανταπόκριση δεν είναι ίδια σε όλα τα άτομα. Σε σύνδρομο WPW η ταχυκαρδία μπορεί να αντικατασταθεί από βραδυκαρδία. Σε κολπική μαρμαρυγή ή πτερυγισμό η παράταση αγωγής στον κολποκοιλιακό κόμβο αφήνει ελεύθερο το παρακαμπτήριο δεμάτιο και μπορεί να επιδεινώσει την αρρυθμία. Να αποφεύγεται απότομη διακοπή του φαρμάκου (κίνδυνος εμφάνισης συνδρόμου υπερευαισθησίας στις κατεχολαμίνες με στηθάγχη, αρρυθμίες, υπερτασική κρίση ή και έμφραγμα μυοκαρδίου). Σε φαιοχρωμοκύτωμα πρέπει να χορηγείται μαζί με α-αποκλειστή. Σε διαβητικούς, μπορεί να συγκαλύψει τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας (ταχυκαρδία), επίσης μπορεί να επιτείνει την υπογλυκαιμία της ινσουλίνης και των αντιδιαβητικών δισκίων, ενώ οι υπογλυκαιμικές κρίσεις είναι δυνατόν να συνοδεύονται από υψηλή πίεση. Μείωση της δόσης και παρακολούθηση αρρώστων με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε ενδοφλέβια χορήγηση επιβάλλεται συνεχής ηλεκτροκαρδιογραφική παρακολούθηση.
Δοσολογία: Στηθάγχη, υπέρταση, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια: Αρχικώς 20-40 mg δύο φορές την ημέρα και σταδιακή αύξηση μέχρι 320 mg ανά 24ωρο. Αρρυθμίες: 40-160 mg ανά 24ωρο σε διαιρεμένες δόσεις (3-4 φορές). Ενδοφλεβίως: Χορήγηση για άμεση αντιμετώπιση απειλητικών αρρυθμιών 1-3 mg (όχι ταχύτερα από 1 mg/min). Η δόση μπορεί να επαναληφθεί μετά 2 λεπτά και μετά 4 ώρες. Προφύλαξη από νέο έμφραγμα: 40 mg 4 φορές την ημέρα για 2-3 ημέρες, στη συνέχεια 80 mg 2 φορές την ημέρα αρχίζοντας 5-21 ημέρες μετά το έμφραγμα. Φαιοχρωμοκύτωμα: προεγχειρητικώς 60 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις για 3 ημέρες πριν από την επέμβαση, μαζί με α-αποκλειστή. Σε ανεγχείρητο όγκο: 30 mg την ημέρα σε 3 δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 40 mg,
con.r. capsules 80 mg
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
INDERAL/Cana: f.c.tab 40 mg x 30, 451, con.r.caps 80 mg x 28, 1042,
WAUCOTON/Farmanic: tab 40 mg x 30, 360
INDERAL/Zeneca (IΦET): inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 10


ΣΕΛΙΠΡΟΛΟΛΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ

Seliprolol Hydrochloride
β1-Αποκλειστής με ενδογενή συμπαθητικομιμητική δράση.
Ενδείξεις: Βλ. Προπρανολόλη.
Αντενδείξεις: Βλ Προπρανολόλη. Ουραιμία
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ίλιγγος, υπνηλία, κόπωση. Σπανίως βραδυκαρδία.
Δοσολογία: Υπέρταση: 200 mg κάθε πρωί και στην ανάγκη 400 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Προπρανολόλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 200 mg
Ιδιοσκευάσματα:
SELECTOL/Rhone Poulenc Rorer: tab 200 mg x 20, 2928

2.5 Αντιυπερτασικά
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της βαριάς και μέσης βαρύτητας υπέρτασης έχει μειώσει σημαντικά τη συχνότητα των εγκεφαλικών αγγειακών επεισοδίων, της καρδιακής ανεπάρκειας και -λιγότερο- της στεφανιαίας νόσου, ενώ για την ήπια υπέρταση οι ενδείξεις είναι λιγότερο σαφείς.
Το πρώτο μέλημα του ιατρού είναι να διαχωρίσει την "ιδιοπαθή" από τις "δευτεροπαθείς" υπερτάσεις, μερικές από τις οποίες πιθανώς θα χρειασθούν χειρουργική ή κάποια άλλη ειδική αντιμετώπιση. Στη συνέχεια θα συστηθούν οι γνωστοί υγειινο-διαιτητικοί κανόνες που αφορούν σε όλους τους υπερτασικούς ασθενείς: μείωση του σωματικού βάρους στους παχυσάρκους, δίαιτα πτωχή σε αλάτι, λίπος, χοληστερίνη και αποφυγή καπνίσματος και υπέρμετρης κατανάλωσης οινοπνεύματος. Θα συστηθεί η τακτική σωματική άσκηση.
Η φαρμακευτική αγωγή της υπέρτασης συνιστάται κυρίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Αν η συστολική πίεση είναι ? 200 mmHg ή η διαστολική ?110 mmHg, εφόσον αυτές οι τιμές επιβεβαιώνονται σε 3 διαφορετικές περιπτώσεις σε 1-2 εβδομάδες.
β) Αν η αρχική μέτρηση είναι η συστολική 160-199 mmHg ή η διαστολική 90- 109 mmHg συνιστώνται τα ακόλουθα:
Εάν συνυπάρχουν αγγειακές επιπλοκές, βλάβη οργάνων εξαιτίας της υπέρτασης (πχ υπερτροφία αριστερής κοιλίας, νεφρική βλάβη) ή σακχαρώδης διαβήτης συνιστάται άμεση έναρξη θεραπείας εάν οι παραπάνω τιμές επιβεβαιωθούν σε 3 διαδοχικές μετρήσεις
Εάν δεν συνυπάρχουν τα παραπάνω, διαδοχικές μετρήσεις αρτηριακής πίεσης (κάθε μήνα) για 3-6 μήνες και έναρξη θεραπευτικής αγωγής εάν η μέση τιμή της συστολικής αρτηριακής πίεσης είναι ? 160 mmHg ή της διαστολικής ? 100 mmHg.
Εάν η μέση τιμή της συστολικής αρτηριακής πίεσης είναι ? 160 mmHg ή της διαστολικής ? 100 mmHg να μην αρχίσει η θεραπευτική αγωγή αλλά να συνεχιστεί η παρακολούθηση εκτός εάν οι ασθενείς είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 60 χρόνων ή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακών επιπλοκών (π.χ. οικογενειακό ιστορικό).
Στόχος της αντιϋπερτασικής αγωγής είναι η μείωση της διαστολικής σε <90 mmHg και της συστολικής σε <160 mmHg.
Η κακοήθης ή επιταχυμένη ή πολύ σοβαρή υπέρταση με διαστολική πίεση >140 mmHg απαιτεί επείγουσα νοσοκομειακή αντιμετώπιση συνήθως με ένα β-αποκλειστή από το στόμα (ατενολόλη ή λαβηταλόλη) ή έναν ανταγωνιστή ασβεστίου (νιφεδιπίνη). Σε 24 ώρες περίπου η διαστολική πίεση πρέπει να έχει μειωθεί σε 100-110 mmHg. Τις επόμενες ημέρες η πίεση πρέπει να έχει γίνει φυσιολογική με τη χρήση β-αποκλειστών, ανταγωνιστών ασβεστίου, διουρητικών, αγγειοδιασταλτικών ή αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου. Παρεντερική αγωγή συνήθως δεν απαιτείται, πλην των άλλων και επειδή η απότομη πτώση της πίεσης μπορεί να προκαλέσει μείωση της αιμάτωσης ζωτικών οργάνων (εγκεφάλου, νεφρών, καρδιάς). Στις σπάνιες περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η ενδοφλέβια χορήγηση αντιϋπερτασικής αγωγής το φάρμακο εκλογής είναι το νιτροπρωσσικό νάτριο.
Πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της αγωγής, ώστε ο έλεγχος της υπέρτασης να είναι απλός, αποτελεσματικός και οικονομικός.
Γενικά στις μέτριες και βαριές υπερτάσεις (διαστολική >110 mmHg) γίνεται έναρξη με μονοθεραπεία. Αν το φάρμακο που δόθηκε είναι αναποτελεσματικό στη μέγιστη συνιστώμενη δόση ή εμφανίζει σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, επιλέγεται ένα άλλο από διαφορετική ομάδα. Εφόσον η μονοθεραπεία αποβεί ανεπιτυχής, τότε επιχειρείται σταδιακά συνδυασμός δύο ή και περισσότερων φαρμάκων από διαφορετικές ομάδες. Αντίθετα στις ήπιες υπερτάσεις συνήθως αρκεί η μονοθεραπεία. Μετά την επίτευξη της επιθυμητής στάθμης της αρτηριακής πίεσης επιχειρείται μείωση της δόσης των φαρμάκων στην ελάχιστη δραστική δοσολογία.
Υπάρχουν σήμερα αδρά 6 ομάδες φαρμάκων, που μπορούν να δοκιμασθούν διαδοχικά, με βάση τα παραπάνω: διουρητικά (κεφ. 2.2), αποκλειστές των β-υποδοχέων (κεφ. 2.4), ανταγωνιστές του ασβεστίου (κεφ. 2.6.2), αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου (κεφ. 2.5.1), ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (κεφ. 2.5.3) και διάφορα άλλα [αγγειοδιασταλτικά (κεφ. 2.5.5), αποκλειστές των α-υποδοχέων (κεφ. 2.5.4), κεντρικώς δρώντα (κεφ. 2.5.3) και αναστολείς των υποδοχέων της σεροτονίνης (κεφ. 2.5.6)]. Για να γίνει ορθολογιστική επιλογή και χρήση των αντιϋπερτασικών φαρμάκων θα πρέπει να είναι γνωστοί οι μηχανισμοί της δράσης τους.


2.5.1 Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης
Τα φάρμακα της ομάδας αυτής αναστέλλουν την μετατροπή της αγγειοτασίνης Ι σε αγγειοτασίνη ΙΙ. Οι κυριότερες ενδείξεις τους είναι:
Υπέρταση. Χορηγούνται σε ήπια ή μέτρια υπέρταση, ιδιαίτερα αν αντενδείκνυνται ή δεν γίνονται ανεκτοί ή αποτύχουν οι β-αποκλειστές ή τα διουρητικά, αν και συνδυάζονται με τα τελευταία επιτυχώς. Οι ασθενείς με νεφραγγειακή υπέρταση είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στους α-ΜΕΑ και η αγωγή πρέπει να αρχίζει με μικρότερες δόσεις. Προσοχή επίσης χρειάζεται σε περιπτώσεις στις οποίες κινητοποιείται το σύστημα ρενίνης, όπως λ.χ. στην καρδιακή ανεπάρκεια, σε προηγηθείσα χρήση διουρητικών ή σε αυστηρή άναλο δίαιτα, διότι μπορεί να προκληθεί σοβαρή υπόταση κατά την πρώτη λήψη του φαρμάκου. Για το λόγο αυτό τα διουρητικά διακόπτονται λίγες μέρες πριν δοθεί η πρώτη δόση των α-ΜΕΑ.
Καρδιακή ανεπάρκεια. Οι α-ΜΕΑ είναι ιδιαίτερα χρήσιμα φάρμακα σε όλα τα στάδια της καρδιακής ανεπάρκειας και πρέπει να συνδυάζονται με διουρητικά και δακτυλίτιδα όταν κρίνεται απαραίτητο. Βελτιώνουν την πρόγνωση και επομένως πλεονεκτούν θεραπευτικών σχημάτων όπως ο συνδυασμός νιτρωδών με υδραλαζίνη. Η χορήγηση α-ΜΕΑ ενδείκνυται σε κάθε ασθενή με καρδιακή ανεπάρκεια που δεν έχει αντένδειξη. Για να αποφευχθεί υπερκαλιαιμία πριν αρχίσει η χορήγηση α-ΜΕΑ πρέπει να διακοπεί η χρήση προστατευτικών της απώλειας καλίου διουρητικών καθώς και σκευασμάτων υποκατάστασης καλίου. Η έναρξη χορήγησης α-ΜΕΑ σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που ήδη λαμβάνουν υψηλές δόσεις διουρητικών της αγκύλης (π.χ. φουροσεμίδη 80 mg ημερησίως) είναι δυνατόν να προκαλέσει έντονη υπόταση. Η προσωρινή διακοπή του διουρητικού μειώνει τον κίνδυνο της υπότασης αλλά είναι δυνατόν να προκαλέσει σοβαρό πνευμονικό οίδημα. Ως εκ τούτου στις περιπτώσεις αυτές η πρώτη δόση των α-ΜΕΑ πρέπει να είναι ιδιαίτερα χαμηλή (π.χ. 6.25 mg Καπτοπρίλης) με τον ασθενή ξαπλωμένο, κάτω από στενή ιατρική παρακολούθηση και με δυνατότητα θεραπείας της υπότασης. Συμπερασματικά στις περιπτώσεις αυτές ο ασθενής πρέπει να εισάγεται στο νοσοκομείο για έναρξη της χορήγησης των α-ΜΕΑ.
Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Οι α-ΜΕΑ βελτιώνουν την πρόγνωση ασθενών με έμφραγμα του μυοκαρδίου και είτε κλινικά διαπιστωμένη αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια είτε απλή δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας. Η θεραπεία κλινικά σταθεροποιημένων ασθενών πρέπει να ξεκινά 3-10 μέρες μετά το έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Aντενδείξεις: Iδιοπαθές αγγειονευρωτικό οίδημα ή ιστορικό εμφάνισης τέτοιου οιδήματος μετά από θεραπεία με έναν αναστολέα MEA. Kύηση, γαλουχία.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπίδραση στη νεφρική λειτουργία. Οι α-ΜΕΑ είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρή και προοδευτική έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με μεγάλη αμφοτερόπλευρη στένωση των νεφρικών αρτηριών. Συνήθως δεν έχουν επίδραση στην συνολική νεφρική λειτουργία όταν χορηγούνται σε ασθενείς με ετερόπλευρη στένωση της νεφρικής αρτηρίας. Παραταύτα στις περιπτώσεις αυτές η σπειραματική διήθηση στον πάσχοντα νεφρό μειώνεται ή και μηδενίζεται και κατά συνέπεια οι μακροπρόθεσμες συνέπειες είναι άγνωστες.
Γενικά οι αναστολείς των α-ΜΕΑ πρέπει να αποφεύγονται σε όλους τους ασθενείς με γνωστή ή πιθανή νεφροαγγειακή νόσο εκτός εάν η αρτηριακή πίεση δεν μπορεί να ελεγχθεί διαφορετικά. Στις περιπτώσεις αυτές η νεφρική λειτουργία πρέπει να παρακολουθείται με μεγάλη προσοχή. Ασθενείς που έχουν αυξημένη πιθανότητα νεφροαγγειακής νόσου είναι οι πάσχοντες από περιφερική αγγειοπάθεια ή σοβαρή γενικευμένη αθηροσκλήρωση.
Η νεφρική λειτουργία και οι ηλεκτρολύτες πρέπει να ελέγχονται σε όλους τους ασθενείς πριν από την έναρξη της θεραπείας με α-ΜΕΑ και κατόπιν πρέπει να παρακολουθούνται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ταυτόχρονη χορήγηση μη στεροειδών αναλγητικών αυξάνει την πιθανότητα νεφρικής βλάβης.
Διαβητική νεφροπάθεια. Σε αρκετές περιπτώσεις οι α-ΜΕΑ αναστέλλουν την πρόοδο της νεφροπάθειας του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι (λευκωματουρία > 500 mg ημερησίως).
Τελευταία κυκλοφορούν πολλοί έτοιμοι συνδυασμοί α-ΜΕΑ και διουρητικού που θα δοθούν στις περιπτώσεις που δεν ανταποκρίνονται στη χορήγηση μόνον του α-ΜΕΑ ή του διουρητικού, ισχύει όμως πάντοτε η σύσταση να χορηγούνται χωριστά οι δύο ουσίες ώστε να καθορίζεται ακριβώς από τον ιατρό η επιμέρους επιθυμητή δοσολογία.


ΕΝΑΛΑΠΡΙΛΗ
Enalapril Maleate
Προσοχή στη χορήγηση: Όταν υπάρχει νεφρική βλάβη, ιδιαίτερα από κολλαγόνωση, με εξαίρεση τη νεφροπάθεια της σκληροδερμίας, το φάρμακο δίνεται μόνο όταν τα άλλα αντιϋπερτασικά προκαλούν ανεπιθύμητες ενέργειες ή είναι αναποτελεσματικά. Σε ηπατική δυσλειτουργία μειώνεται ο μεταβολισμός της προς τη δραστική ουσία. Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη.
Δοσολογία: Η μακρά ημιπερίοδος ζωής επιτρέπει τη χορήγησή της σε μία ημερήσια δόση. Αρχικά μικρότερη δόση (5 mg). Αν χορηγούνται διουρητικά, αρχική δόση 2.5 mg. Συνήθης ημερήσια δόση 10-20 mg, μέγιστη δόση 40-80 mg. Στην καρδιακή ανεπάρκεια αρχική δόση 2.5 mg και στη συνέχεια προσαρμογή της δόσης.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg, 20 mg
Ιδιοσκευάσματα:
AGIOTEN/Γερολυματος: tab 5 mg x 30, 1263, 20 mg x 14, 2062
ANALEPT/Φαραν: tab 20 mg x 10, 1636
ERXETILAN/Βιοσταμκ: tab 20 mg x 10, 1636
GNOSTOCARDIN/Bros: tab 20 mg x 10, 1636
KAPARLON-S/Ανφαρμ: tab 20 mg x 10, 1636
KONTIC/Coup: tab 20 mg x 10, 1636
LEOVINEZAL/Μεντινοβα: tab 20 mg x 10, 1636
MEGAPRESS/Genepharm: tab 20 mg x 10, 1636
OCTORAX/Demo: tab 20 mg x 10, 1636
OFNIFENIL/Μεντινοβα: tab 20 mg x 10, 1636
RABLAS/Medichrom: tab 20 mg x 10, 1636
RENITEC/Vianex: tab 5 mg x 30, 1578, 20 mg x 10, 2046
STADELANT/Χρισπα Αλφα Φαρμ/κη: tab 20 mg x 10, 1636
SUPOTRON/Remedina: tab 5 mg x 30, 1263, 20 mg x 10, 1636
ULTICADEX/Rafarm: tab 20 mg x 10, 1636
VIRFEN/Specifar: tab 20 mg x 10, 1636
VITOBEL/Vianex: tab 5 mg x 30, 1578, 20 mg x 10, 2046


ΚΑΠΤΟΠΡΙΛΗ
Captopril
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα αντιϋπερτασικά, ιδίως διουρητικά. Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Πρόληψη συμπτωματικής καρδιακής ανεπάρκειας και στεφανιαίων ισχαιμικών επεισοδίων σε ασθενείς με δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο. Γνωστή ή πιθανή στένωση νεφρικών αρτηριών ή αποφρακτική ουροπάθεια. Στένωση αορτής ή απόφραξη χώρου εξώθησης, πορφυρία. Κύηση. Γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Υπόταση (1ης δόσης, βλ. εισαγωγή). Ίλιγγος, κεφαλαλγία. Αδυναμία, αίσθημα κόπωσης. Ναυτία, σπάνια έμετοι, διάρροια. Μυικές συνολκές. Επίμονος ξηρός βήχας, ερεθισμός του λάρυγγα, αλλοίωση φωνής. Ταχυκαρδία, αρρυθμίες. Αγγειακά επεισόδια που συνδέονται πιθανώς με την υπόταση. Μείωση νεφρικής λειτουργίας. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας με αγγειονευρωτικό οίδημα, κνίδωση και διάφορα εξανθήματα (επιβάλλουν διακοπή του φαρμάκου). Έχει περιγραφεί σε μερικές περιπτώσεις ένα "σύμπλεγμα συμπτωμάτων": πυρετός, ορογονίτιδες, αρθραλγίες, μυαλγίες, εξανθήματα, θετικά αντιπυρηνικά αντισώματα, ηωσινοφιλία και αύξηση της ΤΚΕ. Οι παραπάνω ανεπιθύμητες ενέργειες είναι κοινές με των άλλων α-ΜΕΑ, μερικές όμως είναι ίσως ειδικές για την καπτοπρίλη και οφείλονται πιθανώς στις σουλφυδρυλικές ομάδες: στοματίτιδα, δυσγευσία και αιματολογικές διαταραχές (ουδετεροπενία, θρομβοπενία). Εργαστηριακές: Υπερκαλιαιμία, αύξηση ηπατικών ενζύμων και αζωθαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Επίταση του αντιϋπερτασικού αποτελέσματος όταν συγχορηγείται με άλλα αντιϋπερτασικά φάρμακα, ιδίως διουρητικά, καθώς και με οινόπνευμα, αντικαταθλιπτικά, μυοχαλαρωτικά, ντοπαμινεργικά και αναισθητικά. Ελάττωση της απορρόφησης με αντιόξινα. Ανταγωνισμός της δράσης της από τα κορτικοειδή, την καρβενοξολόνη, τα οιστρογόνα και τα αντισυλληπτικά. Ελαττώνει την αποβολή του λιθίου. Mε μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη μείωση υπερτασικής δράσης.
Προσοχή στη χορήγηση: Ο κίνδυνος της υπότασης στην 1η δόση. Οι α-ΜΕΑ προκαλούν ενίοτε επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας και συνιστάται η παρακολούθησή της και μείωση της δόσης σε νεφρική ανεπάρκεια. Ιδιαίτερο κίνδυνο παρουσιάζουν οι έχοντες προϋπάρχουσα νεφρική βλάβη ή στένωση των νεφρικών αρτηριών. Η ταυτόχρονη χορήγηση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων αυξάνει τον κίνδυνο υπερκαλιαιμίας και επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας. Σε κολλαγονώσεις κίνδυνος εμφάνισης του συμπλέγματος συμπτωμάτων (βλ. ανεπιθύμητες ενέργειες).
Δοσολογία: Στην υπέρταση, ως μονοθεραπεία, αρχική δόση 12.5 mg 2 φορές την ημέρα. Σε ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών, σε ηλικιωμένους και σε νεφρική ανεπάρκεια έναρξη με 6.5 mg 2 φορές την ημέρα (η 1η δόση το βράδυ - κίνδυνος υπότασης). Συνήθης δόση συντήρησης 25 mg x 2 ημερησίως και μέχρι 50 mg x 2 ημερησίως. Στην καρδιακή ανεπάρκεια αρχική δόση 6.25-12.5 mg ημερησίως και σταδιακή προσαρμογή της δοσολογίας ως μέγιστη δόση συντήρησης 20 mg ημερησίως σε 1-2 δόσεις. Στη διαβητική νεφροπάθεια 75-100 mg ημερησίως σε τμηματικές δόσεις. Μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου αρχική δόση 6.5 mg την ημέρα και προοδευτική αύξηση στα 150 mg την ημέρα αν γίνεται καλά ανεκτή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg, 50 mg
Ιδιοσκευάσματα:
CAPOTEN/Bristol Myers Squibb: tab 25 mg x 14, 1417, 50 mg x 14, 2601
HYPOTENSOR/Φαραν: tab 25 mg x 20, 1449, 50 mg x 20, 2661
NEO-IPERTAS/Norma: tab 25 mg x 20, 1449, 50 mg x 20, 2661
ODUPRIL/Farmanic: tab 25 mg x 20, 1448, 50 mg x 20, 2659
PERTACILON/Elpen: tab 25 mg x 20, 1449, 50 mg x 20, 2661


ΚΙΝΑΠΡΙΛΗ
Quinapril
Αλληλεπιδράσεις: Βλέπε Kαπτοπρίλη. Ελαττώνει την απορρόφηση των τετρακυκλινών.
Δοσολογία: Aρχική δόση 5 mg. Εάν χορηγούνται διουρητικά ή σε ηλικιωμένα άτομα αρχική δόση 2.5 mg. Συνήθης ημερήσια δόση 20-40 mg, μέγιστη δόση ως 80 mg. Στην καρδιακή ανεπάρκεια αρχική δόση 2.5 mg και στη συνέχεια προσαρμογή της δόσης (ως 40 mg ημερησίως).
Λοιπά: Βλ. Kαπτοπρίλη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ACCUPRON/Warner-Lambert: f.c.tab 20 mg x 14, 2686


ΛΙΣΙΝΟΠΡΙΛΗ
Lisinopril
Ενδείξεις: Βλ.Kαπτοπρίλη και εισαγωγή.
Δοσολογία: Αρχική δόση 2.5 mg, συνήθης δόση 20-40 mg ημερησίως, μέγιστη δόση 80 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg, 10 mg, 20 mg, 40 mg.
Ιδιοσκευάσματα:
PRINIVIL/Vianex: tab 5 mg x 30, 2073, 20 mg x 10, 2661
Lisinopril dihydrate:
ADICANIL/ Φαρματεν: tab 20 mg x 10, 2129
AXELVIN/Proel: tab 20 mg x 14, 2713
Z-BEC/Gap: tab 5 mg x 28, 1545, 10 mg x 14, 2221, 20 mg x 14, 2713
ZESTRIL/Cana: tab 5 mg x 28, 1932, 10 mg x 14, 2776, 20 mg x 14, 3391
GNOSTOVAL/Bros: tab 20 mg x 14, 2713
ICORAN/Biomedica: tab 20 mg x 10, 2129
LERUZE/Rafarm: tab 20 mg x 14, 2713
LISINOSPES/Specifar: tab 20 mg x 14, 2713
NAFORDYL/Kleva: tab 20 mg x 14, 2713, 40 mg x 10, 3668
PERENAL/Medicus: tab 5mg x 30, 1659, 20 mg x 10, 2129
PRESS-12/Genepharm: tab 20 mg x 14, 2713
PRESSURIL/Φοινιξφαρμ: tab 20 mg x 14, 2713
THRIUSEDON/Ζηκιδης: tab 20 mg x 14, 2713
VERCOL/Viofar: tab 20 mg x 14, 2713
VEROXIL/Ανφαρμ: tab 20 mg x 14, 2713, 40 mg x 10, 3668


ΜΠΕΝΑΖΕΠΡΙΛΗ
Benazepril
Ενδείξεις: Υπέρταση όλων των βαθμών.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία.
Δοσολογία: Αρχική δόση 5 mg. Συνήθης δόση 10-20 mg, μέγιστη δόση 40 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 5 mg, 10 mg, 20 mg
Ιδιοσκευάσματα:
CIBACEN/Novartis: f.c.tab 5 mg x 28, 2614, 10 mg x 14, 2614, 20 mg x 14, 3982


ΠΕΡΙΝΔΟΠΡΙΛΗ
Perindopril
Ενδείξεις: Βλ. Kαπτοπρίλη.
Αντενδείξεις: Σε παιδιά (δεν υπάρχει εμπειρία). Κύηση. Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Δοσολογία: Αρχική δόση 2 mg, συνήθης 4 mg. Μέγιστη δόση 8 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 4 mg
Ιδιοσκευάσματα:
COVERSYL/Servier: tab 4 mg x 30, 5909


ΡΑΜΙΠΡΙΛΗ
Ramipril
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: Αρχική δόση 1.25 mg. Συνήθης δόση 2.5-5 mg. Μέγιστη δόση 10 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1.25 mg, 2.5 mg, 5 mg
Ιδιοσκευάσματα:
STIBENYL/Pharmanel: tab 2.5 mg x 20, 3352, 5 mg x 20, 3511
TRIATEC/Hoechst Marion Roussel: tab 1.25 mg x 30, 2938, 2.5 mg x 20, 3352, 5 mg x 20, 3511


ΣΙΛΑΖΑΠΡΙΛΗ
Cilazapril
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: Αρχική δόση 0.5 mg, συνήθης δόση 2.5-5 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 1 mg, 2.5 mg, 5 mg
Ιδιοσκευάσματα:
VASCACE/Roche: f.c.tab 1 mg x 30, 1890, 5 mg x 28, 6844, 2.5 mg x 28, 4034


ΤΡΑΝΤΟΛΑΠΡΙΛΗ
Trandolapril
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: Αρχική δόση 0.5 mg, συνήθης δόση 2 mg, μέγιστη δόση 4 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 0.5 mg, 2 mg
Ιδιοσκευάσματα:
AFENIL/Φαρμαλεξ: caps 0.5 mg x 28, 1617, 2 mg x 28, 5498
ODRIK/Hoechst Marion Roussel: caps 0.5 mg x 28, 1414, 2 mg x 28, 5583


ΦΟΣΙΝΟΠΡΙΛΗ
Fosinopril
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: Αρχική δόση 10 mg, συνήθης δόση 20 mg, μέγιστη δόση 40 mg.
Λοιπά: Βλ. Καπτοπρίλη και εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg.
Ιδιοσκευάσματα:
MONOPRIL/Bristol: tab 20mg x 14, 3527


2.5.2 Ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ
Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής είναι ειδικοί ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και έχουν ιδιότητες παρόμοιες με των α-ΜΕΑ. Αντίθετα από τους α-ΜΕΑ δεν αναστέλλουν την αποδόμηση της βραδυκινίνης και άλλων κινινών και για το λόγο αυτό δεν φαίνεται να προκαλούν το μόνιμο ξηρό βήχα που συχνά επιπλέκει τη χορήγηση των α-ΜΕΑ. Αποτελούν ως εκ τούτου χρήσιμη εναλλακτική λύση για ασθενείς που πρέπει να διακόψουν τη λήψη κάποιου α-ΜΕΑ εξαιτίας του επίμονου βήχα. Ο ρόλος τους στην θεραπεία της υπέρτασης πρέπει να αποδειχθεί.
Προσοχή στη χορήγηση: Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή σε περιπτώσεις στένωσης της νεφρικής αρτηρίας. Παρακολούθηση της συγκέντρωσης καλίου στον ορό συνιστάται σε περιπτώσεις ασθενών με έκπτωση νεφρικής λειτουργίας και σε ηλικιωμένους ασθενείς. Χαμηλότερες αρχικές δόσεις συνιστώνται σε αυτούς τους ασθενείς.
Αντενδείξεις: Να αποφεύγονται κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Είναι συνήθως ήπιες. Συμπτωματική υπόταση είναι δυνατό να συμβεί ιδιαίτερα σε ασθενείς με μειωμένο ενδοαγγειακό όγκο υγρών (π.χ. λήψη υψηλών δόσεων διουρητικών). Υπερκαλιαιμία και διαταραχές ηπατικής λειτουργίας έχουν παρατηρηθεί.


ΛΟΣΑΡΤΑΝΗ (N)
Losartan Potassium

Eνδείξεις: Υπέρταση (επίσης βλ. εισαγωγή).
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. εισαγωγή, επίσης ηπατική δυσλειτουργία (συνιστάται μείωση αρχικής δόσης).
Αντενδείξεις-Aνεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. εισαγωγή.
Δοσολογία: Αρχική και συνήθης δόση συντήρησης 50 mg ημερησίως σε μια δόση. Ηλικιωμένοι (>75 χρόνων), μετρίου βαθμού νεφρική δυσλειτουργία, μείωση ενδοαγγεικού όγκου αρχική δόση 25 mg ημερησίως. Εάν κριθεί απαραίτητο μπορεί να αυξηθεί έως 100 mg ημερησίως μετά από αρκετές εβδομάδες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα
COZAAR/Vianex: f.c.tab 50 mg x 10, 3097


ΙΡΒΕΣΑΡΤΑΝΗ (N)
Irbesartan
Eνδείξεις, Αντενδείξεις, Ανεπιθύμητες ενέργειες, Αλληλεπιδράσεις, Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Εισαγωγή 2.5.2 και Valsartan.
Δοσολογία: 150 - 300 mg ημερησίως.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 75 mg, 150 mg, 300 mg
Iδιοσκευάσματα
ΑPROVEL/Sanofi-Synthelabo: tab 75 mg x 28, 7672, 150 mg x 28, 8665, 300 x 28, 11900
KARVEA/Bristol-Myers Squibb: tab 75 mg x 28, 7672, 150 mg x 28, 8665, 300 x 28, 11900


BAΛΣAPTANH (N)
Valsartan
Eνδείξεις: Iδιοπαθής υπέρταση.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Eγκυμοσύνη. Σοβαρή έκπτωση της νεφρικής και ηπατικής λειτουργίας. Xολική κίρρωση και χολόσταση. Πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση ιδιαίτερα σε άτομα που λαμβάνουν διουρητικά. Kεφαλαλγία, ζάλη. Kοιλιακοί πόνοι, διάρροια. Eκδηλώσεις από το αναπνευστικό (βήχας, ρινίτιδα, φαρυγγίτιδα). Aίσθημα κόπωσης. Aγγειοοίδημα. Aναιμία, ουδετεροπενία, αύξηση κρεατινίνης, καλίου και διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας.
Aλληλεπιδράσεις: βλ. Kαπτοπρίλη.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ταυτόχρονη χορήγηση καλίου ή καλιοπροστατευτικών κίνδυνος υπερκαλιαιμίας. Σε στένωση της νεφρικής αρτηρίας ή σε σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια κίνδυνος έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας.
Δοσολογία: 80 mg ημερησίως. Σε ηλικιωμένα άτομα, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια μείωση της ημερήσιας δόσης στο ήμισυ. H δόση μπορεί να αυξηθεί έως το διπλάσιο μετά από 4 εβδομάδες ανεπιτυχούς θεραπείας.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 80 mg
Iδιοσκευάσματα
DIOVAN/Novartis: caps 80 mg x 14, 4335


2.5.3 Αντιυπερτασικά με κεντρική δράση
Τα φάρμακα αυτά (με γνωστότερες εκπροσώπους την α-μεθυλντόπα και την κλονιδίνη) δρουν στους κεντρικούς α-αδρενεργικούς υποδοχείς, στο αγγειοκινητικό κέντρο στο στέλεχος του εγκεφάλου και στον υποθάλαμο. Αναστέλλουν την εκροή των συμπαθητικών εκφορτίσεων προς τους περιφερικούς νευρώνες και την απελευθέρωση νοραδρεναλίνης και ελαττώνουν έτσι την αρτηριακή πίεση, την καρδιακή συχνότητα, την καρδιακή παροχή και τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις.
Τα αντιϋπερτασικά με κεντρική δράση δεν έχουν δυσμενή επίδραση στην ισορροπία του σακχάρου, το μεταβολισμό των λιπιδίων ή τη νεφρική λειτουργία, ενώ οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι ξηροστομία, αίσθημα ζάλης, κόπωση, κατευναστική δράση και υπνηλία, κατάθλιψη και λιγότερο συχνά διαταραχή της σεξουαλικής λειτουργίας. Η απότομη διακοπή των φαρμάκων αυτών (ιδίως της κλονιδίνης) συσχετίζεται με το γνωστό φαινόμενο διακοπής ή στέρησης, που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα περίσσειας κατεχολαμινών, ταχυκαρδία, κεφαλαλγία, ναυτία, ανησυχία, εμέτους και ταχεία επανεμφάνιση της υπέρτασης 12-14 ώρες μετά την τελευταία δόση του φαρμάκου, συχνά σε επίπεδα υψηλότερα από τα πριν από την έναρξη της θεραπείας.
Η ρεζερπίνη, το κύριο αλκαλοειδές του φυτού rauwolfia serpentina, αναστέλλει την αποθήκευση της νοραδρεναλίνης στα εναποθηκευτικά της κυστίδια, εξαντλώντας έτσι τα αποθέματά της. Είναι από τα ευρύτερα χρησιμοποιηθέντα αντιϋπερτασικά φάρμακα μόνη ή σε συνδυασμό με διουρητικά. Σημαντικά περιορισμένη είναι σήμερα η χρήση της ρεζερπίνης. Στη χώρα μας κυκλοφορεί μόνο σε συνδυασμό με διουρητικό.


ΚΛΟΝΙΔΙΝΗ
Clonidine
Ενδείξεις: Όλες οι μορφές της υπέρτασης εκτός από την οφειλόμενη σε φαιοχρωμοκύτωμα. Σε υπερτασική κρίση όταν δεν θεωρείται απαραίτητη η ταχεία ελάττωση της αρτηριακής πίεσης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ξηροστομία, καταστολή, κατακράτηση υγρών, κατάθλιψη, βραδυκαρδία, φαινόμενο Raynaud, κεφαλαλγία, ζάλη, αίσθημα ευφορίας, νυκτερινή ανησυχία, εξάνθημα, ναυτία, δυσκοιλιότητα, σπάνια ανικανότητα. Η καταστολή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης σε συνέργεια με τη δράση του οινοπνεύματος.
Αλληλεπιδράσεις: Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, άλλα αντιυπερτασικά, αντιψυχωσικά, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα) και μυοχαλαρωτικά φάρμακα. Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα. Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών. Οι β-αναστολείς αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά τη διακοπή της χορήγησης κλονιδίνης. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά ανταγωνίζονται το υποτασικό της αποτέλεσμα και αυξάνουν τον κίνδυνο υπέρτασης κατά τη διακοπή της χορήγησης κλονιδίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Πρέπει να διακόπτεται σταδιακά λόγω του κινδύνου πρόκλησης υπερτασικής κρίσης (φαινόμενο διακοπής ή στέρησης). Σε φαινόμενο Raynaud ή άλλη αποφρακτική περιφερική αγγειακή νόσο. Σε προηγούμενο ιστορικό κατάθλιψης. Αποφυγή της χορήγησης σε ιστορικό πορφυρίας.
Δοσολογία: Από το στόμα: αρχικά 50-100 μg τρεις φορές ημερησίως με σταδιακή αύξηση της δόσης κάθε 2η ή 3η ημέρα μέχρι συνολική δόση 1.2 mg ημερησίως.
Για παρεντερική χορήγηση: Ενδομυϊκώς 150 μg, επανάληψη ανά 4ωρο ανάλογα με την ανταπόκριση. Ενδοφλεβίως: 1 ml (=150 μg) διαλύεται σε 10 ml χλωρονατριούχου ορού και χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως παρακολουθώντας την αρτηριακή πίεση. Επανάληψη ανά 4ωρο ανάλογα με την ανταπόκριση μέχρι συνολική δόση 750 μg ημερησίως. Σε συνεχή έγχυση 4 ml διαλύονται σε 500 ml σακχαρούχου ορού και χορηγούνται 20 σταγ./λεπτό.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.150 mg
inject. solution 0.150 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
CATAPRESAN/Boehringer: tab 0.150 mg x 30, 468, inj.sol 0.150 mg/1 ml-amp x 5, 774


ΜΟΞΟΝΙΔΙΝΗ (N)
Μοxonidine
Ενδείξεις: Ήπια και μετρίου βαθμού ιδιοπαθής υπέρταση.
Αντενδείξεις: Ιστορικό αγγειοοιδήματος, διαταραχές αγωγιμότητας (σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, φλεβοκομβοκολπικός αποκλεισμός, δευτέρου ή τρίτου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός), βραδυκαρδία, επικίνδυνες για τη ζωή αρρυθμίες, σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, σημαντικού βαθμού στεφανιαία νόσος, ασταθής στηθάγχη, σοβαρή ηπατική νόσος ή έκπτωση νεφρικής λειτουργίας. Επίσης (με βάση θεωρητικές υποθέσεις) σύνδρομο Raynaud, διαλείπουσα χωλότητα, επιληψία, κατάθλιψη, νόσος του Parkinson, γλαύκωμα, εγκυμοσύνη και θηλασμός. Aντενδείκνυνται σε παιδιά < 16 ετών.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ξηροστομία, κεφαλαλγία, καταβολή, υπνηλία, ναυτία, διαταραχές ύπνου, αγγειοδιαστολή.
Aλληλεπιδράσεις: Aυξάνει την κατευναστική δράση των βενζοδιαζεπινών.
Προσοχή στη χορήγηση: Έκπτωση νεφρικής λειτουργίας, αποφυγή απότομης διακοπής χορήγησης (εάν πρέπει να διακοπεί β-αποκλειστής που χορηγείται ταυτόχρονα, διακόπτεται αρχικά ο β-αποκλειστής και ακολουθεί μετά από διάστημα μερικών ημερών η διακοπή της μοξονιδίνης).
Δοσολογία: 200 μg κάθε πρωί, με δυνατότητα αύξησης μετά από 3 εβδομάδες σε 400 μg σε δύο δόσεις. Μέγιστη συνιστώμενη δόση 600 μg σε δύο δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 0.2 mg, 0.3 mg, 0.4 mg
Iδιοσκευάσματα
CYNT/Φαρμασερβ Λιλλυ: f.c.tab 0.2 mg x 20, 3243, 0.3 mg x 20, 4336, 0.4 mg x 20, 4970
FISIOTENS/Solvay Pharma: f.c.tab 0.2 mg x 28, 4539, 0.3 mg x 28, 6070, 0.4 mg x 28, 6959


ΜΕΘΥΛΝΤΟΠΑ
Methyldopa
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση διουρητικών.
Αντενδείξεις: Ιστορικό κατάθλιψης, ενεργός ηπατική νόσος, φαιοχρωμοκύτωμα, πορφυρία. Ιστορικό αιμόλυσης μετά λήψη του φαρμάκου.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ορθοστατική υπόταση, ξηροστομία, υπνηλία, κατάθλιψη, καταστολή, διάρροια, κατακράτηση υγρών, αδυναμία εκσπερμάτωσης, ηπατική βλάβη, αιμολυτική αναιμία, σύνδρομο προσομοιάζον προς συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, παρκινσονισμός, εξανθήματα, ρινική συμφόρηση.
Αλληλεπιδράσεις: Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, αντικαταθλιπτικά, άλλα αντιυπερτασικά, αντιψυχωσικά, αγχολυτικά και υπνωτικά φάρμακα, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα), μυοχαλαρωτικά. Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα και ουσίες που περιέχουν θειϊκά, όπως θειϊκός σίδηρος. Ανταγωνισμός της αντιυπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών. Ανταγωνίζεται το αντιπαρκινσονικό αποτέλεσμα των ντοπαμινεργικών φαρμάκων. Πρόκληση νευροτοξικότητας κατά τη συγχορήγηση με λίθιο ακόμη και χωρίς να προκαλέσει αύξηση των επιπέδων του στο πλάσμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Προκαλεί θετική άμεση αντίδραση Coombs στο 20% των ασθενών που τη λαμβάνουν χωρίς να αποτελεί λόγο διακοπής της θεραπείας και μπορεί να επηρεάσει τις δοκιμασίες διασταύρωσης του αίματος. Ελάττωση της δόσης σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική λειτουργία. Απαραίτητος συχνός αιματολογικός και ηπατικός έλεγχος. Η καταστολή μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα οδήγησης σε συνέργεια με τη δράση του οινοπνεύματος.
Δοσολογία: Από το στόμα: 250 mg σε δύο ή τρεις δόσεις, αύξηση ανά δύο ή περισσότερες ημέρες μέχρι τη μέγιστη δόση που είναι 3 g ημερησίως. Σε ηλικιωμένους αρχικά 125 mg x 2 μέχρι 2 g ημερησίως. Σε ενδοφλέβια χορήγηση αρχικά έγχυση 250-300 mg, επανάληψη εάν χρειασθεί μετά 6 ώρες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 250 mg, 500 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ALDOMET/Vianex: f.c.tab 250 mg x 30, 656, 500 mg x 30, 1185


2.5.4 α-Αδρενεργικοί αποκλειστές
Οι α-αδρενεργικοί αναστολείς (με γνωστότερους εκπροσώπους την δοξαζοσίνη, την πραζοσίνη και την τεραζοσίνη) αποκλείουν τους μετασυναπτικούς α1-υποδοχείς, αναστέλλοντας έτσι την αγγειοσύσπαση που προκαλεί η νοραδρεναλίνη και προκαλούν αγγειοδιαστολή, μείωση των περιφερικών αντιστάσεων και ελάττωση της αρτηριακής πίεσης. Οι α-αναστολείς στερούνται δυσμενών μεταβολικών επιδράσεων, φαίνεται να έχουν μάλιστα ευνοϊκή επίδραση στις λιπιδαιμικές παραμέτρους, αλλά δεν είναι τόσο ισχυρά αντιυπερτασικά φάρμακα, ιδίως για μονοθεραπεία. Η γνωστότερη ανεπιθύμητη ενέργειά τους είναι η απότομη εμφάνιση ορθοστατικής υπότασης μετά την πρώτη δόση (first dose effect). Επειδή τα φάρμακα αυτά χαλαρώνουν τις λείες μυϊκές ίνες σε περιπτώσεις υπερπλασίας του προστάτου προκαλούν αύξηση της ροής των ούρων και βελτίωση των αποφρακτικών φαινομένων.


ΔOΞAZOΣINH (N)
Doxazocin
Eνδείξεις: Aρτηριακή υπέρταση, καλοήθης υπετροφία του προστάτου.
Δοσολογία: Για την υπέρταση αρχική δόση 1 mg, η οποία μπορεί να αυξηθεί σε 2 mg μετά 1-2 εβδομάδες ή σε 4 mg, 8 mg και 16 mg με παρόμοια μεσοδιαστήματα. Σε υπερτροφία του προστάτου: βλ. 7.8.
Λοιπά: Bλ. Πραζοσίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg, 4 mg
Iδιοσκευάσματα:
CARDURA/Pfizer: tab 2 mg/tab x 14, 2651, tab 4 mg x 14, 3409


ΠΡΑΖΟΣΙΝΗ
Prazosin
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σύνδρομο Raynaud, καλοήθης υπερπλασία προστάτου.
Αντενδείξεις: Ευαισθησία στο φάρμακο, γαλουχία, καρδιακή ανεπάρκεια εξαιτίας στένωσης της αορτής.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ορθοστατική υπόταση, υπνηλία, αδυναμία, ζάλη, κεφαλαλγία, αίσθημα καταβολής, ναυτία, αίσθημα παλμών, συχνουρία, αναφέρεται δε και ακράτεια.
Αλληλεπιδράσεις: Αύξηση του υποτασικού αποτελέσματος κατά τη συγχορήγηση με οινόπνευμα, αναισθητικά, άλλα αντιυπερτασικά, αντιψυχωσικά φάρμακα, ντοπαμινεργικά (λεβοντόπα) και μυοχαλαρωτικά. Ελάττωση της απορρόφησης από τα αντιόξινα. Ανταγωνισμός της αντιϋπερτασικής της δράσης με συγχορήγηση μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, κορτικοστεροειδών, καρβενοξολόνης, οιστρογόνων ή αντισυλληπτικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Πιθανή εμφάνιση βαριάς ορθοστατικής υπότασης μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης, ιδίως αν συγχορηγούνται με διουρητικά ή στους ηλικιωμένους συνιστάται η χορήγηση της πρώτης δόσης λίγο πριν από την κατάκλιση. Προσαρμογή της δοσολογίας όταν συνυπάρχει επηρεασμένη νεφρική λειτουργία.
Δοσολογία: Αρχική δόση 0.5 mg το βράδυ πριν από την κατάκλιση. Ακολούθως 0.5 mg τρεις φορές ημερησίως και αύξηση της δόσης ανά 3 ημέρες μέχρι μέγιστη δόση 20 mg ημερησίως. Σε υπερτροφία προστάτου: βλ. 7.8
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2 mg
Ιδιοσκευάσματα:
MINIPRESS/Pfizer: tab 1 mg x 30, 481, 2 mg x 30, 697


ΤΕΡΑΖΟΣΙΝΗ
Terazosin
Δοσολογία: Aρχική δόση 1 mg το βράδυ πριν από την κατάκλιση. H δόση μπορεί να διπλασιασθεί μετά μια εβδομάδα. Συνήθης δόση συντήρησης 2-10 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Πραζοσίνη
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2 mg, 5 mg, 10 mg.
Ιδιοσκευάσματα:
HYTRIN/Abbott: tab 1 mg x 7, 728, 2 mg x 14, 2031, 5 mg x 14, 4018, 10 mg x 14, 7711


ΦΑΙΝΤΟΛΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Phentolamine Hydrochloride
Ενδείξεις: Φαιοχρωμοκύτωμα για την αντιμετώπιση των κρίσεων όσο και διαγνωστικά, στις αντιδράσεις τροφών με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης, κατά την απότομη διακοπή της κλονιδίνης και την εμφάνιση φαινομένου "αναπήδησης", στην οξεία ανεπάρκεια της αριστεράς κοιλίας, σε διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής.
Αντενδείξεις: Υπόταση, ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου, στηθάγχη, νεφρική ανεπάρκεια, γαστρίτιδα, πεπτικό έλκος, ηλικιωμένοι. Γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Υπόταση, ταχυκαρδία, ζάλη, ναυτία, διάρροια, ρινική συμφόρηση.
Αλληλεπιδράσεις: Βλ. Πραζοσίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και της καρδιακής συχνότητας.
Δοσολογία: Σε ενδοφλέβια χορήγηση 5-10 mg που μπορεί να επαναληφθεί. Σε ενδοφλέβια έγχυση 5-60 mg σε 10-20 min με ρυθμό 0.2-2 mg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
REGITINE/Novartis (IΦET): inj.sol 10 mg/ 1 ml-amp x 5


ΦΑΙΝΟΞΥΒΕΝΖΑΜΙΝΗ
Phenoxybenzamine
Ενδείξεις: Φαιοχρωμοκύτωμα, σύνδρομο Raynaud, ακροκυάνωση, επίσχεση ούρων από καλοήθη αίτια.
Αντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Ορθοστατική υπόταση με ζάλη και σημαντική ταχυκαρδία, ατονία, ρινική συμφόρηση, αδυναμία εκσπερμάτωσης, σπάνια γαστρεντερικές διαταραχές, μετά ενδοφλέβια χορήγηση, ελάττωση της εφίδρωσης και έντονη ξηροστομία. Ιδιοσυγκρασιακά μπορεί να προκληθεί βαριά υπόταση λίγο μετά την έναρξη της ενδοφλέβιας χορήγησης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηλικιωμένους ασθενείς, σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, μετά οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (αποφυγή χορήγησης για 3-4 εβδομάδες μετά), σε βαριά αθηροσκλήρωση, αποφυγή όταν υπάρχει ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, εγκυμοσύνη, πορφυρία, σε καταστάσεις με ελαττωμένο όγκο αίματος. Αναφέρεται καρκινογένεση στα ζώα. Χρειάζεται προσοχή σε περίπτωση εξαγγείωσης καθώς είναι ερεθιστικό για τους ιστούς.
Δοσολογία: Σε φαιοχρωμοκύττωμα, από το στόμα, αρχική δόση 10 mg ημερησίως, αύξηση 10 mg ανά ημέρα μέχρι δόση 1-2 mg/kg ημερησίως σε δύο δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
DIBENYLINE/Forley (IΦET): caps 10 mg x 30


2.5.5 Αγγειοδιασταλτικά
Μέλη της ομάδας αυτής είναι η υδραλαζίνη, η μινοξιδίλη, η διαζοξίδη και το νιτροπρωσικό νάτριο. Προκαλούν αγγειοδιαστολή δρώντας απευθείας στις λείες μυϊκές ίνες των αρτηριών κυρίως, με μικρή επίδραση στα φλεβικά δίκτυα. Η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης συνοδεύεται από διέγερση του συμπαθητικού με ταχυκαρδία, κεφαλαλγία, αίσθημα παλμών, ρινική συμφόρηση και μυοκαρδιακή ισχαιμία σε ασθενείς με υποκείμενη στεφανιαία νόσο. Για τους παραπάνω λόγους συγχορηγούνται συνήθως με β-αναστολείς και διουρητικά, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η κατακράτηση υγρών και να αντιρροπισθεί η ταχυκαρδία και η αύξηση της καρδιακής παροχής. Η χρήση τους σήμερα έχει περιορισθεί σε ασθενείς με βαριά υπέρταση, ανθεκτική στη φαρμακευτική θεραπεία, ως επικουρική φαρμακευτική αγωγή. Σε μεγάλες δόσεις, η υδραλαζίνη μπορεί να προκαλέσει σύνδρομο τύπου ερυθηματώδους λύκου, ενώ η μινοξιδίλη προκαλεί υπερτρίχωση και μπορεί να οδηγήσει σε υπεζωκοτική ή περικαρδιακή συλλογή υγρού.

ΔΙΥΔΡΑΛΑΖΙΝΗ ΜΕΘΑΝΟΣΟΥΛΦΟΝΙΚΗ [ή Υδραλαζίνη (Hydralazine)]
Dihydralazine Methansulfonate
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση, υπερτασικές κρίσεις, ενδοφλεβίως για την αντιμετώπιση της εκλαμψίας.
Αντενδείξεις: Ιδιοπαθής συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σοβαρή ταχυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια με μεγάλο όγκο παλμού, καρδιακή ανεπάρκεια λόγω μηχανικού κωλύματος του χώρου εκροής της αριστερής κοιλίας, πνευμονική καρδία, διαχωριστικό αορτικό ανεύρυσμα και πορφυρία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, κατακράτηση υγρών, ναυτία και έμετος, κεφαλαλγία, σύνδρομο προσομοιάζον με ερυθηματώδη λύκο (μετά μακρά θεραπεία με δόση μεγαλύτερη των 100 mg ημερησίως ή και μικρότερη σε γυναίκες), σπανίως εξανθήματα, πυρετός, περιφερική νευρίτιδα, αιματολογικές διαταραχές.
Αλληλεπιδράσεις: Βλ. Πραζοσίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Ελαττωμένη αρχική δόση σε νεφρική ανεπάρκεια. Μπορεί να προκαλέσει στηθάγχη σε προϋπάρχουσα στεφανιαία νόσο. Να αποφεύγεται κατά την οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου, σε αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκυμοσύνη και θηλασμό. Λόγω της κατακράτησης υγρών και της ταχυκαρδίας πρέπει να συγχορηγείται με διουρητικά και β-αναστολείς.
Δοσολογία: Από το στόμα 25 mg x 2 μέχρι 50 mg x 2. Σε ενδοφλέβια χορήγηση 5-10 mg σε 20 min, επανάλειψη μετά 20-30 min. Σε ενδοφλέβια έγχυση έναρξη με 200-300 μg/min και διατήρηση με 50-100 μg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg
dr. pd. injection 25 mg
Ιδιοσκευάσματα:
NEPRESOL/Novartis: dr.pd.inj 25 mg x 5+5 x 2 ml-solv, 872
DIHYDRALAZINE/IΦET: tab 25 mg x 40

ΜΙΝΟΞΙΔΙΛΗ
Minoxidil
Ενδείξεις: Βαριά υπέρταση μη ελεγχόμενη από άλλα αντιϋπερτασικά, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Φαιοχρωμοκύτωμα, πορφυρία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κατακράτηση υγρών, αύξηση βάρους, περιφερικά οιδήματα, ταχυκαρδία, υπερτρίχωση, αναστρέψιμη αύξηση της ουρίας και της κρεατινίνης, γαστρεντερικές διαταραχές, μαστωδυνία, εξάνθημα.
Αλληλεπιδράσεις: Βλ. Πραζοσίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Βλ. Υδραλαζίνη.
Δοσολογία: Αρχικά 5 mg ημερησίως σε 1-2 δόσεις. Αύξηση ανά 5-10 mg κάθε 3 ή περισσότερες ημέρες και μέγιστη δόση 50 mg ημερησίως.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LONITEN/Upjohn: tab 10 mg x 100, 6533


ΔΙΑΖΟΞΕΙΔΗ
Diazoxide
Ενδείξεις: Υπερτασική κρίση σε έδαφος νεφροπάθειας. Λοιπές ενδείξεις βλ. 6.2.
Αντενδείξεις: Υπέρταση μηχανικής αιτιολογίας (λ.χ. από ισθμική στένωση αορτής), ισχαιμική καρδιοπάθεια, βαριά αθηροσκλήρωση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, υπεργλυχαιμία, κατακράτηση υγρών.
Αλληλεπιδράσεις: Όπως υδραλαζίνη. Επίσης ανταγωνίζεται τη δράση των υπογλυκαιμικών φαρμάκων.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε εγκυμοσύνη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, σε κακώς ρυθμιζόμενο διαβήτη.
Δοσολογία: Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση σε χρόνο <30 sec ή έγχυση σε 15-30 min και σε δόση 10-3 mg/kg, επανάλειψη μετά 5-15 min. Μέγιστη δόση 150 mg. Με δόσεις άνω των 300 mg υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης στηθάγχης, οξέος εμφράγματος ή εγκεφαλικού επεισοδίου.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 25 mg, 100 mg
inject. solution 300 mg/20 ml-vial
Ιδιοσκευάσματα:
PROGYCEM/Schering (IΦET): caps 25 mg x 100, 100 mg x 100
HYPERSTAT/Schering (IΦET): inj.sol 300 mg/ 20 ml-vial x 1


ΝΙΤΡΟΠΡΩΣΣΙΚΟ ΝΑΤΡΙΟ
Nitroprusside Sodium Dihydrate
Ενδείξεις: Σε υπερτασική κρίση, έλεγχος υπέρτασης κατά τη διάρκεια χειρουργείου, στην οξεία ή χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία, έλλειψη βιταμίνης Β12, οπτική ατροφία του Leber, κρανιακοί όγκοι, μεταβολική εγκεφαλοπάθεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία, ερυγές, κοιλιακό άλγος, εφίδρωση, αίσθημα παλμών, ανησυχία, οπισθοστερνική δυσφορία-υποχωρούν με ελάττωση του ρυθμού έγχυσης.
Αλληλεπιδράσεις: Όπως υδραλαζίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Επί υποθυρεοειδισμού, σοβαρής νεφρικής δυσλειτουργίας, σε ηλικιωμένους, σε διαταραχές της εγκεφαλικής κυκλοφορίας. Λόγω της ταχείας έναρξης δράσης η χορήγησή της πρέπει να γίνεται σε μονάδα εντατικής παρακολούθησης. Κατά την παρατεταμένη χορήγησή της χρειάζεται παρακολούθηση των επιπέδων των κυανιούχων του πλάσματος (όριο μέχρι 10 mg/dl). Εάν αυξηθούν περαιτέρω μπορεί να προκληθεί αίσθημα εξάντλησης, ναυτία, αποπροσανατολισμός μέχρι ψυχώσεως. Η υποψία τίθεται εάν εμφανισθεί μεταβολική οξέωση. Αντιμετωπίζεται με διακοπή της χορήγησης, ενώ σαν αντίδοτα χρησιμοποιούνται αρχικά 4-6 mg νιτρικού νατρίου 35% σε 2 min και ακολούθως 50 ml διαλύματος θειοθειϊκού νατρίου 25%. Αναφέρεται πρόληψη με ταυτόχρονη χορήγηση υδροξυκοβαλαμίνης.
Δοσολογία: Χορηγείται σε ενδοφλέβια έγχυση αρχικά 0.3-1 μg/kg/min και προσαρμογή της δοσολογίας ανάλογα με το αποτέλεσμα, με συνήθη δόση 0.5-6 μg/kg/ min και μέγιστη δόση 8 μg/kg/min. Στην καρδιακή ανεπάρκεια: Αρχικά 10-15 μg/ min και αύξηση ανά 5-10 min. Συνήθης δόση 10-200/min και μέγιστη δόση 280 μg/ min (4 μg/min).
Μορφές-Περιεκτικότητες:
pd. injection 50 mg
Ιδιοσκευάσματα:
NITRIATE/IΦET: pd. inj. 50 mg x 5+5 amp 4 ml-solv


2.5.6 Αναστολείς των υποδοχέων της σεροτονίνης

Πρόκειται για φάρμακα που αναστέλλουν τους υποδοχείς τύπου 2 της σεροτονίνης. Οι υποδοχείς αυτοί βρίσκονται στις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων, όπου προκαλούν αγγειοσύσπαση, καθώς και στα αιμοπετάλια, όπου αυξάνουν τη συγκολλητικότητά τους. Εκπρόσωπος της κατηγορίας είναι η κετανσερίνη που συγχρόνως διαθέτει και δράση αναστολέα των α1-αδρενεργικών υποδοχέων.


ΚΕΤΑΝΣΕΡΙΝΗ ΤΡΥΓΙΚΗ
Ketanserin Tartrate
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση, διαλείπουσα χωλότητα, φαινόμενο Raynaud.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο προϊόν, 2ου και 3ου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός, εγκυμοσύνη, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Η κυριότερη είναι η παράταση του διαστήματος QT στο ΗΚΓ, καταστολή, ξηροστομία, ναυτία, ζάλη, κεφαλαλγία, υπνηλία.
Προσοχή στη χορήγηση: Αποφυγή χορήγησης μαζί με αντιαρρυθμικά τάξης Ιa, Ic, III λόγω του κινδύνου πρόκλησης κοιλιακής ταχυκαρδίας. Επίσης, κατά τη συγχορήγηση με διουρητικά καθώς η υποκαλιαιμία αυξάνει τον κίνδυνο κοιλιακής ταχυκαρδίας.
Δοσολογία: Δόση 20-40 mg σε δύο δόσεις. Μέγιστη δόση 80 mg ημερησίως.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg, 40 mg

2.6 Νιτρώδη και ανταγωνιστές του ασβεστίου

2.6.1 Νιτρώδη
Τα ποικίλα νιτρώδη άλατα έχουν κοινές επιθυμητές και ανεπιθύμητες ενέργειες. Διαφέρουν μεταξύ τους κυρίως ως προς την ταχύτητα και τη διάρκεια δράσης τους, ανάλογα με τη δραστική ουσία, την οδό χορήγησης και τη φαρμακοτεχνική μορφή. Η ειδική ένδειξή τους για αντιμετώπιση παροξυσμών στηθάγχης ή πρόληψή τους εξαρτάται ακριβώς από την ταχύτητα της δράσης τους. Την ταχύτερη αλλά και βραχύτερη δράση έχουν το (δύσχρηστο) νιτρώδες αμύλιο σε εισπνοές και η υπογλώσσια τρινιτρική γλυκερίνη.
Εκτός από τη στηθάγχη, τα νιτρώδη με ταχεία δράση μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε οξεία αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς μειώνουν και τις περιφερικές αντιστάσεις (μεταφορτίο) και τη φλεβική επιστροφή (προφορτίο). Οι υπογλώσσιες μορφές με την ταχύτατη δράση τους είναι κατάλληλες για την έγκαιρη έναρξη της αγωγής της οξείας αριστερής καρδιακής κάμψης από τον ίδιο τον άρρωστο.
Η ορθοστατική υπόταση και η κεφαλαλγία είναι οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες των νιτρωδών. Είναι ενδεχόμενο ένα άτομο που έχει έντονη κεφαλαλγία με το δινιτρικό ισοσορβίτη να ανέχεται καλύτερα άλλα σκευάσματα, όπως την τρινιτρική γλυκερίνη σε μορφή βραδείας απορρόφησης. Μερικοί ασθενείς που λαμβάνουν νιτρώδη μακράς δράσεως ή επιδερμικά αυτοκόλλητα αναπτύσσουν ανοχή με αποτέλεσμα ελάττωση της θεραπευτικής δράσης του φαρμάκου. Μείωση της συγκέντρωσης νιτρωδών στο αίμα για 4-8 ώρες κάθε μέρα συνήθως διατηρεί την δραστικότητα του φαρμάκου σε αυτές τις περιπτώσεις. Εάν αναπτυχθεί ανοχή μετά από χρησιμοποίηση αυτοκόλλητων συνιστάται η αφαίρεσή τους για μερικές ώρες κάθε μέρα, ενώ εάν χορηγούνται δισκία ελεγχόμενης απελευθέρωσης τότε το δεύτερο από αυτά πρέπει να χορηγείται 8 και όχι 12 ώρες μετά από το πρώτο. Οι αντενδείξεις των νιτρωδών είναι επίσης κοινές για όλα με κυριότερες την υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια και, σπάνια, το γλαύκωμα κλειστής γωνίας.


ΓΛΥΚΕΡΙΝΗ ΤΡΙΝΙΤΡΙΚΗ
Νιτρογλυκερίνη (Nitroglycerine)]
Glyceryl Trinitrate
Ενδείξεις: Προφύλαξη και θεραπεία στηθάγχης, αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Ορθοστατική υπόταση, υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση, εγκεφαλική αιμορραγία, σοβαρή αναιμία. Ενδοφλεβίως, επιπλέον, σε ανεπάρκεια εγκεφαλικής αιμάτωσης και σε καταστάσεις επιπωματισμού ή συμπιεστικής περικαρδίτιδας.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Παροδική κεφαλαλγία, ερυθρότητα προσώπου, ζάλη, αδυναμία, ταχυκαρδία. Σπανίως έμετοι, εξάνθημα, αποφολιδωτική δερματίτιδα, επίμονη υπόταση. Παρατεταμένη χορήγηση έχει σχετιστεί με μεθαιμοσφαιριναιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Η σύγχρονη λήψη οινοπνεύματος και άλλων αγγειοδιασταλτικών επιτείνει τις ανεπιθύμητες ενέργειες. H δισοπυραμίδη, τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και τα αντιμουσκαρινικά φάρμακα μειώνουν τη δράση της λόγω της ξηροστομίας που προκαλούν. Mείωση της αντιπηκτικής δράσης της ηπαρίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου πριν από τη σταθεροποίηση του αρρώστου για την αποφυγή επικίνδυνης υπότασης, ιδιαιτέρως σε ενδοφλέβια χορήγηση. Σε άτομα με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε γλαύκωμα κλειστής γωνίας. Σε κύηση ιδιαίτερα το πρώτο τρίμηνο.
Δοσολογία: Υπογλώσσιες μορφές 0.3-1 mg επαναλαμβανόμενες αναλόγως των αναγκών. Καταπινόμενες μορφές βραδείας απελευθέρωσης: 2.4-6.5 mg 2-3 φορές την ημέρα. Ενδοφλεβίως: Σε συνεχή έγχυση 0.01-0.2 mg/min. Σε τοπική εφαρμογή ή επικόλληση αυτοκόλλητου αναλόγως των αναγκών.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Πρέπει να φυλάσσονται σε θερμοκρασία δωματίου, κλεισμένα αεροστεγώς σε γυάλινα φιαλίδια με μεταλλικά πώματα. Έκθεση στον αέρα, υγρασία ή φως μειώνει τη δραστικότητά τους. Με καλές συνθήκες προφύλαξης διατηρούνται σταθερά για ένα έως δύο χρόνια. Για το διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιούνται φιάλες γυάλινες ή από πολυαιθυλένιο.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c.r. tablets 6.5 mg, 2.6 mg
s.c. tablets 0.15 mg
capsules sr 2.6 mg
con.r. capsules 2.5 mg
tts 2.5 mg/24 h, 5 mg/24 h, 7.5 mg/24 h, 10 mg/24 h, 15 mg/24 h
inject. solution 5 mg/5 ml-amp
inject. solution infusion 5 mg/5 ml-amp, 25 mg/25 ml-amp, 50 mg/50 ml-amp
spray 0.40 mg/dose
Ιδιοσκευάσματα:
CARINA/Κοπερ: cap.sr 2.6 mg x 30, 935
NITRO-MACK RETARD/Galenica: con.r. caps 2.5 mg x 20, 1061
NITRODYL/Lavipharm: tts 2.5 mg/24 hrs x 30, 3992, 5 mg/24 hrs x 30, 4827, 7.5 mg/24 hrs x 30, 5425, 10 mg/24 hrs x 30, 5425
NITROLINGUAL/Νειαδας: inj.sol 5 mg/5 ml-amp x 10, 2046, inj.so.inf 5 mg/5 ml-amp x 10, 3027, 25 mg/25 ml-amp x 10, 13788, 50 mg/50 ml-vial x 1, 2909, spr 0.40 mg/dose x 200 doses (11.2g), 1697
NITRONG/Lavipharm: con.r.tab 6.5 mg x 30, 1853, con.r.tab 2.6 mg x 30, 1283
NITRORETARD-FARAN/Φαραν: con.r.caps 2.5 mg x 30, 935
PANCORAN/Novartis: tts 5 mg/24hrs x 30, 5020, 10 mg/24 hrs x 30, 5466, 15 mg/24 hrs x 30, 6280
SODEMETHIN/Vilco: con.r.caps 2.5 mg x 30, 1130
SUPRANITRIN/Gap: con.r.caps 2.5 mg x 30, 1013
TRINIPATCH/Synthelabo: tts 5 mg/24 hrs x 30, 4826, 10 mg/24 hrs x 30, 5466
TRINITRINE SIMPLE LALEUF/Santa: s.c.tab 0.15 mg x 60, 563

ΙΣΟΣΟΡΒΙΤΗΣ ΔΙΝΙΤΡΙΚΟΣ
Isosorbide Dinitrate
Δοσολογία: Υπογλωσσίως: 5-10 mg. Από το στόμα: 30-240 mg/24ωρο σε διαιρεμένες δόσεις αναλόγως των αναγκών και της ανοχής του αρρώστου. Διαδερμικό εκνέφωμα: έναρξη με έναν ψεκασμό ημερησίως και προοδευτική αύξηση έως 4 αναλόγως των αγαγκών. Στοματικό εκνέφωμα: 1-3 ψεκασμοί ανά 30 sec.
Λοιπά: Βλ. Γλυκερίνη τρινιτρική.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
s.r. tablets 40 mg
sublingual tablets 5 mg
con.r. capsules 20 mg, 40 mg
spray transdermal md 30 mg/dose
mouth spray md 1.25 mg/dose
Ιδιοσκευάσματα:
ORBIPRONT/Galenica: spr.tr.md 30 mg/dose x 25 ml (80 doses), 2398, mout.sp.md 1.25 mg/dose, x 20 ml, 1691
PENSORDIL/Elpen: subl.tab 5 mg x 40, 248, tab 10 mg x 30, 258, con.r.caps 20 mg x 30, 532, 40 mg x 30, 504
RISORDAN/Wyeth: subl.tab 5 mg x 40, 309, tab 10 mg x 40, 397, sr.tab 40 mg x 40, 714


ΙΣΟΣΟΡΒΙΤΗΣ ΜΟΝΟΝΙΤΡΙΚΟΣ
Isosorbide Mononitrate
Δοσολογία: Συνήθης δόση 40-120 mg ημερησίως σε διαιρεμένες δόσεις. Σε ασθενείς που λαμβάνουν νιτρώδη για πρώτη φορά να χορηγούνται μειωμένες δόσεις (10 mg) δύο φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Γλυκερίνη τρινιτρική
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg, 40 mg.
s.r.f.c. tablets 60 mg
con.r. capsules 20 mg, 40 mg, 50 mg, 60 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ANGIOVAL/Galenica: tab 40 mg x 50, 2019
G-DIL/Gap: tab 20 mg x 50, 1483
IMDUR/Astra: s.r.f.c.ta 60 mg x 28, 3183
ISOMON/Roche: tab 20 mg x 50, 1853
MONOKET/Νειαδας: tab 20 mg x 50, 1483, con.r.caps, 50 mg x 30, 2568
MONORYTHM/Γερολυμάτος: con.r.caps 20 mg x 28, 1139, 40 mg x 28, 2276, 60 mg x 14, 1694
MONOSORDIL/Elpen: tab 20 mg x 50, 1853, con.r.caps 60 mg x 14, 2117
NITRAMIN/Coup: tab 20 mg x 50, 1483
NITRILAN/Biomedica: tab 20 mg x 50, 1483
PROCARDOL ADELCO/Adelco: tab 20 mg x 50, 1483


2.6.2 Ανταγωνιστές ασβεστίου
Οι ανταγωνιστές ασβεστίου παρεμποδίζουν την είσοδο ιόντων ασβεστίου από τους διαύλους των κυτταρικών μεμβρανών. Η δράση αυτή ασκείται κυρίως στον καρδιακό μυ και τις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων. Στον καρδιακό μυ προκαλούν ελάττωση της συσπαστικότητας, η οποία όμως αντισταθμίζεται από την ελάττωση του μεταφορτίου από την αγγειοδιαστολή. Στα αγγεία προκαλείται ελάττωση του μυϊκού τόνου και αγγειοδιαστολή τόσο στα περιφερικά όσο και στα στεφανιαία αγγεία. Τέλος, στο ερεθισματαγωγό σύστημα προκαλούν ελάττωση της ταχύτητας αγωγής του ερεθίσματος. Για τους παραπάνω λόγους θα πρέπει να αποφεύγονται στην καρδιακή ανεπάρκεια την οποία ενδέχεται να επιδεινώσουν.
Οι εκπρόσωποι της ομάδας αυτής διαφέρουν αρκετά ως προς τα σημεία στα οποία ασκεί ο καθένας την κύρια δράση του. Οι διαφορές που παρουσιάζουν μεταξύ τους ως προς τη δράση τους οι ποικίλοι ανταγωνιστές ασβεστίου είναι μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες μεταξύ β-αποκλειστών. Υπάρχουν ως εκ τούτου σημαντικές διαφορές μεταξύ βεραπαμίλης και ανταγωνιστών ασβεστίου που είναι παράγωγα της διυδροπυριδίνης όπως η νιφεδιπίνη, η νικαρδιπίνη και η ισραδιπίνη. Η βεραπαμίλη χρησιμοποιείται για την θεραπεία της στηθάγχης, της υπέρτασης και των αρρυθμιών. Μειώνει την καρδιακή παροχή, επιβραδύνει την καρδιακή συχνότητα και πιθανόν να επηρεάσει την κολποκοιλιακή αγωγιμότητα. Μπορεί να προκαλέσει καρδιακή ανεπάρκεια σε ασθενείς με δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας, να επιδεινώσει διαταραχές της αγωγιμότητας και να προκαλέσει υπόταση. Κατά κανόνα, δεν πρέπει να χορηγείται μαζί με β-αποκλειστές. Η δυσκοιλιότητα αποτελεί την πλέον κοινή ανεπιθύμητη ενέργεια.
Η νιφεδιπίνη μειώνει τον τόνο των λείων μυικών ινών και διαστέλλει τις στεφανιαίες και περιφερικές αρτηρίες. Έχει μεγαλύτερη δράση στα αγγεία και μικρότερη στο μυοκάρδιο σε σχέση με τη βεραπαμίλη και δεν έχει αντιαρρυθμική δράση. Σπάνια προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια γιατί ακόμα και η μάλλον ασήμαντη αρνητική ινότροπη δράση της αντιρροπείται από την αγγειοδιασταλτική της. Η αμλοδιπίνη και η φελοδιπίνη μοιάζουν με την νιφεδιπίνη και δεν έχουν αρνητική ινότροπη δράση. Έχουν μακρότερο χρόνο δράσης και μπορούν να χορηγηθούν άπαξ ημερησίως. Η νιφεδιπίνη, η αμλοδιπίνη και η φελοδιπίνη χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της στηθάγχης και της υπέρτασης. Είναι πολύτιμα φάρμακα στην αγωγή των μορφών στηθάγχης που σχετίζονται με σπασμό των στεφανιαίων αγγείων. Χρησιμοποιούνται σαν φάρμακα επικουρικά των β-αποκλειστών και σε ασθενείς που δεν ανέχονται τους β-αποκλειστές. Κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι οι εξάψεις και η κεφαλαλγία (μειώνεται μετά από μερικές μέρες) καθώς και το οίδημα των κάτω άκρων (δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στη χορήγηση διουρητικών). Οι ανεπιθύμητες ενέργειες οφείλονται στην αγγειοδιασταλτική δράση των φαρμάκων αυτών.
Η ισραδιπίνη και η λασιδιπίνη έχουν παρόμοια δράση με εκείνη της νιφεδιπίνης. Έχουν ένδειξη μόνο για την αγωγή της αρτηριακής υπέρτασης.
Η διλτιαζέμη έχει δράση ενδιάμεση μεταξύ βεραπαμίλης και διυδροπυριδινών. Είναι δραστική στις περισσότερες μορφές της στηθάγχης. Η συσκευασία μακράς δράσης του φαρμάκου αυτού χρησιμοποιείται επίσης για την αγωγή της υπέρτασης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς στους οποίους οι β-αποκλειστές είτε αντενδείκνυνται είτε είναι αναποτελεσματικοί. Έχει μικρότερη αρνητική ινότροπη δράση σε σχέση με την βεραπαμίλη. Η από κοινού χρήση του φαρμάκου με β-αποκλειστές απαιτεί προσοχή.
Οι ανταγωνιστές ασβεστίου δεν μειώνουν τον κίνδυνο εμφράγματος του μυοκαρδίου σε ασθενείς με ασταθή στηθάγχη. Πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο σε ασθενείς που έχουν συμπτώματα ανθεκτικά μετά από χορήγηση β-αποκλειστών, νιτρωδών, ασπιρίνης και ηπαρίνης.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η απότομη διακοπή φαρμάκου αυτής της κατηγορίας μπορεί να προκαλέσει αύξηση των στηθαγχικών συμπτωμάτων.


ΑΜΛΟΔΙΠΙΝΗ ΦΑΙΝΥΛΟΣΟΥΛΦΟΝΙΚΗ
Amlodipine Besilate
Ενδείξεις: Υπέρταση, στηθάγχη.
Δοσολογία: Αρχική δόση 5 mg εφάπαξ ημερησίως, μεγίστη δόση 10 mg.
Λοιπά: Βλ. Νιφεδιπίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 5 mg, 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
NORVASC/Pfizer: caps 5 mg x 14, 2630, 10 mg x 14, 4496


ΔΙΛΤΙΑΖΕΜΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Diltiazem Hydrochloride
Ενδείξεις: Στηθάγχη τύπου Prinzmetal, στηθάγχη προσπαθείας, ελαφράς έως μέτριας βαρύτητας υπέρταση.
Αντενδείξεις: Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου (εκτός εάν υπάρχει βηματοδότης), σοβαρή βραδυκαρδία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου και 3ου βαθμού, βαριά υπόταση. Επίσης αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια, κύηση, πορφυρία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Περιφερικό οίδημα, κεφαλαλγία, ναυτία, δερματικό εξάνθημα, κνησμός, πετέχειες, αρρυθμία, υπόταση, συγκοπτικά επεισόδια, κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου και 3ου βαθμού. Βραδυκαρδία, καρδιακή ανεπάρκεια, ζάλη, αδυναμία, διάρροια, δυσκοιλιότητα.
Αλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη χορήγηση με β-αποκλειστές αθροιστική αρνητική ινότροπη δράση και καθυστέρηση αγωγιμότητας. Επίσης μεγαλύτερη επιβράδυνση της αγωγιμότητας σε σύγχρονη χορήγηση με καρδιακές γλυκοσίδες. Να μειώνεται η δόση της όταν δίνεται μαζί με σιμετιδίνη, η οποία μειώνει τον μεταβολισμό του φαρμάκου στο ήπαρ και έτσι αυξάνει τα επίπεδά του στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιακή ανεπάρκεια διότι έχει αρνητική ινότροπη δράση. Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια επειδή μεταβολίζεται στο ήπαρ και αποβάλλεται από τους νεφρούς η δόση πρέπει να μειώνεται. Να αποφεύγεται σε κύηση, γαλουχία και κατά την παιδική ηλικία.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 60 mg τρεις φορές την ημέρα. Αν είναι απαραίτητο μπορεί να αυξηθεί στα 360 mg την ημέρα. Δισκία ή κάψουλες ελεγχόμενης αποδέσμευσης: 90-120 mg/12ωρο. Μέγιστη δόση 480 mg.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 60 mg, 90 mg, 120 mg
f.c. tablets 60 mg
s.r.c. tablets 90mg, 120 mg
con.r. tablets 120 mg
con.r. capsules 90 mg, 120 mg, 180 mg, 240 mg, 300 mg
capsules s.r. 60 mg, 90 mg, 120 mg, 200 mg
ly. pd. iv. infusion 100 mg
Ιδιοσκευάσματα:
CARDIL/Γερολυματος: con.r.caps 90 mg x 20, 1817, 180 mg x 10, 1360, 300 mg x 28, 4488
DILZANOL/Remedina: con.r.caps 120 mg x 28, 2576, 180 mg x 28, 3463, 240 mgx 28, 3779
DILTELAN/Φαραν: cap.sr 60 mg x 30, 1445, 90 mg x 30, 2423, 120 mg x 30, 2712
DIPEN/Elpen: tab 60 mg x 30, 1387, con.r.caps 120 mg x 20, 1999
ELVESIL/Biomedica: tab 60 mg x 30, 1387, con.r.tab 120 mg x 30, 2447
ERGOCLAVIN/Bros: tab 60 mg x 30, 1387
MAVITALON/Help: tab 60 mg x 30, 1387
NATASADOL/Cosmopharm: tab 60 mg x 30, 1387
RUBITEN/Rafarm: tab 60 mg x 30, 1387
SAUBASIN/Kleva: tab 60 mg x 30, 1387
TERNEL/Χρισπα: f.c.tab 60 mg x 30, 1387
TILDIEM/Synthelabo: tab 60 mg x 30, 1734, s.r.c.tab 90 mg x 30, 2983, 120 mg x 30, 3057, con.r.caps 300 mg x 28, 5609, cap.sr 200 mg x 30, 4871, ly.p.iv.in 100 mg/vial x 20, 34530


ΙΣΡΑΔΙΠΙΝΗ
Isradipine
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο. Γαλουχία.
Προσοχή στη χορήγηση: Βαριά στένωση αορτής, σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου αν δεν έχει τοποθετηθεί βηματοδότης, κύηση (είναι δυνατό να επιμηκύνει τον τοκετό), αποφυγή χυμού γκρέιπ φρούτ γιατί επιδρά στον μεταβολισμό του φαρμάκου.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 2.5 mg δύο φορές ημερησίως. Σε υπερήλικες και ασθενείς με νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια συνιστάται μείωση της δοσολογίας στο ήμισυ. Αν είναι αναγκαίο μετά 3-4 εβδομάδες η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 5 mg δύο φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Νιφεδιπίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2.5 mg
capsules s.r. 5 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LOMIR/Novartis: tab 2.5 mg x 56, 4429, cap.sr 5 mg x 30, 4305


ΛΑΣΙΔΙΠΙΝΗ
Lacidipine
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο. Εγκυμοσύνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ερυθρότητα προσώπου, ζάλη, αίσθημα παλμών, περιφερικά οιδήματα. Σπανίως αίσθημα αδυναμίας, εξάνθημα, πεπτικές διαταραχές, πολυουρία, θωρακικό άλγος, υπερπλασία ούλων.
Αλληλεπιδράσεις: Ο συνδυασμός με άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα ενισχύει την αντιυπερτασική δράση. Η στάθμη του φαρμάκου αυξάνει με σύγχρονη χορήγηση σιμετιδίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Σε καρδιακή, ηπατική ανεπάρκεια. Να διακοπεί η χορήγησή της εάν εμφανιστεί οπισθοστερνικό ή θωρακικό άλγος. Σε κύηση και γαλουχία.
Δοσολογία: 4 mg εφάπαξ ημερησίως, κατά προτίμηση το πρωί. Η δόση μπορεί να αυξηθεί σε 6 mg μετά από 3-4 εβδομάδες. Σε συνύπαρξη ηπατικής ανεπάρκειας ή σε ηλικιωμένα άτομα: 2 mg ημερησίως. Δεν υπάρχει κλινική εμπειρία σε παιδιά.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 4 mg
Ιδιοσκευάσματα:
LACIPIL/Glaxo Wellcome: f.c.tab 4 mg x 14, 2792
MOTENS/Boehringer: f.c.tab 4 mg x 14, 2792


ΛEPKANIΔIΠINH (N)
Lercanidipine
Eνδείξεις: Ήπια έως μέτριας βαρύτητας υπέρταση.
Aντενδείξεις: Aσταθής στηθάγχη, βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, στένωση αορτής, κύηση, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eρύθημα προσώπου, οιδήματα άκρων, αίσθημα παλμών, κεφαλαλγία, ίλιγγοι, υπόταση, υπνηλία, πεπτικές διαταραχές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, σε σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, σε δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας. O χυμός γκρέϊπ φρουτ μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό της και να αποφεύγεται.
Δοσολογία: Έναρξη με 10 mg ημερησίως. Aύξηση μέχρι 20 mg εάν είναι αναγκαίο μετά 2 εβδομάδες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 10 mg
Iδιοσεκυάσματα:
ZANIDIP/Galenica: f.c.tab 10 mg x 14, 2792


NIMOΔIΠINH
Nimodipine
Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία ισχαιμικών νευρολογικών ελλειμμάτων επακόλουθων υπαραχνοειδούς αιμορραγίας.
Aντενδείξεις: Aυξημένη ενδοκρανιακή πίεση, εγκεφαλικό οίδημα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, έξαψη και αίσθημα θερμότητας, πεπτικές διαταραχές, υπόταση, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, παροδική αύξηση ηπατικών ενζύμων.
Aλληλεπιδράσεις: Mε ταυτόχρονη χορήγηση σιμετιδίνης ή άλλων αντιυπερτασικών ουσιών ενισχύεται η δράση της.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χρησιμοποιείται μαζί με άλλους ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου ή β-αναστολείς, εάν όμως είναι απαραίτητο να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Σε κύηση και γαλουχία (να σταθμίζεται η τυχόν ωφέλεια).
Δοσολογία: Δισκία: Προληπτικώς 60 mg κάθε 4 ώρες αρχίζοντας στις 4 πρώτες ημέρες μετά από υπαραχνοειδή αιμορραγία και συνεχίζοντας για 14 περίπου ημέρες. Eνδοφλέβια στάγδην έγχυση: 1 mg ανά ώρα και άν η δόση γίνει καλά ανεκτή αυξάνεται σε 2 mg/ώρα μετά τη 2η ώρα. Σε άτομα βάρους < 70 kg η θεραπεία μπορεί να αρχίσει με 0.5 mg ανά ώρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα αποφεύγεται η αποθήκευση και η χρήση της στο ηλιακό φως. Nα χρησιμοποιούνται σωλήνες εγχύσεως από πολυαιθυλένιο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 30 mg
inject. solution-infusion 10 mg/50 ml
Iδιοσκευάσματα:
ΒEFIMAT/Biomedica-Chemica:: c.tab 30 mg x 30, 3075
NIMOTOP/Bayer: f.c.tablets 30 mg x 30, inj.so.inf 10 mg/50 ml vial x 1
CURBAN/Rafarm: f.c.tab 30 mg x 30
ZIREMEX/Demo: f.c.tab 30 mg x 30
FIGOZANT/Xρίσπα: f.c.tab 30 mg x 30
GENOVOX/Kleva: f.c.tab 30 mg x 30
MYODIPINE/Aξια: f.c.tab 30 mg x 30
NABOREL/Elpen: f.c.tab 30 mg x 30
NELBINEX/Φαρματεν : f.c.tab 30 mg x 30
NIMODIL/Remedina: f.c.tab 30 mg x 30
NORTOLAN/Aνφαρμ: f.c.tab 30 mg x 30
ROSITAL/Φαράν: c.tab 30 mg x 30
STIGMICARPIN/Bros: f.c.tab 30 mg x 30
THRIONIREN/Mεντινοβα: f.c.tab 30 mg x 30
VASTRIPINE/Relyo: f.c.tab 30 mg x 30
ΝΙΣΟΛΔΙΠΙΝΗ
Nisoldipine
Ενδείξεις: Στηθάγχη, υπέρταση.
Αντενδείξεις: Βαριά υπόταση, ηπατική ανεπάρκεια, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ζάλη, ερύθημα, αίσθημα κοπώσεως, παλμοί, οίδημα σφυρών, θωρακικά άλγη που μπορεί να μοιάζουν με στηθάγχη.
Αλληλεπιδράσεις: Με ταυτόχρονη χορήγηση σιμετιδίνης ή άλλων αντιυπερτασικών ενισχύεται η δράση της. Τα άλατα ασβεστίου την ανταγωνίζονται. Το φάρμακο αυξάνει τη στάθμη της προπρανολόλης.
Δοσολογία: Έναρξη με 5 mg ημερησίως. Προοδευτική αύξηση, εάν απαιτείται μέχρι 40 mg ημερησίως σε 2 όμως δόσεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 5 mg, 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
SYSCOR/Bayer: f.c.tab 5 mg x 30, 3279, 10 mg x 30, 4336


ΝΙΤΡΕΝΔΙΠΙΝΗ
Nitrendipine
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 10-20 mg σε μία ή δύο δόσεις ημερησίως.
Λοιπά: Bλ. Nιφεδιπίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg, 20 mg
Ιδιοσκευάσματα:
AROSELIN/Βιοσταμκ.Μπουγιας: tab 20 mg x 30, 3835
BAYPRESS/Bayer: tab 10 mg x 30, 4087, 20 mg x 30, 4792
CRIVION/Vilco: tab 20 mg x 30, 3835
ZULEXEN/Demo: tab 20 mg x 30, 3835
LANOCARDIQUE/Φαραν: tab 20 mg x 30, 3835
LEONITREN/Μεντινοβα: tab 20 mg x 30, 3835
LISBA/Rafarm: tab 20 mg x 30, 3835
LOSTRADYL/Χρισπα: tab 20 mg x 30, 3835
NELCONIL/Φαρματεν: tab 20 mg x 30, 3835
NIFECARD/Bros: tab 20 mg x 30, 3835
POTIONAL/Kleva: tab 20 mg x 30, 3835
PRESSODIPIN/Genepharm: tab 20 mg x 30, 3835
SPIDOX/Φοινιξφαρμ: tab 20 mg x 30, 3835


ΝΙΦΕΔΙΠΙΝΗ
Nifedipine
Ενδείξεις: Προφύλαξη και αγωγή στηθάγχης, ιδίως Prinzmetal, υπέρταση.
Αντενδείξεις: Υπόταση. Κύηση. Γαλουχία. Υπερευαισθησία στο φάρμακο. Σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας, καρδιογενής καταπληξία, πορφυρία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντανακλαστική ταχυκαρδία που μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα στηθάγχης, κεφαλαλγία, ζάλη, εύκολη κόπωση, οίδημα κάτω άκρων, αδυναμία, ερύθημα και αίσθημα θερμότητας προσώπου, πόνος στα μάτια, υπερπλασία των ούλων και συχνουρία. Σπανιότερα ναυτία, ορθοστατική υπόταση, εμβοές, επώδυνες μυϊκές συνολκές, αρθραλγίες, τρόμος, εξανθήματα και πυρετός.
Αλληλεπιδράσεις: Με β-αποκλειστές και άλλα κατασταλτικά του μυοκαρδίου επιτείνεται η αρνητική ινότροπη δράση της. Οι β-αποκλειστές επίσης ενισχύουν την υποτασική της δράση. Αλληλεπιδράσεις με σιμετιδίνη, φαιντανύλη, διγοξίνη. H ριφαμπικίνη επιταχύνει τον μεταβολισμό της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιακή ανεπάρκεια ή στένωση αορτής. Σε σακχαρώδη διαβήτη. Διακοπή αν προκαλείται ισχαιμικός πόνος ή επιδεινώνεται υπάρχουσα στηθάγχη με την έναρξη της θεραπείας. Ελάττωση της δόσης σε ηπατική βλάβη.
Δοσολογία: Στηθάγχη: 10-20 mg 3 φορές την ημέρα. Σε στηθάγχη Prinzmetal μπορεί να χρειασθούν μεγαλύτερες δόσεις ή συχνότερη χορήγηση (20-30 mg 3-4 φορές την ημέρα). Μέγιστη ημερήσια δόση 120 mg με προοδευτική αύξηση κατά 10 mg. Υπέρταση 10-20 mg, 2-3 φορές την ημέρα. Σε υπερτασική ή στηθαγχική κρίση μπορεί να χορηγηθεί το υγρό περιεχόμενο της μαλακής κάψουλας αφού θραυσθεί στο στόμα για ταχεία απορρόφηση. Eπί αυτομάτως εμφανιζομένων σπασμών των στεφανιαίων αγγείων (π.χ. σε ασταθή στηθάγχη ή στηθάγχη Prinzmental), καθώς και σε οξεία υπερτασική κρίση, χορηγείται με ενδοφλέβια έγχυση σε δόση 5 mg σε 4-8 ώρες (δηλ. έγχυση 0.0208-0.0104 mg ανά λεπτό). H ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να επαναληφθεί για 3 ημέρες. Mέγιστη έγχυση 15-30 mg/24 h.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 10 mg
s.r.f.c. tablets 20 mg
s.r.c. tablets 20 mg
con.r. tablets 20 mg
co.r.f.c. tablets 30 mg, 60 mg
capsules 10 mg
con.r. capsules 20 mg
sof.g. capsules 5 mg, 10 mg
oral solution drops 20 mg/ml
inject. solution-infusion 5 mg/50 ml
Ιδιοσκευάσματα:
ADALAT/Bayer: s.r.f.c.ta 20 mg x 30, 1990, co.r.f.c.t 30 mg x 28, 4883, 60 mg x 28, 6230, sof.g.caps 5 mg x 50, 1419, 10 mg x 50, 1506, inj.so.inf 5 mg/50 ml-vial x 1, 4769
ANTIBLUT/Genepharm: s.r.f.c.ta 20 mg x 30, 1592
CORACTEN/Vianex: con.r.caps 20 mg x 30, 3259
FLECOR-N/Ζηκιδης: s.r.c.tab 20 mg x 30, 1592
GLOPIR/Gap: f.c.tab 10 mg x 50, 1204, s.r.f.c.ta 20 mg x 30, 1592
MACOREL/Elpen: f.c.tab 10 mg x 50, 1204, caps 10 mg x 50, 1204, con.r.caps 20 mg x 30, 1990
NEFELID/Vilco: s.r.c.tab 20 mg x 30, 1592
NIFEDICOR/Α. Νικολακοπουλος: s.r.c.tab 20 mg x 30, 1592, sof.g.caps 10 mg x 50, 1204, or.so.d 20 mg/ml x 30 ml, 1964
ORIX/Remedina: s.r.c.tab 20 mg x 30, 1592
VISCARD/Norma: con.r.tab 20 mg x 30, 1592


ΦΕΛΟΔΙΠΙΝΗ
Felodipine
Ενδείξεις: Αρτηριακή υπέρταση.
Αντενδείξεις: Κύηση.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 5-10 mg εφάπαξ ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Νιφεδιπίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
s.r.f.c. tablets 5 mg, 10 mg
Ιδιοσκευάσματα:
PLENDIL/Astra: s.r.f.c.ta 5 mg x 28, 4193, 10 mg x 28, 6522


ΦΕΝΔΙΛΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Fendilline Hydrochloride

Ενδείξεις: Όλες οι μορφές στηθάγχης.
Αντενδείξεις: Δεν αναφέρονται.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, κεφαλαλγία, ταχυκαρδία, ανησυχία, τρόμος.
Αλληλεπιδράσεις: Σε συνδυασμό με αντιυπερτασικά φάρμακα μπορεί να προκαλέσει υπόταση.
Προσοχή στη χορήγηση: Να χορηγείται με προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς σε περιπτώσεις καρδιακής, ηπατικής και νεφρικής ανεπάρκειας, καθώς και στην οξεία φάση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Δοσολογία: 50 mg 3 φορές την ημέρα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets 50 mg
Ιδιοσκευάσματα:
SENSIT/Organon: s.c.tab 50 mg x 30, 1416


2.6.3 Ειδικοί μεταβολικοί αναστολείς
Η δράση των φαρμάκων της κατηγορίας αυτής διαφέρει τελείως από τα κλασικά αντιστηθαγχικά φάρμακα. Δεν ελαττώνουν τις απαιτήσεις της καρδιάς σε οξυγόνο και δεν αυξάνουν την παροχή αίματος στο μυοκάρδιο. Η δράση τους αποδίδεται σε βελτίωση του μεταβολισμού των κυττάρων (ΑΤΡ, κλπ.) που βρίσκονται σε υποξία ή ισχαιμία.
Ο εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας είναι η τριμεταζιδίνη, ενώ άλλοι όπως η ρανολαζίνη είναι υπό ανάπτυξη. Σε συγκριτικές μελέτες με τα κλασικά αντιστηθαγχικά φάρμακα (β-αποκλειστές, ανταγωνιστές ασβεστίου) ή σε μελέτες με συνδυασμένη χορήγηση με αυτά τα φάρμακα για χρονικό διάστημα μέχρι 6 μήνες, σε ασθενείς με χρόνια σταθερή στηθάγχη έχει παρατηρηθεί ελάττωση του αριθμού των επεισοδίων στηθάγχης και αύξηση του χρόνου εμφάνισής της ή της πτώσης του διαστήματος ST στη δοκιμασία κόπωσης.


ΤΡΙΜΕΤΑΖΙΔΙΝΗ
Trimedazidine
Ενδείξεις: Χρόνια σταθερή στηθάγχη.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Έχουν περιγραφεί γαστρικός καύσος και άλλες γαστρεντερικές διαταραχές σε λίγες περιπτώσεις στην από του στόματος λήψη του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια (δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η φαρμακοκινητική του). Σε υπερτασικούς ασθενείς διότι έχει αναφερθεί μέτρια αύξηση της αρτηριακής πίεσης σε μερικούς ασθενείς.
Δοσολογία: Τα δισκία χορηγούνται 2-3 φορές το 24ωρο στη διάρκεια των γευμάτων. Οι σταγόνες χορηγούνται 40-60 σταγόνες την ημέρα σε δύο λήψεις.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 20 mg
oral solution drops 20 mg/ml
Ιδιοσκευάσματα:
VASTAREL/Servier: f.c.tab 20 mg x 60, 2188, or.so.d 20 mg x 60 ml, 2269

2.7 Συμπαθομιμητικά (αδρενεργικοί διεγέρτες)
Τα συμπαθομιμητικά φάρμακα και γενικότερα οι συμπαθομιμητικές ουσίες προκαλούν ενέργειες οι οποίες μοιάζουν με τη διέγερση των νευρικών απολήξεων του συμπαθητικού συστήματος.
Από κλινική σκοπιά οι ουσίες αυτές διαχωρίζονται σε αδρενεργικές ουσίες και μη αδρενεργικές. Οι αδρενεργικές ουσίες με τη σειρά τους διαχωρίζονται σε κατεχολαμίνες και μη κατεχολαμίνες. Οι κατεχολαμίνες μπορούν να διαιρεθούν στις ενδογενείς, όπως η αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και στις συνθετικές, όπως η ισοπρεναλίνη και η δοβουταμίνη.
Στις μη κατεχολαμίνες ανήκουν διάφορες ουσίες, οι οποίες δρουν στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα είτε απ' ευθείας επί των αδρενεργικών υποδοχέων είτε έμμεσα προκαλώντας έκλυση νοραδρεναλίνης. Οι ουσίες αυτές είναι η εφεδρίνη, η μεταραμινόλη, η φαινυλεφρίνη, η θειϊκή μεφαιντερμίνη και η υδροχλωρική ετιλεφρίνη.
Όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν την ινότροπη δράση τους και τις επιδράσεις τους επί των αγγείων μέσω διέγερσης των αδρενεργικών υποδοχέων. Oι αδρενεργικοί υποδοχείς ταξινομούνται ως α, οι οποίοι και διαχωρίζονται σε α1 και α2 και ως β οι οποίοι διαχωρίζονται ως β1 και β2 καθώς και σε ντοπαμινεργικούς υποδοχείς οι οποίοι επίσης διαχωρίζονται σε DA1 και DA2 (βλ. και 3.1).
Οι κατεχολαμίνες ασκούν τις αιμοδυναμικές τους επιδράσεις με άμεση ή έμμεση δράση σ' αυτούς τους αδρενεργικούς υποδοχείς. Έμμεσα δρώσες κατεχολαμίνες ασκούν τη δράση τους διεγείροντας την απελευθέρωση νευρομεταβιβαστών από τις τελικές συμπαθητικές απολήξεις, ενώ οι απευθείας δρώσες δρουν άμεσα στους αδρενεργικούς υποδοχείς. Μερικές ουσίες (ντοπαμίνη και εφεδρίνη) είναι ικανές για άμεση και έμμεση διέγερση, ανάλογα με τη δόση χορήγησης.
Ανεξάρτητα από τον τρόπο δράσης τους, άμεσo ή έμμεσο, όλες οι κατεχολαμίνες ασκούν τη θετική ινότροπη δράση τους κατόπιν διεγέρσεως των β1 υποδοχέων.
Η κλινική αποτελεσματικότητα για οποιαδήποτε αδρενεργική ουσία επηρεάζεται από τη διαθεσιμότητα, δηλαδή την πυκνότητα των υποδοχέων, καθώς και από τη δυνατότητα ανταπόκρισής τους, δηλ. τη συγγένεια της ουσίας προς τους β-υποδοχείς. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου παρατηρείται αύξηση ή ελάττωση του αριθμού των υποδοχέων, καθώς και τροποποίηση της χημικής συγγένειάς τους με τις κατεχολαμίνες. Για να εξασφαλίσει κανείς μέγιστο αιμοδυναμικό αποτέλεσμα πρέπει να λάβει υπόψη τους παρακάτω παράγοντες: τη συγκέντρωση του φαρμάκου, τον αριθμό και τη χημική συγγένεια των αδρενεργικών υποδοχέων και τη διαθεσιμότητα των ιόντων ασβεστίου. Ανάλογα με την ύπαρξη των διαφόρων υποδοχέων σ' ένα όργανο και τη διέγερση αυτών από τις παραπάνω ουσίες προκύπτουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Οι κύριες φαρμακολογικές τους δράσεις συνοψίζονται στον πίνακα 2.1.
Η επινεφρίνη, η ισοπρεναλίνη, η φαινυλεφρίνη και η μεφαιντερμίνη έχουν σχετικά περιορισμένες εφαρμογές στην καθημερινή κλινική πράξη για την αντιμετώπιση των καρδιοαγγειακών παθήσεων. Οι τρεις πρώτες όμως χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής, μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς ή στις στεφανιαίες μονάδες μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επίσης, στις μονάδες εντατικής θεραπείας σε περιπτώσεις κυκλοφορικής καταπληξίας. Η επινεφρίνη επιδρά τόσο στους β όσο και στους α υποδοχείς και αυξάνει τη συσπαστικότητα και τον καρδιακό ρυθμό (δράση β1), ενώ στα αγγεία προκαλεί είτε αγγειοδιαστολή (δράση β2) είτε σύσπαση (δράση α).
Η νορεπινεφρίνη χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και η χρήση της μεταραμινόλης έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Σήμερα χρησιμοποιούνται οι νεώτερες ουσίες δοπαμίνη και δοβουταμίνη με εμφανώς σημαντικά πλεονεκτήματα.

ΠINAKAΣ 2.1: OI ΦAPMAKOΛOΓIKEΣ ΔPAΣEIΣ TΩN AΔPENEPΓIKΩN ΔIEΓEPTΩN

1= Iνότροπη δράση
2= Xρονότροπη δράση α
3= Aγγειοσύσπαση
4= Aγγειοδιαστολή
5= Nεφρική αιμάτωση
6= Kαρδιακή παροχή
7= Oλικές περιφερικές αντιστάσεις
8= Aρτηριακή πίεση
α: Eνδεχόμενη βραδυκαρδία από αντανακλαστικούς μηχανισμούς.
β: Eπίδραση στη συστολική πίεση.
γ: Eπίδραση στη διαστολική πίεση.
δ: Δοσοεξαρτώμενη δράση.
ε: Aγγειοδιαστολή νεφρικών και σπλαγχνικών αγγείων με δόσεις < 10-12 μg/kg/min.


ΕΠΙΝΕΦΡΙΝΗ [ή Αδρεναλίνη (Adrenaline)]
Epinephrine
Ενδείξεις: Καρδιακή ανακοπή, σύνδρομο Adams-Stokes. Λοιπές βλ. 3.1.1.2, 11.4.3.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, μυοκαρδιοπάθεια, ανεπάρκεια στεφανιαίων, υπέρταση.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, αρρυθμία, υπέρταση, στηθάγχη, δύσπνοια, πνευμονικό οίδημα, εγκεφαλική και υπαραχνοειδής αιμορραγία, ανησυχία, σφύζουσα κεφαλαλγία, τρόμος, ζάλη, ναυτία, έμετοι, υπερίδρωση, ωχρότητα δέρματος, αδυναμία, τοπική ισχαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Έχει συνεργική δράση με τα άλλα συμπαθομιμητικά φάρμακα, αδρανοποιείται από αλκάλεα και οξειδωτικούς παράγοντες. Η δράση της ενισχύεται με τα αντιισταμινικά και τη θυροξίνη. Τα διουρητικά, τα νιτρώδη και οι αναστολείς των α-αδρενεργικών υποδοχέων ανταγωνίζονται την υπερτασική της δράση. Οι καρδιακές γλυκοσίδες αυξάνουν τον κίνδυνο αρρυθμιών, οι β-αποκλειστές αυξάνουν την υπερτασική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ηλικιωμένα άτομα και άτομα με καρδιακές παθήσεις, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη, υπερθυρεοειδισμό, εμφύσημα και ψυχικές διαταραχές. Στην εγκυμοσύνη και παιδιά (μόνο σε απόλυτη ανάγκη). Συμπτώματα υπερδοσολογίας αντιμετωπίζονται με χορήγηση αναστολέων των α- και β-υποδοχέων.
Δοσολογία: Καρδιακή ανακοπή 0.5 έως 1 mg ενδοκαρδιακώς ή ενδοφλεβίως η οποία ακολουθείται από εξωτερικές καρδιακές μαλάξεις. Σε καταστάσεις χαμηλής καρδιακής παροχής μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς χορηγείται σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση σε δόσεις 2-20 μg/min από ανάλογο διάλυμα του φαρμάκου που προστίθεται σε διάλυμα γλυκόζης 250 ml. Επίσης σε δόση 30-100 μg μονομιάς (bolus) σε καταστάσεις βαριάς καρδιακής ανακοπής. Η δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 5-10 λεπτά.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ADRENALINE INJECTION/DEMO/Demo: inj.sol 1 mg/1 ml-amp x 50, 66 (τιμή ανά amp)

* Οι περιεκτικότητες εκφράζονται σε επινεφρίνη.


NTΟMΠΟΥΤΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Dobutamine Hydrochloride
Ενδείξεις: Ινότροπη υποστήριξη της καρδιάς σε περιπτώσεις μειωμένης συσπαστικότητας από οργανική καρδιακή νόσο ή χρόνια συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή έμφραγμα του μυοκαρδίου ή χειρουργική επέμβαση στην καρδιά.
Αντενδείξεις: Ιδιοπαθής υπερτροφική υπαορτική στένωση, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, υπέρταση, έκτοποι κοιλιακοί παλμοί. Ναυτία, κεφαλαλγία, στηθάγχη, αίσθημα παλμών, δύσπνοια.
Αλληλεπιδράσεις: Με νιτροπρωσσικό νάτριο ενισχύεται η καρδιακή παροχή και μειώνεται η πίεση ενσφηνώσεως των πνευμονικών τριχοειδών. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο στην αρρυθμιογόνο δράση της δοβουταμίνης. Με ωκυτοκίνη, αναστολείς της ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά υπάρχει κίνδυνος υπερτασικής κρίσης. Αυξάνει τις ανάγκες ινσουλίνης στους διαβητικούς. Η ανάμιξή της είναι ασύμβατη με αλκαλικά διαλύματα, υδροκορτιζόνη, κεφαζολίνη, κεφαμανδόλη, κεφαλοθίνη, πενικιλλίνη, ηπαρίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγησή της να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υποογκαιμία. Σε κολπική μαρμαρυγή να χορηγείται προηγουμένως διγοξίνη. Σε υπερτασικούς ασθενείς αυξημένος κίνδυνο υπερτασικής αντίδρασης. Στην εγκυμοσύνη να χρησιμοποιείται μόνο όταν η προσδοκώμενη ωφέλεια αντισταθμίζει τις πιθανές βλάβες του εμβρύου. Δεν είναι βεβαιωμένη η ασφάλειά της στα παιδιά. Κατά τη χορήγησή της πρέπει να παρακολουθούνται συνεχώς το ΗΚΓ, η αρτηριακή πίεση, η διούρηση και αν είναι δυνατόν η κεντρική φλεβική πίεση και η πίεση της πνευμονικής αρτηρίας.
Δοσολογία: Σε ενδοφλέβια έγχυση για χρόνο ανάλογο με την ανταπόκριση του ασθενούς. Ο ρυθμός της έγχυσης μπορεί να κυμαίνεται από 5 έως 40 μg/kg/min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση του φαρμάκου σε 250 ή 500 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου και πρέπει να χρησιμοποιείται εντός 24 ωρών.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 250 mg/20 ml-vial, 500 mg/250 ml-vial
Ιδιοσκευάσματα:
DOBUTAMINE HYDROCHLORIDE/ABBOTT/Abbott: inj.so.inf 500 mg/250 ml-vial x 1, 4826
INOTREX/Φαρμασερβ Λιλλυ: inj.so.inf 250 mg/ 20 ml-vial x 1, 3178

NTΟΠΑΜΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Dopamine Hydrochloride
Ενδείξεις: Καταπληξία από έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, διατατική μυοκαρδιοπάθεια, εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, τραυματισμό, σηψαιμία, νεφρική ανεπάρκεια.
Αντενδείξεις: Ταχυαρρυθμία, κοιλιακή μαρμαρυγή, φαιοχρωμοκύτωμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Έκτοποι παλμοί, ταχυκαρδία, στηθάγχη, υπόταση, αγγειόσπασμος, δύσπνοια, κεφαλαλγία, ναυτία και έμετοι. Σπανιότερα βραδυκαρδία, διεύρυνση του QRS, υπέρταση, αζωθαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Με αναστολείς της ΜΑΟ να χορηγούνται μικρότερες δόσεις. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά αυξάνουν την υπερτασική δράση. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ευαισθητοποιούν το μυοκάρδιο στη δράση της ντοπαμίνης. Με ωκυτοκίνη προκαλεί επίμονη υπέρταση, με φαινυτοΐνη προκαλούνται σπασμοί, υπόταση και βραδυκαρδία. Eμποδίζει τη δράση των β-αποκλειστών. Ενισχύει τη δράση των διουρητικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγησή της να διορθώνεται τυχόν υπάρχουσα υποογκαιμία. Ασθενείς με αποφρακτικού τύπου μυοκαρδιοπάθεια χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση και μείωση ή διακοπή της χορήγησης αν εμφανισθούν σημεία ισχαιμίας. Η χρήση της στην εγκυμοσύνη δικαιολογείται εφόσον η προσδοκώμενη ωφέλεια αντισταθμίζει τις πιθανές βλάβες του εμβρύου. Δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφάλεια και τη δοσολογία στα παιδιά. Να εγχέεται σε μεγάλη φλέβα και να αποφεύγεται η εξαγγείωση. Στην περίπτωση αυτή γίνεται διήθηση της περιοχής με 10 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου που περιέχουν 10 mg φαιντολαμίνης. Συνεχής παρακολούθηση ΗΚΓραφήματος, αρτηριακής πίεσης και διούρησης. Να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση: σε ρυθμό ανάλογο με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και την ανταπόκριση του ασθενούς. Η χορήγηση αρχίζει με ρυθμό 2-5 μg/kg/min που μπορεί να αυξηθεί έως και 50 μg/kg/ min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση 200 ή 400 mg ντοπαμίνης σε 250 ή 500 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης ή διαλύματος Ringer. Να χρησιμοποιείται εντός 24 ωρών. Σε μικρές δόσεις 2-3 μg/ kg/min η ντοπαμίνη διεγείρει εκλεκτικά τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς και οδηγεί σε αύξηση της άρδευσης των νεφρών και κατ' επέκταση της διούρησης. Σε μεγαλύτερες δόσεις 2-15 μg/ kg/min διεγείρει τους β1-υποδοχείς με δευτερογενή αύξηση του καρδιακού ρυθμού, του ΚΛΟΑ και του όγκου παλμού. Σε μεγαλύτερες δόσεις >10 μg/kg/min εμφανίζεται η δράση από τη διέγερση των α-υποδοχέων με αποτέλεσμα την αρτηριακή και φλεβική αγγειοσύσπαση, η οποία οδηγεί σε υψηλότερες πιέσεις πληρώσεως της αριστεράς κοιλίας. Επίσης, στις υψηλές αυτές δόσεις παρατηρείται ελάττωση της σπλαχνικής και νεφρικής αιματικής ροής. Ανάλογη είναι η δράση της ντοπαμίνης και στη ροή της στεφανιαίας κυκλοφορίας: Σε μικρές δόσεις (<5 μg/kg/min) η στεφανιαία ροή αυξάνει, ενώ σε μεγαλύτερες (>10 μg/kg/min) ελαττώνεται.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject.co. infusion 50 mg/5 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
GILUDOP/Solvay: inj.co.inf 50 mg/5 ml-amp x 5, 1792


ΕΤΙΛΕΦΡΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Etilefrine Hydrochloride
Ενδείξεις: Καταστάσεις ήπιας υπότασης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, υπερθυρεοειδισμός, εγκυμοσύνη, υπερτροφία προστάτη, γλαύκωμα κλειστής γωνίας, φαιοχρωμοκύτωμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ναυτία, τρόμος, ταχυκαρδία, αίσθημα παλμών.
Αλληλεπιδράσεις: Με αναστολείς της ΜΑΟ και κυκλικά αντικαταθλιπτικά αυξημένος κίνδυνος υπέρτασης. Με καρδιακές γλυκοσίδες αυξημένος κίνδυνος αρρυθμιών.
Προσοχή στη χορήγηση: Να διακόπτεται η χρήση της όταν πρόκειται να χορηγηθούν αλογονωμένοι υδρογονάνθρακες (κυκλοπροπάνιο, κλπ). Να χορηγείται με προσοχή σε υπερηλίκους και σε άτομα που πάσχουν από αρτηριοσκλήρυνση, αποφρακτική αρτηριοπάθεια, σακχαρώδη διαβήτη, μυοκαρδιοπάθεια.
Δοσολογία: Από το στόμα: 5-10 mg 3 φορές την ημέρα. Ενδομυϊκώς: 10 mg αναλόγως των αναγκών και της ανταπόκρισης.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
con.r .capsules 25 mg
oral solution drops 7.5 mg/g
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
EFFORTIL/Boehringer: con.r.caps 25 mg x 20, 615, or.so.d 7.5 mg/g x 15 g, 375
EFFORTIL/Boehringer (IΦET): inj.sol 10 mg/ 1 ml-amp x 6

ΙΣΟΠΡΕΝΑΛΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ [ή Ισοπροτερενόλη Υδροχλωρική (Isoproterenol Hydrochloride)]
Isoprenaline Hydrochloride
Ενδείξεις: Κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ανακοπή, χαμηλή καρδιακή παροχή λόγω ανεπάρκειας του μυοκαρδίου μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς, κυρίως βαλβιδοπάθειες με πνευμονική υπέρταση ή σε αρρώστους με ανεπάρκεια της δεξιάς καρδιάς ή ακόμη μετά από φαρμακευτικό αποκλεισμό λόγω υπέρβασης της δόσης των αποκλειστών των β-υποδοχέων ή ανταγωνιστών ασβεστίου. Λοιπές ενδείξεις βλ. 3.1.1.
Αντενδείξεις: Ταχυκαρδία από τοξικό δακτυλιδισμό, ταχυαρρυθμία, στεφανιαία νόσος. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, στηθάγχη, υπόταση. Υπεραιμία προσώπου, υπεριδρωσία, τρόμος, ανησυχία, κεφαλαλγία, ζάλη, αδυναμία, ναυτία, έμετοι.
Αλληλεπιδράσεις: Οι αναστολείς της ΜΑΟ επιτείνουν τη δράση της. Το κυκλοπροπάνιο και τα αλογονωμένα αναισθητικά ενισχύουν την αρρυθμιογόνο δράση της. Η δράση της αναστέλλεται από τους β-αποκλειστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη και υπερθυρεοειδισμό.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 0.5-10 μg/min, που αν χρειασθεί μπορεί να αυξηθεί βαθμιαία έως 110 μg/ min ή καλύτερα σε δόση 0.01-0.02 μg/kg/ min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση 1 mg ισοπρεναλίνης σε 250 ml χλωριούχου νατρίου 0.9% ή δεξτρόζης 5%. Yποδορίως ή ενδομυϊκώς η αρχική δόση είναι 0.2 mg. Eνδοκαρδιακώς η συνήθης δόση είναι 0.02 mg. Από το στόμα: 30 mg/ 8ωρο (μέγιστη ημερήσια δόση 840 mg). Παιδιά, η μισή δόση των ενηλίκων.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 30 mg
inject. solution 0.2 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ISUPREL/Abbott: inj.sol 0.2 mg/1 ml-amp x 5, 997
SAVENTRINE/IΦET: tab 30 mg x 30

ΜΕΤΑΡΑΜΙΝΟΛΗ ΤΡΥΓΙΚΗ
Metaraminol Tartrate
Ενδείξεις: Καταστάσεις οξείας υπότασης.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, διέγερση, ανησυχία, ταχυκαρδία, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, υπέρταση, ναυτία, έμετοι, ψυχρότητα δέρματος, υπεριδρωσία, τρόμος, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση, μείωση νεφρικής ροής.
Δοσολογία: Χορηγείται υποδορίως, ενδομυικώς και ενδοφλεβίως σε ένεση ή έγχυση σε δόση 2-10 mg που μπορεί να επαναληφθεί μετά πάροδο τουλάχιστον 10 λεπτών εφόσον δεν υπάρξει αποτέλεσμα. Για έγχυση αραιώνονται 15-100 mg σε 250 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης και εγχέονται με ρυθμό που να διατηρεί την αρτηριακή πίεση στα επιθυμητά επίπεδα. Για τα παιδιά, η συνιστώμενη δόση είναι 0.01 mg/kg.
Λοιπά: Βλ. Νοραδρεναλίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 10 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ARAMINE/Msd (IΦET): inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 1
LEVICOR/Biondustrial (IΦET): inj.sol 10 mg/ 1 ml-amp x 5

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε μεταραμινόλη βάση.


ΜΕΦΑΙΝΤΕΡΜΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ
Mephentermine Sulphate
Ενδείξεις: Υπόταση οφειλόμενη σε αποκλεισμό των αδρενεργικών υποδοχέων (γαγγλιακός αποκλεισμός), σε ραχιαναισθησία και κατά τη διαδρομή βαριών παθήσεων. Επείγουσα και προσωρινή αντιμετώπιση της αιμορραγικής ή υποογκαιμικής καταπληξίας έως ότου χορηγηθούν αίμα ή υποκατάστατα αίματος (για νοσοκομειακή χρήση μόνο).
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, σύγχρονη λήψη αναστολέων της ΜΑΟ, υπόταση από χλωροπρομαζίνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ανησυχία, καρδιακές αρρυθμίες, υπερβολική αύξηση πίεσης.
Αλληλεπιδράσεις: Με κυκλοπροπάνιο και αλοθάνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες. Με ωκυτοκίνη μπορεί να προκαλέσει μόνιμη και σοβαρή υπέρταση. Μπορεί να αντιστρέψει τη δράση των β-αδρενεργικών αποκλειστών, επιτείνει την υπόταση που προκαλεί η χλωροπρομαζίνη. Οι αναστολείς της ΜΑΟ αυξάνουν υπέρμετρα την υπερτασική της δράση. Τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να αυξήσουν ή να ελαττώσουν την υπερτασική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με προσοχή σε γνωστούς υπερτασικούς ή υπερθυρεοειδικούς ασθενείς. Σε περιπτώσεις υποογκαιμίας πρέπει να γίνεται γρήγορα η ανάλογη διόρθωση του όγκου του αίματος.
Δοσολογία: Για την πρόληψη ή τη διόρθωση της υπότασης 30-40 mg εφάπαξ ενδοφλεβίως. Για την εν συνεχεία διατήρηση της πίεσης, επαναλαμβανόμενη χορήγηση 30 mg όσο χρόνο χρειάζεται ή συνεχής ενδοφλέβια έγχυση διαλύματος 0.1% (σε διάλυμα δεξτρόζης 5%) με ρυθμό και χρόνο που επιβάλλει η ανταπόκριση του ασθενούς.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution 30 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
WYAMINE/Wyeth (IΦET): inj.sol 30 mg/2 ml-amp x 25

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε μεφαιντερμίνη βάση.


ΕΦΕΔΡΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ
Ephedrine Hydrochloride
Ενδείξεις: Κρίση υπότασης μετά ραχιαναισθησία.
Αντενδείξεις: Βλ. Νοραδρεναλίνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ταχυκαρδία, ανησυχία, άγχος, αϋπνία, τρόμος, αρρυθμία, ξηρότητα στόματος, επίσχεση ούρων σε υπερτροφία προστάτου.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπερθυρεοειδισμό, σακχαρώδη διαβήτη, ισχαιμική καρδιοπάθεια, υπέρταση.
Δοσολογία: Βραδεία ενδοφλέβια ένεση διαλύματος 3 mg/ml σε δόση 3-6 mg κάθε 3-4 λεπτά μέχρι μέγιστο 30 mg (συνήθως δεν απαιτούνται περισσότερα των 9 mg).
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 50 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
EPHEDRINE HCL/SA.L.F. (IΦET): inj.sol 50 mg/1 ml-amp x 100


ΝΟΡΕΠΙΝΕΦΡΙΝΗ ΤΡΥΓΙΚΗ* [Νοραδρεναλίνη ή Λεβαρτηρενόλη τρυγική (Noradrenaline, Levarterenol tartate)]
Norepinephrine Tartrate
Ενδείξεις: Καταστάσεις οξείας υπότασης, όπως σε αναφυλαξία, σηψαιμία, έμφραγμα μυοκαρδίου, συμπαθεκτομή, αφαίρεση φαιοχρωμοκυτώματος, καρδιακή ανακοπή, αδυναμία αποσύνδεσης από την εξωσωματική κυκλοφορία μετά από εγχειρήσεις ανοικτής καρδιάς.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, υπερθυρεοειδισμός, εγκυμοσύνη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, βραδυκαρδία, υπέρταση, αρρυθμία, αίσθημα παλμών, νέκρωση ιστών σε εξαγγείωση.
Αλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη χορήγηση με ωκυτοκίνη, αναστολείς της ΜΑΟ και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να προκληθεί σοβαρή και παρατεταμένη υπέρταση. Χορήγηση κατά τη διάρκεια αναισθησίας με αλογονωμένους υδρογονάνθρακες ή κυκλοπροπάνιο μπορεί να προκαλέσει σοβαρές καρδιακές αρρυθμίες. Μπορεί να αναστρέψει τις δράσεις των β-αποκλειστών. Οι θειαζίδες και η φουροσεμίδη μειώνουν την ανταπόκριση των αρτηριών στη νοραδρεναλίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Να λαμβάνονται μέτρα για τη διόρθωση τυχόν υπάρχουσας υποογκαιμίας. Παρατεταμένη χορήγηση σε υποογκαιμικούς ασθενείς μπορεί να προκαλέσει περιφερικό αγγειόσπασμο, ελάττωση της παροχής αίματος, ιστική υποξία και γαλακτική οξέωση. Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με αρτηριοσκλήρυνση ή αποφρακτική αρτηριοπάθεια, βαριά υποξία ή υπερκαπνία. Να παρακολουθείται συχνά η αρτηριακή πίεση και να ελέγχονται οι περιφερικές αντιστάσεις (περιφερική αγγειοσύσπαση) και ο ρυθμός διούρησης (μείωση της αιμάτωσης των νεφρών λόγω της αγγειοσύσπασης). Να χορηγείται σε μεγάλη φλέβα και να αποφεύγεται η εξαγγείωση.
Δοσολογία: Ενδοφλέβια έγχυση: 4-8 mg αραιώνονται σε 250 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης και χορηγούνται με ρυθμό 4-12 μg/min ανάλογα με την ανταπόκριση. Σε περιπτώσεις αναφυλακτικών αντιδράσεων χρειάζονται ενίοτε μεγάλες δόσεις (μέχρι και 60 μg/min) έως ότου αποκατασταθεί ο αγγειακός τόνος. Σπάνια καταφεύγει κανείς στη χορήγηση αυτούσιου διαλύματος μονομιάς (bolus). Η διακοπή της χορήγησης γίνεται βαθμιαία. Για τα παιδιά ο ρυθμός εγχύσεως είναι 0.5-2 μg/min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 8 mg/4 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
LEVOPHED/Sterling (IΦET): inj.sol 8 mg/ 4 ml-amp x 10

2.8 Αντιπηκτικά
Τα αντιπηκτικά χρησιμοποιούνται κυρίως για να προλαμβάνουν τη δημιουργία θρόμβου ή την επέκταση υπάρχοντος θρόμβου στο φλεβικό σκέλος της κυκλοφορίας. Κατ´ επέκταση χρησιμοποιούνται κυρίως για την πρόληψη και την θεραπεία της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης. Τα αντιπηκτικά χρησιμοποιούνται λιγότερο για την πρόληψη δημιουργίας θρόμβου στις αρτηρίες διότι οι θρόμβοι σ' αυτό το σημείο απαρτίζονται κατά κύριο λόγο από αιμοπετάλια. Επίσης χρησιμοποιούνται για την προφύλαξη σχηματισμού θρόμβου στις προσθετικές βαλβίδες.

2.8.1 Παρεντερικά αντιπηκτικά
Η αντιπηκτική αγωγή αρχίζει είτε με ηπαρίνη είτε με ηπαρίνες χαμηλού μοριακού βάρους. H αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης αρχίζει γρήγορα αλλά έχει βραχεία διάρκεια. Αναφέρεται σαν ηπαρίνη για να διακριθεί από τις χαμηλού μοριακού βάρους (XMB) ηπαρίνες που έχουν μακρότερη περίοδο δράσης. Στην πνευμονική εμβολή και στις εν τω βάθει φλεβικές θρομβώσεις η αγωγή αρχίζει με ενδοφλέβια δόση φόρτισης και στη συνέχεια χορηγείται συνεχής ενδοφλέβια έγχυση ή δίδονται υποδόριες ενέσεις διαλειπόντως. Eναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ηπαρίνες XMB. Η διαλείπουσα ενδοφλέβια έγχυση δεν συνιστάται πλέον.
Η αντιπηκτική αγωγή αρχίζει συνήθως με ηπαρίνες και σύγχρονη χορήγηση αντιπηκτικών από το στόμα, π.χ. βαρφαρίνης. Όταν επιτευχθεί ο κατάλληλος χρόνος προθρομβίνης, η αγωγή συνεχίζεται μόνο με αντιπηκτικά από το στόμα.
Η παρακολούθηση της αγωγής γίνεται κατά προτίμηση με καθημερινή μέτρηση του ΑPTT (χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης).
Η ηπαρίνη χρησιμοποιείται επίσης στην αγωγή του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, της ασταθούς στηθάγχης και της περιφερικής αρτηριακής απόφραξης (εφόσον αποφασισθεί να δοθεί η συμβατική ηπαρίνη). Ηπαρίνη χρησιμοποιείται ακόμη κατά την αιμοκάθαρση και την εξωσωματική κυκλοφορία.
Εάν εμφανισθεί αιμορραγία, αρκεί συνήθως η διακοπή του φαρμάκου. Αν η κατάσταση επείγει, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντίδοτα η πρωταμίνη για την ηπαρίνη και η βιταμίνη Κ για τα αντιπηκτικά από το στόμα (βλ. 9.2.1). Η πρωταμίνη αναστρέφει μερικά μόνο τη δράση των ηπαρινών χαμηλού μοριακού βάρους.

ΗΠΑΡΙΝΗ
Heparin

Ενδείξεις: Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών (αναστολή επέκτασης της θρόμβωσης και μείωση της πιθανότητας πνευμονικής εμβολής). Πνευμονική εμβολή. Προφύλαξη από μετεγχειρητική θρόμβωση, μερικές περιπτώσεις διάχυτης ενδαγγειακής πήξης, εξωσωματική κυκλοφορία, αιμοκάθαρση. Διατήρηση της βατότητας συσκευών εγχύσεως που θα παραμείνουν άνω των 48 ωρών.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, ενεργός αιμορραγία και αιμορραγικές παθήσεις, αιμορροφιλία, θρομβοπενία, ενεργό πεπτικό έλκος, μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, περικαρδίτιδα, ενεργός φυματίωση, βαριά υπέρταση, απειλούμενη έκτρωση, εγκεφαλικό και διαχωριστικό ανεύρυσμα αορτής. Επίσης, δεν πρέπει να χορηγείται μετά από χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, οφθαλμό και νωτιαίο μυελό και σε αρρώστους στους οποίους γίνεται οσφυονωτιαία παρακέντρηση. Βαριά ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας μέχρι αναφυλακτική καταπληξία, αιμορραγική διάθεση και αιμορραγίες, θρομβοπενία. Όψιμη παροδική αλωπεκία, αίσθημα καύσου στα πόδια, τοπικός ερεθισμός, πόνος, νέκρωση δέρματος και αιμάτωμα σε ενδομυική χορήγηση αλλά και μετά υποδόρια ένεση. Θρομβοεμβολικά επεισόδια μπορεί να είναι αποτέλεσμα της θεραπείας με ηπαρίνη. Θρομβοκυτοπενία: Κλινικά σημαντική θρομβοκυτοπενία είναι ανοσολογικής αρχής και αναπτύσσεται μετά από 6-10 μέρες. Μπορεί να επιπλακεί από θρομβωτικά επεισόδια.
Αλληλεπιδράσεις: Η αντιπηκτική δράση ενισχύεται με τα αντιπηκτικά από το στόμα, ακετυλοσαλικυλικό οξύ και διπυριδαμόλη. Ελαττώνεται με καρδιακές γλυκοσίδες, τετρακυκλίνη, νικοτίνη και αντιισταμινικά.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια. Σε κύηση και λοχεία, αν και το φάρμακο δεν διέρχεται τον πλακούντα και δεν απεκκρίνεται με το γάλα. Να αποφεύγεται η ενδομυική χορήγηση. Σοβαρές αιμορραγίες συμβαίνουν και με χαμηλές δόσεις ηπαρίνης. Εξαιτίας της πιθανότητας θρομβοκυτοπενίας έχει προταθεί η μέτρηση του αριθμού των αιμοπεταλίων σε ασθενείς που θεραπεύονται με ηπαρίνη για διάστημα μακρότερο των 5 ημερών και η άμεση διακοπή του φαρμάκου στους ασθενείς που αναπτύσσουν θρομβοκυτοπενία. Εναλλακτικές θεραπείες για τους ασθενείς αυτούς είναι οι ηπαρίνες XMB (μολονότι διασταυρούμενη ευαισθησία μπορεί να παρατηρηθεί), η βαρφαρίνη και η εποπροστενόλη.
Δοσολογία: Θεραπεία εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής: Συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση: Δόση φόρτισης 5000-10000 iu και στη συνέχεια 20.000-30.000 iu/24ωρο. Απαιτείται καθημερινή εργαστηριακή μέτρηση του ΑΡΤΤ.
Υποδορίως: 5-15.000 iu κάθε 12 ώρες μέχρι να γίνει περιπατητικός ο άρρωστος.
Στην ασταθή στηθάγχη και στην οξεία περιφερική αρτηριακή απόφραξη η χορήγηση της ηπαρίνης γίνεται όπως και στην εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject.solution 5.000 iu/0.2 ml-amp, 5000 iu/5 ml-amp, 12.500 iu/0.5 ml-amp, 20.000 iu/0.8 ml-amp
25.000 iu/5 ml-vial, 50 iu/5 ml-amp, 20000 iu/20 ml-vial
Ιδιοσκευάσματα:
Heparin Calcium:
CALCIPARINE/Sanofi: inj.sol 5000 iu/0.2 ml-amp x 10, 3278, 12500 iu/0.5 ml-amp x 10+10 syr 4846, 20000 i.u/0.8 ml-amp x 10+10 syr, 6447
Heparin Sodium:
HEPARIN/LEO/Leo: inj.sol 5000iu/5 ml-vial x 5, 627, 25000 iu/5 ml-vial x 10, 1152
HEPSAL/CP/IΦET: inj.sol 50 iu/5 ml-amp x 10
HEPLOK/LEO/IΦET: inj.sol 50 iu/5 ml-amp x 10
PUMP-HEP/LEO/IΦET: inj.sol. 20000 iu/20 ml -vial x 10


ΗΠΑΡΙΝΕΣ ΧΑΜΗΛΟΥ ΜΟΡΙΑΚΟΥ ΒΑΡΟΥΣ
Heparin LMW
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ηπαρίνες XMB είναι εξίσου δραστικές και ασφαλείς με την ηπαρίνη στην πρόληψη των εν τω βάθει θρομβώσεων. Στην ορθοπεδική πιθανώς είναι και πιο δραστικές. Έχουν μεγαλύτερη διάρκεια δράσης και χορηγούνται υποδορίως μια φορά την ημέρα. Η καθιερωμένη δόση για προφύλαξη δεν απαιτεί εργαστηριακή παρακολούθηση. Η δράση τους μερικώς μόνο διορθώνεται με τη θειϊκή πρωταμίνη. Οι κύριες ενδείξεις τους είναι η πρόληψη των φλεβικών θρομβώσεων και γενικώς των θρομβοεμβολικών επιπλοκών. Επίσης, η πρόληψη της δημιουργίας πηγμάτων στην εξωσωματική κυκλοφορία κατά την αιμοκάθαρση καθώς και η αντιμετώπιση της ασταθούς στηθάγχης και του μη διατοιχωματικού (non Q) εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Αντενδείξεις: Σοβαρές διαταραχές της πηκτικότητας με εξαίρεση τη διάχυτη ενδαγγειακή πήξη. Ιστορικό εγκεφαλικής αιμορραγίας. Μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, ενεργό πεπτικό έλκος, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αιμορραγία, ιδιαίτερα αν συνυπάρχει και άλλος επιβαρυντικός παράγοντας, θρομβοπενία, τοπική νέκρωση του δέρματος, αλλεργικές εκδηλώσεις, αύξηση τρανσαμινασών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Σε προηγηθείσα θρομβοπενία από την ίδια ή άλλη ηπαρίνη. Σε περιπτώσεις βλαβών που κινδυνεύουν να αιμορραγήσουν (π.χ. έλκος). Σε πρόσφατη εγχείρηση στον εγκέφαλο ή τον νωτιαίο μυελό. Η ταυτόχρονη χορήγηση ασπιρίνης, μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών, τικλοπιδίνης, αντιπηκτικών από του στόματος, αυξάνουν τον κίνδυνο αιμορραγιών καθώς και τον ανάλογο κίνδυνο από κορτικοθεραπεία. Σε απουσία επιβαρυντικών παραγόντων δεν απαιτείται παρακολούθηση της πηκτικότητας με τις ειδικές δοκιμασίες.


ΔΑΛΤΕΠΑΡΙΝΗ
Dalteparin
Δοσολογία: Σε ασθενείς μετρίου κινδύνου για προφύλαξη από εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση 2500 iu υποδορίως 1-2 ώρες πριν από την εγχείρηση και μετά 2500 iu κάθε 24 ώρες για 5 ημέρες. Σε ασθενείς υψηλού κινδύνου 2500 iu υποδορίως 1-2 ώρες πριν την εγχείρηση, μετά 2500 iu σε 12 ώρες και 5000 iu κάθε 24 ώρες για 5 ημέρες. Αγωγή θρόμβωσης εν τω βάθει φλεβών: 100 iu/kg υποδορίως δύο φορές την ημέρα ή 200 iu/kg σε συνεχή ενδοφλέβια ένεση επί 12 ώρες για 5 τουλάχιστον ημέρες. Σε ασταθή στηθάγχη και non Q έμφραγμα του μυοκαρδίου 120 iu υποδορίως δύο φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Ηπαρίνες ΧΜΒ.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 2.500 iu/0.2 ml, 5.000 iu/0.2 ml, 10.000 iu/1 ml
Ιδιοσκευάσματα:
FRAGMIN/Pharmacia & Upjohn: inj.sol 2500 anti-xa iu/0.2 ml x 10 pf.syr., 7163, 5000 anti-xa iu/0.2 ml x 10 pf.syr., 14003, 10000 anti-xa iu/1 ml x 10 amps, 21602

ΕΝΟΞΑΠΑΡΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ
Enoxaparin Sodium
Δοσολογία: Σε μέτριο προεγχειρητικό κίνδυνο 20 mg (2.000 iu) υποδορίως 1-2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά ίδια δόση κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρες. Σε υψηλό κίνδυνο 40 mg (4.000 iu) 12 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά ίδια δόση κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρες. Aγωγή θρόμβωσης εν τω βάθει φλεβών 1 mg/kg (100 iu) υποδορίως κάθε 12 ώρες για 5 περίπου ημέρες. Σε ασταθή στηθάγχη και non Q έμφραγμα του μυοκαρδίου 1 mg/kg υποδορίως κάθε 12 ώρες για 2-8 ημέρες.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inj.sol 2.000 iu/0.2 ml, 4.000 iu/0.4 ml, 6.000 iu/0.6 ml, 8.000 iu/0.8 ml, 10.000 iu/1 ml
Ιδιοσκευάσματα:
CLEXANE/Rhone Poulenc Rorer: inj.sol 2000 anti-xa iu/0.2 ml x 2 pf.syr., 1576, 4000 anti-xa iu/0.4 ml x 2 pf.syr., 3081, 6.000 xa/0.6 ml x 2 pr-syr, 5259, 8.000 xa/ 0.8 ml x 2 pr-syr, 6586, 10.000 xa/1 ml x 2 pr-syr, 5578

NAΔΡΟΠΑΡΙΝΗ ΑΣΒΕΣΤΟΥΧΟΣ
Nadroparin Calcium
Δοσολογία: Γενική χειρουργική: μια ένεση 0.3 ml (7.500 iu) υποδορίως 1-2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά μια ημερησίως για 7 ημέρες. Σε ορθοπεδικές περιπτώσεις, ανάλογα με το σωματικό βάρος 100 iu/kg β 12 ώρες πριν, 12 ώρες μετά ίδια δόση κάθε 24 ώρες για 10 ημέρες.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 2850 iu/0.3 ml, 5700 iu/ 0.6 ml, 9500 iu/1 ml
Ιδιοσκευάσματα:
FRAXIPARINE/Sanofi: inj.sol 2850 anti-xa iu/0.3 ml x 2 pf.syr, 1433, 5700 anti-xa iu/0.6 ml x 2 pf.syr., 2799, 9500 anti-xa iu/1 ml x 2 pf.syr, 4642


ΤΙΝΖΑΠΑΡΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ
Tinzaparin Sodium
Δοσολογία: Γενική χειρουργική: μια ένεση 0.3 ml (3.500 iu) υποδορίως, 1-2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά μια ημερησίως για 7 ημέρες. Σε ορθοπεδικές περιπτώσεις, ανάλογα με το σωματικό βάρος 2.500-4.500 iu 2 ώρες πριν από το χειρουργείο και μετά κάθε 24 ώρες για 7-10 ημέρες.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 3.500 iu/0.3 ml, 4.500 iu/0.45 ml, 10.000 iu/0.5 ml, 14.000 iu/0.7 ml, 18.000 iu/0.9 ml, 20.000 iu/2 ml, 40000 iu/2 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
INNOHEP/Leo: inj.sol 3500 anti-xa iu/0.3 ml x 2 pf.syr, 2397, 4500 antixa iu/0.45 ml x 2 pf. syr., 3084, 10000 anti-xaiu/0.5 ml x 2 pf.syr, 6580, 14000 anti-xaiu/0.7 ml x 2 pf.syr, 9209, 18000 anti-xaiu/0.9 ml x 2 pf.syr, 11846, 20000 anti-xa iu/2 ml-vial x 10, 53968, 40000 anti-xa iu/2 ml-vial x 10, 102831

ΙΛΟΠΡΟΣΤΗ
Iloprost
Η ιλοπρόστη είναι ένα ανάλογο της προστακυκλίνης. Προκαλεί αναστολή της συγκόλλησης (συνάθροισης) των αιμοπεταλίων, διαστολή των αρτηριδίων και φλεβιδίων και μείωση της αυξημένης αγγειακής διαπερατότητας στη μικροκυκλοφορία.
Ενδείξεις: Θεραπεία της προχωρημένης αποφρακτικής θρομβαγγειίτιδας σε περιπτώσεις που δεν ενδείκνυται χειρουργική επέμβαση.
Αντενδείξεις: Εγκυμοσύνη, γαλουχία, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Καταστάσεις στις οποίες οι επιδράσεις του φαρμάκου στα αιμοπετάλια μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο αιμορραγίας (π.χ. ενεργό πεπτικό έλκος, ενδοκρανιακή αιμορραγία). Σοβαρή στεφανιαία νόσος, έμφραγμα του μυοκαρδίου (το τελευταίο εξάμηνο), σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια και σοβαρές αρρυθμίες.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι πλέον συνήθεις είναι έξαψη στο πρόσωπο και κεφαλαλγία. Σε παρατεταμένη έγχυση μπορεί να εμφανισθούν αίσθημα κακουχίας, ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος με μυικές συνολκές, διάρροια, εφίδρωση, αίσθημα θερμότητας και αδυναμία. Έχουν αναφερθεί πόνος στο προσβεβλημένο άκρο, παραισθησία, πυρετός, ρίγη, καταστάσεις διανοητικής σύγχυσης, απάθεια, υπερκινητικότητα, ταχυκαρδία, αρρυθμίες και πτώση ή αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Μπορεί επίσης να προκαλέσει στηθάγχη, ιδιαίτερα σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο. Τέλος, μπορεί να προκληθεί ερυθρότητα και πόνος στο σημείο της έγχυσης.
Αλληλεπιδράσεις: Έχει αθροιστική ενέργεια στη δράση διαφόρων αντιυπερτασικών φαρμάκων (β-αποκλειστές, ανταγωνιστές Ca). Επίσης, έχει αθροιστική ενέργεια στη λειτουργία των αιμοπεταλίων με άλλους αναστολείς της συγκόλλησης των αιμοπεταλίων.
Προσοχή στη χορήγηση: Θα πρέπει να χορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με χαμηλή αρτηριακή πίεση. Δεν θα πρέπει να καθυστερεί η χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς που απαιτούν άμεσο ακρωτηριασμό. Το φάρμακο πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο του μετά τη διάλυσή του χωρίς να προστίθεται άλλο φάρμακο στο διάλυμα. Δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με το δέρμα. Επίσης πρέπει να αποφεύγεται η λήψη του από το στόμα καθώς και η επαφή του με τους βλεννογόνους.
Δοσολογία: Χορηγείται ενδοφλεβίως σε δόση 0.5-2.0 ng/kg/λεπτό, χορηγούμενη σε διάστημα πάνω από 6 ώρες την ημέρα. Η διάρκεια θεραπείας είναι μέχρι 4 εβδομάδες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:*
inject. solution infusion 0.1 mg/1 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ILOMEDIN/Schepa: inj.so.inf 0.1 mg/ml-amp x 1, 48172

* Η περιεκτικότητα εκφράζεται σε iloprost tromethamine.


ΛΕΠΙΡΟΥΔΙΝΗ (N)
Lepirudin
Ενδείξεις: Αντιπηκτική αγωγή σε ενηλίκους με θρομβοκυτοπενία από ηπαρίνη τύπου ΙΙ (ανοσολογικής αρχής) και θρομβοεμβολική νόσο που απαιτεί αντιπηκτική αγωγή.
Αντενδείξεις: Υπερευεσθησία στις ιρουδίνες, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αιμορραγικές εκδηλώσεις, αναιμία χωρίς εμφανή απώλεια αίματος, αλλεργικές αντιδράσεις, πυρετός, ερεθισμός στα σημεία των ενέσεων, νεφρική ανεπάρκεια στην οποία δεν διαπιστώθηκε αιτιολογική συσχέτιση.
Αλληλεπιδράσεις: Ταυτόχρονη χορήγηση με θρομβολυτικά ή αντιπηκτικά, αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγικών εκδηλώσεων.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε μέτρια ή βαριά νεφρική βλάβη μείωση της δόσης έως και 50%. Η κίρρωση του ήπατος μπορεί να επηρεάσει τη νεφρική αποβολή της. Σε πρόσφατη αιμορραγία ή σε κίνδυνο αιμορραγίας λ.χ. από παρακεντήσεις ή χειρουργικές επεμβάσεις, πρόσφατο εγκεφαλικό επεισόδιο, αιμορραγική διάθεση, κακοήθη υπέρταση, βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα. Υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης αντισωμάτων έναντι της ουσίας που επιβάλλει τακτική παρακολούθηση με τον χρόνο αPTT.
Δοσολογία: 0.4 μg/kg ενδοφλεβίως ως δόση εφόδου. Ακολούθως συνεχής ενδοφλέβια χορήγηση 0.15 mg/kg/ώρα για 2-10 ημέρες ή και περισσότερο εάν είναι αναγκαίο.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται κάτω των +25°C. Δεν πρέπει να καταψύχεται. Χρησιμοποιείται αμέσως μετά την ανασύσταση.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 50 mg/vial
Ιδιοσκευάσματα:
REFLUDAN/Behringwerke: ly.pd.inj 50 mg/ vial x 10, 253555


2.8.2 Αντιπηκτικά από το στόμα
Τα αντιπηκτικά από το στόμα αναστέλλουν την παραγωγή προθρομβίνης και άλλων παραγόντων της πήξης στο ήπαρ, ανταγωνιζόμενα τη βιταμίνη Κ. Χρειάζονται τουλάχιστον 48 με 72 ώρες για να αναπτυχθεί πλήρως η αντιπηκτική τους δράση. Αν απαιτείται άμεσο αποτέλεσμα πρέπει συγχρόνως να χορηγηθεί και ηπαρίνη.
Η κύρια ένδειξη για αντιπηκτική αγωγή από το στόμα είναι η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση. Επίσης, ενδείκνυνται στους ασθενείς με πνευμονική εμβολή, στους ασθενείς με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες και στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και υψηλό κίνδυνο για εμβολές.
Τα αντιπηκτικά από το στόμα δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στην εγκεφαλική θρόμβωση ή στις περιφερικές αρτηριακές αποφράξεις, μπορεί όμως να έχουν αξία στους ασθενείς με παροδικά εγκεφαλικά ισχαιμικά επεισόδια. Αν τα άτομα αυτά έχουν σοβαρή υπέρταση τα αντιπηκτικά αντενδείκνυνται. Εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα. Η αντιπηκτική τους δραστικότητα ελέγχεται παρακολουθώντας το χρόνο προθρομβίνης. Όποτε είναι δυνατό πρέπει να μετράται ο χρόνος προθρομβίνης πριν από την έναρξη της αγωγής.
Η δόση έναρξης της αγωγής στους ενήλικες εξαρτάται από το είδος του χρησιμοποιούμενου αντιπηκτικού. Η δόση συντήρησης εξαρτάται από το ΙΝR που συνιστάται να κυμαίνεται μεταξύ των ακολούθων τιμών ανάλογα με την κλινική ένδειξη χορήγησης του αντιπηκτικού: ΙΝR 2-2.5 για πρόληψη εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης (συμπεριλαμβάνοντας χειρουργημένους ασθενείς υψηλού κινδύνου). ΙΝR 2-3 για προφύλαξη σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εγχειρήσεις στο ισχίο καθώς επίσης σε χειρουργική ανάταξη καταγμάτων του μηριαίου οστού, για θεραπεία εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, πνευμονικής εμβολής, εμβολής στη συστηματική κυκλοφορία, παρεμπόδιση θρομβοεμβολικής νόσου σε ασθενείς με έμφραγμα του μυοκαρδίου, στένωση μιτροειδούς με ιστορικό εμβολών, παροδικά εγκεφαλικά επεισόδια, κολπική μαρμαρυγή, και βιοπροσθετικές βαλβίδες καρδιάς. ΙΝR 3-4.5 για επανειληλμένα επεισόδια εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής, έμφραγμα του μυοκαρδίου και μεταλλικές βαλβίδες καρδιάς.
Είναι σημαντικό το ΙΝR να μετράται καθημερινά ή κάθε δεύτερη μέρα τις πρώτες μέρες από την έναρξη της θεραπείας και κατόπιν σε μακρότερα διαστήματα (ανάλογα με την ανταπόκριση) και τέλος κάθε 8 εβδομάδες.
Η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια της ομάδας αυτών των φαρμάκων είναι η αιμορραγία. Σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη η παράλειψη της δόσης με ταυτόχρονο έλεγχο του ΙΝR. Τα παρακάτω συνιστώνται ανάλογα με την κλινική κατάσταση του ασθενή και την τιμή του ΙΝR.
Αιμορραγία επικίνδυνη για την ζωή του ασθενή: Άμεση χορήγηση 5 mg βιταμίνης Κ1 βραδέως ενδοφλεβίως και συμπυκνωμένων παραγόντων πήξεως ΙΙ, ΙΧ, Χ (σε συνδυασμό με παράγοντα VII εάν είναι διαθέσιμος). Εάν συμπυκνωμένοι παράγοντες πήξεως δεν είναι διαθέσιμοι τότε χορήγηση 1 λίτρου πρόσφατου παγωμένου πλάσματος. Το δεύτερο μπορεί να μην είναι εξίσου δραστικό. Λιγότερο σοβαρή αιμορραγία (π.χ. αιματουρία, επίσταξη): Διακοπή αντιπηκτικού για μία έως δύο ημέρες και πιθανά χορήγηση βιταμίνης Κ1 (0.5-2 mg βραδέως ενδοφλεβίως). ΙΝR 4.5-7 χωρίς αιμορραγία: Διακοπή αντιπηκτικού για 1-2 μέρες και επανεκτίμηση. ΙΝR >7 χωρίς αιμορραγία: Διακοπή αντιπηκτικού και πιθανά χορήγηση βιταμίνης Κ1 (0.5 mg βραδέως ενδοφλεβίως). Σε περιπτώσεις αιμορραγίας ενώ το ΙΝR βρίσκεται μέσα στο συνιστώμενο θεραπευτικό εύρος συνιστάται έλεγχος για πιθανή άλλη αιτία.
Τα αντιπηκτικά από το στόμα είναι τερατογόνα και πρέπει να αποφεύγεται η χορήγησή τους ιδιαίτερα κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.


ΑΣΕΝΟΚΟΥΜΑΡΟΛΗ [Νικουμαλόνη (Nicoumalone)]
Acenocoumarol
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Βαρφαρίνη. Επίσης γαστρεντερικές διαταραχές, δερματίτιδα, λευκοπενία, κνίδωση.
Δοσολογία: Την πρώτη ημέρα 8-12 mg. Τη δεύτερη ημέρα 4-8 mg και στη συνέχεια δόση συντήρησης 1-4 mg την ημέρα με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης.
Λοιπά: Βλ. Βαρφαρίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 4 mg
Ιδιοσκευάσματα:
SINTROM/Novartis: tab 4 mg x 20, 411


ΒΑΡΦΑΡIΝΗ ΝΑΤΡΙΟYΧΟΣ
Warfarin Sodium
Ενδείξεις: Θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών (αναστολή επέκτασης της θρόμβωσης και μείωση της πιθανότητας πνευμονικής εμβολής). Πνευμονική εμβολή, μακροχρόνια προφύλαξη από θρομβοεμβολικά επεισόδια σε ασθενείς με στένωση μιτροειδούς και κολπική μαρμαρυγή, καθώς και σε ασθενείς με προσθετικές βαλβίδες. Προσπάθεια μετατροπής κολπικής μαρμαρυγής σε φλεβοκομβικό ρυθμό (τρεις εβδομάδες πριν και ένα μήνα μετά).
Αντενδείξεις: Αιμορραγική διάθεση, θρομβοπενία, εγκεφαλική αιμορραγία, ενεργό γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, πάθηση του πεπτικού συστήματος επικίνδυνη για αιμορραγία, ανεπάρκεια βιταμίνης Κ, βαριά υπέρταση, απειλούμενη έκτρωση, σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, καταστάσεις που χρειάζονται εντατική θεραπεία με σαλικυλικά, προεγχειρητικώς και μετεγχειρητικώς, γαλουχία και εγκυμοσύνη διότι το φάρμακο διέρχεται τον πλακούντα και εκτός από αιμορραγίες στο έμβρυο μπορεί να είναι τερατογόνο (εμβρυοπάθεια εκ βαρφαρίνης).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, εξάνθημα, πυρετός, διάρροια, ηωσινοφιλία. Αιμορραγία είναι η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια και εμφανίζεται σε διάφορα μέρη του σώματος. Ιδιαίτερα σοβαρά είναι επεισόδια αιμορραγίας που προκαλούν νευροπάθεια από συμπίεση, όπως λ.χ η νευροπάθεια του μηριαίου μετά από οπισθοπεριτοναϊκή αιμορραγία, αιμοπερικάρδιο, ενδοκρανική αιμορραγία. Επίσης αναφέρονται αλωπεκία, δερματίτιδα, νέκρωση ιστών, αύξηση τρανσαμινασών.
Αλληλεπιδράσεις: Η δράση της ενισχύεται με ακετυλοσαλικυλικό οξύ, ινδομεθακίνη, κλοφιβράτη, κινιδίνη, χλωραμφαινικόλη, θυροξίνη, τριμεθοπρίμη - σουλφαμεθοξαζόλη, μετρονιδαζόλη, δισουλφιράμη, σουλφινοπυραζόνη, σιμετιδίνη και αναβολικά στερινοειδή. Φάρμακα που ελαττώνουν την ανταπόκριση στη βαρφαρίνη είναι: βαρβιτουρικά, ριφαμπικίνη, χλωροθαλιδόνη, σπειρονολακτόνη, χολεστυραμίνη, βταμίνη C (σε πολύ μεγάλες δόσεις), καρβαμαζεπίνη, γκριζεοφουλβίνη, οιστρογόνα και αντιόξινα (ελαττώνουν την απορρόφησή της).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καταστάσεις όπου είναι πιθανή αυξημένη ανταπόκριση στο φάρμακο, όπως ανεπαρκής δίαιτα, σύνδρομο δυσαπορρόφησης, ηπατοπάθεια, χρόνιος αλκοολισμός, υπερμεταβολικές καταστάσεις όπως πυρετός, υπερθυρεοειδισμός και μεγάλες ηλικίες. Επιβάλλεται τακτικός προσδιορισμός του χρόνου προθρομβίνης.
Δοσολογία: Την πρώτη ημέρα 10-20 mg. Στη συνέχεια 2-10 mg την ημέρα ανάλογα με το χρόνο προθρομβίνης (συνήθως 1.5-2 φορές μεγαλύτερος από το χρόνο του μάρτυρα για χρόνια θεραπεία, βλ. εισαγωγή). Λόγω διαφοράς του μεταβολισμού μεταξύ των αρρώστων, η δόση πρέπει να εξατομικεύεται.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Να προστατεύεται από την επίδραση του φωτός.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 5mg
Ιδιοσκευάσματα:
PANWARFIN/Abbott: tab 5 mg x 20, 309
MAREVAN/IΦET: tab 1 mg x 100

2.9 Αντιαιμοπεταλιακά
Τα φάρμακα της κατηγορίας αυτής αναστέλλουν τη συνάθροιση (συγκόλληση) των αιμοπεταλίων και, έτσι, το σχηματισμό του λευκού θρόμβου, που αποτελεί την πρώτη φάση στη διαδικασία της πήξης, ιδίως στο αρτηριακό σκέλος της κυκλοφορίας όπου τα αντιπηκτικά έχουν πολύ μικρή επίδραση.
Υπάρχουν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από τη χρησιμοποίηση 100-300 mg ασπιρίνης ημερησίως για τη δευτεροπαθή πρόληψη των θρομβωτικών αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων και διαφόρων καρδιακών συμβαμάτων. Επίσης, έχει δειχθεί ελάττωση της θνητότητας στο έμφραγμα του μυοκαρδίου τον πρώτο μήνα όταν δοθεί αμέσως με την είσοδο του ασθενούς στη στεφανιαία μονάδα.
Η διπυριδαμόλη αναστέλλει επίσης τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων και συνιστάται κυρίως στην προφύλαξη από θρομβοεμβολικά επεισόδια σε προσθετικές βαλβίδες καρδιάς σε συνδυασμό με αντιπηκτικά.
Ισχυρή αντισυσσωρευτική δράση έχει και η τικλοπιδίνη, έχει όμως κίνδυνο σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών (λευκοπενία, διάρροια, εξάνθημα).
Σήμερα, ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος συνδυασμός αντιαιμοπεταλιακών είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ με ή χωρίς διπυριδαμόλη.
Η αμπσιξιμάμπη είναι μονοκλωνικό αντίσωμα το οποίο αναστέλλει τη συσσώρευση αιμοπεταλίων και τη δημιουργία θρόμβου. Η χρήση της ενδείκνυται ως επικουρικού σκευάσματος στην αγωγή με ηπαρίνη και ασπιρίνη κατά τη διάρκεια διαδερμικής αγγειοπλαστικής σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Η επαναχορήγηση αμπσιξιμάμπης δεν συνιστάται.


ΑΚΕΤΥΛΟΣΑΛΙΚΥΛΙΚΟ ΟΞΥ
Acetylosalicylic Acid
Ενδείξεις: Προφύλαξη από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα του μυοκαρδίου και άλλες (λ.χ. μετεγχειρητικές) θρομβώσεις. Λοιπές ενδείξεις βλ. 10.2.1.
Προσοχή στη χορήγηση: Άσθμα, μη ελεγχόμενη υπέρταση, κύηση.
Αντενδείξεις: Ενεργό πεπτικό έλκος, αιμορροφιλία και άλλες αιμορραγικές διαταραχές, βρογχικό άσθμα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Βρογχόσπασμος, αιμορραγία από το γαστρεντερικό.
Δοσολογία: Συνήθως 75-100 mg ημερησίως ή 325 mg κάθε δεύτερη ημέρα.
Λοιπά: Βλ. 10.1, 10.2.1.


ΑΜΠΣΙΞΙΜΑΜΠΗ (N)
Αbciximab
Eνδείξεις: Επικουρικό σκεύασμα της ασπιρίνης και της ηπαρίνης κατά τη διάρκεια διαδερμικής αγγειοπλαστικής σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Αντενδείξεις: Ασθενείς με υπερευαισθησία στο φάρμακο ή σε οποιοδήποτε συστατικό του φαρμάκου ή στα μονοκλωνικά αντισώματα ποντικών, ενεργή εσωτερική αιμορραγία, ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου κατά την τελευταία διετία, πρόσφατη (2 μήνες) ενδοκρανιακή ή ενδορραχιαία χειρουργική επέμβαση ή τραυματισμός, αρτηριοφλεβική διαμαρτία ή ανεύρυσμα, αιμορραγική διάθεση, σοβαρή μη ελεγχόμενη υπέρταση, προϋπάρχουσα θρομβοκυτοπενία, αγγειίτιδα, υπερτασική ή διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mε δεδομένα την εμπειρία από την μελέτη EPIC, οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι υπόταση, ναυτία, έμετος, θρομβοπενία, αιμάτωμα, βραδυκαρδία, πυρετός και αγγειακές διαταραχές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε πτώση των αιμοπεταλίων κάτω από 60.000 κύτταρα/μl επιβάλλεται διακοπή χορήγησης ηπαρίνης και ασπιρίνης, ενώ εάν κατέλθουν κάτω από 50.000 κύτταρα/μl τότε πρέπει γίνει μετάγγιση αιμοπεταλίων. Δεν συνιστάται η επαναχορήγηση του φαρμάκου. Kύηση, γαλουχία.
Δοσολογία: 0.25 mg/kg χορηγούμενη σε ενδοφλέβια ένεση μονομιάς 10 λεπτά πριν αρχίσει η αγγειοπλαστική, αμέσως ακολουθούμενη από συνεχή ενδοφλέβια έγχυση με ρυθμό 10 μg/λεπτό επί 12 ώρες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία 2-8°C.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/5 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
REOPRO/Φαρμασερβ Λιλλυ: inj.sol 10 mg/5 ml x 1, 132050


ΔΙΠΥΡΙΔΑΜOΛΗ
Dipyridamole
Ενδείξεις: Βλέπε εισαγωγή
Αντενδείξεις: Βαριές υποτασικές καταστάσεις (λόγω της περιφερικής αγγειοδιασταλτικής δράσης του).
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Κεφαλαλγία, ζάλη, ναυτία, ίλιγγοι, διάρροια και γαστρεντερικές διαταραχές, εξανθήματα και υπόταση, κυρίως μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Μπορεί να επιδεινώσει τη στηθάγχη (από υποκλοπή) και την ημικρανία.
Αλληλεπιδράσεις: Μεγαλύτερη πιθανότητα αιμορραγικής διάθεσης σε συνδυασμό με αντιπηκτικά.
Δοσολογία: Για θρομβοεμβολικά επεισόδια: 300-600 mg την ημέρα σε 3 διαιρεμένες δόσεις τουλάχιστον 1 ώρα πριν από τα γεύματα. Για διαγνωστικούς σκοπούς: 10-20 mg εφάπαξ ενδοφλεβίως.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Να διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets 25 mg, 75 mg
inject. solution 10 mg/2 ml-amp
Ιδιοσκευάσματα:
ADEZAN/Adelco: s.c.tab 75 mg x 30, 730
PERSANTIN/Boehringer: s.c.tab 25 mg x 30, 411, 75 mg x 30, 913
PERSANTIN/Boehringer (IΦET): inj.sol 10 mg/2 ml-amp x 10

ΤΙΚΛΟΠΙΔΙΝΗ
Ticlopidine
Ενδείξεις: Ως προληπτικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων σε σοβαρές αρτηριοπάθειες (π.χ. μετά από εγκεφαλική θρόμβωση, έμφραγμα μυοκαρδίου, διαλείπουσα χωλότητα) όταν αντενδείκνυται η λήψη ασπιρίνης. Στους νεφροπαθείς υπό χρόνια αιμοκάθαρση.
Αντενδείξεις: Αιμορραγική προδιάθεση, ιστορικό λευκοπενίας ή θρομβοπενίας. Οργανικές παθήσεις που προδιαθέτουν σε αιμορραγίες. Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Οι σοβαρότερες είναι: αιμορραγική διάθεση, λευκοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, θρομβοπενία, απλαστική αναιμία. Έχουν περιγραφεί 6 περιπτώσεις συνδρόμου Moskowitz πιθανώς σχετιζόμενες με το φάρμακο. Επιγαστραλγία, διάρροιες. Αλλεργικές εκδηλώσεις. Ίλιγγος. Σπάνια χολοστατικός ίκτερος.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική ανεπάρκεια, κύηση και γαλουχία. Η ταυτόχρονη χορήγηση αντιπηκτικών, αντιαιμοπεταλιακών και μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών ενισχύει τη δράση της. Τακτική αιματολογική παρακολούθηση των εμμόρφων στοιχείων του αίματος ιδιαίτερα τους 2 πρώτους μήνες της χορήγησής της. Κίνδυνος αιμορραγιών αν γίνει εγχείρηση τις πρώτες 8 ημέρες από τη διακοπή της χορήγησής της.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 250 mg δύο φορές την ημέρα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 250 mg
f.c. tablets 250 mg
s.c. tablets 250 mg
capsules 250 mg
Ιδιοσκευάσματα:
NEO-OMNIPEN/Norma: s.c.tab 250 mg x 20, 2263
ANGOSTAN-100/Βιοσταμκ: caps 250 mg x 20, 2263
ETFARIOL/Vilco: c.tab 250 mg x 20, 2263
IRIFLEXIN/Φαρματεν: caps 250 mg x 20, 2263
RUXICOLAN/Rafarm: caps 250 mg x 40, 3982
TICLID/Sanofi: f.c.tab 250 mg x 20, 2829
TICLODONE/Γερολυμάτος: f.c.tab 250 mg x 20, 2829


TPIΦΛOYZAΛH (N)
Triflusal
Eνδείξεις: Προληπτικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων.
Aντενδειξεις: Eνεργό πεπτικό έλκος, βαριά ηπατοπάθεια, αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή τα σαλικυλικά.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πεπτικές διαταραχές (συχνότητα 6%).
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των αντιπηκτικών και των υπογλυκαιμικών ουσιών που λαμβάνονται από το στόμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική ανεπάρκεια διότι ο δραστικός του μεταβολίτης απεκκρίνεται από τους νεφρούς. Δεν συνιστάται σε κύηση και γαλουχία (ανεπαρκής εμπειρία).
Δοσολογία: 300 mg-600 mg ημερησίως κατά τη διάρκεια ή μετά το φαγητό.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 300 mg
Iδιοσκευάσματα:
AFLEN/Galenica: caps 300 mg x 50

2.10 Θρομβολυτικά
Τα θρομβολυτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται για να διαλύσουν πρόσφατα σχηματισμένους θρόμβους, ενεργοποιώντας το πλασμινογόνο για να σχηματισθεί πλασμίνη, η οποία αποικοδομεί το ινώδες και διαλύει τους θρόμβους. Η αξία των θρομβολυτικών φαρμάκων στην αγωγή του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου (ΟΕΜ) είναι πλέον διεθνώς αποδεκτή. Τα συνηθέστερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα είναι η στρεπτοκινάση, η ανιστρεπλάση (ανισοϋλικό σύμπλεγμα πλασμινογόνου-στρεπτοκινάσης ή APSAC) και ο ανασυντεθειμένος ιστικός ενεργοποιητής του πλασμινογόνου (r-tPA) για τα οποία έχει δειχθεί ότι ελαττώνουν τη θνητότητα του ΟΕΜ όταν δίδονται ενδοφλεβίως τις πρώτες 12 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Οι γνώσεις μας σχετικά με το ρόλο της θεραπείας της επικουρικής των θρομβολυτικών φαρμάκων δεν είναι πλήρης. Παρ´ όλα αυτά η χρήση ασπιρίνης σε συνδυασμό με στρεπτοκινάση έχει μειώσει τη θνητότητα, ενώ η άμεση χορήγηση ηπαρίνης μετά τη χορήγηση αλτεπλάσης κρίνεται απαραίτητη.
Ενδείξεις: Τα θρομβολυτικά φάρμακα ενδείκνυνται σε όλους τους ασθενείς με ΟΕΜ, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για τους οποίους αντενδείκνυται η χορήγησή τους. Η μεγάλη ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί αντένδειξη για τη χορήγησή τους.
Η στρεπτοκινάση είναι το συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο θρομβολυτικό. Η ανιστρεπλάση έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να δοθεί ταχέως, που είναι σημαντικό για μια κατάσταση όπως το ΟΕΜ, που εξελίσσεται μέσα σε λίγες ώρες. Το r-tPA δεν προκαλεί ανοσολογικές αντιδράσεις που μπορούν να συνοδεύουν τη χορήγηση των άλλων σκευασμάτων. Στο ΟΕΜ όλα τα θρομβολυτικά πρέπει να χορηγούνται σε χώρους που διαθέτουν τα μέσα για την αντιμετώπιση βαριών αρρυθμιών που ενδέχεται να εμφανισθούν με την επαναιμάτωση του μυοκαρδίου. Στα πρόσθια εμφράγματα με έναρξη πριν από <4 ώρες το r-tPA υπερέχει έναντι της στρεπτοκινάσης, η πιθανότητα όμως εγκεφαλικών επεισοδίων είναι λίγο υψηλότερη με το r-tPA έναντι της στρεπτοκινάσης.
Αντενδείξεις: Πρόσφατη αιμορραγία ή τραυματισμός ή χειρουργική επέμβαση ή τοκετός (εντός των τελευταίων 10 ημερών). Παρουσία βλαβών που κινδυνεύουν να αιμορραγήσουν (πεπτικό έλκος, πνευμονική φυματίωση, σπλαχνικός καρκίνος, πιθανό διαχωριστικό αορτής, κλπ). Αιμορραγική διάθεση, πρόσφατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Βαριά υπέρταση, οξεία παγκρεατίτιδα, ηπατική ανεπάρκεια. Σχετικές αντενδείξεις: διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, έμετοι, αιμορραγίες στο σημείο της ένεσης αλλά και σε άλλα σημεία. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας που δεν υποχωρούν πάντοτε με αντιισταμινικά και κορτικοειδή. Σε σοβαρή αιμορραγία το φάρμακο διακόπτεται και χορηγούνται παράγοντες πήξεως και αντιινωδολυτικά (π.χ. τρανεξαμικό οξύ).
Προσοχή στη χορήγηση: Να χορηγούνται μόνο σε Νοσοκομεία. Να αποφεύγονται οι μικροεπεμβάσεις για 10 ημέρες μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Κίνδυνος αιμορραγίας σε διάφορες επεμβάσεις ή χειρισμούς (καρδιοαναπνευστική ανάνηψη με πίεση του θώρακα, τοκετός). Σε κολπική μαρμαρυγή κίνδυνος διάλυσης των θρόμβων και κίνδυνος εμβολών. Σε σύγχρονη χορήγηση αντιπηκτικών.


ΑΛΤΕΠΛΑΣΗ
Alteplase
Ενδείξεις: Ινωδολυτική αγωγή σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (μέσα σε 12 ώρες από την έναρξη των συμπτωμάτων). Οξεία μαζική πνευμονική εμβολή με αιμοδυναμική αστάθεια.
Δοσολογία: Η ξηρά σκόνη διαλύεται σε ενέσιμο ύδωρ σε αναλογία 1 mg/ml ύδατος και χορηγείται ενδοφλεβίως. Επιταχυμένη χορήγηση (για εμφράγματα με συμπτώματα <6 ώρες): 15 mg ενδοφλεβίως, στη συνέχεια 50 mg μέσα σε 30 λεπτά και κατόπιν 35 mg σε 60 λεπτά (συνολικά 100 mg σε 90 λεπτά) σε ενδοφλέβια έγχυση. Μικρότερες δόσεις συνιστώνται σε ασθενείς με βάρος < 65 kg. Εμφράγματα με συμπτώματα από 6 ως 12 ώρες: 10 mg σε ενδοφλέβια ένεση και μετά 50 mg σε ενδοφλέβια έγχυση σε 60 λεπτά, έπειτα 4 εγχύσεις καθεμιά των 10 mg σε 30 λεπτά (ολική δόση 100 mg σε 3 ώρες. Μέγιστη δόση 1.5 mg σε ασθενείς κάτω των 65 kg). Πνευμονική εμβολή: 10 mg με ενδοφλέβια ένεση σε 1-2 λεπτά, μετά 90 mg σε 2 ώρες με ενδοφλέβια έγχυση.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Το λυόφιλο προϊόν να φυλάσσεται στο ψυγείο σε θερμοκρασία 2-8 °C ή σε ελεγχόμενη θερμοκρασία δωματίου που δεν υπερβαίνει τους 25 °C. Το ανασυσταμένο διάλυμα μπορεί να διατηρηθεί 24 ώρες στο ψυγείο (2-8 °C) ή έως 8 ώρες σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους 25 °C.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 50 mg
Ιδιοσκευάσματα:
ACTILYSE/Boehringer: ly.pd.inj 50 mg/vial x 1+1 x 50 ml-solv, 224125


ΑΝΙΣΤΡΕΠΛΑΣΗ
Anistreplase
Ενδείξεις: Ινωδολυτική αγωγή σε οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Δοσολογία: Η ξηρά σκόνη διαλύεται 5 ml χλωριούχου νατρίου. Χορηγούνται 30 μονάδες εφάπαξ ενδοφλεβίως σε διάστημα 5 λεπτών.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Η σκόνη διατηρείται σε θερμοκρασία 2-8 °C, ενώ το παρασκευαζόμενο διάλυμα 30 λεπτά από την παρασκευή του.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 30 iu
Ιδιοσκευάσματα:
EMINASE/Lavipharm: ly.pd.inj 30 units/vial x 1+1 x 5 ml-sol, 288707


ANTIΘPOMBINH III
Antithrombin III
Eνδείξεις: Προφύλαξη και θεραπεία θρομβοεμβολικών επιπλοκών σε περιπτώσεις ανεπάρκειας αντιθρομβίνης III.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aλλεργικές εκδηλώσεις, ρίγη και πυρετός, δύσπνοια, ναυτία. Δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η μετάδοση λοιμογόνου παράγοντα.
Aλληλεπιδράσεις: Σε ταυτόχρονη χορήγηση με ηπαρίνη ενισχύεται η αντιπηκτική της δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε εμφάνιση σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων διακοπή της χορήγησης του φαρμάκου. Σε κύηση και γαλουχία χορηγείται μόνο εάν είναι απαραίτητο. Συνιστάται η μέτρηση της στάθμης της αντιθρομβίνης κατά τη διάρκεια της χορήγησης.
Δοσολογία: H δοσολογία εξαρτάται από τη στάθμη της αντιθρομβίνης προ της θεραπείας και σκοπό έχει την επίτευξη αρχικής στάθμης στο 100%. Xρησιμοποιείται ο τύπος: απαιτούμενες διεθνείς μονάδες (iu): σωματικό βάρος x επιθυμητή (100%) - μετρηθείσα δραστικότητα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Έχει 36 μήνες διάρκεια ζωής αν διατηρηθεί στο ψυγείο (+2°-+8°C).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 500 iu, 1000 iu
Iδιοσκευάσματα:
KYBERNIN-P/Γερολυμάτος: ly.pd.inj 500 iu/ vial x 1+1 x 10 ml-sol, 58483, 1000 iu/vial x 1+1 x 20 ml-sol, 114594


ΟΥΡΟΚΙΝΑΣΗ
Urokinase
Ενδείξεις: Θρομβώσεις τεχνητής αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας. Θρομβόλυση αγγείων οφθαλμού, εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα. Πνευμονική εμβολή, απόφραξη περιφερικής αρτηρίας, έμφραγμα μυοκαρδίου.
Δοσολογία: Σε ενδοφθάλμια χορήγηση 5.000-7.500 iu αραιωμένες σε 2 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου. Αρτηριοφλεβικές αναστομώσεις η ίδια δόση. Σε πνευμονική εμβολή ενδοφλέβια χορήγηση αρχικώς 4.400 iu σε 10 λεπτά και κατόπιν 3.400 iu/kg/ώρα για 12-24 ώρες.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή, Στρεπτοκινάση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Η σκόνη διατηρείται σε θερμοκρασία 2-8 °C, ενώ το διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά την παρασκευή του.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 5.000 iu, 100.000 iu, 1 miu
Ιδιοσκευάσματα:
UKIDAN/Serono: ly.pd.inj 5.000 iu/vial x 1 + 1 x 2 ml-sol, 2101, 100.000 iu/vial x 1 + 1 x 2 ml-sol, 17308, 1 miu/vial x 1 + 1 x 2 ml-sol, 185294


ΣΤΡΕΠΤΟΚΙΝΑΣΗ
Streptokinase
Ενδείξεις: Θρομβώσεις τεχνητής αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας. Εν τω βάθει θρομβοφλεβίτιδα. Πνευμονική εμβολή, απόφραξη περιφερικής αρτηρίας, οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, θρόμβωση μοσχεύματος καρδιακής βαλβίδας.
Δοσολογία: Η σκόνη αρχικώς διαλύεται σε ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης (περίπου 45 ml). Αρχική δόση σε ενδοφλέβια χορήγηση 250.000 iu σε 30 λεπτά και κατόπιν 100.000 iu την ώρα σε στάγδην έγχυση για 24 ώρες σε πνευμονική εμβολή, για 24-72 ώρες σε αρτηριακή θρόμβωση ή εμβολή και για 72 ώρες σε εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση. Ενδαρτηριακώς για θρόμβωση τεχνητής αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας 250.000 iu σε όγκο 2 ml για 30 λεπτά. Πριν από την αρτηριογραφία γίνονται 5.000-10.000 iu στρεπτοκινάσης ενδαρτηριακώς. Αφού έχει αναγνωρισθεί το αποφραγμένο αγγείο γίνεται η έγχυση στρεπτοκινάσης 2.000 iu/ min σε ολική δόση 150.000-200.000 iu. Στο οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου χορηγούνται 1.500.000 iu σε 1½ ώρα.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Η λυόφιλη σκόνη να διατηρείται σε θερμοκρασία 2-25 °C, ενώ το διάλυμα μπορεί να διατηρηθεί για 24 ώρες από την παρασκευή του σε 2-8 °C.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 750.000 iu
dr. pd. injection 1.500.000 iu
Ιδιοσκευάσματα:
KABIKINASE/Pharmacia & Upjohn: dr.pd.inj 1.500.000 iu/vial x 1, 22087
STREPTASE/Hoechst Marion Roussel: ly.pd.inj 750.000 iu/vial x 1, 18273

2.11 Αντιαιμορραγικά - αιμοστατικά
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τα αντίδοτα των αντιπηκτικών και άλλοι παράγοντες με αντιαιμορραγική δράση. Η θειική πρωταμίνη είναι αντίδοτο της ηπαρίνης. Η βιταμίνη Κ είναι αντίδοτο των κουμαρινικών αντιπηκτικών (βλ. 9.2.1). Το τρανεξαμικό οξύ αναστέλλει την ενεργοποίηση του πλασιμονογόνου και την ινωδόλυση και έτσι μπορεί να δράσει σε μεγάλες ή διάχυτες αιμορραγίες.


ΠΡΩΤΑΜΙΝΗ ΘΕΙΙΚΗ
Protamine Sulfate
Eνδείξεις: Αιμορραγία από υπερβολική δόση ηπαρίνης.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αντιδράσεις υπερευαισθησίας κυρίως σε αρρώστους με αλλεργία σε ψάρια (ερύθημα προσώπου, δύσπνοια, βραδυκαρδία, υπόταση).
Αλληλεπιδράσεις: Να μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα, ιδιαίτερα πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες.
Προσοχή στη χορήγηση: Να χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως (50 mg/10 min) με ετοιμότητα αντιμετώπισης αλλεργικών αντιδράσεων. Υπερβολική δόση πρωταμίνης έχει δράση αντιπηκτικού.
Δοσολογία: 1 mg θειικής πρωταμίνης εξουδετερώνει 100 περίπου μονάδες ηπαρίνης αν δοθούν μέσα σε 15 λεπτά από τη χορήγηση της ηπαρίνης. Βραδεία ενδοφλέβια χορήγηση μέχρι 50 mg/10 min.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 50 mg/5 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
PROTAMINE SULPHATE/LEO/Leo: inj.sol 50 mg/5 ml-vial x 1, 392


ΤΡΑΝΕΞΑΜΙΚΟ ΟΞΥ
Tranexamic Acid
Eνδείξεις: Αιμορραγίες που προέρχονται από υπερβολική ινωδόλυση, είτε συστηματικώς, όπως μετά από εγχείρηση καρδιάς, πυλαιοκοιλική αναστόμωση, κίρρωση ήπατος, νεοπλάσματα (πνεύμονα, στομάχου, προστάτη, μήτρας) είτε από το ουροποιητικό, όπως μετά από προστατεκτομή ή νεφρεκτομή, αρκεί να υπάρχει απόδειξη ενεργοποίησης του ινωδολυτικού μηχανισμού. Σε αιμορροφιλικούς πριν από την εξαγωγή δοντιών.
Αντενδείξεις: Εγκυμοσύνη, ιστορικό θρομβοεμβολικής νόσου, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, διάρροια, κοιλιακά άλγη, ζάλη, εμβοές, ρινική συμφόρηση, κεφαλαλγία, εξανθήματα, μυαλγίες.
Προσοχή στη χορήγηση: Το φάρμακο δεν πρέπει να χορηγείται αν δεν υπάρχουν στοιχεία ενεργοποίησης του ινωδολυτικού μηχανισμού. Ιδιαίτερη προσοχή σε αρρώστους με καρδιακή, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία, υπόταση και αρρυθμίες.
Δοσολογία: Από το στόμα: 1-1.5 g 2-4 φορές την ημέρα. Ενδοφλέβια έγχυση: 1 g 3 φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Να διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 250 mg
inject. solution 250 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα
TRANSAMIN/Α. Νικολακόπουλος: caps 250 mg x 50, 1455, inj.sol 250 mg/5 ml-amp x 10, 980

2.12 Αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες
Οι παράγοντες αυτοί χρησιμοποιούνται για να μειώσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης ή και των τριγλυκεριδίων στο αίμα. Για την επιλογή του πιο κατάλληλου καλό είναι να θυμάται κανένας ότι η υπερλιπιδαιμία δεν είναι νόσος, αλλά παράγοντας κινδύνου.
Η λήψη οποιουδήποτε αντιλιπιδαιμικού φαρμάκου θα πρέπει απαραιτήτως να συνοδεύεται από δίαιτα, αποχή από το κάπνισμα, διατήρηση χαμηλού (κοντά στο ιδανικό) σωματικού βάρους και ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (σε υπερτασικούς). Η δίαιτα πρέπει να είναι πάντοτε η αρχική επιλογή στη θεραπεία. Γενικά πρέπει να ακολουθείται για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών πριν αρχίσει η φαρμακευτική αγωγή. Σε ορισμένους ασθενείς υψηλού κινδύνου η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να αρχίσει μετά από μικρότερη περίοδο διαιτητικής αγωγής. Τέλος, η δίαιτα θα πρέπει να συνεχίζεται και στη διάρκεια της θεραπείας.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η θεραπεία που ελαττώνει τη χοληστερόλη χαμηλής πυκνότητας (LDL) ή και αυξάνει τη χοληστερόλη υψηλής πυκνότητας (HDL) ελαττώνει την πρόοδο της στεφανιαίας αθηροσκλήρωσης και ακόμη μπορεί να προκαλέσει υποστροφή των αθηροσκληρωτικών βλαβών.
Οι ρητίνες (π.χ. χολεστυραμίνη, κολεστιπόλη, κλπ) παρεμβαίνουν στον εντεροηπατικό κύκλο των χολικών αλάτων, προδρόμων της χοληστερόλης, μειώνοντας έτσι τα επίπεδά της στο αίμα. Το συνηθέστερο μειονέκτημά τους που αποθαρρύνει τους ασθενείς από τη λήψη τους είναι η δυσκοιλιότητα. Ενδείκνυνται κυρίως σε υπερχοληστερολαιμία τύπου ΙΙ. Οι φιβράτες (π.χ. φαινοφιβράτη, βεζαφιβράτη, γεμφιβροζίλη, κλπ) μειώνουν τη στάθμη της χοληστερόλης, της LDL, κυρίως όμως των τριγλυκεριδίων. Συνιστώνται κυρίως στις υπερλιπιδαιμίες τύπου ΙΙΙ και IV, αλλά και ΙΙ, μόνες ή σε συνδυασμό με ρητίνες. Οι στατίνες (π.χ. λοβαστατίνη, σιμβαστατίνη, πραβαστατίνη, κλπ) αναστέλλουν την αναγωγάση του 3-υδροξυ-3-μεθυλγλουταρικού συνενζύμου Α (HMG-CoA), ενός ενζύμου που ρυθμίζει την ταχύτητα σύνθεσης της χοληστερόλης. Με αυτό τον τρόπο οι στατίνες αναστέλλουν τη σύνθεση της χοληστερόλης σε πολύ πρώιμο στάδιο. Είναι πολύ ισχυρά αντιχοληστερολικά φάρμακα, αλλά δεν μειώνουν τα τριγλυκερίδια. Δεν μπορούν να δράσουν σε ομόζυγη κληρονομική υπερχοληστερολαιμία.


2.12.1 Ρητίνες ανταλλαγής ιόντων
Χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της υπερχοληστερολαιμίας. Δρουν, όπως αναφέρθηκε, δεσμεύοντας τα χολικά οξέα στο έντερο και εμποδίζοντας έτσι την επαναπορρόφησή τους και τη μεταφορά τους στο ήπαρ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μετατροπή μεγαλύτερων ποσοτήτων χοληστερόλης σε χολικά οξέα. Τέλος, αυξάνεται η δραστηριότητα των ηπατικών υποδοχέων της LDL με αποτέλεσμα την αυξημένη αποικοδόμηση της LDL-χοληστερόλης. Έτσι, τα φάρμακα αυτά ελαττώνουν δραστικά την LDL-χοληστερόλη, μπορεί όμως να επιδεινώσουν την υπερτριγλυκεριδαιμία.


ΧΟΛΕΣΤΥΡΑΜΙΝΗ
Colestyramine
Eνδείξεις: Τύπου ΙΙα υπερλιπιδαιμία (αμιγής υπερχοληστερολαιμία) σε ασθενείς που δεν απαντούν επαρκώς στη δίαιτα και άλλα κατάλληλα μέτρα. Λοιπές ενδείξεις βλ.1.7.1.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, πλήρης απόφραξη χοληφόρων.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Δυσκοιλιότητα, κοιλιακά άλγη, μετεωρισμός, ερυγές, ναυτία, έμετοι, οπισθοστερνικός καύσος, ανορεξία, διάρροια, στεατόρροια, αιμορροΐδες. Εξάνθημα, αιμορραγική διάθεση λόγω υποπροθρομβιναιμίας. Ανεπάρκεια βιταμίνης Α και D. Υπερχλωραιμική οξέωση, ιδιαίτερα στα παιδιά, υπερτριγλυκεριδαιμία, οστεοπόρωση σε μακροχρόνια λήψη. Αντιδράσεις υπερευαισθησίας, θρομβοφλεβίτιδα, ισχαιμία μυοκαρδίου, αρθρίτιδα, οσφυαλγία, μυαλγίες, ιρίτιδα, αιματουρία, αύξηση ή απώλεια βάρους. Διαταραχές στην απορρόφηση άλλων φαρμάκων.
Αλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη λήψη καθυστερεί ή εμποδίζει την απορρόφηση από το έντερο πολλών φαρμάκων όπως: κουμαρινικά, χλωροθειαζίδη, καρδιακές γλυκοσίδες, πενικιλλίνη, τετρακυκλίνη, φαινοβαρβιτάλη, φυλλικό οξύ, σίδηρος, ορμόνες θυρεοειδούς, κεφαλοσπορίνες, κλινδαμυκίνη, τριμεθοπρίμη. Εμποδίζει την απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών Α, D και Κ.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε μακροχρόνια χορήγηση να λαμβάνεται πρόνοια χορήγησης βιταμινών A, D, K και φυλλικού οξέος. Να καταβάλλεται προσπάθεια αποφυγής της δυσκοιλιότητας, ιδιαίτερα σε άτομα με αρτηριοσκλήρυνση ή αιμορροίδες. Περιοδικός προσδιορισμός των τριγλυκεριδίων του πλάσματος. Η λήψη να γίνεται μακριά από τη λήψη άλλων φαρμάκων. Να λαμβάνεται πάντα διαλυμένη με υγρά.
Δοσολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 4 g 3 φορές την ημέρα πριν από τα γεύματα διαλυμένα σε νερό ή χυμό φρούτων. Δόση συντήρησης: 4-6 g/6-8 ώρες. Παιδιά: η δόση δεν είναι καθορισμένη. Έναρξη με χαμηλές δόσεις και αύξηση ανάλογα με την κλινική και εργαστηριακή ανταπόκριση.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
powder 4 g/sachet
Iδιοσκευάσματα
QUESTRAN/IΦET: powder 4 g/sachet x 24


2.12.2 Φιβράτες
Θεωρούνται αντιλιπιδαιμικοί παράγοντες ευρέος φάσματος γιατί αν και η κύρια δράση τους είναι η μείωση των τριγλυκεριδίων, ελαττώνουν επίσης τα επίπεδα της LDL-χοληστερόλης και αυξάνουν την HDL χοληστερόλη. Η δράση τους αποδίδεται κυρίως στην ενεργοποίηση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, την αναστολή της αναγωγάσης του HMG-CoA και την αύξηση του καταβολισμού των λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL).


ΒΕΖΑΦΙΒΡΑΤΗ
Bezafibrate
Eνδείξεις: Υπερλιπιδαιμίες τύπου ΙΙα, ΙΙβ, ΙΙΙ, IV και V που δεν ανταποκρίνονται στη διαιτητική αγωγή.
Αντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, πρωτοπαθής χολική κίρρωση, κύηση, γαλουχία, υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Ναυτία, έμετοι, διάρροια, επιγαστρικά ενοχλήματα, κοιλιακά άλγη, χολολιθίαση. Εξάνθημα, κνησμός, κνίδωση, κεφαλαλγία, ζάλη, θάμβος όρασης, μυαλγίες, μείωση γενετήσιας δραστηριότητας. Αναιμία, λευκοπενία, ηωσινοφιλία, τρανσαμινασαιμία.
Αλληλεπιδράσεις: Αυξάνει τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών και ορισμένων αντιδιαβητικών (σουλφονυλουριών, ινσουλίνης).
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση λιπιδίων, τρανσαμινασών και γενικής αίματος. Σε ασθενείς που παρουσιάζουν συμπτωματολογία χολολιθίασης να γίνεται έλεγχος προς την κατεύθυνση αυτή. Να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ίκτερο, ηπατοπάθεια ή έλκος.
Δοσολογία: Από το στόμα 400-600 mg ημερησίως σε ίσες δόσεις μετά τα γεύματα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 200 mg
f.c. tablets 200 mg
s.r.f.c. tablets 400 mg
Iδιοσκευάσματα:
BEZALIP/Roche: f.c.tab 200 mg x 50, 1352, s.r.f.c.ta 400 mg x 30, 2445
GETUP/Rafarm: c.tab 200 mg x 50, 1082
VERBITAL/Φαραν: c.tab 200 mg x 50, 1082


ΓΕΜΦΙΒΡΟΖΙΛΗ
Gemfibrozil
Δοσολογία: Συνήθης δόση 1.200 mg σε δύο δόσεις μισή ώρα πριν από το πρωϊνό και βραδυνό φαγητό.
Λοιπά: Βλ. Βεζαφιβράτη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 600 mg, 900 mg
capsules 300 mg
Iδιοσκευάσματα:
AMEDRAN/Farmedia: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
CLIPOSTAT/Pharmanel: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
DOSAMONT/Μεντινοβα: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
ENTIANTHE/Rafarm: caps 300 mg x 50, 1866
FIBROLIP/Ανφαρμ: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
FIBROSPES/Specifar: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
GEDIZIL/Crocus: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
GEMFOLID/Genepharm: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
GEMLIPID-MEDICHROM/Medichrom: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
HOBATOLEX/Φοινιξφαρμ: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
LISOLIP/Gap: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
LOPID/Warner-Lambert: f.c.tab 600 mg x 30, 3620, 900 mg x 20, 4020
PARNOXIL/Ζηκίδης: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
PRELISIN/Cosmopharm: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
SOLULIP/Farmanic: f.c.tab 600 mg x 30, 2896
TEROSTRANT/Χρισπα: f.c.tab 600 mg x 30, 2896


ΣΙΠΡΟΦΙΒΡΑΤΗ
Ciprofibrate
Δοσολογία: 100 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Βεζαφιβράτη. Σε συγχορήγηση με στατίνες αυξημένος κίνδυνος ραβδομυόλυσης.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 100 mg
Iδιοσκευάσματα
SAVILEN/Sanofi: caps 100 mg x 30, 2779


ΦΑΙΝΟΦΙΒΡΑΤΗ [Προκετοφαίνη (Procetofene)]
Fenofibrate
Δοσολογία: Από το στόμα: Αρχικώς 300 mg ημερησίως σε τρεις ίσες δόσεις. Δόση συντήρησης 100 mg δύο φορές την ημέρα όταν τα λιπίδια υποχωρήσουν σε φυσιολογικά επίπεδα.
Λοιπά: Βλ. Βεζαφιβράτη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 100 mg, 200mg
con.r. capsules 250 mg
Iδιοσκευάσματα
ZERLUBRON/Rafarm: caps 100 mg x 50, 815
LETOMODE/Kleva: caps 100 mg x 48, 795
LIPANTHYL/Fournier: caps 100 mg x 48, 993, con.r.caps 250 mg x 30, 1728
LIPIDIL/Fournier: caps 200 mg x 30, 4281
NEO-DISTERIN/Norma: caps 100 mg x 50, 815
PLANITRIX/Bros: caps 100 mg x 48, 795


2.12.3 Νικοτινικό οξύ και τα παράγωγά του
Η αξία του νικοτινικού οξέος και των παραγώγων του είναι περιορισμένη λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών τους και ειδικότερα της αγγειοδιαστολής. Μειώνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων αναστέλλοντας τη σύνθεσή τους, ενώ αυξάνουν και την HDL χοληστερόλη. Η ασιπιμόξη φαίνεται να έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες αλλά έχει μάλλον μικρότερη δραστικότητα στην ελάττωση των λιπιδίων.


ΑΣΙΠΙΜΟΞΗ
Acipimox
Eνδείξεις: Υπερλιπιδαιμίες (τύπου ΙΙβ, ΙΙΙ, IV και V) σε ασθενείς που δεν έχουν ανταποκριθεί στη δίαιτα και τα άλλα μέτρα.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, πεπτικό έλκος, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αίσθημα θερμότητας, ερυθρότητα, κνησμός, ναυτία, διάρροια, γαστρεντερικές διαταραχές (καύσος, επιγαστραλγία), επίσης κεφαλαλγία και αδυναμία.
Προσοχή στη χορήγηση: Περιοδικός έλεγχος λιπιδίων, ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 250 mg δύο έως τρεις φορές ημερησίως μετά τα γεύματα.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 250 mg
Iδιοσκευάσματα
OLBETAM/Pharmacia & Upjohn: caps 250 mg x 30, 3162


2.12.4 Στατίνες
Οι στατίνες είναι πιο ισχυρά φάρμακα από ό,τι οι ρητίνες ανταλλαγής ιόντων στη μείωση της LDL-χοληστερόλης, αλλά λιγότερο δραστικά στη μείωση των τριγλυκεριδίων και την αύξηση της HDL. Η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η αναστρέψιμη μυοσίτιδα, η οποία είναι σπάνια εκτός αν οι ασθενείς λαμβάνουν ταυτόχρονα και κυκλοσπορίνη, νικοτινικό οξύ ή γεμφιβροζίλη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι στατίνες μειώνουν τα στεφανιαία επεισόδια, το σύνολο των καρδιαγγειακών συμβαμμάτων, καθώς και τη συνολική θνητότητα σε ασθενείς με ηλικία μεγαλύτερη των 70 χρόνων με ιστορικό στεφανιαίας νόσου και χοληστερόλη πλάσματος 5.5-8.0 mmol/l. Επίσης είναι φάρμακα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρωτοπαθή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου σε ασθενείς με υπερχοληστερολαιμία.


ATOPBAΣTATINH (N)
Atorvastatin
Δοσολογία: 10 mg εφάπαξ ημερησίως. Σε ανεπαρκή ανταπόκριση η δόση μπορεί να αυξάνεται, κατά 10 mg κάθε 4 εβδομάδες, έως 40 mg ημερησίως. Mέγιστη δόση 80 mg εφάπαξ ημερησίως.
Λοιπά: Bλ. Λοβαστατίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 10 mg, 20 mg, 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
Atorvastatin Calcium Trihydrate:
ZARATOR/Pfizer: f.c.tab 10 mg x 14, 5177, 20 mg x 14, 9095
LIPITOR/Warner-Lambert: f.c.tab 10 mg x 14, 5177, 20 mg x 14, 9095, 40 mg x 14, 15277


ΛΟΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Lovastatin
Eνδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία (τύπος ΙΙα, ΙΙβ), σε ασθενείς που δεν έχουν ανταποκριθεί στη δίαιτα και τα άλλα μέτρα.
Αντενδείξεις: Υπερευαισθησία στο φάρμακο, ενεργός ηπατική νόσος, αυξημένα επίπεδα τρανσαμινασών στον ορό ανεξαρτήτως αιτιολογίας, κύηση, γαλουχία.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Γενικές: κόπωση, θωρακικός πόνος. Γαστρεντερικές: ναυτία, έμετος, διάρροια, δυσκοιλιότητα, επιγαστρικό άλγος, μετεωρισμός. Αναπνευστικές: ρινίτιδα, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού. Μυοσκελετικές: μυαλγίες, μυοσίτιδα. Νευρικές: κεφαλαλγία, ζάλη. Δερματολογικές: εξάνθημα. Οφθαλμολογικές: θολερότητα των φακών. Εργαστηριακά ευρήματα: αύξηση των τρανσαμινασών και της κρεατινικής φωσφοκινάσης.
Αλληλεπιδράσεις: Σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα κουμαρινικά αντιπηκτικά, θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά ο χρόνος προθρομβίνης ώσπου να σταθεροποιηθεί στα επιθυμητά επίπεδα. Βλ. επίσης εισαγωγή.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση των τρανσαμινασών και της κρεατινικής φωσφοκινάσης. Προσοχή στη χορήγηση σε ασθενείς με ιστορικό ηπατοπάθειας και καταναλωτές μεγάλης ποσότητας οινοπνευματωδών. Οφθαλμολογικός έλεγχος με σχισμοειδή λυχνία πριν ή αμέσως μετά την έναρξη της θεραπείας και στη συνέχεια κάθε χρόνο. Αν προκύψει εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της θεραπείας το φάρμακο θα διακοπεί και θα ενημερωθεί η έγκυος για πιθανούς κινδύνους στο έμβρυο.
Δοσολογία: Συνήθης αρχική δόση 20 mg εφάπαξ τη νύκτα. Η δοσολογία μπορεί να αυξηθεί έως 80 mg εφάπαξ ή σε διαιρεμένες δόσεις, σταδιακά ανά 4 εβδομάδες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg, 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
LOVATEX/Gap: tab 20 mg x 10, 2301
MEVACOR/Vianex: tab 20 mg x10, 2875, 40 mg x 10, 4979
MEVINOL/Vianex: tab 20 mg x 10, 2875, 40 mg x 10, 4979
ΠΡΑΒΑΣΤΑΤΙΝΗ ΝΑΤΡΙΟΥΧΟΣ
Pravastatin Sodium
Δοσολογία: Συνήθης αρχική δόση 10-20 mg εφάπαξ ημερησίως τη νύκτα. Μέγιστη δόση 40 mg εφάπαξ ημερησίως, προοδευτικά αυξανόμενη κατά 10 mg ανά μήνα.
Λοιπά: Βλ. Λοβαστατίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg
Iδιοσκευάσματα
MAXUDIN/Menarini: tab 20 mg x 10, 3789
PRAVACHOL/Bristol: tab 20 mg x 10, 3789


ΣΙΜΒΑΣΤΑΤΙΝΗ
Simvastatin
Δοσολογία: Αρχική δόση 10 mg εφάπαξ ημερησίως το βράδυ. Μέγιστη δόση 40 mg εφάπαξ ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. Λοβαστατίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 10 mg, 20 mg, 40 mg
Iδιοσκευάσματα
ZOCOR/Vianex: f.c.tab 10 mg x 10, 3113, 20 mg x 10, 4400, 40 mg x 10, 7863


ΦΛΟΥΒΑΣΤΑΤΙΝΗ (N)
Fluvastatin
Eνδείξεις: Πρωτοπαθής υπερχοληστερολαιμία (υπερλιπιδαιμία τύπου ΙΙα) σε ασθενείς με χοληστερόλη πλάσματος ?6.5 mmol/l που δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στη διαιτητική αγωγή.
Αντενδείξεις, Προσοχή στη χορήγηση, Παρενέργειες: βλ. Λοβαστατίνη.
Δοσολογία: Αρχικά 20 mg ημερησίως κάθε βράδυ, συνήθης δόση διατήρησης 20-40 mg ημερησίως, προσαρμογή δόσης ανάλογα με την ανταπόκριση κάθε 4 εβδομάδες, ανωτάτη δόση 40 mg δύο φορές την ημέρα.
Λοιπά: Βλ. Λοβαστατίνη.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 40 mg
Iδιοσκευάσματα
HOVALIN/Astra: caps 40 mg x 14, 4093
LESCOL/Novartis: caps 40 mg x 14, 4093

2.13 Προσταγλανδίνες
Από τις προσταγλανδίνες, στις καρδιακές παθήσεις χρησιμοποιείται η αλπροσταδίλη.


ΑΛΠΡΟΣΤΑΔΙΛΗ
Alprostadil
Eνδείξεις: Για προσωρινή διατήρηση ανοικτού του βοτάλειου πόρου σε νεογνά με συγγενή καρδιοπάθεια των οποίων η επιβίωση εξαρτάται από την παραμονή του πόρου. (Τέτοιες συγγενείς καρδιοπάθειες είναι: ατρησία ή στένωση των πνευμονικών αγγείων, ατρησία της τριγλώχινας, τετραλογία του Fallot, διακοπή του αορτικού τόξου, εφίπευση της αορτής, μετάθεση των μεγάλων αγγείων). Λοιπές ενδείξεις βλ. 7.8.
Ανεπιθύμητες ενέργειες: Άπνοια που είναι πιο συχνή σε νεογνά με βάρος μικρότερο των 3 kg, πυρετός, σπασμοί, εγκεφαλική αιμορραγία, υπερέκταση του αυχένα, ευερεθιστότητα, υποθερμία, λήθαργος, δυσκαμψία. Ερυθρότητα προσώπου, βραδυκαρδία, υπόταση, ταχυκαρδία, καρδιακή ανακοπή, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, οίδημα, δευτέρου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός, καταπληξία, υπερκοιλιακή ταχυκαρδία, κοιλιακή μαρμαρυγή. Βραδύπνοια, ή ταχύπνοια, ασθματική βρογχίτιδα, υπερκαπνία, καταστολή της αναπνευστικής λειτουργίας. Διάρροια, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, υπερχολερυθριναιμία. Διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, αναιμία, αιμορραγία, θρομβοπενία, ανουρία, αιματουρία. Έχουν αναφερθεί σηψαιμία, περιτονίτιδα, υποκαλιαιμία, υπερκαλιαιμία, υπογλυκαιμία.
Προσοχή στη χορήγηση: Κατά τη διάρκεια της χορήγησης χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας, της αρτηριακής πίεσης και της οξυγόνωσης του αίματος. Η διάρκεια της χορήγησης να είναι όσο το δυνατόν πιο βραχεία και η δόση η μικρότερη που μπορεί να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Να χορηγείται με προσοχή σε νεογνά που έχουν αιμορραγική διάθεση. Να μη χορηγείται σε νεογνά με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (απαραίτητη η δυνατότητα σωστής διαφορικής διαγνωστικής).
Δοσολογία: Συνεχής έγχυση σε μεγάλη φλέβα ή με καθετήρα από την ομφαλική αρτηρία κατευθείαν στον πόρο. Η έγχυση αρχίζει με ρυθμό 0.1 mg/kg/min και μπορεί να φθάσει έως 0.4 mg/kg/min. Αφού επιτευχθεί η θεραπευτική ανταπόκριση (αύξηση της pO2 σε νεογνά με μειωμένη πνευμονική κυκλοφορία ή της αρτηριακής πίεσης και του pH του αίματος σε νεογνά με μειωμένη συστηματική κυκλοφορία) μειώνεται η χορήγηση στη χαμηλότερη δόση που διατηρεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα. Συνήθως χρειάζονται 0.05-0.01 mg/kg/ min. Το διάλυμα παρασκευάζεται με αραίωση 0.5 mg αλπροσταδίλης σε ανάλογο με τη συσκευή χορήγησης όγκο φυσιολογικού ή σακχαρούχου ορού. Να χρησιμοποιείται πρόσφατο διάλυμα κάθε 24 ώρες.
Μορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.5 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
PROSTIN VR/Pharmacia & Upjohn: inj.sol 0.5 mg/1 ml-amp x 5, 94207

2.14 Περιφερικά αγγειοδιασταλτικά - "αγγειοπροστατευτικά"
Τα περιφερικά αγγειοδιασταλτικά συνιστώνται σε περιφερικές αρτηριοπάθειες με διαταραχές της αιμάτωσης, ως συμπλήρωμα της κλασικής αγωγής (αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου, της αρτηριοσκλήρωσης, φυσική άσκηση, αιμοαραίωση με μικρομοριακές δεξτράνες κλπ.). Σε λειτουργικές αρτηριοπάθειες (αγγειοσυσπαστικά σύνδρομα και ιδιαίτερα πρωτοπαθές σύνδρομο Raynaud) χορηγούνται γενικά αγγειοδιασταλτικά (κυρίως αναστολείς των αδρενεργικών υποδοχέων ή ανταγωνιστών ασβεστίου), καθώς και τοπική αγωγή από το δέρμα με νιτρώδη.
Οι φαρμακολογικοί μηχανισμοί της δράσης των αγγειοδιασταλτικών δεν είναι ίδιοι για όλα. Πέρα από την πρόκληση αγγειοδιαστολής, μπορεί να επηρεάζουν την παραμορφωτικότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων και γενικότερα την ρεοκινητική του αίματος.
Η συστηματική χορήγηση των περιφερικών αγγειοδιασταλτικών δεν είναι πάντοτε ωφέλιμη, καθώς μπορούν να προκαλέσουν το φαινόμενο της υποκλοπής (αύξηση της αιμάτωσης των υγιών ιστών σε βάρος των ισχαιμικών). Ο κίνδυνος της υποκλοπής είναι μικρότερος όταν χορηγούνται ενδοαρτηριακά αγγειοδιασταλτικά με βραχύ χρόνο ημιζωής. Γαστρεντερικές διαταραχές, έξαψη, κεφαλαλγία, πτώση της πίεσης και ταχυκαρδία είναι κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες των αγγειοδιασταλτικών.
Τα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα μπορεί να αυξήσουν την αιμάτωση των άκρων κατά την ανάπαυση, δεν έχει όμως αποδειχθεί ότι το ίδιο συμβαίνει και κατά το βάδισμα ή τη σωματική άσκηση. Ο γιατρός δεν θα πρέπει να εφησυχάζει χορηγώντας τα και να παραμελεί τις σύγχρονες επεμβατικές και αποτελεσματικές μεθόδους θεραπείας. Τα αυτά ισχύουν και προκειμένου για τα διάφορα "φλεβοτονικά" σκευάσματα που κυκλοφορούν.