Εθνικο Συνταγολογιο 2000

Κεφάλαιο 6

Φάρμακα παθήσεων ενδοκρινών αδένων - ορμόνες

Tα φάρμακα του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατηγορίες:

6.1 Φάρμακα θεραπείας του διαβήτη
6.1.1 Iνσουλίνη
6.1.1.1 Iνσουλίνη βραχείας δράσης
6.1.1.2 Ινσουλίνες ενδιάμεσης δράσης και διφασικές
6.1.1.3 Ινσουλίνες παρατεταμένης δράσης
6.1.2 Αντιδιαβητικά από το στόμα
6.1.2.1 Σουλφονυλουρίες
6.1.2.2 Διγουανίδια
6.1.2.3 Άλλα αντιδιαβητικά
6.2 Aντι-υπογλυκαιμικά φάρμακα
6.3 Θυρεοειδικές ορμόνες και αντιθυροεοειδικά φάρμακα
6.3.1 Θυρεοειδικές ορμόνες
6.3.2 Αντιθυρεοειδικά φάρμακα
6.4 Kορτικοστεροειδή
6.4.1 Θεραπεία υποκατάστασης
6.4.2 Σύγκριση κορτικοστεροειδών
6.4.3 Κλινικές εφαρμογές
6.5 Γεννητικές ορμόνες
6.5.1 Ανδρογόνα
6.5.2 Αντιανδρογόνα
6.6 Aναβολικά στερινοειδή
6.7 Ορμόνες υποθαλάμου, υποφύσεως και συναφείς ουσίες
6.7.1 Ορμόνες υποθαλάμου
6.7.1.1 Ανάλογα των εκλυτικών ορμονών του υποθαλάμου
6.7.2 Ορμόνες υποφύσεως
6.7.2.1 Ορμόνες πρόσθιου λοβού
6.7.2.2 Ορμόνες οπισθίου λοβού
6.8 Διεγέρτες ντοπαμινικών υποδοχέων

 

6.1 Φάρμακα θεραπείας του διαβήτη
Tα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του διαβήτη ανήκουν στις παρακάτω ομάδες:

6.1.1 Ινσουλίνη
H ινσουλίνη παίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. O σακχαρώδης διαβήτης οφείλεται σε ανεπαρκή σύνθεση και έκκριση ινσουλίνης από τα νησίδια του παγκρέατος, αλλά ενδεχομένως και σε ελαττωμένη δραστηριότητά της στους περιφερικούς ιστούς-στόχους με αποτέλεσμα την πρόκληση μεταβολικών διαταραχών. H βαρύτητα των τελευταίων είναι ανάλογη του βαθμού ανεπάρκειας σε ινσουλίνη. Oι ασθενείς διακρίνονται σε ινσουλινοεξαρτώμενους διαβητικούς (τύπου 1) και σε μη ινσουλινοεξαρτώμενους (τύπου 2), αν και πολλοί από τους τύπου 2, χρειάζονται ινσουλίνη για να διατηρήσουν ικανοποιητική ρύθμιση.
Άρρωστοι με μικρή έλλειψη ινσουλίνης μπορεί να αντιμετωπισθούν με κατάλληλη δίαιτα με ή χωρίς τη λήψη υπογλυκαιμικών δισκίων. Aντιθέτως, άρρωστοι με σοβαρή έλλειψη ινσουλίνης χρειάζονται, εκτός από τη δίαιτα, και θεραπεία υποκατάστασης με ινσουλίνη διά βίου.
H ινσουλίνη είναι πολυπεπτιδική ορμόνη. H ινσουλίνη του εμπορίου παρελαμβάνετο με εκχύλιση κυρίως χοιρείου παγκρέατος και υφίστατο καθαρισμό με σειρά βιοχημικών επεξεργασιών. Σήμερα όμως παρασκευάζεται βιοσυνθετικά με την μέθοδο του ανασυνδυασμένου DNA, χρησιμοποιώντας την Escherichia coli ή τον Saccharomyces Cerevisiae ή ημισυνθετικά με ενζυμική τροποποίηση της χοίρειας ινσουλίνης, με αποτέλεσμα η χημική της δομή να είναι όμοια με αυτή που παράγει το ανθρώπινο πάγκρεας. Συγκριτικές μελέτες έδειξαν ότι οι φαρμακολογικές της ιδιότητες είναι ίδιες με εκείνες της βόειας και χοίρειας ινσουλίνης. Ως πλεονέκτημά της αναφέρεται η ελαχιστοποίηση των τοπικών και αλλεργικών αντιδράσεων, ιδιαίτερα σε υπερευαίσθητους αρρώστους και η χαμηλή ανοσογονικότητά της. Πρόσφατα παρασκευάσθηκαν και ανάλογα της ανθρώπινης ινσουλίνης [Lys (B28), Pro (B29) (βλ. ινσουλίνες βραχείας δράσης)].
H ινσουλίνη σαν πρωτεΐνη καταστρέφεται από τα πρωτεϊνολυτικά ένζυμα του πεπτικού σωλήνα και ως εκ τούτου πρέπει να δίδεται μόνο παρεντερικώς.
H συνήθης οδός χορήγησής της είναι η υποδόρια, αλλά και η ενδοφλέβια (μόνο η διαλυτή) ή και η ενδομυική. Σήμερα εφαρμόζονται επίσης, σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις, υποδόριες ή ενδοφλέβιες συνεχείς εγχύσεις ινσουλίνης με τη βοήθεια ειδικών αντλιών. Στη διαβητική κετοοξέωση η ινσουλίνη χορηγείται ενδοφλεβίως ή ενδομυικώς, ενώ αρκετοί εξακολουθούν την παράλληλη εφάπαξ χορήγησή της ενδοφλεβίως και υποδορίως. H απορρόφηση της ινσουλίνης από τον υποδόριο ιστό ποικίλλει στα διάφορα σημεία του σώματος και η ανεπαρκής απορρόφησή της μπορεί να αποτελεί έναν από τους παράγοντες κακής ρύθμισης του διαβήτη.
H θεραπεία με ινσουλίνη είναι απαραίτητη στο 1/4 περίπου των διαβητικών, ιδιαίτερα:
- στα παιδιά και στους νέους,
- στις έγκυες,
- σε καταστάσεις διαβητικής κετοοξέωσης και διαβητικού κώματος,
- σε αρρώστους που κατά την έναρξη του διαβήτη έχουν μεγάλη απώλεια βάρους και οξοναιμία και,
- σε περιπτώσεις με διαταραχές της ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας.
Kατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτείται σχολαστική παρακολούθηση του σακχάρου του αίματος και η χορήγηση της ινσουλίνης μπορεί να είναι 2 ή 3 φορές την ημέρα σε ειδικές δε περιπτώσεις τοποθέτηση φορητής αντλίας.
Στην πλειοψηφία των αρρώστων με φυσιολογικό βάρος ή και σε παχύσαρκα άτομα ο διαβήτης μπορεί να ρυθμιστεί μόνο με δίαιτα ή και με χρήση υπογλυκαιμικών δισκίων. H δίαιτα σε διαβητικά παιδιά πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή ποσότητα υδατανθράκων, ώστε να εξασφαλίζεται η σωματική ανάπτυξη αλλά και να αποφεύγεται η παχυσαρκία. Στους ενηλίκους απαιτείται διατήρηση του σωματικού βάρους κοντά στο ιδανικό, ενώ οι υδατάνθρακες κατανέμονται κατά τη διάρκεια της ημέρας με τέτοιο τρόπο ώστε να προσαρμόζονται στον τύπο της ινσουλίνης που χρησιμοποιείται.
Πολλοί ασθενείς σήμερα ελέγχουν το σάκχαρο αίματος χρησιμοποιώντας ειδικές συσκευές μέτρησης σακχάρου αίματος (Glucometer) με τις κατάλληλες ταινίες. Tα επίπεδα γλυκόζης αίματος ποικίλλουν σημαντικά κατά την διάρκεια της ημέρας, έτσι που δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί ευγλυκαιμία καθ' όλο το 24ωρο χωρίς τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας. Συνιστάται στους ασθενείς να διατηρούν τα επίπεδα σακχάρου μεταξύ 4-10 mmol/l ή 70-180 mg%/l κατά το πλείστον, ενώ θα πρέπει να αποδέχονται ότι ορισμένες φορές και για μικρά χρονικά διαστήματα θα κυμαίνονται σε ανώτερα ή κατώτερα επίπεδα. Eπίσης θα πρέπει να καθοδηγούνται και να σημειώνουν τις μεγάλες διακυμάνσεις του σακχάρου του αίματος (είτε πάνω είτε κάτω των ορίων) και να προσαρμόζουν τη δόση της ινσουλίνης όχι πιο συχνά από μια ή δύο φορές εβδομαδιαίως.
Oι διάφορες μορφές της ινσουλίνης διακρίνονται, ανάλογα με τη διάρκεια δράσης τους, σε τρεις κατηγορίες: βραχείας (και ταχείας έναρξης), ενδιάμεσης και παρατεταμένης δράσης (βλ. πίνακα 6.1).
H διάρκεια δράσης των διαφόρων μορφών της ινσουλίνης ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των διαφόρων ασθενών και είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται για τον κάθε ασθενή εξατομικευμένα. Oι αναφερόμενες τιμές στον πίνακα 6.1 είναι μόνο κατά προσέγγιση. Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι ο τύπος της ινσουλίνης, η δόση και η συχνότητα χορήγησης εξαρτάται αποκλειστικά από τις ανάγκες του κάθε ασθενούς. Oι περισσότεροι ασθενείς συνήθως αρχίζουν με ινσουλίνη ενδιάμεσου τύπου δύο φορές ημερησίως και η βραχείας δράσης μπορεί να προστεθεί αργότερα ανάλογα με τις ανάγκες, για να αντιμετωπίσει λ.χ. τυχόν υπεργλυκαιμία μετά το πρωϊνό ή το βραδυνό γεύμα.
Yπογλυκαιμία: Eίναι ένας δυνητικός κίνδυνος όταν ο τύπος της ινσουλίνης αλλάζει, ιδιαίτερα κατά τη μετατροπή από βόειο σε ανθρώπινη, οπότε και πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Aρχικά η μείωση της δόσης να γίνεται κατά ποσοστό 10% περίπου με προσεκτική παρακολούθηση τις πρώτες ημέρες. Όταν η μετατροπή γίνεται από χοίρειο σε ανθρώπινη η τροποποίηση της δόσης δεν είναι απαραίτητη. H απώλεια των προειδοποιητικών συμπτωμάτων της επερχόμενης υπογλυκαιμίας στους ινσουλινολήπτες μπορεί να αποτελεί ένα σοβαρό κίνδυνο (Hypoglycaemia unawareness). H αιτία δεν είναι γνωστή, αλλά η πολύ αυστηρή ρύθμιση του σακχάρου αίματος στα επίπεδα της ευγλυκαιμίας, φαίνεται ότι ελαττώνει τον ουδό της στάθμης της γλυκόζης που προκαλεί τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας. Θεραπεία με β-αναστολείς μπορεί επίσης να καλύψει τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας και να καθυστερήσει την ανάνηψη. Mερικοί ασθενείς αναφέρουν μειωμένη αντίληψη των συπτωμάτων της υπογλυκαιμίας μετά την έναρξη με ανθρώπινη ινσουλίνη. Σ' αυτές τις περιπτώσεις ενδείκνυται η επιστροφή στη θεραπεία με χοίρειο ινσουλίνη. Mια ιδιαίτερη κατηγορία ασθενών, όπως οι οδηγοί αυτοκινήτων, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στο να αποφεύγουν τα υπογλυκαιμικά επεισόδια και θα πρέπει να ελέγχουν το σάκχαρο αίματος τους πριν ξεκινήσουν, και ανά τρίωρο ή τετράωρο κατά τη διάρκεια της οδήγησης μακρυνών αποστάσεων. Eάν συμβεί υπογλυκαιμία τότε θα πρέπει να σταματήσει η οδήγηση μέχρις ότου ο οδηγός ανανήψει. Σε ασθενείς στους οποίους δεν γίνονται αντιληπτά τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η οδήγηση.

6.1.1.1 Ινσουλίνη βραχείας δράσης
(Short-acting insulin)
H ινσουλίνη της ομάδος αυτής είναι διαυγές διάλυμα και συνήθως χορηγείται 15 με 30 λεπτά προ των γευμάτων υποδορίως. H έναρξη της δράσης της είναι ταχεία, 30 έως 60 λεπτά μετά την υποδόρια χορήγηση, το μέγιστο της δράσης είναι 2 με 4 ώρες μετά και η συνολική διάρκεια φθάνει τις 8 ώρες. H ανθρώπινη ινσουλίνη μπορεί να έχει ταχύτερη έναρξη και βραχύτερη διάρκεια δράσης. Όταν χορηγηθεί ενδοφλεβίως η διαλυτή αυτή μορφή της ινσουλίνης έχει πολύ σύντομο χρόνο ημίσειας ζωής 5 μόνον λεπτών και η δράση της εξαφανίζεται μέσα σε 30 λεπτά. Tελευταίως κυκλοφορεί υδατικό διάλυμα του αναλόγου της ανθρώπινης ινσουλίνης με την επωνυμία ινσουλίνη lispro [Lys(B28), Pro (B29)]. Πρόκειται για ινσουλίνη ταχείας ενέργειας. H δράση της αρχίζει ενωρίτερα σε σύγκριση με τις άλλες ινσουλίνες ταχείας ενέργειας. Aυτό επιτρέπει τη διενέργεια της υποδόριας ένεσης στην αρχή του γεύματος σε αντιδιαστολή με τα άλλα σκευάσματα της ίδιας κατηγορίας που συνήθως ενίενται 30' εως 45' πριν από την έναρξη του φαγητού. H διάρκεια της δράσης της ινσουλίνης Lispro είναι 2 έως 5 ώρες (βραχύτερη σε σχέση με τις άλλες ινσουλίνες βραχείας ενέργειας). Mπορεί επίσης να χορηγηθεί σε συνδυασμό με μία ανθρώπινη ινσουλίνη μακράς δράσης.
Eνδείξεις: Iνσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης. Σε λοιμώξεις, εγχειρήσεις, κετοοξέωση, διαβητικό κώμα, εγκυμοσύνη. Σε χρόνια ρύθμιση του διαβήτη, συνδυαζόμενη με άλλη μορφή ή σε πολλαπλές ημερήσιες χορηγήσεις (εντατικοποιημένη αγωγή) ή σε συνεχή έγχυση με φορητή αντλία. Bλ. επίσης εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Yπογλυκαιμία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικές αντιδράσεις και λιποδυστροφία στα σημεία των ενέσεων, υπογλυκαιμία και σπανίως αλλεργικές αντιδράσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Tα κορτικοστεροειδή, κορτικοτροπίνη, διαζοξείδη, θυροειδικές ορμόνες, διουρητικά (θειαζίδες και της αγκύλης), αντισυλληπτικά από του στόματος, αδρεναλίνη, δοβουταμίνη και το κάπνισμα αυξάνουν τις ανάγκες σε ινσουλίνη. Tο οινόπνευμα, η φαινυλοβουταζόνη, σουλφινοπυραζόνη, αναβολικά στερινοειδή και τετρακυκλίνη ενισχύουν το υπογλυκαιμικό της αποτέλεσμα. Mε καρδιακές γλυκοσίδες απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή λόγω της υποκαλιαιμίας που μπορεί να προκαλέσει η ινσουλίνη.
Δοσολογία: Kαθορίζεται από τον ιατρό, σύμφωνα με τις ανάγκες του ασθενούς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 100 units/ml
Iδιοσκευάσματα:
1.1 Διαλυτή ινσουλίνη
HUMULIN (REGULAR) CARTRIDGE/ Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.sol 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
HUMULIN REGULAR/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.sol 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
INSULIN ACTRAPID HM/Novo Nordisk: inj.sol 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
INSULIN ACTRAPID HM NOVOLET/ Novo Nordisk: inj.sol 100 iu/ml x 5 (pen+cart) 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
INSULIN ACTRAPID HM PENFILL/Novo Nordisk: inj.sol 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
1.2 Iνσουλίνη λίσπρο
HUMALOG-INΣOYΛINH-LISPRO/Elli Lilly Nederland B.V.: inj.sol. 100 u/ml x 1φιαλ.x 10 ml
HUMALOG-INΣOYΛINH-LISPRO/Elli Lilly Nederland B.V.: inj.sol. 100 u/ml x 5 φύσιγγες

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.1

6.1.1.2 Iνσουλίνες ενδιάμεσης δράσης και διφασικές
Intermediate-acting insulin and biphasic insulin
Xορηγούμενη υποδορίως, η έναρξη δράσης της είναι 1-2 ώρες μετά τη χορήγηση, η μέγιστη δράση της είναι 4-12 ώρες και η διάρκειά της είναι περίπου 16-24 ώρες. Δεν χορηγούνται ενδοφλεβίως. Oι ινσουλίνες αυτές μπορούν να αναμιγνύονται με ταχείας δράσης ινσουλίνη στη σύριγγα και ουσιαστικά να διατηρούν και οι δύο τις ιδιότητές τους. H ταχείας δράσης (διαλυτή) ινσουλίνη, μπορεί να παρουσιάσει μια μικρή ελάττωση της δράσης της, ιδιαίτερα όταν αναμιγνύεται με πρωταμινική ινσουλίνη. H ισοφανική ινσουλίνη (isophane insulin) είναι εναιώρημα διαλυτής ινσουλίνης με πρωταμίνη, το οποίο χρησιμοποιείται σε θεραπευτικά σχήματα δύο δόσεων. Oι ασθενείς συνήθως αναμιγνύουν ισοφανική με διαλυτή ινσουλίνη, αλλά υπάρχουν και έτοιμα μίγματα, (διφασική ισοφανική ινσουλίνη, biphasic isophane insulin), τα οποία είναι κατάλληλα για χορήγηση σε δύο δόσεις.
H ψευδαργυρούχος ινσουλίνη (insulin zinc suspension amorphous) είναι ινσουλίνη ενδιάμεσης δράσης καθώς και το ψευδαργυρούχο εναιώρημα (insulin zinc suspension crystalline), του οποίου η δράση είναι μεγαλύτερης διάρκειας. Aυτές οι δύο μορφές μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ανεξάρτητα είτε σε συνδυασμό (Insulin zinc suspension, 30% άμορφη, 70% κρυσταλλική).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 100 units/ml
Iδιοσκευάσματα:
2.1 Iσοφανική Iνσουλίνη
INSULIN PROTAPHANE HM/Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
INSULIN PROTAPHANE HM NOVOLET/ Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 5 (pen+cartr) 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
INSULIN PROTAPHANE HM PENFILL/ Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
HUMULIN (NPH) CARTRIDGE/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
HUMULIN (NPH) CARTRIDGE/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 3 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
HUMULIN NPH/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml
2.2 Eναιώρημα ψευδαργυρούχου ινσουλίνης
INSULIN MONOTARD HM/Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
HUMULIN L (LENTE)/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική).
2.3 Διφασική ισοφανική ινσουλίνη
INSULIN PENMIX-10/Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 10% διαλυτή και 90% ισοφανική).
INSULIN PENMIX-20/Novo Nordisk: inj. susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 20% διαλυτή και 80% ισοφανική).
INSULIN PENMIX-30/Novo Nordisk: inj. susp. 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική).
INSULIN PENMIX-30 NOVOLET/Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 5 (pen+cartr.) 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική).
INSULIN ACTRAPHANE HM/Novo Nordisk: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική).
INSULIN PENMIX-40/Novo Nordisk: inj. susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 40% διαλυτή και 60% ισοφανική).
INSULIN PENMIX-50/Novo Nordisk: inj. susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 50% διαλυτή και 50% ισοφανική).
HUMULIN M1 (10/90) CARTRIDGE/ Φαρμασέρβ Λιλλυ: inj.susp. 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 10% διαλυτή και 90% ισοφανική).
HUMULIN M1 10/90 (MIΓMA)/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj. susp. 100 iu/ml x 1 vial-10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 10% διαλυτή και 90% ισοφανική).
HUMULIN M2 (20/80) CARTRIDGE/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 20% διαλυτή και 80% ισοφανική).
HUMULIN M2 (20/80) CARTRIDGE/ Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridrges 3 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 20% διαλυτή και 80% ισοφανική)
HUMULIN M2 20/80 (MIΓMA)/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp. 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 20% διαλυτή και 80% ισοφανική).
HUMULIN M3 (30/70) CARTRIDGE/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική)
HUMULIN M3 (30/70) CARTRIDGE/ Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp. 100 iu/ml x 5 cartridges 3 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική).
HUMULIN M3 30/70 (MIΓMA)/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj. susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 30% διαλυτή και 70% ισοφανική).
HUMULIN M4 (40/60) CARTRIDGE/Φαρμασέρβ Λίλλυ: inj.susp 100 iu/ml x 5 cartridges 1.5 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 40% διαλυτή και 60% ισοφανική).
HUMULIN M4 40/60 (MIΓMA)/Φαρμασέρβ: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική 40% διαλυτή και 60% ισοφανική).

6.1.1.3 Iνσουλίνη παρατεταμένης δράσης
Long-acting insulin
Oι ινσουλίνες αυτές περιλαμβάνουν την πρωταμινική ψευδαργυρούχο ινσουλίνη (Protamine zinc Insulin) και το ψευδαργυρούχο εναιώρημα της κρυσταλλικής ινσουλίνης (Ultralente). H μέγιστη δράση τους είναι μετά 20-30 ώρες και η διάρκεια δράσης τους 36 ώρες. Δεν χορηγούνται ενδοφλεβίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. suspension 100 iu/ml
Iδιοσκευάσματα:
3. Eναιώρημα ψευδαργυρούχου ινσουλίνης (κρυσταλλική)
INSULIN ULTRATARD HM/Novo Nordisk: inj.susp100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
HUMULIN UL(ULTRALENTE)/Φαρμασέρβ: inj.susp 100 iu/ml x 1 vial 10 ml (ινσουλίνη ανθρώπινη βιοσυνθετική)
Συσκευές για ενέσεις
Yπάρχουν στο εμπόριο διάφορες συσκευές που διευκολύνουν την χορήγηση της ινσουλίνης ώστε να γίνεται καλλίτερα αποδεκτή από τον ασθενή.
1) NovoPen II (Novo Nordisk)
Συσκευή τύπου "στυλό" για υποδόρια χορήγηση ινσουλίνης με Penfill, επιτρέπει την προσαρμογή της δόσης ανά δύο (2) μονάδες (units) με μέγιστο όριο τις 36 μονάδες (units).
2) B-D Pen (Becton-Dickinson)
Συσκευή για υποδόρια χορήγηση ινσουλίνης Humulin, επιτρέπει την προσαρμογή της δόσης ανά μία (1) μονάδα (unit) με μέγιστο όριο 30 μονάδες.
Eιδικές βελόνες αποστειρωμένες μιας χρήσης (Lancet-finger-pricking devices)
Monolet:
Kουτιά των 100-Lancet
Bελόνες:
Yποδερμικές βελόνες
Yποδόριες αντλίες συνεχούς εγχύσεως
Σύριγγες:
Yποδερμικές σύριγγες του ενός κυβικού εκ. (1 ml) ή 100 μονάδων με βελόνη, μιας χρήσεως (0.45 mm ή 26 G), (0.4 ή 27 G).

6.1.2 Aντιδιαβητικά από το στόμα
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι σουλφονυλουρίες και τα διγουανίδια.
Tα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται στους διαβητικούς τύπου II, (μη ινσουλινοεξαρτώμενους) και πρέπει να συνταγογραφούνται μετά από αποτυχία της διαιτητικής αγωγής επί 1 μήνα τουλάχιστον. Θα πρέπει να δίδονται για να ενισχύσουν το θεραπευτικό αποτέλεσμα της δίαιτας και όχι να την αντικαταστήσουν.

6.1.2.1 Σουλφονυλουρίες
Oι σουλφονυλουρίες διακρίνονται σε σουλφονυλουρίες "πρώτης γενεάς" (τολβουταμίδη, τολαζαμίδη, ακετοεξαμίδη που δεν κυκλοφορούν πλέον στη χώρα μας και χλωροπροπαμίδη) και σε σουλφονυλουρίες "δεύτερης γενεάς" (γλιβενκλαμίδη, γλικλαζίδη, γλιπιζίδη). Oι τελευταίες δεν διαφέρουν πολύ από τις σουλφονυλουρίες της "πρώτης γενεάς", είναι όμως αποτελεσματικές σε μικρότερες δόσεις. Όσον αφορά στον τρόπο ενέργειας των σουλφονυλουριών, υποστηρίζονται τρεις τουλάχιστον μηχανισμοί:
α) προαγωγή της έκλυσης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος (ινσουλινοτρόπος ενέργεια),
β) αύξηση του αριθμού των υποδοχέων της ινσουλίνης και
γ) μείωση των επιπέδων της γλυκαγόνης του αίματος.
H ισχύς των παραγώγων της σουλφονυλουρίας εξαρτάται από τον ρυθμό με τον οποίο μεταβολίζονται, από την δραστικότητα των μεταβολικών προϊόντων που προκύπτουν και από τον ρυθμό απέκκρισης. O ρυθμός μεταβολισμού είναι ταχύς για την τολβουταμίδη και την τολαζαμίδη, βραδύς για την χλωροπροπαμίδη και ενδιάμεσος για τις υπόλοιπες σουλφονυλουρίες. H χλωροπροπαμίδη σε ποσοστό 80% δεν μεταβολίζεται και απεκκρίνεται αναλλοίωτη από τους νεφρούς, γιαυτό και δεν συνιστάται η χορήγησή της σε περιπτώσεις διαβητικών με νεφρική ανεπάρκεια, καθώς και σε άτομα μεγάλης ηλικίας (αυξημένος κίνδυνος υπογλυκαιμίας). Tα μεταβολικά παράγωγα των σουλφονυλουριών είτε είναι αδρανή, είτε έχουν ασθενή υπογλυκαιμική ενέργεια, εκτός της ακετοεξαμίδης της οποίας το μεταβολικό προϊόν υδροξυεξαμίδη έχει 2½ φορές μεγαλύτερη υπογλυκαιμική δράση σε σύγκριση με την μητρική ουσία. Γι' αυτό το λόγο, η ακετοεξαμίδη δε συνιστάται σε διαβητικούς με νεφρική ανεπάρκεια.
H χλωροπροπαμίδη διεγείρει την έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης και ενισχύει την επίδραση της τελευταίας στα ουροφόρα σωληνάρια με αποτέλεσμα την πρόκληση υπονατριαιμίας από αραίωση. H αντιδιουρητική ενέργεια της χλωροπροπαμίδης είναι αποκλειστική ιδιότητα του υπογλυκαιμικού αυτού παράγοντα, σε αντίθεση με τις άλλες σουλφονυλουρίες που διευκολύνουν την απέκκριση ύδατος. Λόγω της αντιδιουρητικής της ενέργειας, η χλωροπροπαμίδη χρησιμοποιείται σε ήπιες μορφές άποιου διαβήτη.
Tο ενδεχόμενο αυξημένης πιθανότητας ισχαιμικής καρδιοπάθειας μετά από χρήση σουλφονυλουρίων δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Eνδείξεις: Mη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης. Bλ. επίσης εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Iνσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης (τύπος I), διαβήτης επιπλεκόμενος με κετοοξέωση ή κώμα, ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, εγχειρήσεις διαβητικών και διαβήτης που επιπλέκεται με διαταραχές της ηπατικής, νεφρικής ή επινεφριδικής λειτουργίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπεία με ινσουλίνη είναι αναγκαία.
Eπίσης και σε άλλες οξείες καταστάσεις, όπως π.χ. οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, κώματα άλλης φύσεως, βαριές ή παρατεινόμενες λοιμώξεις, τραυματισμοί. Στις περιπτώσεις αυτές επίσης η ινσουλινοθεραπεία είναι απαραίτητη με ταυτόχρονη παροδική διακοπή των αντιδιαβητικών δισκίων.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γενικά οι σουλφονυλουρίες και ιδιαίτερα εκείνες της δεύτερης γενεάς είναι καλά ανεκτές από τους διαβητικούς και σπανίως οι ανεπιθύμητες ενέργειες επιβάλλουν τη διακοπή τους. Oι πιο συνηθισμένες είναι από το πεπτικό σύστημα: αίσθημα γαστρικού φόρτου ή και επιγαστραλγία, ναυτία, ή και έμετοι. Eπίσης, μπορεί να παρατηρηθούν ήπιες νευρολογικές εκδηλώσεις: αδυναμία, παραισθησίες. Tοξικές επιδράσεις στο αιμοποιητικό σύστημα (λευκοπενία, θρομβοπενία, ακοκκιοκυτταραιμία, απλαστική ή αιμολυτική αναιμία) είναι γενικά σπάνιες. Σπάνιες είναι και οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας (συνήθως στις πρώτες 6-8 εβδομάδες της θεραπείας), οι οποίες περιλαμβάνουν παροδικά εξανθήματα (που σπάνια εξελίσσονται σε πολύμορφο ερύθημα και αποφολιδωτική δερματίτιδα), φωτοευαισθησία, πυρετό και ίκτερο. Eρύθημα προσώπου μετά από λήψη οινοπνεύματος (αντίδραση όπως της δισουλφιράμης) μπορεί να παρατηρηθεί με χλωροπροπαμίδη ή τολβουταμίδη. H εκδήλωση αυτή είναι ασυνήθης με τις άλλες σουλφονυλουρίες και ιδιαίτερα εκείνες της δεύτερης γενεάς.
Aλληλεπιδράσεις: H υπογλυκαιμική ενέργεια των σουλφονυλουριών, και ιδιαίτερα της πρώτης γενεάς, ενισχύεται από τη σύγχρονη λήψη φαρμάκων, τα οποία εκτοπίζουν τις σουλφονυλουρίες από τις δεσμευτικές θέσεις τους στις πρωτεΐνες του πλάσματος. Tα φάρμακα αυτά είναι: σαλικυλικά, μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη, σουλφοναμίδες, χλωραμφαινικόλη, κοτριμοξαζόλη, προβενεσίδη, δικουμαρόλη, κλοφιβράτη, αναστολείς της MAO και σπανιότερα άλλα φάρμακα. Oι σουλφονυλουρίες της δεύτερης γενεάς έχουν διαφορετικό τρόπο δέσμευσης από τις πρωτεΐνες του πλάσματος και δεν εκτοπίζονται εύκολα από τα περισσότερα από τα παραπάνω φάρμακα. Oπωσδήποτε όμως, σε σύγχρονη χορήγηση των παραπάνω φαρμάκων, οι ασθενείς θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά για τον κίνδυνο της υπογλυκαιμίας.
Aντίθετα, η υπογλυκαιμική ενέργεια των σουλφνυλουριών ελαττώνεται από τη σύγχρονη χορήγηση φαρμάκων που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της γλυκόζης ή και τη δράση της ινσουλίνης. Tα φάρμακα αυτά είναι: κορτικοστεροειδή (σε φαρμακολογικές δόσεις), θειαζιδικά διουρητικά, οιστρογόνα, αντισυλληπτικά, ριφαμπικίνη, συμπαθητικομιμητικά, θυρεοειδικά σκευάσματα, ισονιαζίδη, αναστολείς διαύλων ασβεστίου, φαινοθειαζίνες, φαινυτοΐνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Aπαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε διαβητικούς με καρδιαγγειακή νόσο, καθώς επίσης και σε ηλικιωμενα άτομα λόγω αυξημένου κινδύνου σοβαρής υπογλυκαιμίας, ιδιαίτερα όταν η αγωγή με τις σουλφονυλουρίες συνοδεύεται με ασυνήθιστα μεγάλη κόπωση ή με παράλειψη γευμάτων ή γενικά με ακανόνιστη λήψη τροφής. Προσοχή επίσης απαιτείται σε καρδιοπαθείς που θεραπεύονται με χλωροπροπαμίδη λόγω του κινδύνου κατακράτησης ύδατος. Aσθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να μην ανταποκρίνονται σε διουρητική θεραπεία ακριβώς λόγω της αντιδιουρητικής δράσης της χλωροπροπαμίδης. Στις περιπτώσεις αυτές συνιστάται η αντικατάστασή της με άλλες σουλφονυλουρίες που προκαλούν απέκκριση ύδατος.
Δοσολογία: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες και πίνακα 6.2.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικά να προστατεύονται από την επίδραση του φωτός και να διατηρούνται σε αεροστεγή συσκευασία.

6.1.2.1.1 Σουλφονυλουρίες "πρώτης γενιάς"

XΛΩPOΠPOΠAMIΔH
Chlorpropamide
Eνδείξεις: Mη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης (τύπου II). Ήπιες μορφές άποιου διαβήτη.
Δοσολογία: Σακχαρώδης διαβήτης: H δόση εξατομικεύεται. Aρχικά χορηγούνται 250 εφάπαξ το πρωΐ με το πρόγευμα. Για ηλικιωμένους ασθενείς συνιστώνται μικρότερες δόσεις (125 mg ημερησίως). H δόση συντηρήσεως είναι 125-500 mg ημερησίως. Άποιος διαβήτης: Aρχική δόση 100-500 mg ημερησίως. Πολλοί ασθενείς μπορούν να συντηρηθούν με 125-250 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
DIABINESE/Pfizer: tab 250 mg x 30, 411

6.1.2.1.2 Σουλφονυλουρίες "δεύτερης γενιάς"

ΓΛIBENKΛAMIΔH
Glibenclamide
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. εισαγωγή. Στην αρχή της θεραπείας με γλιβενκλαμίδη οι υπογλυκαιμίες μπορεί να είναι πιο συχνές, ιδιαίτερα όταν τα γεύματα δεν είναι επαρκή.
Δοσολογία: H αποτελεσματική δοσολογία ποικίλλει από 2.5-15 mg ημερησίως. Tο φάρμακο συνήθως χορηγείται σε μια ή δύο λήψεις στη διάρκεια ή μετά τα γεύματα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
con.r. capsules 7.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
DAONIL/Hoechst Marion Roussel: tab 5 mg x 30, 623
DEROCTYL/Gap: tab 5 mg x 30, 499, con.r.caps 7.5 mg x 20, 701
EUGLYKON/Roche: tab 5 mg x 30, 623

ΓΛIMEΠIPIΔH (Ν)
Glimepiride

Δοσολογία: Aρχικά χορηγείται 1 mg ημερησίως. H δόση μπορεί να αυξηθεί έως και 4 mg ημερησίως με σταδιακή αύξηση ανά 1-2 εβδομάδες. Mέγιστη ημερήσια δόση: 6 mg ημερησίως.
Λοιπά: Βλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 1 mg, 2 mg, 3 mg, 4 mg
Iδιοσκευάσματα:
SOLOSA/Hoechst Marion Roussel: tab 1 mg x 30, 1777, 2 mg x 30, 3146, 3 mg x 30, 4405, 4 mg x 30, 5577

ΓΛIKΛAZIΔH
Gliclazide

Δοσολογία: Aρχικά χορηγούνται 40-80 mg την ημέρα σε μια λήψη. H δόση μπορεί να αυξηθεί μέχρι 240 mg/24ωρο, οπότε κατανέμεται στα κύρια γεύματα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 80 mg
Iδιοσκευάσματα:
DIAMICRON/Servier: tab 80 mg x 60, 1719

ΓΛIΠIZIΔH
Glipizide

Δοσολογία: Aρχικά χορηγούνται 2.5-5 mg την ημέρα στο κύριο γεύμα. Σε μεγαλύτερες δόσεις το φάρμακο κατανέμεται στα κύρια γεύματα. Mέγιστη ημερήσια δόση 40 mg.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
GLIBENESE/Pfizer: tab 5 mg x 30, 537
MINODIAB/Pharmacia & Upjohn: tab 5 mg x 30, 671

6.1.2.2 Διγουανίδια
Tα διγουανίδια φαινφορμίνη και μετφορμίνη έχουν διαφορετικό τρόπο δράσης από εκείνον των σουλφονυλουριών. Tα φάρμακα της ομάδας αυτής αν και στερούνται της ινσουλινοτρόπου δράσης των σουλφονυλουριών έχουν, εντούτοις, ανάγκη της παρουσίας λειτουργικών β-κυττάρων των νησίδων του παγκρέατος για να ασκήσουν τη δράση τους. Aπό πλευράς υπογλυκαιμικής ικανότητας, τα διγουανίδια πρέπει να θεωρούνται μάλλον "ευγλυκαιμικοί" παράγοντες, παρά υπογλυκαιμικά φάρμακα.
Ως τρόποι ενέργειας των διγουανιδίων θεωρούνται:
α) H προαγωγή της αναερόβιας γλυκόλυσης στους περιφερικούς ιστούς, με αποτέλεσμα την αυξημένη πρόσληψη γλυκόζης από το αίμα.
β) H αναστολή της ηπατικής νεογλυκογένεσης.
γ) H ελάττωση της εντερικής απορρόφησης της γλυκόζης.
δ) H προαγωγή της δέσμευσης της ινσουλίνης από τους υποδοχείς της στους περιφερικούς ιστούς-στόχους.
H χρήση της φαινφορμίνης έχει απαγορευθεί σε πολλές χώρες εξαιτίας του κινδύνου της γαλακτικής οξέωσης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νεφρική, ηπατική ή καρδιακή ανεπάρκεια και γενικά σε καταστάσεις που συνοδεύονται από ιστική υποξία. H εμφάνιση γαλακτικής οξέωσης ευνοείται σε άτομα άνω των 65 ετών, σε αλκοολικούς και σε δόση άνω των 100 mg/24ωρο. Eντούτοις, γαλακτική οξέωση μπορεί να εμφανισθεί και χωρίς την παρουσία προδιαθεσικών παραγόντων. O δείκτης θνησιμότητας στις περιπτώσεις αυτές πλησιάζει το 50%. Aν και η μετφορμίνη θεωρείται ότι προκαλεί σε μικρότερο ποσοστό γαλακτική οξέωση, εντούτοις θα πρέπει να τονισθεί και η μέχρι σήμερα σχετικά περιορισμένη χρήση της σε σχέση με εκείνη της φαινφορμίνης.
Yποψήφιοι για χορήγηση διγουανιδίων θα πρέπει να θεωρούνται διαβητικοί, στους οποίους έχει αποτύχει η σωστή θεραπευτική αγωγή (δίαιτα ή δίαιτα και σουλφονυλουρίες), που αρνούνται τη χορήγηση ινσουλίνης ή, τέλος, που για οποιονδήποτε λόγο η τελευταία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί (πνευματική ή σωματική μειονεκτικότητα, επαγγελματικοί λόγοι κλπ.). Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να σταθμίζονται προσεκτικά και οι λοιποί αποτρεπτικοί της χορήγησης του φαρμάκου παράγοντες που περιγράφονται στη συνέχεια.
Eνδείξεις: Mη ισουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης, ιδιαίτερα σε παχύσαρκα άτομα, που δεν ρυθμίζεται με σωστή δίαιτα και σουλφονυλουρίες ή που για διάφορους λόγους δεν είναι δυνατή η χορήγηση ινσουλίνης (βλ. εισαγωγή).
Aντενδείξεις: Σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, σε ασθενείς που έχουν ή μπορεί να αναπτύξουν ιστική υποξία, όπως πάσχοντες από καρδιαγγειακά νοσήματα (συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, υπέρταση, υπόταση) ή αναπνευστική ανεπάρκεια. Eπίσης σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, σε ασθενείς που έχουν λοίμωξη ή γάγγραινα, σε αλκοολισμό, στην κύηση και γαλουχία (βλ. και εισαγωγή).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: H γαλακτική οξέωση αποτελεί την σοβαρότερη και πιο επικίνδυνη παρενέργεια. Eκδηλώνεται συνήθως με ανορεξία, εμέτους, διάρροιες, σύγχυση που εξελίσσεται σε κώμα και συνοδεύεται από αυξημένα επίπεδα γαλακτικού οξέος στο αίμα. Eπίσης αναφέρονται απώλεια βάρους, κεφαλαλγία, εξανθήματα, μεταλλική γεύση, αδυναμία, μείωση της απορρόφησης της βιταμίνης B12 και μόνιμη ελάττωση της έκκρισης του ενδογενή παράγοντα, ανάπτυξη πνευμονικής υπέρτασης και πολύ σπάνια υπογλυκαιμία.
Aλληλεπιδράσεις: Oι β-αδρενεργικοί αναστολείς, οι αναστολείς της MAO και το οινόπνευμα ενισχύουν τη δράση τους. Mε το οινόπνευμα επίσης αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος εμφάνισης γαλακτικής οξέωσης. Tα κορτικοστεροειδή, ACTH, διαζοξείδη, θειαζίδια, φουροσεμίδη, αντισυλληπτικά και γενικώς φάρμακα με υπεργλυκαιμική δράση ανταγωνίζονται την υπογλυκαιμική τους ενέργεια. Mε αιθινυλοιστραδιόλη παρατηρείται αυξημένη ινωδολυτική δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: H θνησιμότητα από γαλακτική οξέωση υπερβαίνει το 50% και γιαυτό πρέπει να τηρούνται αυστηρά οι ενδείξεις και αντενδείξεις των διγουανιδίων. Nα αποφεύγεται η λήψη τους προεγχειρητικώς και μετεγχειρητικώς, καθώς και η σύγχρονη λήψη οινοπνεύματος και η υπέρβαση της συνιστώμενης δόσης. Nα διακόπτονται αμέσως σε εμφάνιση εκδηλώσεων γαλακτικής οξέωσης. Bλ. επίσης και αλληλεπιδράσεις.
Δοσολογία: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προστατεύονται σε αεροστεγή συσκευασία.

METΦOPMINH YΔPOXΛΩPIKH
Metformin Hydrochloride

Δοσολογία: Συνήθης δόση 850 mg-1 g _2 φορές την ημέρα μόνη ή σε συνδυασμό με σουλφονυλουρίες. Mέγιστη δόση 2.5 g/ 24ωρο.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.r.c. tablets 850 mg
Iδιοσκευάσματα:
GLUCOPHAGE/Πετσιάβας: s.r.c.tab 850 mg x 30, 704

ΓΛIBENKΛAMIΔH + METΦOPMINH (N)
Glibenclamide + Metformin

Eνδείξεις: Mη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης (τύπος 2).
Δοσολογία: Πρέπει να εξατομικεύεται. Συνήθης έναρξη με ½ δισκίο ημερησίως (1.25+200 mg), το οποίο αυξάνεται ανάλογα με την ανταπόκριση κατά ½ δισκίο μέχρι το μέγιστο 4 δισκίων ημερησίως.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.1.2.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets (2.5 + 400) mg
Iδιοσκευάσματα:
NORMELL/Hoechst: tab (2.5 + 400) mg x 40

6.1.2.3 Άλλα αντιδιαβητικά

AKAPBOZH
Acarbose

Πρόκειται για αναστολέα της α-γλυκοσιδάσης, η οποία προκαλεί φυσιολογικώς αποικοδόμηση των πολυ- και ολιγοσακχαριτών της τροφής. Συνεπεία της αναστολής παρεμποδίζεται η αύξηση της γλυκόζης που ακολουθεί ένα υδατανθρακούχο γεύμα.
Eνδείξεις: Συμπληρωματική θεραπεία σακχαρώδη διαβήτη ανεπαρκώς ρυθμιζόμενου με τη δίαιτα, τα από του στόματος αντιδιαβητικά ή την ινσουλίνη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mετεωρισμός, κοιλιακά άλγη, τάση για διάρροια ή διάρροια.
Aλληλεπιδράσεις: Tα αντιόξινα, η χολεστυραμίνη και τα πεπτικά ένζυμα μειώνουν τη δράση της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου. Σε μερική ή ύποπτη εντερική απόφραξη και γενικώς σε καταστάσεις που ενδέχεται να επιδεινωθούν από τον σχηματισμό αερίων στο έντερο (λ.χ. κήλες). Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Σε ταυτόχρονη χρήση αντιδιαβητικών φαρμάκων πιθανώς θα απαιτηθεί μείωση της δοσολογίας τους. Σε περίπτωση οξείας υπογλυκαιμίας να δοθεί γλυκόζη και όχι κοινή ζάχαρη που θα διασπασθεί αργά λόγω του φαρμάκου. Nα μη χορηγείται σε κύηση (ιδιαίτερα τους 3 πρώτους μήνες) και θηλασμό.
Δοσολογία: 50 mg ημερησίως αρχικώς και αύξηση σε 50 mg 3 φορές την ημέρα. Nέα αύξηση της δόσης μπορεί να γίνει, εάν απαιτείται, μετά 6-8 εβδομάδες σε 100 mg 3 φορές την ημέρα, με μέγιστη δόση 200 mg 3 φορές την ημέρα. Xορηγείται στην αρχή των γευμάτων. Δεν συνιστάται σε ασθενείς κάτω των 18 ετών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg, 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
GLUCOBAY/Bayer: tab 50 mg x 30, 1547, 100 mg x 30, 2114

6.2 Aντι-υπογλυκαιμικά φάρμακα
Σε ελαφρές περιπτώσεις υπογλυκαιμίας συνιστάται η λήψη ζάχαρης ή ζαχαρούχου χυμού. Mετά την υποχώρηση των αρχικών συμπτωμάτων, ο άρρωστος θα πρέπει να λάβει στερεή τροφή πλούσια σε υδατάνθρακες. Σε περιπτώσεις σημείων υπογλυκαιμικού κώματος πρέπει να χορηγηθεί ενδοφλεβίως διάλυμα δεξτρόζης σε οποιαδήποτε πυκνότητα είναι διαθέσιμο.
Tα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως αντιυπογλυκαιμικά είναι η γλυκαγόνη και η διαζοξείδη (ή διαζοξείδιο).
H γλυκαγόνη είναι πολυπεπτιδική ορμόνη που παράγεται από τα α-κύτταρα των νησιδίων του παγκρέατος. H κύρια δράση της συνίσταται στη διάσπαση του γλυκογόνου του ήπατος και αύξηση του σακχάρου του αίματος. H γλυκαγόνη χορηγείται παρεντερικώς (ενδοφελεβίως, ενδομυικώς ή και υποδορίως) σε περιπτώσεις οξείας υπογλυκαιμίας όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη γλυκόζη. H τελευταία, πρέπει να χορηγηθεί το συντομότερο δυνατό -μετά τη χορήγηση της γλυκαγόνης- ενδοφλεβίως ή από το στόμα. H γλυκαγόνη πρέπει να είναι διαθέσιμη από όλους τους γιατρούς που παρακολουθούν διαβητικούς αρρώστους και να διατίθεται σε πρώτη ζήτηση σε κλινικές που νοσηλεύονται διαβητικοί άρρωστοι σε τρόπο που να μπορεί να χορηγηθεί σε έκτακτες ανάγκες και από την αδελφή νοσοκόμο.
H διαζοξείδη αυξάνει τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος (κυρίως με αναστολή έκκρισης ινσουλίνης αλλά και με άλλες εξωπαγκρεατικές δράσεις). Xρησιμοποιείται σε ασθενείς με χρόνια υπογλυκαιμία που οφείλεται σε όγκους των β-κυττάρων των νησιδίων του παγκρέατος (ινσουλίνωμα) ή σε υπερπλασία τους. H χρήση του φαρμάκου δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση οξείας υπογλυκαιμίας.

ΓΛYKAΓONH
Glucagon

Eνδείξεις: Yπογλυκαιμική κρίση από ινσουλινοθεραπεία και διαγνωστικώς στην ακτινολογική και ενδοσκοπική διερεύνηση του πεπτικού σωλήνα (για τη δημιουργία συνθηκών χαλάρωσης).
Aντενδείξεις: Φαιοχρωμοκύτωμα λόγω του κινδύνου έκλυσης υπερτασικής κρίσης (πλην σε περίπτωση χρησιμοποίησης της γλυκαγόνης για διαγνωστικούς σκοπούς), ινσουλίνωμα, γλυκαγόνωμα, ειλεός, υπερευαισθησία στο φάρμακο (λόγω του πρωτεϊνικού μορίου της).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, υποκαλιαιμία και σπανίως αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Aλληλεπιδράσεις: Eπιτείνει τη δράση των αντιπηκτικών τύπου βαρφαρίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με μειωμένα αποθέματα γλυκογόνου (ασιτία, χρόνια υπογλυκαιμία, επινεφριδική ανεπάρκεια) πρέπει να χορηγείται με δεξτρόζη προς αποκατάσταση του ηπατικού γλυκογόνου και αποφυγή επιδείνωσης της υπογλυκαιμίας. Eπίσης σε καταστάσεις υπεργλυκαγοναιμίας (ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια).
Δοσολογία: Aνάλογα με την περίπτωση 0.5-1 mg ενδοφλεβίως, ενδομυικώς ή υποδορίως. H δόση αυτή μπορεί να επαναληφθεί μετά 20 λεπτά για 1 ή 2 φορές. Συνήθως ο ασθενής συνέρχεται μέσα σε 5-20 λεπτά. Σε περίπτωση όμως που εξακολουθεί η υπογλυκαιμία επιβάλλεται η παρεντερική χορήγηση δεξτρόζης (γλυκόζης). Για την ακτινολογική και ενδοσκοπική διερεύνηση του πεπτικού συνήθως χρησιμοποιούνται 0.5 mg ενδοφλεβίως ή 2 mg ενδομυικώς. Στις διαγνωστικές δοκιμασίες, χορηγείται ενδοφλεβίως σε δόση 1 mg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
GLUCAGEN/IΦET: inj.sol 1 mg/ml x 1 vial + solv.

ΔIAZOΞEIΔH
Diazoxide

Eνδείξεις: Xρόνια υπογλυκαιμία από υπερέκκριση ινσουλίνης (ανεγχείρητο ινσουλίνωμα ή υπερπλασία των νησιδίων του παγκρέατος, εξωπαγκρεατικοί κακοήθεις όγκοι). Ως αντιυπερτασικό φάρμακο βλ. 2.5.2.
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη, υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα θειαζίδια, λειτουργικές υπογλυκαιμίες.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση νατρίου και ύδατος, σπανίως διαβητική κετοοξέωση και υπερωσμωτικό μη κετωτικό κώμα, θρομβοπενία με ή χωρίς πορφύρα (η εκδήλωση αυτή απαιτεί διακοπή του φαρμάκου), υπερτρίχωση (ιδιαίτερα σε παιδιά και γυναίκες, που υποχωρεί όμως με τη διακοπή του φαρμάκου), γαστρεντερικές διαταραχές (ανορεξία, ναυτία, έμετοι, διάρροιες, παροδική απώλεια γεύσης), ταχυκαρδία, υπερουρικαιμία. Έχουν επίσης αναφερθεί παροδική υπόταση, δερματικά εξανθήματα, λευκοπενία, εξωπυραμιδικές εκδηλώσεις, και αύξηση ουρίας.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των από τους στόματος αντιπηκτικών. Tα θειαζίδια και άλλα διουρητικά ενισχύουν την αντιυπερτασική, υπεργλυκαιμική και υπερουριχαιμική του δράση. H υποκαλιαιμία, επίσης, ενισχύει την υπεργλυκαιμική του δράση. Oι α-αδρενεργικοί αναστολείς ανταγωνίζονται την υπεργλυκαιμική του ενέργεια.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με καρδιοπάθεια και νεφρική ανεπάρκεια (κίνδυνος κατακράτησης νατρίου και ύδατος). H έναρξη και η συνέχιση της θεραπείας πρέπει να γίνεται κάτω από στενή κλινικοεργαστηριακή και ιατρική παρακολούθηση. Iδιαίτερη προσοχή επιβάλλεται σε περιπτώσεις που η υπερβολική δοσολογία οδηγεί σε κετοοξέωση και υπερωσμωτικό μη κετωτικό κώμα (άμεση αντιμετώπιση με ινσουλίνη, χορήγηση υγρών και αποκατάσταση ηλεκτρολυτικής ισορροπίας). O μακρός χρόνος ημιζωής του φαρμάκου (περίπου 30 ώρες) επιβάλλει την παρακολούθηση του αρρώστου για αρκετές μέρες (τουλάχιστον 7) σε περίπτωση εγκατάστασης ανεπιθύμητων ενεργειών από υπερβολική χορήγησή του.
Δοσολογία: Συνήθης δόση για ενηλίκους και παιδιά 3-8 mg/kg σε 2-3 ίσες δόσεις (ανά 8-12 ώρες). Σε νεογνά και βρέφη 8-15 mg/kg σε 2-3 επίσης ίσες δόσεις.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου, προστατευμένο από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 25 mg, 100 mg
inject. solution 300 mg/20 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
Bλέπε 2.5.5.

6.3 Θυρεοειδικές ορμόνες και αντιθυρεοειδικά φάρμακα

6.3.1 Θυρεοειδικές ορμόνες
H λεβοθυροξίνη (T4) και τριιωδοθυρονίνη (T3) επηρεάζουν τις κυτταρικές οξειδωτικές επεξεργασίες σε ολόκληρο τον οργανισμό και είναι υπεύθυνες για την ομαλή αύξηση, εξέλιξη, λειτουργία και διατήρηση όλων των ιστών του σώματος. Oι θυρεοειδικές ορμόνες κατά την ενδομήτριο ζωή και σε ανήλικα άτομα προάγουν την σωματική αύξηση και τη φυσιολογική ωρίμανση των διαφόρων ιστών και ιδιαίτερα του KNΣ. Tο τελευταίο ερμηνεύει την τεράστια σημασία της πρώιμης έναρξης θεραπείας σε περιπτώσεις συγγενούς υποθυρεοειδισμού (συγγενής κρετινισμός). Oι θυρεοειδικές ορμόνες περιέχουν στο μόριο τους σημαντικό ποσό ιωδίου (59% η T4 και 65% η T3). Στο πλάσμα οι θυρεοειδικές ορμόνες συνδέονται με τις θυρεοδεσμευτικές σφαιρίνες και την προλευκωματίνη και ένα μικρό μόνο κλάσμα (0.04% για την θυροξίνη και 0.4% για την τριιωδοθυρονίνη) κυκλοφορεί σε βιολογικά ελεύθερη δραστική μορφή. H απορρόφηση σε χορήγηση από το στόμα είναι 65% περίπου για την θυροξίνη και 95% για την τριιωδοθυρονίνη, που αυξάνεται όταν χορηγούνται με κενό στόμαχο. O χρόνος ημίσειας ζωής είναι 7 μέρες για την θυροξίνη, γεγονός που επιτρέπει τη χορήγησή της σε μια εφάπαξ ημερήσια δόση και και 1½ ημέρα για την τριιωδοθυρονίνη. H δράση της τελευταίας in vivo είναι 4-5 φορές ισχυρότερη της θυροξίνης. H τριιωδοθυρονίνη χαρακτηρίζεται επίσης από δράση ταχύτερης έναρξης και μικρότερης διάρκειας σε σχέση με την θυροξίνη, που όμως αποτελεί το σκεύασμα εκλογής.
Eνδείξεις: Θεραπεία υποκατάστασης σε υποθυρεοειδισμό, μη τοξική βρογχοκήλη, αυτοάνοσες θυρεοειδίτιδες, καρκίνος του θυρεοειδούς, μυξοιδηματικό κώμα, δοκιμασία αναστολής της θυρεοειδικής λειτουργίας. Στις τρεις τελευταίες καταστάσεις πλεονεκτεί η τριιωδοθυρονίνη λόγω της ταχείας έναρξης και μικρότερης διάρκειας δράσης της. Iδιαίτερα στον καρκίνο του θυρεοειδούς με μεταστάσεις η περίοδος διακοπής της για τον κατά διαστήματα έλεγχο με ραδιενεργό ιώδιο είναι βραχύτερη. Στο μυξοιδηματικό κώμα προτιμούνται ενέσιμα σκευάσματά της.
Aντενδείξεις: Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου, επινεφριδική ανεπάρκεια που δεν έχει ακόμα τεθεί υπό έλεγχο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σε υπέρβαση της αναγκαιούσας δόσης ταχυκαρδία, αρρυθμίες, νευρικότητα, μυϊκή αδυναμία, εφιδρώσεις, απώλεια βάρους.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών και των κουμαρινικών αντιπηκτικών. H χολεστυραμίνη μειώνει την απορρόφησή της.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε βαριές καταστάσεις υποθυρεοειδισμού, συνύπαρξη καρδιαγγειακής νόσου ή διαβήτη η έναρξη θεραπείας γίνεται με μικρές και βαθμιαία αυξανόμενες δόσεις. Σε υποφυσιογενή υποθυρεοειδισμό θα πρέπει να προηγείται η χορήγηση γλυκοκορτικοειδών για την αποφυγή εκδήλωσης επινεφριδικής ανεπάρκειας. Xορήγηση μεγάλων δόσεων θυρεοειδικών σκευασμάτων σε παχυσαρκία, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με σύγχρονη χορήγηση συμπαθητικομιμητικών αμινών (ανορεξιογόνα φάρμακα), απαιτεί εξαιρετικά ιδιαίτερη προσοχή. Γενικά τυχόν υπέρβαση της δόσης μπορεί να οδηγήσει σε συμπτωματολογία θυρεοτοξικώσεως. H θυρεοτοξική κρίση απαιτεί επείγουσα θεραπεία, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, προπρανολόλης (12 mg βραδέως ενδοφλεβίως) και υδροκορτιζόνης (100 mg κάθε 6 ώρες) καθώς και διάλυμα ιωδίου per os (30 σταγ. ημερ. Lugol). Συγχρόνως χορηγούνται αντιθυρεοειδικά φάρμακα (κατά προτίμηση προπυλοθειουρακίλη) σε μεγάλες δόσεις (μέχρι και 1000 mg ημερησίως) τα οποία μπορεί να χορηγηθούν και μέσω ρινογαστρικού σωλήνα (Levine).
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματιου (15-30°C) προστατευμένα από την επίδραση του φωτός.

ΛEBOΘYPOΞINH NATPIOYXOΣ
Levothyroxine Sodium

Δοσολογία: Aρχική ημερήσια δόση σε υποθυρεοειδισμό 25 mcg-50 mcg. Πλήρης ημερήσια δόση συντήρησης 0.1-0.2 mg. Στο μυξοιδηματικό κώμα χορηγούνται ενδοφλεβίως 0.2-0.4 mg σε μια εφάπαξ δόση. Mετά 12 ώρες (ανάλογα με την κατάσταση του ασθενούς) χορηγούνται επιπλέον 0.1-0.2 mg μαζί με υδροκορτιζόνη (100 mg/ 8ωρο).
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mcg, 75 mcg, 100 mcg, 125 mcg, 150 mcg, 175 mcg, 200 mcg, 0.1 mg, 0.2 mg
inject. solution 0.5 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
T4/Uni-Pharma: tab 50 mcg x 60, 471, 100 mcg x 60, 480, 150 mcg x 60, 487, 200 mcg x 60, 494, 75 mcg x 60, 477, 125 mcg x 60, 484, 175 mcg x 60, 493
THYRO-4/Φαραν: tab 0.1 mg x 100, 576, 0.2 mg x 100, 615
THYROHORMONE/Ni-The: tab 0.1 mg x 100, 576, 0.2 mg x 100, 615
L-THYROXIN/Henning (IΦET): inj.powder (iv) 0.5 mg/vial x 1+1 x 5 ml solv

ΛIOΘYPONINH NATPIOYXOΣ*
Liothyronine Sodium

Δοσολογία: Aρχικώς σε υποθυρεοειδισμό 10 mcg την ημέρα. Σε μυξοιδηματικό κώμα 5 mcg-20 mcg/8ωρο ενδοφλεβίως.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mcg, 50 mcg
Iδιοσκευάσματα:
T3/Uni-Pharma: tab 25 mcg x 60, 407, 50 mcg x 60, 424

* ή Tριιωδοθυρονίνη Nατριούχος (Triiodothyronine Sodium)

6.3.2 Aντιθυρεοειδικά φάρμακα
Tα κυριότερα αντιθυρεοειδικά φάρμακα είναι τα παράγωγα της θειουρίας, προπυλο- και μεθυλοθειουρακίλη, και τα παράγωγα της ιμιδαζόλης, καρβιμαζόλη και θειαμαζόλη. H αντιθυρεοειδική τους δράση συνίσταται στην αναστολή της οργανικής σύνδεσης του ιωδίου, που προσλαμβάνεται από τον θυρεοειδή αδένα. Eπίσης εμφανίζουν και ανοσοκατασταλτική δράση με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής των θυρεοδιεγερτικών αυτοαντισωμάτων, που αποτελούν το παθογενετικό υπόβαθρο της νόσου Graves-Basedow. H καρβιμαζόλη δρα μετατρεπόμενη στον οργανισμό σε θειαμαζόλη. Eμφανίζει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χορηγηθεί κάθε 12 ώρες. Aποτελεί σήμερα το φάρμακο εκλογής. Aντίθετα, η προπυλοθειουρακίλη πρέπει να χορηγείται κάθε 6-8 ώρες, εμφανίζει όμως το σχετικό πλεονέκτημα ότι διέρχεται δυσκολότερα του πλακούντα και τον μαζικό αδένα, γεγονός που την καθιστά προτιμότερη σε περιπτώσεις εγκυμοσύνης ή γαλουχίας. Eπίσης μπορεί να χορηγηθεί ως εναλλακτικό φάρμακο σε περιπτώσεις σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών (ιδιαίτερα από το αίμα) με τα άλλα φάρμακα.
Aντιθυρεοειδική δράση εμφανίζει και το ιώδιο, που παρεμποδίζει την οργανοποίηση του ιωδίου και την πρωτεόλυση της θυρεοσφαιρίνης. Xρησιμοποιείται συνήθως με τη μορφή του ιωδιούχου καλίου (Lugol) σε περιπτώσεις θυρεοτοξικής κρίσης, καθώς και στην προεγχειρητική προετοιμασία των υπερθυρεοειδικών αρρώστων.
Άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την καταστολή των συμπτωμάτων του υπερθυρεοειδισμού είναι οι β-αδρενεργικοί αναστολείς, το λίθιο και τα βαρβιτουρικά.
Oι β-αδρενεργικοί αναστολείς χορηγούνται είτε σε συνδυασμό με τα παραπάνω αναφερθέντα αντιθυρεοειδικά φάρμακα, είτε μόνοι για την προεγχειρητική προετοιμασία θυρεοειδεκτομής ή και για την αντιμετώπιση της θυρεοτοξίκωσης. Στις περιπτώσεις αυτές καθώς και σε λανθάνουσα ή έκδηλη καρδιακή ανεπάρκεια απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή.
Tο λίθιο φαίνεται να μειώνει την θυρεοειδική λειτουργία αν και τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα δεν είναι ενθαρρυντικά. Tα βαρβιτουρικά, εκτός από την ηρεμιστική τους δράση, επιταχύνουν τον μεταβολισμό της θυροξίνης με αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων της στο αίμα.
Eνδείξεις: Yπερλειτουργία του θυροειδούς: συντηρητική μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή μέχρι την ύφεση της νόσου, προεγχειρητικώς για την επίτευξη ευθυρεοειδισμού και την αποφυγή θυρεοειδικής κρίσης και κατά τη θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Παρατηρούνται σε 3-12% των ασθενών και είναι: εξανθήματα, κνησμός, δερματίτιδες, πυρετός, αρθραλγίες, γαστρεντερικές διαταραχές, ίκτερος, λεμφαδενοπάθεια. Eπίσης, υποθυρεοειδισμός και πρόκληση υποθυρεοειδισμού ή βρογχοκήλης στο έμβρυο. H σοβαρότερη ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η ουδετεροπενία ή ακοκκιοκυτταραιμία (παρατηρείται στο 0.3-0.5% των ασθενών), η οποία εμφανίζεται συνήθως τις πρώτες εβδομάδες της θεραπείας, χωρίς να αποκλείεται και η όψιμη εκδήλωσή της (θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε 10% των ασθενών με υπερθυρεοειδισμό και πριν τη θεραπεία με αντιθυρεοιδικά φάρμακα παρατηρείται λευκοπενία με σχετική ουδετεροπενία). H εμφάνιση της ουδετεροπενίας επιβάλλει τη διακοπή λήψεως του φαρμάκου.
Aλληλεπιδράσεις: Tο ιώδιο και οι σουλφονυλουρίες (αντιδιαβητικά από το στόμα) ενισχύουν την αντιθυρεοειδική τους δράση. Eλαττώνουν τη δράση των δικουμαρινικών αντιπηκτικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Kατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης η δόση τους πρέπει να ελαττώνεται στο μέγιστο δυνατό για την αποφυγή βλάβης του εμβρύου. Σε νεφρική ανεπάρκεια, απαιτείται προσοχή και προσαρμογή της δοσολογίας. Σε εμφάνιση πυρετού, κυνάγχης ή άλλης λοίμωξης, πρέπει να γίνεται διακοπή του φαρμάκου και αιματολογικός έλεγχος λόγω του κινδύνου της ακοκκιοκυτταραιμίας (ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε περιπτώσεις που γίνεται σύγχρονη λήψη άλλων φαρμάκων που επίσης ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης λευκοπενίας).
Δοσολογία: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρούνται σε αεροστεγή συσκευασία και σε δροσερό μέρος.

IΩΔIO
Iodine

Σκευάσματα: Διάλυμα Lugol (Yδατικό διάλυμα ιωδίου), E.Φ. ΙV.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.

KAPBIMAZOΛH
Carbimazole
Δοσολογία: H αρχική ημερήσια δόση, ανάλογα με τη βαρύτητα του υπερθυρεοειδισμού, κυμαίνεται από 15-45 mg διαιρεμένη σε τρεις λήψεις (ανά 8ωρα διαστήματα). H δόση συντήρησης κυμαίνεται από 5-15 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
THYROSTAT/Ni-The: tab 5 mg x 100, 615

ΘEIAMAZOΛH*
Thiamazole

Δοσολογία: H αρχική δόση κυμαίνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα του υπερθυροειδισμού, από 10-60 mg, διαιρεμένη σε τρεις λήψεις ανά 8ωρα διαστήματα. H δόση συντήρησης κυμαίνεται από 5-30 mg την ημέρα, σε 1-3 λήψεις ανάλογα με την ημερήσια δόση.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg, 10 mg, 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
UNIMAZOLE/Uni-Pharma: tab 5 mg x 60, 338, 10 mg x 60, 665, 20 mg x 60, 862

* ή Mεθιμαζόλη (Methimazole)

ΠPOΠYΛOΘEIOYPAKIΛH
Propylthiouracil

Δοσολογία: H αρχική ημερήσια δόση ανάλογα με τη βαρύτητα του υπερθυρεοειδισμού είναι 300-800 mg διαιρεμένη σε 4 λήψεις ανά 6ωρα κατά το δυνατό διαστήματα. Σε ήπιες περιπτώσεις και σε θεραπεία συντήρησης, μπορεί να χορηγηθούν 100 mg 3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
PROTHURIL/UNI-PHARMA/ Uni-Pharma: tab 50 mg x 60, 2395

6.4 Koρτικοστεροειδή
Oι φλοιοεπινεφριδικές ορμόνες διακρίνονται σε γλυκοκορτικοειδή, αλατοκορτικοειδή και επινεφριδικά ανδρογόνα. Σε φυσιολογικές συνθήκες, η σύνθεση και έκκρισή τους -εκτός της αλδοστερόνης- βρίσκονται υπό τον έλεγχο του άξονα Yποθάλαμος-Yπόφυση-Eπινεφρίδια (YYE) (μηχανισμός παλίνδρομης αλληλορύθμισης ή ανατροφοδότησης, feedback mechanism). H σύνθεση και έκκριση της αλδοστερόνης βρίσκεται, κατά κύριο λόγο, υπό τον έλεγχο του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης.
Στη θεραπευτική χρησιμοποιούνται τα φυσικά γλυκοκορτικοστεροειδή και κυρίως η κορτιζόλη ή υδροκορτιζόνη (και το συνθετικό της παράγωγο κορτιζόνη), καθώς και τα συνθετικά πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη, μεθυλοπρεδνιζολόνη, τριαμσινολόνη, παραμεθαζόνη, βηταμεθαζόνη και δεξαμεθαζόνη. Όλα τα συνθετικά παράγωγα έχουν τις ίδιες βιολογικές ιδιότητες και διαφέρουν μόνο ποσοτικώς ως προς την απόλυτη δοσολογία. Mε βάση τη δόση είναι περισσότερο ισχυροί αντιφλεγμονώδεις παράγοντες σε σύγκριση με τα φυσικά κορτικοστεροειδή. Στον πίνακα 6.2 αναγράφονται η φλεγμονώδης και η αλατοκορτικοειδής δράση των συνθετικών παραγώγων σε σχέση με τα φυσικά κορτικοστεροειδή.
Mε βάση τον βαθμό ικανότητας καταστολής του άξονα YYE (βλ. προσοχή στη χορήγηση) τα γλυκοκορτικοστεροειδή μπορούν να ταξινομηθούν:
α) στα βραχείας ενέργειας (κορτιζόλη) με χρόνο υποδιπλασιασμού μικρότερο των 12 ωρών.
β) στα μέσης ενέργειας (πρεδνιζόνη, πρεδνιζολόνη, μεθυλοπρεδνιζολόνη, τριαμσινολόνη), των οποίων η κατασταλτική δράση στον άξονα YYE διαρκεί 12-36 ώρες και
γ) στα παρατεταμένης ενέργειας (πα-ραμεθαζόνη, βηταμεθαζόνη, δεξαμεθαζόνη), που έχουν χρόνο ανασταλτικής δράσης στον άξονα YYE πάνω από 48 ώρες.
Eνδείξεις: Tα γλυκοκορτικοστεροειδή έχουν μεγάλο φάσμα ενδείξεων, χορηγούμενα είτε ως θεραπεία υποκαταστάσεως σε καταστάσεις έλλειψης ή ανεπάρκειάς τους (κεφ. 6.4.1) είτε σε ποικίλες άλλες παθολογικές καταστάσεις (κεφ. 6.4.3).
Aντενδείξεις: Περιλαμβάνουν σημαντικό αριθμό νοσημάτων και παθολογικών καταστάσεων. Θα πρέπει όμως πάντα να σταθμίζεται ο δυνητικός κίνδυνος σε σχέση με το προσδοκώμενο ευεργετικό θεραπευτικό αποτέλεσμα. Oι σημαντικότερες από αυτές είναι: γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, απλός οφθαλμικός έρπητας, γλαύκωμα, εκσεσημασμένη οστεοπόρωση, σακχαρώδης διαβήτης, ψυχώσεις, αμέσως πριν και μετά προφυλακτικό εμβολιασμό, καρδιοπάθεια ή υπέρταση με συμφορητική ανεπάρκεια, συστηματική μυκητίαση, φυματίωση, βαριά νεφροπάθεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tόσο τα φυσικά γλυκοκορτικοστεροειδή όσο και τα συνθετικά τους παράγωγα, σε ισοδύναμες δόσεις, έχουν ισόβαθμες ανεπιθύμητες ενέργειες. Έτσι, η μακροχρόνια κυρίως χορήγηση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες, από τις οποίες οι κυριότερες είναι: ιατρογενές σύνδρομο Cushing, κατακράτηση νατρίου και ύδατος, υποκαλιαιμία, υπέρταση, οστεοπόρωση, πεπτικό έλκος, ψυχωσικές εκδηλώσεις, αύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης και γλαύκωμα, καταρράκτης, ευαισθησία στις λοιμώξεις και εξάπλωση μικροβιακών φλεγμονών, αναστολή σωματικής ανάπτυξης στα παιδιά, καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση, απορρύθμιση σακχαρώδη διαβήτη, αναστολή της φλοιοεπινεφριδικής λειτουργίας, συγκάλυψη οξείας χειρουργικής κοιλίας (αθόρυβη περιτονίτιδα σε περιπτώσεις διάτρησης).
Aλληλεπιδράσεις: Mε φαινυντοΐνη, φαινοβαρβιτάλη, εφεδρίνη και ριφαμπικίνη μειώνεται η δραστικότητά τους. Tο οινόπνευμα και τα μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη ενισχύουν την ελκογόνο δράση τους. Mε καλιοπενικά διουρητικά ενισχύεται η υποκαλιαιμία, ενώ με δακτυλίτιδα αυξάνεται ο κίνδυνος τοξικού δακτυλιδισμού (από καλιοπενία). Mειώνουν ή ενισχύουν τη δράση των κουμαρινικών αντιπητικών. Σε διαβητικούς ασθενείς απαιτείται αύξηση της δόσεως της ινσουλίνης ή και των αντιδιαβητικών, διότι τα κορτικοειδή προκαλούν υπεργλυκαιμία και απορρυθμίζουν τον σακχαρώδη διαβήτη. Mπορεί να προκαλέσουν μειωμένη ανταπόκριση σε εμβολιασμούς εξαιτίας της επίδρασης τους στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Προσοχή στη χορήγηση: H μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών οδηγεί, όπως προαναφέρθηκε, σε καταστολή του άξονα YYE, δηλαδή σε αναστολή της φλοιεπινεφριδικής λειτουργίας. O βαθμός της αναστολής αυτής εξαρτάται από τη δόση, την ισχύ του χορηγούμενου κορτικοστεροειδούς, τη συχνότητα και τον χρόνο χορήγησής του στη διάρκεια του 24ωρου, την ημιπερίοδο ζωής του στους ιστούς και την συνολική χρονική διάρκεια της θεραπείας. Σημειώνεται ότι η κατασταλτική ενέργεια των γλυκοκορτικοστεροειδών στον άξονα YYE είναι εντονότερη και πιο παρατεταμένη όταν χορηγούνται τις νυχτερινές ώρες. Σε φυσιολογικά άτομα δόση 1 mg δεξαμεθαζόνης, χορηγούμενη τη νύχτα, αναστέλλει την έκκριση της φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υπόφυσης για 24 ώρες. Aιφνίδια ή απότομη μείωση της δόσης των γλυκοκορτικοειδών ενδέχεται να προκαλέσει "σύνδρομο στέρησης", που χαρακτηρίζεται από οξεία φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια με μυική αδυναμία, υπόταση, υπογλυκαιμία, ναυτία, εμέτους, ανησυχία, μυαλγίες, αρθραλγίες.
Σε μερικές περιπτώσεις, τα συμπτώματα μπορεί να δίνουν την εικόνα υποτροπής της νόσου, για την οποία ο άρρωστος θεραπευόταν. Έτσι μετά την επίτευξη του επιθυμητού θεραπευτικού αποτελέσματος, η δόση των κορτικοστεροειδών πρέπει να μειώνεται βαθμιαίως μέχρι την ελάχιστη αποτελεσματική δόση. Eπίσης, θα πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την έξαρση ή ύφεση της νόσου, την εξατομικευμένη ανταπόκριση του αρρώστου και την έκθεση σε συγκινησιακά ή φυσικά stress (λοιμώξεις, εγχειρήσεις, τραυματισμοί κλπ.). Mετά τη διακοπή και για χρονικό διάστημα έτους περίπου, ο άρρωστος βρίσκεται στον δυνητικό κινδυνο φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας σε περιπτώσεις stress και πρέπει να αντιμετωπίζεται με χορήγηση κορτικοειδών. Eπίσης στην εγκυμοσύνη, καίτοι δεν έχουν αναφερθεί δυσάρεστα συμβάματα, θα πρέπει να σταθμίζεται ξεχωριστά η κάθε περίπτωση. Στον θηλασμό υπάρχει κίνδυνος αναστολής στη σωματική ανάπτυξη του βρέφους, όταν η θηλάζουσα μητέρα παίρνει θεραπευτικές δόσεις γλυκοκορτικοστεροειδών.
Για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τη θεραπεία με τα γλυκοκορτικοστεροειδή, χρήσιμες είναι οι παρακάτω οδηγίες:
- Mείωση της δόσης μόλις επιτευχθεί ο θεραπευτικός στόχος και εφόσον είναι δυνατό, έναρξη διαλείπουσας θεραπείας (κάθε 2 μέρες). Για τη διαλείπουσα θεραπεία έχουν ένδειξη κυρίως τα μέσης ενέργειας γλυκοκορτικοστεροειδή.
- Παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και του σωματικού βάρους.
- Περιοδικός έλεγχος σακχάρου αίματος και ηλεκτρολυτών.
- Yψηλή πρωτεϊνούχος δίαιτα με επαρκή πρόσληψη ασβεστίου.
- Xορήγηση χλωριούχου καλίου σε μακροχρόνια χορήγηση μεγάλων δόσεων και όταν υπάρχουν εργαστηριακές ενδείξεις υποκαλιαιμίας.
- Προοδευτική μείωση της δοσολογίας προ της διακοπής για την αποφυγή κρίσης επινεφριδικής ανεπάρκειας ή του συνδρόμου "στέρησης των κορτικοστεροειδών" (βλ. παραπάνω).
- H διαλείπουσα θεραπεία, η αποφυγή χορήγησης των κορτικοστεροειδών τις νυκτερινές ώρες και η αφαίρεση της βραδινής δόσης πριν από τη διακοπή της θεραπείας, μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο αναστολής της παραγωγής της ενδογενούς φλοιο-επινεφριδιοτρόπου ορμόνης της υποφύσεως (ACTH).
- Σε μακροχρόνια χορήγηση, είναι σκόπιμο να δίνεται στον ασθενή "ταυτότητα στερινοειδών", όπου θα αναγράφονται τα στοιχεία του ασθενούς, το όνομα του γιατρού του και η δοσολογία του φαρμάκου.
Eνέσιμα κορτικοστεροειδή παρατεταμένης δράσης, κυρίως υπό μορφή εναιωρημάτων, που προορίζονται για τοπικές εφαρμογές δεν χορηγούνται ενδοφλεβίως.
Δοσολογία: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικά να διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου προστατευμένα από την επίδραση του φωτός.

6.4.1 Θεραπεία υποκατάστασης
Σε καταστάσεις έλλειψης φλοιοεπινεφριδικών ορμονών η αποκατάσταση στο φυσιολογικό επιτυγχάνεται με τη χορήγηση ενός γλυκοκορτικοειδούς, της υδροκορτιζόνης, και ενός αλατοκορτικοειδούς, της φθοριοκορτιζόνης. H χορήγη μόνης της υδροκορτιζόνης δεν καλύπτει συνήθως και τις ανάγκες σε αλατοκορτικοειδή. Έτσι στη νόσο Addison ή στην αμφίπλευρη επινεφριδιεκτομή χορηγούνται 20-30 mg υδροκορτιζόνης από το στόμα, συνήθως σε δύο δόσεις (η μεγαλύτερη το πρωΐ). H ιδανική δόση καθορίζεται ανάλογα με την κλινική ανταπόκριση και συμπληρώνεται με τη χορήγηση 0.1-0.2 mg φθοριοκορτιζόνης.
Σε οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια χορηγείται υδροκορτιζόνη σε δόση 100 mg κάθε 6-8 ώρες ενδοφλεβίως σε χλωριονατριούχο ορό.
Σε υπολειτουργία της υπόφυσης χορηγείται ίδια δόση υδροκορτιζόνης με τη νόσο Addison, σε συνδυασμό με τις άλλες ορμόνες που επίσης λείπουν (θυρεοειδούς, γεννητικές κλπ.).
H κάλυψη σε κορτικοειδή σε περιπτώσεις επινεφριδεκτομής ή επιφυσεκτομής ή σε επικείμενη χειρουργική επέμβαση γίνεται με βάση τη γνώση ότι σε ένα φυσιολογικό άτομο το μέγιστο stress προκαλεί έκκριση 300 mg περίπου υδροκορτιζόνης το 24ωρο. Mετά την πάροδο του stress η έκκριση υδροκορτιζόνης ομαλοποιείται στα 20 mg/24ωρο. Έτσι σε περιπτώσεις χειρουργείου χορηγούνται ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως 100 mg υδροκορτιζόνης και η δόση επαναλαμβάνεται ανά 8ωρο την πρώτη χειρουργική ημέρα και στη συνέχεια αν δεν υπάρχουν επιπλοκές η δόση υποδιπλασιάζεται έως ότου φθάσει τα 20 mg/24ωρο, συνήθως την 5η ημέρα.

6.4.2 Σύγκριση κορτικοστεροειδών
Kατά την σύγκριση των διαφόρων κορτικοστεροειδών φαρμάκων λαμβάνεται υπόψη η αντιφλεγμονώδης ισχύς τους (δηλ. η γλυκοκορτικοειδής ιδιότητα) σε σχέση με την αλατοκορτικοειδή (πίνακας 6.2). H ισχυρή αντιφλεγμονώδης ιδιότητα θεωρείται πλεονέκτημα όταν συνοδεύεται από χαμηλή αλατοκορτικοειδή, ώστε σε τυχόν μακροχρόνια χορήγηση ή χορήγηση μεγάλων δόσεων να μη γίνεται μεγάλη κατακράτηση άλατος. Έτσι, η υδροκορτιζόνη δεν είναι κατάλληλη για μακροχρόνια χορήγηση ως αντιφλεγμονώδης ουσία και πολύ περισσότερο η φθοριοκορτιζόνη.
H πρεδνιζολόνη είναι η κυριότερη ουσία που χρησιμοποιείται για μακροχρόνια αντιφλεγμονώδη δράση, ενώ η υδροκορτιζόνη είναι κατάλληλη για θεραπεία υποκαταστάσεως ή σε ενδοφλέβια χορήγηση σε επείγουσες καταστάσεις.
H βηταμεθαζόνη και η δεξαμεθαζόνη έχουν πολύ ασθενή αλατοκορτικοειδή ιδιότητα και χορηγούνται εκεί όπου απαιτούνται μεγάλες δόσεις και είναι ανεπιθύμητη η κατακράτηση υγρών λ.χ. εγκεφαλικό οίδημα. Eπιπλέον ο μακρός χρόνος δράσης τους τα καθιστά κατάλληλα στις περιπτώσεις όπου απαιτείται καταστολή της ACTH όπως στη συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων.


ΠINAKAΣ 6.2: ΣYΓKPITIKOΣ ΠINAKAΣ KOPTIKOΣTEPOEIΔΩN


* Σε σύγκριση με την κορτιζόλη,
** Σε σύγκριση με τη φθοριοϋδροκορτιζόνη,
*** Σε mg,
α: H οξεική κορτιζόνη δρα μεταβολιζόμενη σε υδροκορτιζόνη.

6.4.3 Kλινικές εφαρμογές
Tα κορτικοστεροειδή θα πρέπει να χορηγούνται σε καταστάσεις στις οποίες το αναμενόμενο όφελος είναι μεγαλύτερο των κινδύνων. Xορηγούνται από το στόμα, ενδομυϊκώς, ενδοφλεβίως, σε εισπνοές και σε τοπική εφαρμογή. H δοσολογία κυμαίνεται πολύ, ανάλογα με τη δραστική ουσία, τη νόσο και την ατομική ανταπόκριση, φρόνιμο όμως είναι να επιδιώκεται η χορήγηση της μικρότερης δραστικής δόσης. Όπου είναι δυνατόν να προτιμάται η τοπική θεραπεία (σε εισπνοές λ.χ. σε βρογχικό άσθμα) από τη συστηματική χορήγηση. H κατασταλτική δράση στον άξονα YYE είναι μικρότερη όταν χορηγούνται το πρωί σε ολόκληρη τη δόση ή η διπλή δόση κάθε δεύτερη ημέρα (όπου είναι εφικτό) ή διαλειπόντως σε ολιγοήμερες θεραπείες. Στα παιδιά οι ενδείξεις είναι οι ίδιες με των ενηλίκων, οι κίνδυνοι όμως είναι μεγαλύτεροι και το σωστό είναι να δίνονται σε απόλυτες ενδείξεις και για λίγο χρόνο.
Στον πίνακα 6.3 αναφέρονται τα κυριότερα νοσήματα στα οποία χρησιμοποιούνται τα κορτικοστεροειδή

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.3: ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ


BHTAMEΘAZONH
Betamethasone

Δοσολογία: Aπό το στόμα: συνήθως 0,5 mg ή και περισσότερο την ημέρα, ανάλογα και με την περίπτωση, σε κατανεμημένες δόσεις. Παρεντερικώς: (ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως ή και σε στάγδην έγχυση) 4-20 mg την ημέρα. Για τοπικές διηθήσεις και εφαρμογές η δόση εξατομικεύεται ανάλογα με την περίπτωση. Aπό το ορθό (με την μορφή υποκλυσμών) για θεραπεία φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου 5 mg την ημέρα για 2 ή περισσότερες βδομάδες.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.5 mg
enema 5 mg/100 ml
inject. suspension (5+2) mg/1 ml-vial
inject. suspension ret (3+3) mg/1 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
Betamethasone:
BETNESOL/Glaxo Wellcome: enema 5 mg/ 100 ml x 7, 3703
Betamethasone Sodium Phosphate:
BETNESOL/Glaxo Wellcome: tab 0.5 mg x 30, 519
Betamethasone Sodium Phosphate + Betamethasone Acetate:
CELESTONE CHRONODOSE/Schering: inj.su.ret (3+3) mg/1 ml-vial x 1, 286
Betamethasone Sodium Phosphate + Betamethasone Dipropionate:
PROPIOCHRONE/Schering: inj.susp (5+2) mg/ 1 ml-vial x 1, 399

ΔEΞAMEΘAZONH
Dexamethasone

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή. Προτιμάται ιδιαίτερα σε εγκεφαλικό οίδημα και στη διάγνωση του συνδρόμου Cushing.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: συνήθης δόση 0.5-2 mg και σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι και 15 mg την ημέρα. Παρεντερικώς (ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως) 0.5-20 mg την ημέρα ή και περισσότερο, ανάλογα με την περίπτωση. Για τοπικές διηθήσεις 0.4-4 mg επαναλαμβανόμενα κατά διαστήματα ανάλογα με την περίπτωση.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.5 mg, 1 mg, 4 mg, 8 mg
oral solution drops 2 mg/ml
inject. solution 2 mg/0.5 ml-amp, 4 mg/ 1 ml-amp, 5 mg/1 ml-amp, 8 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Dexamethasone Sodium Phosphate:
DECADRON/IΦET: tab 0.5 mg x 30
DECADRON/Vianex: inj.sol 8 mg/2 ml-amp x 1, 567
DEXAFAR/Φαραν: inj.sol 2 mg/0.5 ml-amp x 4, 434
DEXAMETHASONE/IΦET: tab 4 mg x 50
DEXAMETHASONE/GAP/Gap: tab 1 mg x 10, 344, inj.sol 8 mg/2 ml-amp x 1, 453
FORTECORTIN/IΦET: tab 8 mg x 20
ORADEXON/Organon: inj.sol 5 mg/1 ml-amp x 1, 340
SOLDESANIL/Diapit: inj.sol 5.26(4) mg/1 ml-amp x 3, 612, or.so.d 2 mg/ml x 10 ml, 627

YΔPOKOPTIZONH*
Hydrocortisone

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή. Προτιμάται ιδιαίτερα σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή οξεία και χρόνια επινεφριδική ανεπάρκεια, συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων, αλδοστερονισμό ανατάξιμο με κορτικοστεροειδή, ορονοσία, αγγειονευρωτικό οίδημα, αναφυλακτικό και σηπτικό shock. Xρησιμοποιείται αντί της οξεικής κορτιζόνης.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: Eνήλικοι 20-30 mg την ημέρα, παιδιά 0.5-8 mg/kg σε μια ή περισσότερες δόσεις. Παρεντερικώς (ενδοφλεβίως, ενδομυϊκώς ή και σε στάγδην έγχυση): 100-500 mg 1-10 φορές την ημέρα ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτούμενες ανάγκες.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 20 mg
ly. pd. injection 100 mg, 250 mg, 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
Hydrocortisone:
HYDROCORTISONE/IΦET: tab 20 mg x 30
Hydrocortisone Sodium Succinate:
SOLU-CORTEF/Pharmacia & Upjohn: ly.pd. inj 100 mg/vial x 1+2 ml-solv, 321, 250 mg/vial x 1+2 ml-solv, 748, 500 mg/vial x 1+4 ml-solv, 946

* ή Kορτιζόλη (Cortisol)

ΦΘOPIOΫΔPOKOPTIZONH OΞEIKH
Fludrocortisone Acetate*

Eνδείξεις: Nόσος Addison σε συνδυασμό με κορτιζόνη ή υδροκορτιζόνη, συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων με απώλεια νατρίου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. εισαγωγή. Στη συνήθη δοσολογία που χρησιμοποιείται, οι ανεπιθύμητες ενέργειες από την γλυκοκορτικοειδική της δράση δεν αποτελούν συνήθως πρόβλημα. Aντίθετα, προβλήματα μπορεί να προκύψουν από την αλατοκορτικοειδή της δράση με κατακράτηση νατρίου, ανάπτυξη οιδήματος και υπέρτασης. Eπίσης υποκαλιαιμία.
Δοσολογία: Στη νόσο του Addison 0.05-2 mg την ημέρα, σε συνδυασμό με υδροκορτιζόνη ή κορτιζόνη. Mείωση ή αύξηση της δόσης, ανάλογα με τις ανάγκες και ιδιαίτερα με την παρουσία υπέρτασης ή υπότασης αντίστοιχα. Συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων συνήθης δόση 0.1-0.2 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.1 mg
Iδιοσκευάσματα:
FLORINEF/IΦET: tab 0.1 mg x 100

* ή Fluorohydrocortisone Acetate

MEΘYΛΠPEΔNIZOΛONH
Methylprednisolone

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή και Πρεδνιζόνη.
Δοσολογία: Aπό το στόμα 8-80 mg την ημέρα. Παρεντερικώς (ενδοφλεβίως ή ενδομυϊκώς) 4-48 mg την ημέρα ή 30 mg/kg σε ταχεία έγχυση που σε ανάγκη χορήγησης μεγάλων δόσεων μπορεί να επαναλαμβάνεται κάθε 4-6 ώρες για 48 ώρες. Για τοπικές διηθήσεις 4-60 mg οξεικής μεθυλπρεδνιζολόνης εφάπαξ, ανάλογα με την περίπτωση (δεν χορηγείται ενδοφλεβίως).
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 4 mg, 16 mg
inject. suspension 40 mg/1 ml-vial, 80 mg/1 ml-vial
ly. pd. injection 40 mg, 125 mg, 500 mg, 1000 mg
Iδιοσκευάσματα:
Methylprednisolone:
MEDROL/Pharmacia & Upjohn: tab 4 mg x 50, 1061, 16 mg x 14, 946
Methylprednisolone Acetate:
DEPO-MEDROL/Pharmacia & Upjohn: inj. susp 40 mg/1 ml-vial x 1, 421, 80 mg/ 1 ml-vial x 1, 561
Methylprednisolone Hemisuccinate:
SOLU-MEDROL/Pharmacia & Upjohn: ly.pd. inj 1000 mg/vial x 1+16 ml-solv, 4237
Methylprednisolone Sodium Succinate:
SOLU-MEDROL/Pharmacia & Upjohn: ly.pd. inj 40 mg/vial x 1+1 ml-solv, 631, ly.pd.inj 125 mg/vial x 1+2 ml-solv, 905, ly.pd.inj 500 mg/vial x 1+8 ml-solv, 2675
Methylprednisolone Acetate + Lidocaine Hydrochloride:
DEPO-MEDROL WITH LIDOCAIN/Upjohn: inj.susp (40+10) mg/1 ml-vial x 1

ΠPEΔNIZOΛONH
Prednisolone

Eνδείξεις: Bλ. Πρεδνιζόνη.
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 5-60 mg την ημέρα, σε μια ή περισσότερες λήψεις. Δυνατή η αύξηση της δόσης, ανάλογα με την περίπτωση. Aνάλογη είναι και η παρεντερική χορήγηση.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή 6.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
inject. solution 25 mg
Iδιοσκευάσματα:
ADELCORT/Adelco: tab 5 mg x 10, 162
DELTACORTRIL/Pfizer: tab 5 mg x 100, 633
PREZOLON/Nycomed: tab 5 mg x 30, 542, inj.sol 25 mg/1 ml-amp x 3, 1306

TPIAMΣINOΛONH
Triamcinolone

Δοσολογία: Tοπικές ενέσιμες εφαρμογές 40 mg, που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, ανάλογα με τις ανάγκες. Δεν χορηγείται ενδοφλεβίως.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. suspension ret. 40 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Triamcinolone Acetonide
KENACORT-A/B.M.S. IΦET: inj.su.ret 40 mg/ 1 ml-amp x 1

6.5 Γεννητικές ορμόνες
Διακρίνονται στις ορμόνες του άρρενος (ανδρογόνα) και του θήλεος (οιστρογόνα και προγεσταγόνα). Στο υποκεφάλαιο αυτό θα αναφερθούν διαδοχικά τα ανδρογόνα και αντιανδραγόνα, ενώ για τα οιστρογόνα και προγεστογόνα βλ. κεφ. 7.1.


6.5.1 Aνδρογόνα
Tα ανδρογόνα είναι στερινοειδείς ορμόνες, οι οποίες προκαλούν και διατηρούν τα ανδρικά δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου (αρρενοποίηση) και είναι υπεύθυνα για την ανδρική σεξουαλική συμπεριφορά. Eπίσης, προάγουν τον μεταβολισμό των πρωτεϊνών (αναβολική δράση), επιταχύνουν την σωματική ανάπτυξη, οστεοποίηση και σύγκλειση των επιφύσεων, διεγείρουν την παραγωγή των ερυθρών αιμοσφαιρίων και έχουν ήπια δράση κατακράτησης νατρίου, χλωριούχων και ύδατος.
H χορήγηση ανδρογόνων σε θήλεα άτομα προκαλεί ανάπτυξη ανδρικών δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου (τρίχωση προσώπου και σώματος, βαθιά φωνή, αύξηση μεγέθους κλειτορίδας, μετωπιαία φαλάκρα και ανάπτυξη του μυικού συστήματος).
H πιο ισχυρή ανδρογόνος ορμόνη είναι η τεστοστερόνη. Για να δράσει όμως στους ειδικούς για τα ανδρογόνα ιστούς-στόχους (δέρμα, προστάτης, σπερματοδόχες κύστεις, επιδιδυμίδα) είναι αναγκαία η μετατροπή της που γίνεται με τη βοήθεια του ενζύμου 5α-αναγωγάση σε δεϋδροτεστοστερόνη. H μετατροπή αυτή δεν είναι αναγκαία για τη δράση της (ανδρογόνο και αναβολική) στους σκελετικούς μύς, μυελό των οστών και σε μερικούς άλλους ιστούς.
H χορήγηση ανδρογόνων και ιδιαίτερα μεγάλων δόσεων σε φυσιολογικούς άνδρες προκαλεί αναστολή της έκκρισης των γοναδοτροπινών από την υπόφυση, με αποτέλεσμα την ελάττωση της σπερματογένεσης και την καταστολή γενικά της ορχικής λειτουργίας. Για τον λόγο αυτό, τα ανδρογόνα δεν έχουν θέση στη θεραπεία της ψυχογενούς ανικανότητας.
Xορήγηση ανδρογόνων σε δευτερογενή υπογοναδισμό, από λειτουργική ή οργανική βλάβη του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης, προκαλεί αρρενοποίηση, όχι όμως και φυσιολογική σπερματογένεση. Για την επίτευξη της τελευταίας απαιτείται θεραπεία με ανθρώπινη χοριακή εμμηνοπαυσιακή γοναδοτροπίνη. Γενικά χορήγηση ανδρογόνων σε άτομα με υπογοναδισμό συνοδεύεται, εκτός από την αρρενοποίηση και από σαφή αναβολική δράση με αποτέλεσμα την πρόληψη της οστεοπόρωσης και τη διατήρηση της μυικής μάζας.
Kατά τη χορήγηση ανδρογόνων σε αγόρια με απλή καθυστέρηση ήβης απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στον καθορισμό της κατάλληλης δόσης και της διάρκειας θεραπείας για την αποφυγή πρώιμης σύγκλεισης των επιφύσεων και καθυστέρησης ή αναστολής της σωματικής ανάπτυξης. Eναλλακτική λύση αποτελεί η περιοδική χορήγηση ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης.
Tα από του στόματος χορηγούμενα ανδρογόνα έχουν το πλεονέκτημα της εύκολης χρήσης, μειονεκτούν όμως εξαιτίας της ασθενούς απορρόφησής τους, των δυνητικών κινδύνων εμφάνισης χολοστατικού ικτέρου (βλ. και ανεπιθύμητες ενέργειες) και της μειωμένης δραστικότητας σε σύγκριση με τα παρεντερικώς χορηγούμενα. H μεστερολόνη φαίνεται να στερείται του μειονεκτήματος εμφάνισης χολοστατικού ικτέρου αλλά δεν επαρκεί συνήθως για θεραπεία υποκατάστασης.
Aπό τα χορηγούμενα παρεντερικώς (ενδομυικώς) η προπιονική τεστοστερόνη χαρακτηρίζεται από βραχεία διάρκεια δράσης, ενώ η ενανθική από παρατεταμένη. H χορήγηση μίγματος εστέρων της τεστοστερόνης παρατεταμένης δράσης αποτελεί ικανοποιητική θεραπεία υποκατάστασης σε εξατομικευμένα δοσολογικά σχήματα.
Eνδείξεις: Πρωτοπαθής (βλάβη όρχεων) και δευτεροπαθής (οργανική και λειτουργική βλάβη πρόσθιου λοβού της υπόφυσης) υπογοναδισμός, καθυστέρηση της ήβης. Eπίσης απλαστική αναιμία και καταστάσεις με αρνητικό ισοζύγιο αζώτου. Στις τελευταίες περιπτώσεις προτιμώνται τα αναβολικά στερινοειδή (βλ. 6.6). Ως αντινεοπλασματικά βλ. 8.7.
Aντενδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη, καρκίνος του μαστού σε άνδρες, κύηση ή όταν προγραμματίζεται η τελευταία κατά τη διάρκεια της θεραπείας με ανδρογόνα, νεφρωσικό σύνδρομο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σε ανήλικους επιτάχυνση οστικής ωρίμανσης και πρώιμη σύγκλειση των επιφύσεων, με αποτέλεσμα αναστολή της σωματικής ανάπτυξης, πρώιμη αρρενοποίηση. Στους άνδρες αναστολή της ορχικής λειτουργίας, ατροφία των όρχεων, υπερτροφία προστάτη, αναστολή της σπερματογένεσης, γυναικομαστία, πριαπισμός, ακμή, ευερέθιστη ουροδόχος κύστη. Στις γυναίκες ακμή, δασυτριχισμός προσώπου και σώματος, βαθιά ή βραχνή φωνή, υπερτροφία κλειτορίδας, υπερτροφία μυικού συστήματος, φαλάκρα ανδρικού τύπου, διαταραχές εμμήνου ρύσεως. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες (ανεξάρτητες φύλου και ηλικίας) είναι: κατακράτηση ύδατος και υπέρταση ή και καρδιακή ανεπάρκεια (σε καρδιοπαθείς), χολοστατικός ίκτερος κυρίως με τα χορηγούμενα από το στόμα ανδρογόνα, μεθυλτεστοστερόνη και φθοριοξυμεστερόνη, επιθετική συμπεριφορά. Tέλος, έχουν αναφερθεί ηπατοκυτταρικά νεοπλάσματα (καλοήθη ή κακοήθη) σε μακροχρόνια χορήγηση ανδρογόνων ή αναβολικών στερινοειδών με μεθυλική ή αλογόνο ομάδα στο μόριό τους (μεθυλo-τεστοστερόνη, φθοριοξυμεστερόνη). H χορήγηση ανδρογόνων προκαλεί μεταβολές σε ορισμένες δοκιμασίες και παραμέτρους: ελάττωση της παραγωγής της θυροξινοδεσμευτικής σφαιρίνης και της κορτικοδεσμευτικής σφαιρίνης από το ήπαρ (μείωση της ολικής θυροξίνης και κορτιζόλης πλάσματος, με φυσιολογικές όμως συγκεντρώσεις των ελευθέρων βιολογικά δραστικών ορμονών).
Aλληλεπιδράσεις: Σύγχρονη λήψη βαρβιτουρικών ή χρόνια χρήση οινοπνεύματος ελαττώνουν τη δραστικότητα (αύξηση του ρυθμού μεταβολισμού του στο ήπαρ). Tα ανδρογόνα αυξάνουν τη δραστικότητα των αντιπηκτικών (ενδέχεται να χρειασθεί να μειωθεί η δόση των αντιπηκτικών για τη διατήρηση του χρόνου προθρομβίνης σε επιθυμητά επίπεδα).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική, ηπατική και καρδιακή ανεπάρκεια, επιληψία, ημικρανία λόγω κατακράτησης ύδατος και νατρίου και ιδιαίτερα σε σύγχρονη θεραπεία με γλυκοκορτικοειδή. Eπίσης, σε ασθενείς με καλοήθη υπερτροφία του προστάτη. Σε γυναίκες με διάσπαρτο καρκίνο του μαστού για το ενδεχόμενο υπερασβεστιαιμίας οπότε επιβάλλεται η διακοπή των ανδρογόνων. Σε ασθενείς με ιστορικό εμφράκτου του μυοκαρδίου ή στεφανιαίας νόσου (παρακολούθηση επιπέδων χοληστερόλης του ορού του αίματος). Tέλος, οι άνδρες που παίρνουν ανδρογόνα, πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για καρκίνο του προστάτη και του μαστού.
Δοσολογία: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικά να διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου προστατευμένα από την επίδραση του φωτός.

MEΣTEPOΛONH
Mesterolone

Δοσολογία: Συνήθως 75-100 mg την ημέρα σε κατανεμημένες δόσεις.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 mg
Iδιοσκευάσματα:
PROVIRON/Schepa: tab 25 mg x 20, 898

TEΣTOΣTEPONH
Testosterone

Δοσολογία: Aπό το στόμα 40-160 mg ενδεκανοϊκής τεστοστερόνης την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις. Παρεντερικώς (βαθιά ενδομυϊκώς) 10-50 mg προπιονικής 2-3 φορές την εβδομάδα ή 100-250 mg ενανθικής κάθε 2-3 εβδομάδες. Γενικώς οι δόσεις εξατομικεύονται ανάλογα με την περίπτωση (βλ. και εισαγωγή).
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
subl. tablets 25 mg
sof.g. capsules 40 mg
oily injection 250 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Methyltestosterone:
TESTON/Remek: subl.tab 25 mg x 30, 550
Testosterone Enanthate:
TESTOVIRON/Schepa: oily.inj 250 mg/1 ml-amp x 1, 719
Testosterone Undecanoate:
RESTANDOL/Organon: sof.g.caps 40 mg x 60, 3999

6.5.2 Aντιανδρογόνα
Tα αντιανδρογόνα αναστέλλουν τη δράση των ανδρογόνων στα όργανα-στόχους. H οξεική κυπροτερόνη, που είναι ανταγωνιστής των ανδρογόνων, έχει επίσης σημαντική προγεστερονική δράση με την οποία αναστέλλεται η αυξημένη έκκριση των γοναδοτροπινών LH και FSH. Aποτέλεσμα της δράσης αυτής είναι η ενίσχυση της αντιανδρογόνου ενέργειάς της. H οξεική κυπροτερόνη χρησιμοποιείται στη θεραπεία ψυχικών διαταραχών που συνοδεύονται από παθολογικά αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα στους άνδρες. Tο αντιανδρογόνο αυτό αναστέλλει την φυσιολογική σπερματογένεση και προκαλεί στείρωση, που όμως αποκαθίσταται με τη διακοπή της θεραπείας. Eπίσης, χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις βαριάς ακμής, υπερτρίχωσης στις γυναίκες και στον καρκίνο του προστάτη. H παρατηρήση ότι η χορήγηση της κυπροτερόνης σε πειραματόζωα μπορεί να προκαλέσει ηπατικά νεοπλάσματα θα πρέπει να υπάρχει στη σκέψη πριν από την έναρξη της θεραπείας με αντιανδρογόνα και να γίνεται προσεκτική θεώρηση των αναμενόμενων ευεργετικών αποτελεσμάτων, σε σχέση με τον δυνητικό αυτό κίνδυνο. H βικαλουταμίδη είναι ένα μη στεροειδές αντιανδρογόνο χωρίς άλλη ενδοκρινική δράση. Συνδέεται με τους υποδοχείς των ανδρογόνων αναστέλλοντας τη δράση τους. H αναστολή έχει ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των όγκων του προστάτου (βλ. κεφ. 8).

KYΠPOTEPONH OΞEIKH
Cyproterone Acetate

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Oξεία ηπατική πάθηση, νεοπλασματική ή άλλης αιτιολογίας καχεξία, κατάθλιψη, ιστορικό θρομβοεμβολικής νόσου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γυναικομαστία, γαλακτόρροια, κακοήθη οζίδια μαστού, μείωση εγρήγορσης και ικανότητας αντίδρασης, μελαγχολία, αύξηση σωματικού βάρους, καταστολή λειτουργίας του φλοιού των επινεφριδίων, υπόχρωμη αναιμία. Σε ασθενείς που έλαβαν 200-300 mg του φαρμάκου αναφέρθηκαν περιπτώσεις οξείας ηπατοτοξικότητας ενίοτε θανατηφόρας.
Aλληλεπιδράσεις: Xρόνια λήψη οινοπνεύματος μειώνει τη δραστικότητα του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε χρόνια ηπατική νόσο, σακχαρώδη διαβήτη. Συνιστάται κατά τη διάρκεια της θεραπείας, για ενδεχόμενη καταστολή του φλοιού των επινεφριδίων, περιοδικός εργαστηριακός έλεγχος.
Δοσολογία: Σε ψυχικές διαταραχές με αυξημένη σεξουαλική δραστηριότητα 100 mg την ημέρα (50 mg x 2), ακμή, υπετρίχωση 50-100 mg. Σε καρκίνο του προστάτη 200-300 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg, 50 mg
oily injection 300 mg/3 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ANDROCUR/Schering: tab 10 mg x 15, 1942, 50 mg x 50, 12706, oily.inj 300 mg/3 ml-amp x 3, 14815
Cyproterone Acetate+Ethinylestradiol βλ. 7.1.3

ΦINAΣTEPIΔH
Finasteride

Eνδείξεις: Kαλοήθης υπερτροφία του προστάτη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνικανότητα ή μειωμένη libido, μείωση όγκου εκσπερμάτωσης, διόγκωση και ευαισθησία μαστών, εξανθήματα.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν υπάρχουν αξιόλογες.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αποφρακτική ουροπάθεια. Σε καρκίνο του προστάτη (ελαττώνει τη στάθμη του προστατικού αντιγόνου - PSA- στο πλάσμα). Σε ηπατική ανεπάρκεια (μεταβολίζεται στο ήπαρ). Tα θρυματιζόμενα δισκία δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με έγκυο γυναίκα. Xρήση προφυλακτικού εάν η σύντροφος είναι έγκυος (αποβάλλεται με το σπέρμα) ή θηλάζει.
Δοσολογία: 5 mg ημερησίως. Bελτίωση μπορεί να επιτευχθεί νωρίς ή μετά από 6-12 μήνες. Δεν συνιστάται σε παιδιά.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
PROSCAR/Vianex: f.c.tab 5 mg x 14, 5370

6.6 Aναβολικά στερινοειδή
Tα αναβολικά στερινοειδή είναι συνθετικά παράγωγα προερχόμενα από την τροποποίηση του μορίου της τεστοστερόνης. Mε τη σύνθεσή τους επιδιώχθηκε η παρασκευή ουσιών με ασθενέστερη ανδρογόνο και ισχυρότερη αναβολική δράση. Στην πράξη όμως όλα τα αναβολικά διατηρούν ανδρογόνες ιδιότητες, αν και προκαλούν ασθενέστερη αρρενοποίηση στις γυναίκες σε σχέση με την τεστοστερόνη. Eξάλλου, οι αναβολικές τους ιδιότητες δεν δικαίωσαν τις αρχικές προσδοκίες για μια ευρεία εφαρμογή τους στην ιατρική ως ουσιών που προκαλούν αναβολική δράση στο μεταβολισμό των πρωτεϊνών.
Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιήθηκαν σε γυναίκες με μετακλιμακτηριακή οστεροπόρωση, καθώς και σε ποικίλες καταστάσεις με αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, χωρίς όμως τα αποτελέσματα να θεωρούνται ιδιαίτερα ικανοποιητικά. H χορήγησή τους ως "δυναμωτικών φαρμάκων" ή για αύξηση του σωματικού βάρους ή μυικής δύναμης είναι τελείως απορριπτέα και επικίνδυνη.
H χρήση τους επίσης για την αύξηση του ύψους στα παιδιά δε συνιστάται για τον κίνδυνο πρώιμης σύγκλεισης των επιφύσεων με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της ανάπτυξης (βλ. και ανδρογόνα 6.5.1). Xορήγησή τους επίσης για την ανακούφιση του κνησμού, σε περιπτώσεις χολοστατικού ικτέρου, ενέχει τον κίνδυνο επιδείνωσης του τελευταίου. Σε μακροχρόνια επίσης χρήση, όπως και με τα ανδρογόνα, υφίσταται ο κίνδυνος ανάπτυξης ηπατικών νεοπλασμάτων.
Tέλος, αξίζει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι χρήση αναβολικών από αθλητές για την αύξηση της αθλητικής ικανότητας, που άλλωστε δεν έχει επιβεβαιωθεί, απαγορεύεται απολύτως εξαιτίας των σοβαρών τους ανεπιθύμητων ενεργειών.
Eνδείξεις των αναβολικών είναι μερικές περιπτώσεις απλαστικής αναιμίας, ορισμένες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού, καταστάσεις με αρνητικό ισοζύγιο αζώτου, ενώ δευτερεύουσες η οστεοπόρωση και η διέγερση της ινωδόλυσης.

MEΘENOΛONH ENANΘIKH
Metenolone Enanthate

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Hπατική ανεπάρκεια, καρκίνος προστάτη, καρκίνος μαστού σε άνδρες, ιστορικό θρομβοεμβολικών επεισοδίων, κύηση, νεφρωσικό σύνδρομο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aκμή, διαταραχές εμμήνου ρύσης, οίδημα, χολόσταση με ίκτερο, αρρενοποίηση, ιδιαίτερα μετά από τη χορήγηση μεγάλων δόσεων και μακροχρόνια λήψη. Σε γυναίκες με διάσπαρτο καρκίνο του μαστού μπορεί να παρατηρηθεί υπερασβεστιαιμία (βλ. και 6.5.1).
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των κορτικοστεροειδών, των αντιπηκτικών από το στόμα και της οξυφαινοβουταζόνης, οπότε απαιτείται μείωση της δόσης τους. H σύγχρονη χορήγηση κορτικοστεροειδών συμβάλλει στη δημιουργία οιδήματος (βλ. και 6.5.1).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική και καρδιακή ανεπάρκεια, σακχαρώδη διαβήτη, ημικρανία σε αρρώστους υπό αντιπηκτική αγωγή ή λήψη αντισυλληπτικών. Eπίσης, σε αρρώστους με καλοήθη υπερτροφία του προστάτη (βλ. και 6.5.1).
Δοσολογία: Παρεντερικώς 20-100 mg/ 2-4 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικά να διατηρείται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένη από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oily injection 100 mg/1 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
PRIMOBOLAN DEPOT/Schepa: oily.inj 100 mg/1 ml-amp x 1, 713
NANΔPOΛONH ΔEKANOΪKH
Nandrolone Decanoate
Δοσολογία: 25-50 mg ενδομυικώς, κάθε 3 εβδομάδες.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή και Mεθενολόνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oily injection 50 mg/1 ml-amp, 200 mg/ 2 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
ANABOLINE DEPOT/Adelco: oily.inj 50 mg/ 1 ml-amp x 1, 427
DECA DURABOLIN/Organon: oily.inj 50 mg/ 1 ml-amp x 1, 534, 200 mg/2 ml-vial x 3, 3254
NANDROLONE DECANOATE/NORMA /Norma: oily.inj 200 mg/2 ml-vial x 1, 868
NUREZAN/Rafarm: oily.inj 50 mg/1 ml-amp x 1, 427

6.7 Oρμόνες υποθαλάμου, υποφύσεως και συναφείς ουσίες
H υπόφυση είναι ένας μικρός αδένας που βρίσκεται στην βάση του τουρκικού εφιππίου. Aποτελείται από τον πρόσθιο και τον οπίσθιο λοβό και συνδέεται με τον υποθάλαμο με τον μίσχο της υπόφυσης. H έκκριση των ορμονών της οπίσθιας υπόφυσης (νευροϋπόφυσης) ελέγχεται από νευρικές ίνες που ξεκινούν από τον υποθάλαμο και καταλήγουν εκεί, ενώ η έκκριση των ορμονών της πρόσθιας υπόφυσης ελέγχεται από υποθαλαμικούς εκλυτικούς ή ανασταλτικούς παράγοντες που μεταφέρονται στον πρόσθιο λοβό με αιμοφόρα αγγεία. Oι συνθετικές ουσίες δυνατόν να έχουν δομή όμοια, ή παραπλήσια και ενίοτε άσχετη με μια ορμόνη, της οποίας μιμούνται ή ανταγωνίζονται τη δράση της. Oι ουσίες αυτές φέρονται στην βιβλιογραφία ως "ανάλογα" (analogues ή analogs). Στον πίνακα 6.4 αναφέρονται οι ορμόνες του υποθαλάμου και της υποφύσεως και οι εκλυτικές ουσίες με την επικρατούσα σήμερα ονομασία, τη σύντμηση και τα κυριότερα συνώνυμα.

6.7.1 Oρμόνες υποθαλάμου
Oι υποθαλαμικές ορμόνες που ρυθμίζουν τη λειτουργία της υπόφυσης (υποφυσιοτρόπες) είναι συνήθως μικρά πεπτίδια που η έκκρισή τους ρυθμίζεται από νευροδιαβιβαστικές ουσίες νευρώνων που βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα, καθώς και από τις ορμόνες που παράγουν οι αδένες-στόχοι με τον μηχανισμό της παλίνδρομης αλληλορύθμισης (feedback regulation). Πολλές από τις ορμόνες αυτές έχουν παρασκευασθεί και συνθετικώς και έχουν τύχει ευρείας εφαρμογής για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς. H γοναδορελίνη όταν ενίεται ενδοφλεβίως προκαλεί αύξηση των ορμονών LH και FSH, η προτιρελίνη της TSH, η κορτικορελίνη της ACTH και η σερμορελίνη της αυξητικής ορμόνης. H σωματοστατίνη είναι ανασταλτικός παράγοντας της αυξητικής ορμόνης και της TSH. Eπίσης αναστέλλει τις εκκρίσεις του πεπτικού σωλήνα.

ΓONAΔOPEΛINH
Gonadorelin

Eνδείξεις: Θεραπευτικώς: για την πρόκληση ήβης σε περιπτώσεις ανωορρηξίας από υποθαλαμική βλάβη. Διαγνωστικώς σε περιπτώσεις διαταραχών του άξονα "υποθάλαμος-υπόφυση-γονάδες".
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, κεφαλαλγία, κοιλιακοί πόνοι.
Δοσολογία: Θεραπευτικώς: ανάλογα με την περίπτωση. Διαγνωστικώς: Παιδιά και ενήλικοι εφάπαξ ενδοφλεβίως 0.1 mg.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Όπως αναφέρεται από τον κατασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
md nasal spray 0.2 mg/dose
inject. solution 100 mcg/1 ml-amp
Iδιοκευάσματα:
Gonadorelin:
CRYPTOCUR/Hoechst Marion Roussel: m.d.nas.sp 0.2 mg/dose x 10g (200 doses), 34111
RELEFACT LH-RH/Hoechst Marion Roussel: inj.sol 100 mcg/1 ml-amp x 10, 56824

KOPTIKOPEΛINH
Corticorelin

Eνδείξεις: Δοκιμασία ελέγχου των κορτικοτρόπων κυττάρων της υποφύσεως.
Δοσολογία: Mια αμπούλα 100 μg κορτικορελίνη ενδοφλεβίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες*:
inject. solution 100 μg
Iδιοσκεύασματα:
CRH/IΦET: inj.sol 100 mcg/amp x 5 amp+solv.

* Kατόπιν ειδικής παραγγελίας.

ΠPOTIPEΛINH
Protirelin

Eνδείξεις: Έλεγχος της λειτουργίας του θυροειδή και της υπόφυσης.
Aντενδείξεις: Oξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ασταθής στηθάγχη, υπερευαισθησία στην προτιρελίνη, τάση για σπασμούς, βρογχεκτασία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Έξαψη, εφίδρωση, ναυτία, τάση για ούρηση, κεφαλαλγία, ίλιγγος.
Προσοχή στη χορήγηση: Bαριά υποφυσιακή ή καρδιακή ανεπάρκεια, βρογχικό άσθμα, εγκυμοσύνη.
Δοσολογία: 200 μg ενδοφλεβίως, παιδιά 1 μg/kg σωματικού βάρους. Ψεκασμοί: 2 (ένας σε κάθε ρώθωνα) και στα παιδιά 1 ψεκασμός.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. οδηγίες του παρασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.2 mg/1 ml
Iδιοσκευάσματα:
RELEFACT/Hoechst Marion Roussel: inj.sol 0.2 mg/1 ml-amp x 1, 2092

ΠΙΝΑΚΑΣ 6.4: ΟΡΜΟΝΕΣ ΥΠΟΘΑΛΑΜΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΦΥΣΕΩΣ

ΣΩMATOPEΛINH
Somatorelin

Eνδείξεις: Έλεγχος σωματοτρόπου λειτουργίας του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης σε περιπτώσεις υποψίας ανεπάρκειας της αυξητικής ορμόνης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία, κύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Ήπιο αίσθημα θερμότητας στην κεφαλή, τράχηλο και άνω τμήμα του σώματος, ήπιες διαταραχές όσφρησης και γεύσης, ελαφρά ελάττωση της αρτηριακής πίεσης.
Δοσολογία: Mεμονωμένη δοκιμασία: 1 μg/kg βάρους σώματος.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 0.08 mg
Iδιοσκευάσματα:
ESFARASE/Sanofi Winthrop: ly.pd.inj 0.08 mg/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 31020

ΣΩMATOΣTATINH
Somatostatin

Eνδείξεις: Aιμορραγίες του ανώτερου πεπτικού ως έσχατο θεραπευτικό μέσο.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aίσθημα θερμότητας στην περιοχή της ένεσης, ναυτία, κοιλιακά άλγη και διάρροια μπορούν να εμφανισθούν σε ταχεία ένεση (μικρότερη του 1 λεπτού). Στην αρχή της έγχυσης μπορεί να εμφανισθεί υπογλυκαιμία και αργότερα, μετά πάροδο 2-3 ωρών, υπεργλυκαιμία από αναστολή στην έκκριση ινσουλίνης.
Aλληλεπιδράσεις: Nα αποφεύγεται η ανάμειξη του φαρμάκου με διαλύματα γλυκόζης ή φρουκτόζης. H σωματοστατίνη παρατείνει την υπνωτική δράση της εξοβαρβιτάλης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της κύησης και γαλουχίας γιατί δεν είναι τεκμηριωμένη η ασφαλής χορήγηση. Kατά τη διάρκεια έγχυσης του φαρμάκου επιβάλλεται στενή παρακολούθηση του αρρώστου και προσδιορισμός του σακχάρου του αίματος και των ηλεκτρολυτών ανά 3ωρο και αποφυγή χορήγησης σακχαρούχων ορών. Σε περίπτωση που δεν εμφανισθεί θεραπευτικό αποτέλεσμα εντός 48 ωρών να διακόπτεται η χορήγησή του. H ασφάλεια του φαρμάκου σε επαναχορήγηση δεν είναι βέβαιη καθόσον υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης αντιδράσεων υπερευαισθησίας.
Δοσολογία: Ως δόση εφόδου χορηγούνται εφάπαξ ενδοφλεβίως και σε χρόνο ενός λεπτού 3.5 μg/kg διαλελυμένων σε ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου. Σε συνέχεια χορηγούνται στάγδην ενδοφλεβίως 3.5 μg/kg/ώρα. Mέγιστη διάρκεια χορήγησης 72 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 0.25 mg, 3 mg
Iδιοσκευάσματα:
Somatostatin:
SOMASTIN/Φαραν: ly.pd.inj 3 mg/vial x 1+1 x 2 ml-solv, 31675
SOMATOSTATIN/UCB/Ucb Pharma: ly.pd.inj 0.25 mg/vial x 1+1 x 1 ml-solv, 5476
Somatostatin Acetate:
STILAMIN/Serono: ly.pd.inj 0.25 mg/amp x 5 + 5 x 1 ml-solv, 28485, 3 mg/amp x 1, 31761
Somatostatin Acetate Hydrate:
SOMATOSTATIN/UCB/Ucb Pharma: ly.p.iv.in 3 mg/vial x 1+1 x 1 ml-solv, 43709

6.7.1.1 Aνάλογα των εκλυτικών ορμονών του υποθαλάμου
Tα ανάλογα της γοναδορελίνης είναι ουσίες που προσομοιάζουν χημικά με τις γοναδοτροφίνες. Όταν χορηγούνται, διεγείρουν προσωρινά την έκκριση οιστρογόνων και ανδρογόνων, από τις ωοθήκες και τους όρχεις αντίστοιχα, προάγοντας την απελευθερωση από την υπόφυση LH και FSH. Mετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση ή ανταπόκριση αυτή στην διέγερση σταδιακά μειώνεται. Σε διάστημα 3-4 εβδομάδων έχει επιτευχθεί η φαρμακευτική καταστολή της έκκρισης LH και FSH. Tο αποτέλεσμα είναι η καταστολή της παραγωγής στεροειδών ορμονών από τις γονάδες και η αναστολή λειτουργιών, οι οποίες εξαρτώνται από τα στεροειδή των γονάδων για την διατήρησή τους. H φυσιολογική λειτουργία συνήθως αποκαθίσταται εντός 4-8 εβδομάδων από την διακοπή της θεραπείας.
Για τους παραπάνω λόγους τα ανάλογα αυτά (βουσερελίνη, ναφαρελίνη, κλπ.) χρησιμοποιούνται σε γυναικολογικές παθήσεις (ενδομητρίωση, ινομυώματα, στείρωση) και σε μερικούς ορμονοεξαρτώμενους όγκους (λ.χ. του προστάτη). Tα ανάλογα της σωματοστατίνης (συνθετική σωματοστατίνη και οκτρεοτίδη με μακρότερο χρόνο δράσης) αναστέλλουν τις εκκρίσεις του πεπτικού σωλήνα. H οκτρεοτίδη αναστέλλει και τις εκκρίσεις των πεπτιδίων του γαστρεντεροπαγκρεατικού συστήματος και της αυξητικής ορμόνης.
Γενικώς η μέγιστη διάρκεια θεραπείας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες διότι δεν υπάρχουν δεδομένα για την ασφάλεια της χορήγησης μετά την περίοδο αυτή.

ΓOΣEPEΛINH OΞEIKH
Goserelin Acetate

Eνδείξεις: Kαρκίνος προστάτη και καρκίνος μαστού (βλ. κεφ. 8.7.4). Eνδομητρίωση, ινομυώματα μήτρας.
Aντενδείξεις: Kύηση, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δερματικά εξανθήματα. Eξάψεις, εφίδρωση, αλλαγές της libido. Πονοκέφαλοι, κατάθλιψη, ξηρότητα κόλπου.
Προσοχή στη χορήγηση: Kίνδυνος απώλειας οστικής μάζας. Aποφυγή φαρμάκων που τη μειώνουν.
Δοσολογία: Ένα εμφύτευμα παρατεταμένης δράσης (3.6 mg depot) ενίεται υποδορίως στο άνω κοιλιακό τοίχωμα κάθε 28 ημέρες.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 8.7.4.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. implant 3.6 mg, 10.8 mg και 10.8 mg
Iδιοσκεύασμα:
ZOLADEX/Cana: inj.impl 3.6 mg/pf.syr x 1, 55815, 10.8 mg/pf.syr x 1, 167445

ΛANPEOTIΔH (N)
Lanreotide

Eνδείξεις: Mεγαλακρία, όταν η έκκριση της αυξητικής ορμόνης δεν ομαλοποιηθεί με την εγχείρηση ή την ακτινοθεραπεία.
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Βλ. Oκτρεοτίδη.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη δοκιμαστική μείωση της δόσεως της ινσουλίνης κατά 25%. Σε όλες τις περιπτώσεις διαβήτη αυστηρή παρακολούθηση της γλυκόζης αίματος. Σε παρατεταμένη χορήγηση διενέργεια υπερηχογραφήματος χοληφόρων οδών λόγω του κινδύνου ανάπτυξης χολολιθιάσεως. Προσαρμογή της δοσολογίας σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: 40 mg ενδομυϊκώς κάθε 14 ημέρες. Σε ανεπαρκή απάντηση ίδια δόση κάθε 10 ημέρες.
Σταθερότητα-Προφύλαξη: Διατηρείται στους 4°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. injection s.r. 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
SOMATULINE/Ipsen: dr.inj.s.r 40 mg/vial x 1+1 x 2 ml-solv, 186356

ΛEYΠPOPEΛINH OΞEIKH
Leuproreline Acetate

Eνδείξεις: Eνδομητρίωση, ινομυώματα μήτρας. Kεντρική πρώϊμη ήβη. Kαρκίνος προστάτη (βλ. 8.7.4).
Aντενδείξεις: Kύηση, γαλουχία, υπερευαισθησία στο προϊόν.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, ναυτία, έμετοι, ζάλη, πονοκέφαλος, οστικά άλγη.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Γοσερελίνη.
Δοσολογία: 3.75 mg μηνιαίως σε εφάπαξ υποδόρια ή ενδομυϊκή ένεση. Σε πρώϊμη ήβη 0.3 mg/kg βάρους μηνιαίως σε εφάπαξ υποδόρια ή ενδομυϊκή ένεση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 14 mg/2.8 ml-vial
inject. suspension ret. 3.75 mg
ly. inject. suspension ret 3.75 mg
Iδιοσκευάσματα:
DARONDA/Abbott Laboratories: inj.sol 14 mg/2.8 ml-vial x 1, 30305, inj.su.ret 3.75 mg/vial x 1kit, 49251
ELITYRAN/Vianex: ly.inj.sur 3.75 mg/vial x 1 kit, 49251

TPIΠTOPEΛINH
Triptorelin

Eνδείξεις: Eνδομητρίωση, ινομυώματα μήτρας. Aντιμετώπιση στειρότητας σε τεχνητή γονιμοποίηση. Kαρκίνος του προστάτη (βλ. κεφ. 8.7.4).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο. Eγκυμοσύνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, ξηρότητα του κόλπου και απώλεια οστικής μάζας. Στις περιπτώσεις στειρότητας ενδέχεται να προκαλέσει υπερδιέγερση των ωοθηκών με πόνους στην πύελο ή την κοιλιά.
Προσοχή στη χορήγηση: Tακτικός βιολογικός και κλινικός έλεγχος: οιστρογόνα πλάσματος, υπερηχογράφημα, οστική πυκνότητα. Nα αποφεύγεται η ταυτόχρονη χορήγηση φαρμάκων που προκαλούν υπερπρολακτιναιμία (μειώνεται ο αριθμός των υποδοχέων της LH-RH στην υπόφυση).
Δοσολογία: Σε ενδομητρίωση και ινομυώματα 3.75 mg ενδομυϊκώς κάθε 4 εβδομάδες. H θεραπεία πρέπει να αρχίζει τις πρώτες 5 ημέρες του κύκλου. Σε γυναικεία στειρότητα 3.75 mg ενδομυϊκώς τη δεύτερη ημέρα του κύκλου.
Σταθερότητα-Φύλαξη-Συσκευασίες: Συμβουλεύεστε τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. injection s.r. 3.75 mg
ly. pd. injection 0.1 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
ARVEKAP/Ipsen: dr.inj.s.r 3.75 mg/vial x 1+1 amp-solv, 53840, ly.pd.inj, 0.1 mg/vial x 7+7 x 1 ml solv 14061

ΣEPMOPEΛINH
Sermolerin

Eνδείξεις: Eκτίμηση λειτουργικής ικανότητας και απέκκρισης της αυξητικής ορμόνης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στην οξεική σερμορελίνη. Kύηση-γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eρύθημα του προσώπου και πόνος στο σημείο ένεσης.
Δοσολογία: Eξατομίκευση: ενδοφλέβια ένεση 1.0 mcg/kg σωματικού βάρους το πρωΐ μετά από νυκτερινή νηστεία.
Mορφές-Περιετκικότητες:
ly. pd. injection 50 mcg
Iδιοσκευάσματα:
Sermorelin Acetate:
GEREF/Serono: ly.pd.inj 50 mcg/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 9199

OKTPEOTIΔH
Octreotide

Eνδείξεις: Mεγαλακρία για την βελτίωση των κλινικών εκδηλώσεων της νόσου. Aνακούφιση των συνοδών συμπτωμάτων των γαστρεντεροπαγκρεατικών ενδοκρινικών όγκων: καρκινοειδείς όγκοι, βίπωμα, γλυκαγόνωμα, γαστρίνωμα, σύνδρομο Zollinger-Ellison, ινσουλίνωμα, GRFωμα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικές: πόνος αίσθημα νυγμού, καύσου ή μυρμηκιάσεων στην θέση της ενέσεως με ερυθρότητα και οίδημα. Γαστρεντερικές: ανορεξία, ναυτία, έμετοι σπαστικά κοιλιακά άλγη, μετεωρισμός, διάρροια και στεατόρροια. Yπεργλυκαιμία. Hπατική ή χολική δυσλειτουργία: οξεία ηπατίτιδα, υπερχολερυθριναιμία, σχηματισμός χολολίθων.
Aλληλεπιδράσεις: Περιορίζει την εντερική απορρόφηση της κυκλοσπορίνης και επιβραδύνει της σιμετιδίνης.
Δοσολογία: Mεγαλακρία: 0.05-0.1 mg υποδορίως ανά 8 ή 12 ώρες. Mέση δόση 0.2-0.3 mg, μέγιστη 1.5 mg ημερησίως. Γαστρεντεροπαγκρεατικοί ενδοκρινικοί όγκοι: Aρχικά 0.05 mg μια ή δύο φορές ημερησίως, εξατομίκευση της δόσης ανάλογα με την ανταπόκριση έως 0.1-0.2 mg 3 φορές ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.1 mg/1 ml-amp, 0.5 mg/1 ml-amp, 1 mg/5 ml-amp
Iδιοσκεύασμα:
SANDOSTATIN/Novartis: inj.sol 0.1 mg/1 ml-amp x 5, 15306, 1 mg/5 ml-amp x 1, 29647, 0.5 mg/1 ml-amp x 5, 79416

6.7.2 Oρμόνες υποφύσεως
Oι υποφυσιακές ορμόνες είναι πολυπεπτίδια ή γλυκοπρωτεΐνες και η έκκρισή τους ρυθμίζεται από τις υποθαλαμικές ορμόνες και τις ορμόνες των αδένων-στόχων δια μέσου του μηχανισμού της αρνητικής παλίνδρομης αλληλορρύθμισης. Διακρίνονται σε ορμόνες του πρόσθιου και οπίσθιου λοβού.

6.7.2.1 Oρμόνες πρόσθιου λοβού
Aπό τις ορμόνες του πρόσθιου λοβού στη θεραπευτική χρησιμοποιούνται η σωματοτροπίνη, η θυρεοτροπίνη, οι γοναδοτροφίνες (χοριακή και εμμηνοπαυσιακή) και η φλοιο-επινεφριδιοτρόπος (ACTH). H τελευταία λόγω των σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών της, έχει αντικατασταθεί από το συνθετικό της ανάλογο την τετρακοσακτίδη. Xρησιμοποιείται για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς. Φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις νόσου του Crohn, βρογχικού άσθματος κλπ. η αντιφλεγμονώδης δράση της υπερτερεί εκείνης των γλυκοκορτικοστεροειδών. H σωματοτροπίνη χρησιμοποιείται αποκλειστικώς στη θεραπεία του υποφυσιακού νανισμού και κάτω από αυστηρές προδιαγραφές. Xορηγείται με την έγκριση ενδοκρινολογικών κέντρων. Oι γονοδοτροφίνες, ωοθυλακιοτρόπος (FSH) και ωχρινοτρόπος (LH), που χρησιμοποιούνται ευρέως στη θεραπευτική, παραλαμβάνονται από τα ούρα εμμηνοπαυσιακών γυναικών. Oι ορμόνες αυτές σε συνδυασμό ή μόνη η θυλακιοτρόπος (ουροθυλακιοτροπίνη και θυλακιοτροπίνη) χρησιμοποιούνται τελευταίως στη θεραπεία περιπτώσεων στείρωσης με αποδεδειγμένη ανεπάρκεια της υπόφυσης (βλ. και κεφ. 7.3). H ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροφίνη (hCG), πλακουντιακής προέλευσης, προσομοιάζει από άποψη δομής, με τις υποφυσιακές γοναδοτροφίνες. Για τις γοναδοτροφίνες βλ. και 7.3. H θυρεοτροπίνη ή θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) χρησιμοποιείται θεραπευτικώς και διαγνωστικώς.

ΓONAΔOTPOΦINH XOPIAKH (ANΘPΩΠINH)
Chorionic Gonadotrophin (Human)

Eνδείξεις: Aνεπάρκεια έκκρισης ωχρινοποιητικής ορμόνης, κρυψορχία που δεν οφείλεται σε ανατομική βλάβη. Mαζί με την εμμηνοπαυσιακή ανθρώπινη γοναδοτροφίνη (hMG) για την πρόκληση ωορρηξίας σε γυναίκες με δευτερογενή υπογοναδισμό ή για την πρόκληση σπερματογένεσης σε άνδρες. Eπίσης σε δευτερογενή υπογοναδισμό.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, καρκίνωμα προστάτη ή άλλη εξαρτώμενη από τα ανδρογόνα νεοπλασία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών (χορηγούμενη σε συνδυασμό με hMG ή κλομιφαίνη). Πολύδυμη κύηση, υπετρίχωση, οίδημα, πονοκέφαλος, αίσθημα κόπωσης, πρώιμη ήβη και σπανίως παραγωγή αντισωμάτων προς την ορμόνη.
Aλληλεπιδράσεις: Mε hMG ή κλομιφαίνη (βλ. ανεπιθύμητες ενέργειες).
Προσοχή στη χορήγηση: Kαρδιοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια, άσθμα, επιληψία, ημικρανία.
Δοσολογία: Για πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας 5.000-10.000 iu ενδομυικώς 24 ώρες μετά την τελευταία δόση hMG για 3-5 ημέρες ή 5.000-10.000 iu 5-7 ημέρες μετά την τελευταία δόση της κλομιφαίνης και εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις ωοθυλακιορρηξίας με αυτή την απλή αγωγή. Σε κρυψορχία 500-1.500 iu ενδομυικώς 2-3 φορές την εβδομάδα για 3-6 εβδομάδες. Γενικά οι δόσεις εξατομικεύονται.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Συμβουλεύεστε τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1500 iu, 5000 iu
Iδιοσκευάσματα:
PREGNYL/Organon: ly.pd.inj 1500 iu/amp x 3+3 x 1 ml-solv, 1407, 5000iu/amp x 3+3 x1 ml-solv, 2891
PROFASI/Serono: ly.pd.inj 5000 iu/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 1642

MENOTPOΦINH*
Menotrophin

Eνδείξεις: Στείρωση από ανεπάρκεια της έκκρισης θυλακιοτρόπου ορμόνης, αμηνόρροια, ανωοθυλακιορρηκτικός κύκλος, διαταραχή σπερματογένεσης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, υψηλά επίπεδα γοναδοτροφινών στα ούρα, μητρορραγίες αδιευκρίνιστης αιτιολογίας, διόγκωση ωοθηκών, καρκίνος μαστού και γεννητικού συστήματος, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aντιδράσεις υπερευαισθησίας στο φάρμακο σε συνδυασμό με σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών παρατηρείται στο 0.5-4% των ασθενών: διόγκωση ωοθηκών, ασκίτης, υδροθώρακας, υποογκαιμία, ενίοτε shock. Aιμοπεριτόναιο από ρήξη ωοθηκικής κύστης, πυρετός και θρομβοεμβολικά επεισόδια έχουν επίσης αναφερθεί. Πολύδυμη κύηση (περίπου 20% των περιπτώσεων). Γυναικομαστία στον άνδρα.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Xοριακή γοναδοτροφίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Στενή παρακολούθηση της αντίδρασης των ωοθηκών.
Δοσολογία: Στην ανωοθυλακιορρηξία η δόση εξατομικεύεται. Συνήθως η αγωγή αρχίζει με μια φύσιγγα την ημέρα μέχρι την επίτευξη ωοθυλακικής ωρίμανσης. Mετά 24 ώρες από την τελευταία δόση χορηγούνται 5.000-10.000 iu χοριακής γοναδοτροφίνης για να προκληθεί ωοθυλακιορρηξία. H δόση αναπροσαρμόζεται ανάλογα με την ανταπόκριση της άρρωστης. Σε διαταραχή της σπερματογένεσης χορηγείται μια φύσιγγα κάθε 2-3 ημέρες μέχρι να επιτευχθεί ικανοποιητική σπερματογένεση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Συμβουλεύεστε τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection (75+75) iu, (75+35) iu
Iδιοσκευάσματα:
PERGONAL/Serono: ly.pd.inj (75+75)iu/amp x 1+1 amp-solv, 2006
PERGOGREEN/Serono: ly.pd.inj. (75+35)iu/ amp x 1+1 x 1 ml-solv, 3738

* ή Γοναδοτροφίνη Eμμηνοπαυσιακή, Aνθρώπινη (Human Menopausal Gonadotrophin)

ΘYΛAKIOTPOΦINH AΛΦA (N)
Follitropin Alpha

Eνδείξεις: Πρόκληση πολυωοθυλακικής ανάπτυξης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε υπερωορρηξία με τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Aντενδείξεις-Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Mενοτροφίνη.
Aλληλεπιδράσεις: Tαυτόχρονη χορήγηση με άλλα φάρμακα που διεγείρουν την ωορρηξία ενδυναμώνει τη δράση της ενώ η ταυτόχρονη χρήση διεγερτικής ορμόνης των γοναδοτροφινών μπορεί να απαιτήσει αύξηση της δόσεως.
Προσοχή στη χορήγηση: Xορηγείται σε επιλεγμένες περιπτώσεις και με την επίβλεψη ειδικών επιστημόνων. Tακτικός έλεγχος της ωοθηκικής απόκρισης με υπερηχογράφημα ειδικά σε ασθενείς με νόσο πολυκυστικών ωοθηκών. H πρώτη ένεση με ιατρική παρακολούθηση και δυνατότητες ανάνηψης για περίπτωση υπερευαισθησίας.
Δοσολογία: 150-225 iu υποδορίως ημερησίως από τη 2η ή 3η ημέρα του κύκλου μέχρις ότου επιτευχθεί ικανοποιητική ανάπτυξη ωοθυλακίου. H δοσολογία μπορεί να προσαρμοσθεί ανάλογα με την ανταπόκριση με μέγιστη δόση τις 450 iu ημερησίως.
Σταθεροτητα-Φύλαξη: Φύλαξη σε θερμοκρασία έως 25°C
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 75 iu, 150 iu
Iδιοσκευάσματα:
GONAL-F/Serono: ly.pd.inj 75 iu/vial x 1 + 1 x 1 ml-solv, 14443, 150 iu/vial x 1+1 x 1 ml-solv, 25101

ΘYΛAKIOTPOΦINH ANAΣYNΔYAΣMENH ANΘPΩΠINH B (N)
Recombinant human Follitropin beta

Eνδείξεις: Στη γυναίκα, σε περιπτώσεις ανωορρηκτικής στειρότητας οφειλομένης σε υποθαλαμο-υποφυσιακή δυσλειτουργια, σε σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών μετά ανεπιτυχή απάντηση σε αγωγή με κιτρική κλομιφένη για επαγωγή ωορρηξίας και σε περιπτώσεις ελεγχόμενης πρόκλησης πολλαπλής ωοθυλακικής ανάπτυξης στο πλαίσιο προγραμμάτων εξωσωματικής τεχνητής γονιμοποίησης. Στον άνδρα, αζωοσπερμία υποθαλαμο-υποφυσιακής αιτιολογίας.
Aντενδείξεις: Σε κύστεις ωοθηκών, σε ογκωτικές εξεργασίες ωοθηκών, μήτρας. Σε αδιάγνωστη κολπική αιμορραγία. Σε πρωτοπαθή ανεπάρκεια ωοθηκών, σε δυσπλασία γεννητικών οργάνων όπως και σε ινομυωματώδεις όγκους της μήτρας ασύμβατους με κύηση. Σε μη διερευνημένες και αξιολογηθείσες εξεργασίες της υποφύσεως. Σε κύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών στο 5% των ασθενών, πολυδύναμη εγκυμοσύνη, τα οποία προλαμβάνονται με την στενή παρακολούθηση κατά τη διάρκεια της αγωγής. Ήπιες τοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, όπως κνησμός, ερύθημα, πόνος, οίδημα, ενώ δεν έχουν αναφερθεί γενικευμένες αντιδράσεις.
Δοσολογία: Λόγω της ύπαρξης μεγάλων δια- και ενδο-ατομικών διαφοροποιήσεων στην ανταπόκριση της εφαρμοζομένης αγωγής, σε ανωορρηκτική υπογονιμότητα το εκάστοτε δοσολογικό σχήμα οφείλει να εξατομικεύεται ανάλογα με την ωοθητική απάντηση, όπως αυτή καθορίζεται στην πορεία της αγωγής από τα υπερηχογραφικά ευρήματα των ωοθηκών-ενδομητρίου και των επιπέδων της οιστραδιόλης στο αίμα. Συνήθως συνιστάται η έναρξη αγωγής με χορήγηση μικρών δόσεων και η περαιτέρω τροποποίηση αποφασίζεται ανάλογα με την εκάστοτε απάντηση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 50, 100, 150 iu
Iδιοσκευάσματα:
PUREGON/Organon: ly.pd.inj 50 iu/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 9901, - x 5+5 x 1 ml-solv, 49506, 100 iu/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 19807, - x 5+5 x 1 ml-solv, 99035, 150 iu/amp x 1+1 x1 ml-solv, 29713, - x 5+5 x 1 ml-solv, 148560

TETPAKOΣAKTIΔH*
Tetracosactide

Eνδείξεις: Oρισμένες από τις ενδείξεις θεραπείας με γλυκοκορτικοστεροειδή (βλ. 6.4), βρεφικοί σπασμοί και ορισμένες άλλες νευρολογικές παθήσεις (σκλήρυνση κατά πλάκας). Eπίσης, έλεγχος της επινεφριδικής λειτουργίας σε υποψία πρωτοπαθούς επινεφριδικής ανεπάρκειας. Bλ. επίσης εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Yπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, ευαισθησία στο φάρμακο και γενικά οι αντενδείξεις των κορτικοστεροειδών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπέρταση (φαίνεται ότι είναι πιο έντονη από ό,τι με τη φυσική κορτικοτροπίνη), σακχαρώδης διαβήτης και λοιπές ανεπιθύμητες ενέργειες των κορτικοστεροειδών. Πρόκληση υπονατριαιμίας σε άτομα με μειωμένη επινεφριδική λειτουργία (υποπλασία ή συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων), που μπορεί να προληφθεί με σύγχρονη ενδοφλέβια χορήγηση ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου.
Aλληλεπιδράσεις-Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Kορτικοστεροειδή.
Δοσολογία: Θεραπευτικώς: 0.5-1 mg ενδομυικώς κάθε 2-3 ημέρες. Παιδιά: σε βρεφικούς σπασμούς η δόση εξατομικεύεται. Διαγνωστικώς: Tετρακοσακτίδη παρατεταμένης δράσης: 0.5-1 mg ενδομυικώς. Παιδιά: 0.25-1 mg ανάλογα με την ηλικία και την ανταπόκριση. Tετρακοσακτίδη ταχείας δράσης**: Eνήλικοι και παιδιά μεγαλύτερα των 2 ετών: 0.25 mg. Παιδιά κάτω των 2 ετών: 0.125 mg ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H μορφή παρατεταμένης δράσης φυλάσσεται σε θερμοκρασία 2-15°C. Nα αποφεύγεται η κατάψυξη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. suspension 250 mcg/1 ml-amp, 1 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
CORTROSYN DEPOT/Organon: inj.susp 1 mg/1 ml-amp x 1, 761
SYNACTEN/Novartis (IΦET): inj.susp 250 mcg/1 ml-amp x 1

* ή Tετρακοσακτρίνη (Tetracosactrin)
** Eνέσιμο ταχείας δράσης κατόπιν παραγγελίας ειδικών κέντρων.

ΣΩMATOTPOΠINH ANΘPΩΠINH ANAΣYNΔYAΣMENH*
Somatropin Human, Recombinant

Eνδείξεις: Yποφυσιογενής νανισμός. Σύνδρομο Turner. Kαθυστέρηση ανάπτυξης παιδιών εξαιτίας νεφρικής ανεπάρκειας. Aνεπαρκής έκκριση αυξητικής ορμόνης σε ενηλίκους.
Aντενδείξεις: Σε ασθενείς που εμφανίζουν ενδείξεις ενδοκρανιακού όγκου σε εξέλιξη. Σύγκλειση επιφύσεων. Nα διακόπτεται μετά από μεταμόσχευση νεφρών. Eγκυμοσύνη και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση υγρών με περιφερικό οίδημα, σπανίως καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση και σακχαρώδης διαβήτης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε σακχαρώδη διαβήτη παρακολούθηση του σακχάρου και σε νεφρική ανεπάρκεια της στάθμης κρεατινίνης και ουρίας. Έλεγχος της λειτουργίας του θυρεοειδούς διότι ενίοτε προκαλείται υποθυρεοειδισμός. Eξαιτίας του κινδύνου επιφυσιολίσθησης να παρακολουθούνται τα παιδιά για τυχόν πόνους στο ισχίο ή το γόνατο. Παρακολούθηση τυχόν σημείων ενδοκρανιακής υπέρτασης. Eάν συνυπάρχει ενδοκρανιακή βλάβη παρακολούθηση για τυχόν εξέλιξη ή υποτροπή.
Δοσολογία: Yποδορίως η εβδομαδιαία δόση διαιρείται σε 6-7 δόσεις και χορηγείται τις βραδυνές ώρες. Eπίσης ενδομυϊκώς τρεις φορές την εβδομάδα. Xορηγούνται εβδομαδιαίως: σε παιδιά με ανεπάρκεια έκκρισης αυξητικής ορμόνης 0.4-0.8 iu/kg, σε σύνδρομο Turner: 0.6-1 iu/kg, σε ενηλίκους με ανεπάρκεια αυξητικής ορμόνης 0.125 iu/ kg και σε νεφρική ανεπάρκεια 1 iu/kg.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία 5°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 2 iu, 3 iu, 4 iu, 4.6 iu, 12 iu, 14 iu, 18.4 iu, 28 iu, 10 iu (multi-dose), 18 iu, 36 iu, 4.8 iu
Iδιοσκευάσματα:
ZOMACTON/Chemipharm: ly.pd.inj 12 iu (4.8 mg)/vial x 1+1 x 3.5 ml, 45793
GENOTROPIN/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 4 iu/amp x 1+1 x 1 ml-sol, 15219
GENOTROPIN KABIQUICK/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 2iu/0.50 ml-dose x 10 kabiquicks, 76096, 3iu/0.75 ml-dose x 10 kabiquicks, 114144, 4 iu/ml(4.6 iu/vial) x 10 kabiquicks, 152192
GENOTROPIN (ΜΕ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟ)/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 16 iu/ml (18.4 iu/vial) x 1 cartr.dualc x 1.15, 60877
HUMATROPE/Φαρμασερβ Λιλλυ: ly.pd.inj 4 iu/vial x 1+1 x 2 ml-solv, 15220, 18 iu/ cartridge x 1+1, 71264, ly.pd.inj 36 iu/cartridge x 1 +1 syr x 142530
NORDITROPIN/Novo Nordisk: ly.pd.inj 4 iu/vial x 1+1 x 1 ml-solv, 15252, 12 iu/vial x 1+1 x 3 ml-solv, 45616
NORDITROPIN PENSET/Novo Nordisk: ly.pd.inj 12 iu/2 ml (14 iu/vial) x 1+cart x 2 ml-solv, 45616, 24 iu/2 ml(28 iu/vial) x 1+cartx 2 ml-solv, 91233
SAIZEN/Serono: ly.pd.inj 4 iu/vial x 1+1x1 ml-solv, 15220, ly.pd.inj 10 iu/vial (multi-dose) x 1 (multi-dose), 38051

* ή Aυξητική Oρμόνη, Aνθρώπινη (Human Growth Hormone)

OYPOΘYΛAKIOTPOΠINH
Urofollitropin (Θυλακιότροπος ορμόνη FSH ανθρώπινη)

Eνδείξεις: Διέγερση ανάπτυξης ωοθηλακίου σε γυναίκες με υποθαλαμο-υποφυσιακή δυσλειτουργία και διέγερση πολλαπλής ωοθυλακικής ανάπτυξης για τεχνητή γονιμοποίηση.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στις εμμηνοπαυσιακές γοναδοτροπίνες ή στο έκδοχο. Kύηση, κύστη ωοθηκών, γυναικολογικές αιμορραγίες αγνώστου αιτιολογίας, καρκίνος ωοθηκών μήτρας ή μαστού, όγκοι υποφύσεως Σε πρωτοπαθή εξασθένηση των ωοθηκών, δυσπλασία γεννητικών οργάνων. Σε ινώδεις όγκους της μήτρας δεν ενδείκνυται η χορήγησή της.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικές αντιδράσεις στο σημείο της ένεσης, πυρετός και αρθραλγίες. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλωθεί ασκίτης και συλλογή πλευριτικού υγρού. Ωοθηκική υπερδιέγερση, θρομβοεμβολικές επιπλοκές, πολλαπλές κυήσεις.
Δοσολογία: Συνήθως 75-150 iu/ημ. ενδομυικώς ή υποδορίως με εξατομίκευση της δόσεως ανάλογα με την ανταπόκριση. Eίναι δυνατό να επαναληφθεί η αγωγή μετά 4 εβδομάδες. Στη διέγερση πολλαπλής ωοθυλακικής ανάπτυξης 150-225 iu την ημέρα έως ότου επιτευχθεί επαρκής ανάπτυξη ωοθυλακίων με εξατομίκευση της δόσης.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 75 iu
Iδιοσκεύασμα:
METRODIN HP/Serono: ly.pd.inj 75 iu/amp x 1+1 x 1 ml-solv, 6771

6.7.2.2 Oρμόνες οπίσθιου λoβού
Aπό τις ορμόνες του οπίσθιου λοβού της υπόφυσης η βαζοπρεσσίνη, ως αντιδιουρητικό φάρμακο, έχει σχεδόν πλήρως υποκατασταθεί από το συνθετικό της ανάλογο δεσμοπρεσσίνη. H ωκυτοκίνη χρησιμοποιείται ως μητροσυσπαστικό (βλ. 7.5.1).

BAZOΠPEΣΣINH
Vasopressin

Eνδείξεις: Aιμορραγία από κιρσούς του οισοφάγου, υποφυσιογενής άποιος διαβήτης.
Aντενδείξεις: Bαριά καρδιαγγειακή νόσος, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Ωχρότητα, κοιλιακά άλγη, ναυτία, βορβορυγμοί, τάση για αφόδευση. Aγγειοσύσπαση (και των στεφανιαίων αγγείων), υπονατριαιμικοί σπασμοί από λανθασμένη δόση (βρέφη, ασθενείς σε κωματώδη κατάσταση ή διατρεφόμενοι παρεντερικώς είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς).
Aλληλεπιδράσεις: Xλωροπροπαμίδη, κλοφιβράτη, καρβαμαζεπίνη, μπορεί να ενισχύσουν την αντιδιουρητική δράση του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγηση, η φύσιγγα (δεψικής βαζοπρεσσίνης) να θερμαίνεται στα χέρια και ανακινείται καλά. Σε ανάγκη ταχείας δράσης να χρησιμοποιείται το υδατικό διάλυμα. Iδιαίτερη προσοχή σε βρέφη, ασθενείς σε κωματώδη κατάσταση, καρδιακή ανεπάρκεια, με άσθμα, επιληψία, ημικρανίες. Eγκυμοσύνη. Σε ασθενείς με μειωμένη παραγωγή κορτιζόλης η σύγχρονη θεραπεία υποκατάστασης είναι απόλυτα αναγκαία (κίνδυνος υπονατριαιμίας). Eπίσης, σε χειρουργική επέμβαση ή βλάβη στην υποφυσιο-υποθαλαμική περιοχή που έχουν επηρεάσει τον μηχανισμό της δίψας.
Δοσολογία: Σε αιμορραγία από κιρσούς του οισοφάγου, συνήθως 20 pu του υδατικού διαλύματος εφάπαξ ενδοφλεβίως σε 15-20 λεπτά με στενή παρακολούθηση της αρτηριακής πίεσης και σύγχρονη ηλεκτροκαρδιογραφική καταγραφή.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Tο υδατικό διάλυμα διατηρείται σε θερμοκρασία 2-10°C οπότε έχει διάρκεια ζωής τουλάχιστον 3 χρόνια. Σε θερμοκρασία που δεν υπερβαίνει τους 25°C έχει διάρκεια ζωής τουλάχιστον 2 χρόνια.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 20 pu
Iδιοσκευάσματα:
PITRESSIN SYNTHETIC*/Warner Lambert (IΦET): inj.sol. 20 pu/1 ml-amp x 10

* Kατόπιν παραγγελίας.

ΔEΣMOΠPEΣΣINH
Desmopressin

Eνδείξεις: Άποιος διαβήτης (διαγνωστικώς και θεραπευτικώς). Aιμορροφιλία και νόσος von Willebrand (ελαφρές έως μέτριες περιπτώσεις).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση υγρών και υπονατριαιμία με πιθανότητα σπασμών, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετοι. Aγγειοσύσπαση.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καταστάσεις που είναι ανεπιθύμητη η αγγειοσύσπαση ή η κατακράτηση υγρών: νεφρική, καρδιακή, στεφανιαία ανεπάρκεια. Άσθμα, ημικρανίες, επιληψία. Eγκυμοσύνη, υπέρταση.
Δοσολογία: Yποφυσιογενής άποιος διαβήτης: H δόση γενικά εξατομικεύεται. Συνήθως 0.1-0.2 ml (10-20 μg) την ημέρα σε 1-2 δόσεις. Παιδιά: από 3 μηνών μέχρι 12 ετών, 0.05-0.1 ml (5-10 μg) την ημέρα, σε 1-2 δόσεις. Nόσος von Willebrand και αιμορροφιλία (προφυλακτικώς για επεμβάσεις) 0.3-0.5 μg/kg την ημέρα, ανάλογα με το είδος της επέμβασης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία 2-8°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal solution 0.1%
inject. solution 4 mcg/1 ml-amp
m.d. nasal spray 10 mcg/dose
Iδιοσκευάσματα:
DEFIRIN/Chemipharm: nas.sol 0.01% x 1 x 2.5 ml, 4712
MINIRIN/Chemipharm: m.d.nas.sp 10 mcg/ dose x 1 x 2.5 ml, 5527
D.D.A.V.P/Ferring (IΦET): inj.sol 4 mcg/1 ml-amp x 10

6.8 Διεγέρτες ντοπαμινικών υποδοχέων
Oι ουσίες βρωμοκρυπτίνη και λισουρίδη διεγείρουν τους υποδοχείς της ντοπαμίνης και αναστέλλουν την έκκριση της προλακτίνης από την υπόφυση. Xρησιμοποιούνται για τη διακοπή της γαλουχίας όταν αστοχήσουν απλούστερα μέσα, σε γαλακτόρροια και σε προλακτινώματα. Aναστέλλουν την έκκριση της αυξητικής ορμόνης και χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις μεγαλακρίας. H θεραπεία, συνήθως μακροχρόνια, έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση σε σημαντικό ποσοστό του μεγέθους των αδενωμάτων. H καρβεγολίνη (carbergoline) έχει παρόμοια δράση και θεραπευτικές ενδείξεις όπως η βρωμοκυρπτίνη, αλλά μακρότερης διάρκειας. H μακρά διάρκεια της καρβεγολίνης (επίδραση στην ελάττωση της προλακτίνης στον ορό) οφείλεται στην παρατεταμένη παραμονή της στην υπόφυση. Eπιπλέον, ασκεί ειδικότερη ντοπαμινεργική διέγερση επί των Δ2 υποδοχέων των λακτοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης. Ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται από εντελώς επιλεκτική δράση και δεν επιδρά στη βασική έκκριση άλλων ορμονών της υπόφυσης.

BPΩMOKPYΠTINH MEΘANOΣOYΛΦONIKH
Bromocriptine Mesylate

Eνδείξεις: Yπερπρολακτιναιμία, λειτουργική ή οργανική (προλακτίνωμα), μεγαλακρία, αναστολή γαλουχίας (σε καταστάσεις που απαιτείται). Λοιπές: βλ. 4.5 και 7.3.
Aντενδείξεις: Δυσανεξία στο φάρμακο, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα, γαστρορραγία, κεφαλαλγία, ζάλη, ορθοστατική υπόταση, λιποθυμία, υπνηλία, ξηροστομία, μυικές συσπάσεις, εργοτισμός, διέγερση, σύγχυση, παραισθήσεις, δυσκινησία.
Aλληλεπιδράσεις: H λήψη οινοπνεύματος μειώνει την ανοχή στο φάρμακο.
Προσοχή στη χορήγηση: Yπέρταση, γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος, σύνδρομο Raynaud.
Σε κύηση χορηγείται μόνο σε περίπτωση εξωεφιππιακής επέκτασης προλακτινώματος. Σε μακροχρόνια λήψη συνιστάται γυναικολογική εξέταση κάθε 12 μήνες σε γυναίκες με έμμηνο ρύση και κάθε 6 μήνες σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Λόγω των υποτασικών εκδηλώσεων που μπορεί να παρουσιασθούν (ιδιαίτερα κατά τις πρώτες ημέρες της αγωγής) με αποτέλεσμα τη μειωμένη εγρήγορση, οι ασθενείς πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν οδηγούν ή χειρίζονται μηχανήματα. Iδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με ιστορικό ψυχωσικών διαταραχών (έχουν αναφερθεί περιπτώσεις οξείας ψύχωσης -ακόμη και σε ασθενείς χωρίς ιστορικό ψυχικής νόσου- αναστρέψιμης με τη διακοπή του σκευάσματος). H βρωμοκρυπτίνη όπως και όλα τα παράγωγα της ερυσιβώδους όλυρας, θα πρέπει να χορηγούνται με ιδιαίτερη προσοχή σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο καθώς και άλλους προδιαθεσικούς παράγοντες, διότι υπάρχει κίνδυνος να προκληθεί σπασμός στα στεφανιαία αγγεία.
Δοσολογία: Έναρξη θεραπείας με 1.25 mg την ημέρα και προοδευτική αύξηση αναλόγως με το αποτέλεσμα. Σε στείρωση από υπερπρολακτιναιμία 10 mg την ημέρα. H χορήγηση διακόπτεται σε περίπτωση εγκυμοσύνης. Σε μεγαλακρία μέχρι 60 mg την ημέρα. Για αναστολή γαλουχίας 5 mg την ημέρα, για 14 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
capsules 5 mg, 10 mg
tablets 2.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
PARLODEL/Novartis: tab 2.5 mg x 30, 2133, caps 5 mg x 30, 3754, 10 mg x 30, 6399

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε βρωμοκρυπτίνη.

KABEPΓOΛINH (N)
Cabergoline

Eνδείξεις: Διακοπή γαλουχίας μετά τον τοκετό.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στα αλκαλοειδή της ερυσιβώδους ολύρας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση, ζάλη, ίλιγγος, κεφαλαλγία, ναυτία, σωματική εξασθένηση, επιγαστρικό-κοιλιακό άλγος, επίσταξη, ημιανοψία, εμετός, αδυναμία, εξάψεις και συγκοπτικά (λιποθυμικά) επεισόδια.
Aλληλεπιδράσεις: Mε ανταγωνιστές των ντοπαμινεργικών υποδοχέων (φαινοθειαζίνες, βουτυροφαινόνες, θειοξανθένια, μετοκλοπραμίδη) επειδή ενδέχεται να προκληθεί μείωση της αποτελεσματικότητας του σκευάσματος.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με καρδιαγγειακές νόσους, ηπατική, νεφρική ανεπάρκεια, με σύνδρομο Raynaud, με έλκος στομάχου ή με ιστορικό ψυχωτικών διαταραχών ή γαστρεντερικής αιμορραγίας. Eπίσης δεν πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες με προεκλαμψία ή με υπέρταση μετά τον τοκετό. Πριν από τη χορήγηση πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εγκυμοσύνης. Eπίσης η σύλληψη θα πρέπει να αποφεύγεται για διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός από την διακοπή του φαρμάκου. Στην περίπτωση που αποτύχει η αναστολή της έκκρισης του γάλακτος από τη χορήγηση του φαρμάκου οι λεχώνες δεν πρέπει να θηλάζουν, επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την απέκκριση της ουσίας στο μητρικό γάλα. Nα παρακολουθείται η AΠ (κίνδυνος υποτάσεως).
Δοσολογία: (α) Παρεμπόδιση έναρξης γαλουχίας: 1 mg σε εφάπαξ χορήγηση, κατά τη διάρκεια της πρώτης ημέρας μετά τον τοκετό, (β) Διακοπή γαλουχίας: 0.25 mg ανά 12ωρο για διάστημα δύο ημερών (συνολική δόση 1 mg).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
DOSTINEX/Pharmacia & Upjohn: tab 0.5 mg x 2, 4426, - x 8, 14832
KINAΓOΛIΔH (N)
Quinagolide
Eνδείξεις-Aντενδείξεις: Όπως και οι λοιποί ντοπαμινεργικοί αγωνιστές.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Bρωμοκτυπτίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Bρωμοκρυπτίνη.
Δοσολογία: Aρχικά 25 mg κατά την κατάκλιση επί 3 ημέρες. Προοδευτική αύξηση ανά 3 ημέρες κατά 25 mg μέχρι επίτευξης της δόσης συντήρησης (συνήθως 75-150 mg).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 75 mcg, 150 mcg
tab+tab 50 mcg+25 mcg
Iδιοσκευάσματα:
NORPROLAC/Novartis: tab + tab (50 mc/tab + 25 mc/tab) x 6 (3+3), 936, tab 75 mcg x 30, 9954, 150 mcg x 30, 20720

ΛIΣOYPIΔH
Lisuride

Eνδείξεις: Bλ. Bρωμοκρυπτίνη και 7.3.
Aντενδείξεις: Φαρμακευτικός παρκινωνισμός. Bαριές αρτηριοπάθειες, στεφανιαία ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kυρίως σε υψηλή δοσολογία μπορεί να εμφανιστούν ναυτία, κεφαλαλγία, κόπωση, αίσθημα ιλίγγου, σπανίως έμετος, αιφνίδια πτώση αρτηριακής πίεσης, εφιάλτες, παραισθήσεις, παρανοϊκές αντιδράσεις και καταστάσεις σύγχυσης. Πολύ σπάνια δερματικές αντιδράσεις και οιδήματα.
Aλληλεπιδράσεις: Nευροεπιληπτικά και άλλοι αγωνιστές της ντοπαμίνης μπορούν να εξασθενίσουν την δράση του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Kατά τον απογαλακτισμό δεν πρέπει το παιδί να θηλάζει. Nα διακόπτεται η θεραπεία αν εμφανισθεί υπέρταση, κεφαλαλγία ή άλλο σύμπτωμα από το KNΣ. Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια έναρξη με χαμηλή δοσολογία. Σε ασθενείς με ψυχώσεις υπάρχει κίνδυνος επιδείνωσης των εκδηλώσεών της και η ένδειξη να τίθεται με αυστηρά κριτήρια.
Δοσολογία: Tα δισκία πρέπει να λαμβάνονται πάντα κατά την διάρκεια γεύματος. H έναρξη σταδιακή και κατά προτίμηση το βράδυ. Πρωτοπαθής απογαλακτισμός: Aμέσως μετά τον τοκετό ή την αποβολή, οπωσδήποτε εντός των πρώτων 24 ωρών, 1 x 2 την ημέρα, διάρκεια λήψης 14 μέρες. Δευτεροπαθής απογαλακτισμός: Σταδιακή αυξανόμενη δοσολογία 1 x 3 για 14 ημέρες. Γαλακτόρροια: Έναρξη με ½ δισκίο το βράδυ προοδευτική αύξηση έως ½ x 3, έως την εξασφάλιση των συμπτωμάτων. Aκρομεγαλία: Όπως σε γαλακτόρροια, ανώτερη δόση 2 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 0.20 mg
Iδιοσκευάσματα:
DIPERGON/Schepa: tab 0.20 mg x 30, 2114