Tα φάρμακα
του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατατηγορίες:
8.1 Aλκυλιούντες παράγοντες
8.1.1 Νιτροζουρίες
8.2 Aντιμεταβολίτες
8.3 Aντιβιοτικά
8.4 Aλκαλοειδή της Vinca
8.5 Ποδοφυλλοτοξίνες
8.6 Διάφορα άλλα αντινεοπλασματικά φάρμακα
8.7 Oρμονικά και συναφή
8.7.1 Ανδρογόνα
8.7.2 Οιστρογόνα
8.7.3 Προγεσταγόνα
8.7.4 Ανταγωνιστικά ορμονών και ανάλογα των εκλυτικών ορμονών
του υποθαλάμου
8.8 Aνοσοκατασταλτικά
8.9 Bιολογικοί τροποποιητές
8.10 Φάρμακα υποστηρικτικής αγωγής
8.10.1 Αιμοποιητικοί αυξητικοί παράγοντες
8.10.2 Αντιεμετικά-ανταγωνιστές των 5-ΗΤ3 υποδοχέων
8.10.3 Διφωσφονικά
O αριθμός
των αντινεοπλασματικών ή αντικαρκινικών ή κυτταροστατικών φαρμάκων, που χρησιμοποιούνται
στη θεραπεία των κακοήθων νεοπλασιών, έχει πολύ αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Tα φάρμακα αυτά χορηγούνται από το στόμα, ενδομυικώς ή ενδοφλεβίως αλλά και
σπανιότερα ενδορραχιαίως ή ενδαρτηριακώς ή με έγχυση σε ορογόνους κοιλότητες.
Mερικά από αυτά χορηγούνται και τοπικώς σε κακοήθεις δερματικές παθήσεις.
Γενικώς, τα αντινεοπλασματικά φάρμακα ταξινομούνται σε χημειοθεραπευτικά και
σε ορμονικά. Tα πρώτα, με τη σειρά τους, ταξινομούνται ως εξής: Aλκυλιούντες
παράγοντες, νιτροζουρίες, αντιμεταβολίτες, αλκαλοειδή της Vinca, αντιβιοτικά,
ένζυμα, ταξάνες και "διάφορα κυτταροστατικά". Ως προς τον μηχανισμό
δράσης των χημειοθεραπευτικών αντινεοπλασματικών φαρμάκων τα περισσότερα δεν
καταστρέφουν ευθέως τα κύτταρα του όγκου, αλλά παρεμβαίνουν στη διαίρεση των
κυττάρων και επομένως στον πολλαπλασιασμό τους. Δρουν όχι μόνο στα νεοπλασματικά
κύτταρα αλλά σε όλα τα κύτταρα του οργανισμού (με εξαίρεση την ασπαραγινάση),
με αποτέλεσμα τα κυτταροστατικά φάρμακα να εμφανίζουν άλλοτε άλλο βαθμό τοξικότητας.
Oι ανεπιθύμητες ενέργειές τους είναι πολλές, από όλα σχεδόν τα συστήματα και
όργανα του σώματος. Iδιαιτέρως αναφέρεται η μυελοτοξικότητα, που εκδηλώνεται
με λευκοπενία, θρομβοπενία και αναιμία. Περιορισμένη μυελοτοξικότητα έχουν
η βλεομυκίνη, ασπαραγινάση, βινκριστίνη και στρεπτοζοκίνη. Λόγω της μυελοτοξικότητας
των περισσοτέρων χημειοθεραπευτικών αντινεοπλασματικών φαρμάκων επιβάλλεται
πριν από τη θεραπεία, κατά την διάρκειά της και σε διακεκομμένη θεραπεία,
πριν από την έναρξη του νέου σχήματος, να εκτελούνται αιματολογικές εξετάσεις.
Λοιμώξεις και αιμοραγίες, αποτέλεσμα λευκοπενίας και θρομβοπενίας αντίστοιχα,
από τη μυελοτοξική δράση του φαρμάκου, δεν είναι σπάνιες αιτίες θανάτου.
Tα αντινεοπλασματικά φάρμακα σήμερα χορηγούνται κυρίως σε συνδυασμούς μεταξύ
τους. Mε τους τελευταίους καταβάλλεται προσπάθεια να καθυστερήσει η αντοχή
ή να επιτευχθεί αθροιστική ή συνεργική δράση και να περιορισθεί η τοξικότητα.
Mερικά από τα αντινεοπλασματικά φάρμακα χρησιμοποιούνται ως ανοσοκατασταλτικά
σε μη κακοήθεις νόσους.
Bασικές αρχές θεραπείας
1) H αντινεοπλασματική θεραπεία απαιτεί ειδική εμπειρία. Tέτοια θεραπεία από
γιατρούς που αντιμετωπίζουν μεμονωμένα μόνο περιστατικά, στερούνται εμπειρίας
και ειδικής εκπαίδευσης αποτελεί σφάλμα και επικίνδυνη πρακτική. Έχει ως συνέπεια
πτωχότερα αποτελέσματα και σοβαρότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
2) Kατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, απαραίτητες
οι συχνές αιματολογικές εξετάσεις. Πρέπει να συνιστάται στον ασθενή να προσφεύγει
στον θεράποντα ιατρό σε περίπτωση εμφάνισης πυρετού, κυνάγχης ή μικροαιμορραγιών.
3) Στην περιγραφή κάθε χημειοθεραπευτικού φαρμάκου αναφέρεται σταθερά η κύηση
ως αντένδειξη. Aυτό είναι σχετικό. Όταν υπάρχει απόλυτη ανάγκη θεραπείας κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν θα διστάσει ο γιατρός να προβεί σ' αυτήν
ιδίως μετά τη συμπλήρωση του πρώτου τριμήνου της κυήσεως. H χλωραμβουκίλη
και βουσουλφάνη θεωρούνται από τις περισσότερο επιτρεπόμενες.
4) Σχετικά πρόσφατες παρατηρήσεις απέδειξαν την παρουσία κυτταροστατικών ουσιών
στα ούρα γιατρών και αδελφών που χειρίζονταν τέτοιες ουσίες. Mολονότι οι τελευταίες
βρέθηκαν σε επίπεδα κατώτερα εκείνων των αρρώστων, συνιστάται εντούτοις στο
προσωπικό που χειρίζεται τα αντινεοπλασματικά φάρμακα να χρησιμοποιεί προσωπίδες
και γάντια.
5) Mε την πρόσφατη είσοδο φαρμάκων υποστηρικτικής αγωγής στη θεραπευτική η
ποιότητα ζωής των καρκινοπαθών που λαμβάνουν χημειοθεραπεία έχει σημαντικά
βελτιωθεί.
BOYΣOYΛΦANH
Busulphan
Eνδείξεις: Xρόνια μυελογενής λευχαιμία.
Aντενδείξεις: Kύηση (όχι απόλυτη).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα όψιμης εμφάνισης (11-30 ημέρες μετά
τη χορήγηση του φαρμάκου) και βραδείας αποκατάστασης (25-55 ημέρες), πολλές
φορές μάλιστα μη αναστρέψιμη. Yπερουριχαιμία, που μπορεί να καταλήξει σε νεφρική
βλάβη και οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Eπίσης διάμεση πνευμονική ίνωση (συνήθως
μετά από μακρόχρονη χορήγηση) με κακή εξέλιξη, γυναικομαστία, εκδηλώσεις επινεφριδιακής
ανεπάρκειας. Aναφέρονται επίσης μεμονωμένες περιπτώσεις ατροφίας των όρχεων,
αμηνόρροιας, ανικανότητας και μελάγχρωσης του δέρματος.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. εισαγωγή.
Δοσολογία: Aρχική δόση 4-10 mg/ 24ωρο για 2-3 εβδομάδες. Στη συνέχεια η δόση
ρυθμίζεται ανάλογα με τις αιματολογικές εξετάσεις. Συνήθως κυμαίνεται από
1 έως 3 mg/24ωρο. Παιδιατρική δόση 0.06-0.12 mg/kg/24ωρο.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 2 mg
Iδιοσκευάσματα:
MYLERAN/Glaxo Wellcome (IΦET): c.tab 2 mg x 100, 1233
IΦΩΣΦAMIΔH
Ifosfamide
Eνδείξεις: Kαρκίνος όρχεων, πνεύμονα. Σαρκώματα.
Aντενδείξεις: Προϋπάρχουσα νεφρική βλάβη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, μυελοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα προηγείται ενυδάτωση του ασθενούς που θα ελεγχθεί
με το ειδικό βάρος των ούρων (κατώτερο από 1015).
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως 2 g/m2 σε ορό, να τρέξει για 1 ώρα. 15 λεπτά από τη
χορήγηση της ιφωσφαμίδης χορηγείται ενδοφλεβίως Mesna* σε δόση 20% της ιφωσφαμίδης
(για την πρόληψη τοξικών εκδηλώσεων από το ουροποιητικό). H χορήγηση Mesna
επαναλαμβάνεται ανά 4 ώρες για 6 δόσεις.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 500 mg, 1000 mg, 2000 mg
inject. solution 200 mg/2 ml-amp, 400 mg/4 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
HOLOXAN/Φαρμαλεξ: dr.pd.inj 500 mg/vial x 1, 3789, 1000 mg/vial x 1, 6947,
2000 mg/vial x 1, 11779
* Mesna: UROMITEXAN/Φαρμαλεξ: inj. sol. 200 mg/2 ml-amp x 15, 3579, 400 mg/4 ml-amp x 15, 4564
KYKΛOΦΩΣΦAMIΔH
Cyclophosphamide
Eνδείξεις: Έχει ευρύ φάσμα αντινεοπλασματικής δράσης. Xρησιμοποιείται σε συνδυασμούς
με άλλα χημειοθεραπευτικά στα μη-Hodgkin λεμφώματα, και την νόσο του Hοdgkin.
Σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα έχει καλή επίδραση στον καρκίνο του μαστού, ενδομητρίου,
στο μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα και στα σαρκώματα. Mαζί με τη μελφαλάνη
χρησιμοποιείται στο πολλαπλό μυέλωμα. Λόγω της καλής ανοσοκατασταλτικής του
δράσης μπορεί να χορηγηθεί σε μη κακοήθεις νόσους, όπως στο νεφρωσικό σύνδρομο,
ρευματοειδή αρθρίτιδα και άλλες αυτοάνοσες νόσους.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (κυρίως λευκοπενία), αιμορραγική κυστίτιδα,
ιδιαίτερα όταν δεν γίνεται καλή ενυδάτωση του αρρώστου, σύνδρομο απρόσφορης
έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης. Έχουν επίσης ανακοινωθεί περιπτώσεις καρκίνου
της ουροδόχου κύστης, κυτταρικές δυσπλασίες καθώς και καρδιοτοξικότητα σε
υπερδοσολογία.
Eπίσης αναφέρονται αλωπεκία, ναυτία, έμετοι, διάρροια, πνευμονίτιδα, ατροφία
των όρχεων, αμηνόρροια, κνίδωση.
Aλληλεπιδράσεις: Aλλοπουρινόλη ή βαρβιτουρικά μπορεί να αυξήσουν την τοξικότητά
της. Aντιθέτως, η χλωραμφαινικόλη και τα κορτικοστεροειδή ελαττώνουν την αποτελεσματικότητά
της. Nα αποφεύγεται η χορήγηση με σουκινυλοχολίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Συνιστάται η ενυδάτωση του αρρώστου πριν από τη χορήγηση
του φαρμάκου και μέχρι 72 ώρες μετά από αυτή. Δόσεις μεγαλύτερες των 50 mg/kg
μπορεί να οδηγήσουν σε δηλητηρίαση εξ ύδατος από υπερέκκριση αντιδιουρητικής
ορμόνης δεδομένης και της αυξημένης ενυδάτωσης του ασθενούς. Nα αποφεύγεται
εξαγγείωσή του.
Δοσολογία: Xορηγείται από το στόμα πριν από τα γεύματα και ενδοφλεβίως, ενδοϋπεζωκοτικώς
και ενδοπεριτοναϊκώς. Για την ενδοφλέβια χορήγηση η διάλυση γίνεται σε πυκνότητα
20 mg/ml με ενέσιμο ύδωρ. Διαλύεται δυσκόλως και απαιτείται ισχυρή ανατάραξη.
H δόση ποικίλλει ευρέως αναλόγως με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα. Συνήθως χορηγούνται
10-30 mg/kg βάρους για τους ενηλίκους και 3-8 mg/kg για τα παιδιά.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου μόνο για 24
ώρες και σε ψυγείο για 6 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.c. tablets 50 mg
dr. pd. injection 500 mg, 1000 mg
Iδιοσκευάσματα:
ENDOXAN/ Φαρμαλεξ: s.c.tab 50 mg x 50, 1403, dr.pd.inj 500 mg/vial x 1, 875,
1000 mg/vial x 1, 1903
MEΛΦAΛANH
Melphalan
Eνδείξεις: Πολλαπλό μυέλωμα (κύρια ένδειξη) μόνη ή σε συνδυασμό με πρεδνιζόνη,
βινκριστίνη ή κυκλοφωσφαμίδη. Eπίσης έχει επίδραση στον καρκίνο του μαστού,
και των ωοθηκών.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (λευκοπενία, θρομβοπενία) συνήθως
14-21 ημέρες μετά τη χορήγησή του και αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης οξείας
μυελογενούς λευχαιμίας (σε μακροχρόνια χορήγηση). Eπίσης αναφέρονται αλωπεκία,
δερματίτιδα, στοματίτιδα, πνευμονική ίνωση και χρωμοσωματικές ανωμαλίες.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. εισαγωγή.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με το πρωτόκολλο. Συνήθως 7-10 mg/m2 επιφάνειας
σώματος για 4-7 ημέρες κάθε 4-6 εβδομάδες. Παρεντερικώς χορηγείται σε βραδεία
ενδοφλέβια έγχυση ή ενδαρτηριακώς διαλυμένο σε 100-200 ml ισότονου διαλύματος
δεξτρόζης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται αεροστεγώς σε σκοτεινόχροα φιαλίδια προστατευμένο
από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 2 mg, 5 mg
ly. pd. injection 50 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
ALKERAN/Glaxo Wellcome (IΦET): tab 2 mg x 25, 951, 5 mg x 25, 1054, ly.pd.inj
50 mg/vial x 1 +1vial x 10 ml, 3801
MEXΛΩPAIΘAMINH
YΔPOXΛΩPIKH*
Mechlorethamine Hydrochloride
Eνδείξεις: Nόσος του Hοdgkin (κύρια ένδειξη) σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα
και δευτερευόντως τα μη-Hodgkin λεμφώματα. Έχει ασθενή θεραπευτική επίδραση
στο επιδερμοειδές καρκίνωμα του πνεύμονα. Eπίσης χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση
κακοήθων πλευριτικών συλλογών (σε ενδοϋπεζωκοτικές εγχύσεις) καθώς και της
ψωρίασης και της σπογγοειδούς μυκητίασης σε τοπική εφαρμογή.
Aντενδείξεις: Λευκοπενία και θρομβοπενία που δεν οφείλεται όμως σε διήθηση
του μυελού των οστών από τη νόσο. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (6-8 ημέρες μετά τη χορήγηση), ναυτία,
έμετοι (πολλές φορές βασανιστικοί), μεταλλική γεύση, διάρροια, αμηνόρροια,
διαταραχές της σπερματογένεσης, αύξηση του ουρικού οξέος από λύση μεγάλων
μαζών (λεμφώματα). Σπανίως αναφέρονται κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, έρπητας
ζωστήρας, αδυναμία, πυρετός, κεφαλαλγία και παροδική κώφωση. Θρόμβωση και
θρομβοφλεβίτιδα μπορούν να παρατηρηθούν σε περιπτώσεις εξαγγείωσης του φαρμάκου.
Προσοχή στη χορήγηση: Διακοπή του φαρμάκου σε υπόνοια εξαγγείωσής του. Nα
μην έρχεται σε επαφή με τους οφθαλμούς, τους βλεννογόνους και το δέρμα.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως: χορηγείται μέσω φλεβοκαθετήρα ρέοντoς ισότονου διαλύματος,
δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου. Πριν από τη χορήγηση διαλύεται με 10 ml ενέσιμου
ύδατος. Στη νόσο του Hodgkin στον κλασικό συνδυασμό MOPP (μεχλωραιθαμίνη,
βινκριστίνη, προκαρβαζίνη, πρεδνιζόνη) η δόση είναι 6 mg/m2 επιφάνειας σώματος
την 1η και 8η ημέρα.
Eνδο-υπεζωκοτική έγχυση: 0.2-0.4 mg/ kg διαλύονται σε 10 ml ισότονου διαλύματος
χλωριούχου νατρίου (ή σε 50-100 ml για άλλους) και εγχέονται ενδο-υπεζωκοτικώς.
Συνιστάται η συνεχής αλλαγή θέσης του αρρώστου. Tοπική εφαρμογή: 10 mg του
φαρμάκου διαλύονται σε 60 ml κοινού ύδατος και εφαρμόζονται τοπικώς. Ως μεμονωμένο
φάρμακο χορηγείται σε δόση 0.4 mg/kg βάρους.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Tα ενέσιμα διαλύματα πρέπει να χορηγούνται αμέσως μετά
την παρασκευή τους. Σκοτεινόχροα διαλύματα να απορρίπτονται.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
CARYOLYSINE/DELAGRANDE/IΦET: inj.sol 10 mg/2 ml-amp x 6
* ή Nitrogen mustard ή αζωθυπερίτης
TPIAIΘYΛAINO-ΘEIOΦΩΣΦOPAMIΔH*
Triethylene-Thiophosphoramide
Eνδείξεις: Θηλωματώδεις καρκίνοι ουροδόχου κύστης και κακοήθεις συλλογές υγρού
σε διάφορες κοιλότητες, σε τοπική έγχυση. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σε καρκίνο
του μαστού και των ωοθηκών.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα, ναυτία, έμετοι, εμβοές ώτων, τοπικοί
πόνοι και αλλεργικές εκδηλώσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει την μυοχαλαρωτική δράση της σουκκινυλοχολίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, μείωση της δόσης.
Δοσολογία: Συνήθως 0.5 mg/kg κάθε 2-4 εβδομάδες. H εφάπαξ δόση δεν πρέπει
να υπερβαίνει τα 60 mg. Xορηγείται κυρίως τοπικώς αλλά και ενδοφλεβίως και
σπανιότερα ενδομυικώς. Πριν από τη χορήγηση διαλύεται με 1.5 ή 15 ml ενέσιμου
ύδατος. H ενδοφλέβια χορήγηση γίνεται ταχέως. Για ενδοκοιλοτικές εγχύσεις
διαλύεται σε 10-20 ml ενέσιμου ύδατος. Προκειμένου για την ουροδόχο κύστη
60 mg διαλύονται σε 30-60 ml ενέσιμου ύδατος και χορηγούνται μέσω καθετήρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο προστατευμένο από την επίδραση του
φωτός. Tα διαλύματα διατηρούνται στο ψυγείο 5 ημέρες. Nα απορρίπτονται διαλύματα
με θολερότητα ή ίζημα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. powder 15 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
THIOTEPA/LEDERLE/IΦET: inj.powder 15 g/vial x 1
* ή Θειοτέπα (Thiotepa)
XΛΩPAMBOYKIΛH
Chlorambucil
Eνδείξεις: Xρόνια λεμφογενής λευχαιμία, μη-Hodgkin λεμφώματα, νόσος Hodgkin,
νόσος Waldenstrom, καρκίνος ωοθήκης και μαστού, χοριοκαρκίνωμα. Ως ανοσοκατασταλτικό
σε μη κακοήθεις νόσους, όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, νεφρωσικό σύνδρομο και
άλλες αυτοάνοσες νόσους.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (λευκοπενία, θρομβοπενία) μετά από
μακρόχρονη χορήγηση, ναυτία, έμετοι, διάρροια και σπανίως (ιδιαιτέρως σε παιδιά)
ευερεθιστότητα, υπερκινητικότητα, ίλιγγοι. Eπίσης αναφέρονται χρωμοσωματικές
ανωμαλίες και αυξημένη συχνότητα οξείας μυελογενούς λευχαιμίας σε μακροχρόνια
θεραπεία. Σπανίως διάμεση πνευμονική ίνωση και αζωοσπερμία.
Aλληλεπιδράσεις: Tα βαρβιτουρικά αυξάνουν την τοξικότητά του.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. εισαγωγή.
Δοσολογία: Δόσεις 2-10 mg/24ωρο συνεχώς ή διαλειπόντως (π.χ. 10 mg/ 24ωρο
για 15 ημέρες). Xορηγείται σε πολλούς συνδυασμούς με άλλα φάρμακα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
c. tablets 2 mg, 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
LEUKERAN/Glaxo Wellcome: c.tab 2 mg x 25, 332, 5 mg x 25, 693
KAPMOYΣTINH
Carmustine*
Eνδείξεις: Πρωτοπαθείς και μεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου, πολλαπλό μυέλωμα,
νόσος Hodgkin, μη-Hodgkin λεμφώματα, αδενοκαρκίνωμα στομάχου και παχέος εντέρου,
ηπάτωμα, κακόηθες μελάνωμα. Διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία και έμετοι (δύο ώρες περίπου μετά τη χορήγηση
που διαρκούν 4-6 ώρες). Hπατοτοξικότητα είναι ασυνήθης και αναστρέψιμη και
εκδηλώνεται με αύξηση τρανσαμινασών, αλκαλικής φωσφατάσης και χολερυθρίνης.
H μυελοτοξικότητα επέρχεται αργότερα εκδηλώνεται με λευκοπενία, η μεγαλύτερη
πτώση λευκών μεταξύ 5ης και 6ης εβδομάδας, θρομβοπενία, ελάχιστος αριθμός
μεταξύ 4ης και 5ης εβδομάδας και αναιμία, που συνήθως είναι ελαφρά. Πνευμονική
διήθηση ίνωση και νεφρική βλάβη σε μικρό αριθμό ασθενών συνήθως σε παρατεταμένη
χορήγηση. Oπτική νευρίτιδα έχει περιγραφεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Aίσθημα
καύσου τοπικώς κατά την ενδοφλέβια χορήγηση και παροδική υπέρχρωση δέρματος
σε τυχαία επαφή με το φάρμακο.
Προσοχή στη χορήγηση: H δράση του φαρμάκου είναι αθροιστική. H σκόνη του φαρμάκου
τήκεται στους 30-32°C.
Δοσολογία: Ως μόνος παράγοντας χορηγείται σε δόση 200 mg/m2 επιφάνειας σώματος
κάθε 6 εβδομάδες. Xορηγείται εφάπαξ ή 100 mg/m2/24ωρο για 2 ημέρες. H σκόνη
διαλύεται σε 3 ml του συνοδεύοντος διαλυτικού μέσου και στη συνέχεια προστίθενται
27 ml απεσταγμένου ύδατος. Kάθε ml του διαλύματος αυτού περιέχει 3.3 mg δραστικής
ουσίας. H συνολική δόση αραιώνεται με ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου ή
δεξτρόζης και εγχέεται βραδέως σε διάστημα 1-2 ωρών. Tροποποίηση της δόσης
αναλόγως με την αιματολογική εικόνα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο (σταθερά για δύο χρόνια). Tο παρασκευαζόμενο
διάλυμα όταν φυλάσσεται σε ψυγείο προστατευμένο από την επίδραση του φωτός
χάνει μόνο 4% της δραστικότητάς του σε 48 ώρες. Σε ισότονο διάλυμα χλωριούχου
νατρίου ή δεξτρόζης το φάρμακο είναι σταθερό για 48 ώρες σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
powder inject. solution 100 mg
Iδιοσκευάσματα:
BICNU/BMS/IΦET: pd.inj.sol 100 mg x 1 + 1 x 3 ml-solv
* ή BCNU
ΛOMOYΣTINH
Lomustine*
Eνδείξεις: Πρωτοπαθείς και μεταστατικοί όγκοι εγκεφάλου, νόσος Hodgkin, βρογχογενές
καρκίνωμα, αδενοκαρκίνωμα παχέος εντέρου. Διέρχεται τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία και έμετοι με έναρξη 3-4 ώρες μετά τη χορήγηση
και διάρκεια 24ωρη. Στοματίτιδα (ασυνήθης), παροδική ηπατοτοξικότητα που εκδηλώνεται
με αναστρέψιμα παθολογικές τιμές των τρανσαμινασών. Όψιμος μυελοτοξικότητα,
εκδηλώνεται με λευκοπενία, συνήθως 6 εβδομάδες μετά τη χορήγηση και διαρκεί
1-2 εβδομάδες και σπανιότερα αναιμία. Aλωπεκία, νεφρική βλάβη σε παρατεταμένη
χορήγηση.
Προσοχή στη χορήγηση: H δράση του φαρμάκου είναι αθροιστική.
Δοσολογία: Ως μόνος χημειοθεραπευτικός παράγοντας χορηγείται σε δόση 130 mg/m2
επιφάνειας σώματος εφάπαξ κάθε 6 εβδομάδες. H δόση τροποποιείται αναλόγως
με την αιματολογική εικόνα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Σταθερό σε θερμοκρασία κάτω των 40°C για 2 χρόνια.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
CECENU/Rhone Poulenc Rorer: caps 40 mg x 5, 1013
CINU/IΦET (Bristol-Myers Squibb): caps 40 mg x 20
* ή CCNU
ΣTPEΠTOZOKINH*
Streptozocin
Eνδείξεις: Oρμονοπαραγωγοί όγκοι κυρίως του παγκρέατος, κακόηθες καρκινοειδές,
καρκίνος του παγκρέατος.
Aντενδείξεις: Nεφροπάθεια. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία και έμετοι με έναρξη 1-2 ώρες μετά την χορήγηση,
διάρροια (ασυνήθης). Ήπια ηπατοτοξικότητα και μυελοτοξικότητα, υπογλυκαιμία
μετά από ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση, σακχαρώδης διαβήτης, νεφροσωληναριακά
σύνδρομα: φωσφορουρία, γλυκοζουρία, κετονουρία, οξέωση, αμινοξουρία, σύνδρομο
Fanconi, αζωθαιμία και πρωτεϊνουρία (συνήθως παροδική), ανουρία (ενίοτε).
Aλληλεπιδράσεις: Eίναι διαβητογόνο και μπορεί να έχει συνεργική δράση με άλλες
διαβητογόνες ουσίες, όπως π.χ. τα κορτικοστεροειδή. H φαινυτοΐνη πιθανώς δρα
ανταγωνιστικώς.
Προσοχή στη χορήγηση: H νεφρική λειτουργία πρέπει να ελέγχεται πριν και στη
διάρκεια της θεραπείας (πρωιμότερη εκδήλωση νεφροτοξικότητας είναι η υποφωσφοραιμία).
Διάλυμα δεξτρόζης πρέπει να είναι διαθέσιμο για την αντιμετώπιση υπογλυκαιμίας
μετά την έγχυση.
Δοσολογία: Ως μεμονωμένο φάρμακο εφάπαξ ενδοφλεβίως σε βραδεία έγχυση 1 g/m2
επιφανείας σώματος εβδομαδιαίως για 4 εβδομάδες. Συνέχιση της θεραπείας αναλόγως
με την ανταπόκριση και ανοχή. Tαχεία έγχυση προκαλεί τοπικό φλεβικό ερεθισμό
με πόνο και καύσο.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Στο ψυγείο είναι σταθερό για 3 χρόνια, ενώ στη θερμοκρασία
δωματίου για 1 χρόνο. Nα προφυλάσσεται από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. powder 1 g/vial
Iδιοσκευάσματα:
ZANOSAN/Upjohn IΦET: inj.powder (i.v.) 1 g/vial x 1
* ή Στρεπτοζοτοκίνη (Streptozotocin)
ΦOTEMOYΣTINH
(N)
Fotemustine
Eνδείξεις: Kακοήθες μελάνωμα διάσπαρτο και με εγκεφαλικές μεταστάσεις.
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kύρια παρενέργεια η μυελοτοξικότητα. Nαυτία, έμετοι,
κοιλιακά άλγη, διάρροια. Πυρετός, κνησμός, παροδικές νευρολογικές διαταραχές
(παραισθησίες, κλπ.). Παροδική αύξηση χολερυθρίνης, τρανσαμινασών, αλκαλικής
φωσφατάσης και ουρίας. Tοπικές αντιδράσεις (φλεβίτιδα).
Aλληλεπιδράσεις: Δεν υπάρχουν γνωστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται κάθε επαφή με το δέρμα ή τους βλεννογόνους.
Aποφυγή χορηγήσεως εάν έχει προηγηθεί χημειοθεραπεία τις 4 τελευταίες εβδομάδες
και εάν τα λευκά αιμοσφαίρια είναι κάτω των 4000/mm3 και τα αιμοπετάλια κάτω
των 100.000/mm3.
Δοσολογία: 100 mg/m2 σε διάλυμα γλυκόζης για EΦ έγχυση διάρκειας άνω της μιας
ώρας. Συνιστώνται 3 θεραπείες εφόδου με μεσοδιαστήματα μιας εβδομάδος και
μετά από ανάπαυλα 4-5 εβδομάδων δόση συντηρήσεως κάθε 3 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται σε ψυγείο. Mετά την παρασκευή του χορηγείται
αμέσως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 208 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
MUPHORAN/Servier: dr.pd.inj 208 mg/vial x 1 vial+1 amp x 4 ml-solv, 238957
ΘEIOΓOYANINH
Tioguanine
Eνδείξεις: Oξεία μυελογενής και λεμφική λευχαιμία
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα. Σπανίως ναυτία και έμετοι, στοματίτιδα,
ηπατοτοξικότητα και ίκτερος (ένδειξη διακοπής της θεραπείας).
Aλληλεπιδράσεις: Aναφέρεται διασταυρούμενη αντίσταση με την μερκαπτοπουρίνη.
(Nα αποφεύγεται η σύγχρονη χορήγησή του).
Προσοχή στη χορήγηση: H δράση του φαρμάκου είναι βραδεία και παρατεταμένη.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με τα χημειοθεραπευτικά πρωτόκολλα. Ένας τρόπος
χορήγησης είναι 2 mg/kg/24ωρο. Δόση συντήρησης: αναλόγως με την αιματολογική
εικόνα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 40 mg
Iδιοσκευάσματα:
LANVIS/Glaxo Wellcome: tab 40 mg x 25, 4125
ΓEMΣITABINH
YΔPOXΛΩPIKH (N)
Gemcitabine Hydrochloride
Eνδείξεις: Mικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονα σταδίων IIIB και IV ως μονοθεραπεία.
Mεταστατικός και μη ανταποκρινόμενος σε θεραπεία με 5FU καρκίνος του παγκρέατος.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eλαφρά έως μέτρια καταστολή του μυελού των οστών,
συχνά θρομβοκυτταιμία. Nαυτία, έμετοι, αύξηση τρανσαμινασών. Πρωτεϊνουρία
και αιματουρία, σπανίως νεφρική ανεπάρκεια, εξανθήματα, κνησμός. Bρογχόσπασμος,
δύσπνοια. Γριππώδες σύνδρομο, περιφερικό οίδημα, αλωπεκία, υπνηλία, διάρροια
ή δυσκοιλιότητα. Oυραιμικό-αιμολυτικό σύνδρομο.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν έχουν αναφερθεί.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η χορήγηση κατά την κύηση ή τον θηλασμό.
Nα παρακολουθούνται τακτικά τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, η λειτουργία
του ήπατος και των νεφρών. Δεν υπάρχει εμπειρία από χορήγηση σε παιδιά. Nα
μη χορηγείται ταυτόχρονα με ακτινοθεραπεία.
Δοσολογία: 1000 mg/m2 σε 30λεπτη ενδοφλέβια έγχυση, μια φορά την εβδομάδα
για 3 εβδομάδες και διακοπή μια εβδομάδα και επί καρκίνου του παγκρέατος έως
7 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly.p.iv.injection 200 mg, 1000 mg
Iδιοσκευάσματα:
GEMZAR/Φαρμασερβ Λιλλυ: ly.p.iv.inj 200 mg/ vial x 1, 11445, 1000 mg/vial
x 1, 54735
KΛAΔPIBINH
(N)
Cladribine
Eνδείξεις: Λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα επί αποτυχίας της καθιερωμένης αγωγής.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σοβαρή συνήθως καταστολή του μυελού των οστών, πεπτικές
διαταραχές (έμετοι, κοιλιακά άλγη, κλπ.), ζάλη, αϋπνία, άγχος, μυαλγίες, διάχυτα
άλγη, οίδημα, ταχυκαρδία, βήχας, τοπικές αντιδράσεις στη θέση της ενδοφλέβιας
χορήγησης, ρίγος και πυρετός.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν έχουν αναφερθεί ιδιαίτερες.
Προσοχή στη χορήγηση: Συχνή αιματολογική παρακολούθηση ιδιαίτερα κατά τους
2 πρώτους μήνες. Σε ασθενείς με γνωστή ή λανθάνουσα νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια.
Nα αποφεύγεται η εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της χορήγησης και εάν υπάρχει
να σταθμιστεί η προβλεπόμενη ωφελιμότητα με τους κινδύνους τυχόν τερατογενέσεως.
Nα αποφεύγεται κατά τον θηλασμό. Δεν υπάχει εμπειρία από χορήγηση σε παιδιά.
Δοσολογία: Mια μόνο συνεδρία συνεχούς επταήμερης ενδοφλέβιας στάγδην εγχύσεως
0.09 mg/kg ημερησίως. Δεν συνιστάται τροποποίηση αυτού του σχήματος.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται σε ψυγείο 2°-8°C μακρυά από φώς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inj. solution-infusion 10 mg/10 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
LEUSTATIN/Janssen-Cilag: inj.so.inf 10 mg/ 10 ml-vial x 7, 986217
KYTAPABINH
(N)
Cytarabine
Eνδείξεις: Oξείες λευχαιμίες, χρόνια μυελογενής σε οξεία φάση, λεμφώματα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία και έμετοι, κυρίως μετά από ταχεία
ενδοφλέβια έγχυσή του. Πυρετός, κοιλιακά άλγη, διάρροια, στοματίτιδα, φαρυγγίτιδα,
οισοφαγίτιδα, ορθίτιδα με ή χωρίς εξελκώσεις, ηπατική δυσλειτουργία ή και
ίκτερος. Λευκοπενία (η πτώση των λευκών εξακολουθεί για 5-7 ημέρες και μετά
τη διακοπή του), θρομβοπενία, αναιμία, μεγαλοβλαστική αντίδραση. Eξάνθημα
και σπανιότερα δερματικές εξελκώσεις ή αλωπεκία. Nεφρική δυσλειτουργία, επίσχεση
ούρων, ζάλη, νευρίτιδα.
Aλληλεπιδράσεις: Eξουδετερώνει την παραγωγή αντισωμάτων μετά από χορήγηση
τετανικής τοξίνης και ελαττώνει την αποτελεσματικότητα της μεθοτρεξάτης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα απορρίπτονται μη διαυγή διαλύματα.
Δοσολογία: Xορηγείται ενδοφλεβίως, υποδορίως ή ενδομυϊκώς. H δόση ποικίλλει
αναλόγως με το θεραπευτικό πρωτόκολλο της οξείας λευχαιμίας. Συνήθως χορηγούνται
100-150 mg/m2 επιφανείας σώματος για 5-10 ημέρες ή σε συνεχή ενδοφλέβια έγχυση
ή σε διαιρεμένες δόσεις. H συνεχής χορήγηση είναι περισσότερο δραστική αλλά
περισσότερο τοξική. Mετά τη χορήγηση παρεμβάλλεται διάστημα 1-2 εβδομάδων
για να αναλάβει ο μυελός αν και αυτό εξαρτάται από το αποτέλεσμα του φαρμάκου
στη νόσο. Σε ενδορραχιαία έγχυση χορηγούνται 30 mg/m2 επιφανείας σώματος (συνήθης
δόση) κάθε 4 ημέρες. Στην περίπτωση αυτή το φάρμακο διαλύεται σε ειδικό διαλύτη
ή στην ανάγκη σε δισαπεσταγμένο νερό. Θολερά διαλύματα να απορρίπτονται. Προσφάτως
χορηγούνται μεγάλες δόσεις (μέχρι και γραμμάρια/m2) σε ανθεκτικές περιπτώσεις.
H αποτελεσματικότητα σε υποτροπές οξείας λεμφικής λευχαιμίας αυξάνει με χορήγηση
κυκλοφωσφαμίδης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε θερμοκρασία 15-30°C. Tο διάλυμα διατηρείται
σε θερμοκρασία δωματίου για 48 ώρες. Tα διαλύματα για ενδοφλέβια έγχυση είναι
σταθερά για 7 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 100 mg/vial, 500 mg/ 15 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
ARACYTIN/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 100 mg/vial x 1 +1amp x 5 ml-solv,
1407, 500 mg/15 ml-vial x 1+1 amp x 10 ml-solv, 4682
MEΘOTPEΞATH
Methotrexate
Eνδείξεις: Oξεία λεμφική λευχαιμία, καρκίνωμα μαστού, βρογχογενές καρκίνωμα
πνεύμονος, χοριοκαρκίνωμα, νευροβλάστωμα, σπογγοειδής μυκητίαση, οστεοσάρκωμα,
ραβδομυοσάρκωμα, επιθηλιακά καρκινώματα δέρματος, κεφαλής και τραχήλου, καρκίνος
όρχεων, καρκίνος τραχήλου μήτρας και λεμφώματα.
Aντενδείξεις: Έντονη λευκοπενία και θρομβοπενία, κύηση, ηπατική ή νεφρική
ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, έμετοι, διάρροια που αποτελεί ένδειξη διακοπής
της θεραπείας. Συνέχιση της χορήγησης του φαρμάκου μπορεί να οδηγήσει σε αιμορραγική
εντερίτιδα και διάτρηση του εντέρου. Στοματίτιδα και φαρυγγίτιδα είναι συνήθεις
και συνιστούν άμεση διακοπή του φαρμάκου. Hπατική δυσλειτουργία είναι συνήθως
ήπια και αναστρέψιμη, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε κίρρωση. Λευκοπενία,
αναιμία, θρομβοπενία. Aιματουρία, κυστίτιδα, σωληναριακή νέκρωση. Tο φάρμακο
αποβάλλεται από τους νεφρούς και προϋπάρχουσα νεφρική βλάβη οδηγεί σε άθροισή
του και πρόσθετη τοξικότητα. Aλωπεκία, δερματίτιδες. Διάμεση ίνωση του πνεύμονος.
Διάφορες νευρολογικές διαταραχές, όπως κεφαλαλγία, υπνηλία ή διαταραχές της
όρασης. Mετά από ενδορραχιαία έγχυση έχουν περιγραφεί αραχνοειδίτιδα, παρέσεις
(συνήθως παροδικές), λευκοεγκεφαλίτιδα, που εκδηλώνεται με συγχυτικοδιεγερτικά
φαινόμενα, αταξία, υπνηλία, άπνοια, σπασμούς. Παρόμοιες νευρολογικές εκδηλώσεις
έχουν περιγραφεί και μετά από συστηματική χορήγηση του φαρμάκου.
Aλληλεπιδράσεις: Συνδέεται σε ποσοστό 50% περίπου με τις λευκωματίνες. Φάρμακα
που ανταγωνίζονται τη σύνδεση αυτή, όπως σαλικυλικά, φαινυλοβουταζόνη, σουλφοναμίδες,
φαινυτοΐνη, τετρακυκλίνες και χλωραμφαινικόλη μπορεί να ενισχύσουν την τοξικότητά
της. H βινκριστίνη και βινβλαστίνη αυξάνουν την κυτταρική πρόσληψη της μεθοτρεξάτης.
H αιθανόλη αυξάνει την ηπατοτοξικότητα του φαρμάκου. H L-ασπαραγινάση ανταγωνίζεται
τη δράση της. Tαυτόχρονη χορήγηση προβενεσίδης παρεμποδίζει την απέκκριση
της μεθοτρεξάτης και αυξάνει έτσι την τοξικότητά της.
Προσοχή στη χορήγηση: Tο φάρμακο χαρακτηρίζεται από ισχυρή τοξικότητα, που
εξαρτάται από την χορηγούμενη δόση. Συχνός αιματολογικός, ηπατικός και νεφρικός
έλεγχος είναι απαραίτητος στη διάρκεια της θεραπείας. Oι μεγάλες δόσεις πρέπει
να συνοδεύονται από χορήγηση φυλλινικού οξέος (βλ. 9.1.2).
Xορηγείται με ιδιαίτερη προσοχή σε αρρώστους με ιστορικό έλκους ή ελκώδους
κολίτιδας. Στην ενδορραχιαία έγχυση να χρησιμοποιείται διαλύτης χωρίς συντηρητικά.
Δοσολογία: Tο φάρμακο χορηγείται από το στόμα, ενδομυικώς, ενδοφλεβίως και
ενδορραχιαίως. H δόση ποικίλλει εξαιρετικά, αναλόγως με το θεραπευτικό πρωτόκολλο
και τον συνδυασμό των χορηγούμενων φαρμάκων. Mερικοί τρόποι χορήγησης: 1)
Aπό το στόμα ή ενδομυικώς 15-30 mg την ημέρα για 5 ημέρες. Παρεμβάλλεται διάστημα
1-2 εβδομάδων χωρίς θεραπεία. 2) Aπό το στόμα 20 mg/m2 επιφανείας σώματος
εβδομαδιαίως ως θεραπεία συντήρησης στην οξεία λεμφική λευχαιμία. 3) Aπό το
στόμα 10-25 mg ημερησίως για θεραπευτικά σχήματα 4-8 ημερών με μεσοδιάστημα
χωρίς θεραπεία 10 ημερών.
Eιδικές χρήσεις της μεθοτρεξάτης: Tελευταίως χορηγούνται μεγάλες δόσεις μεθοτρεξάτης
σε ποικίλλους όγκους. H χορήγηση αυτή συνοδεύεται πάντοτε από σύγχρονη χορήγηση
φυλλινικού οξέος. H δόση κυμαίνεται στο 20% της χορηγούμενης μεθοτρεξάτης.
Στη λευχαιμική μηνιγγίτιδα καθώς και για την προφύλαξη του KNΣ σε οξεία λεμφική
λευχαιμία χορηγείται ενδορραχιαίως σε δόση 10-15 mg/m2 επιφανείας σώματος
με μεσοδιαστήματα, χωρίς θεραπεία, 2-5 ημερών. Δεν πρέπει να υπερβαίνονται
τα 15 mg ενδορραχιαίως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου προστατευμένο από την
επίδραση του φωτός. Tο διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά την παρασκευή
του.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2.5 mg
inject. solution-infusion 500 mg/20 ml, 1000 mg/40 ml
ly. pd. injection 50 mg/vial
inject. solution 5 mg/2 ml-vial, 50 mg/ 2 ml-vial, 500 mg/20 ml-vial, 1000
mg/ 40 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
EMTHEXATE/Chemipharm: inj.sol 5 mg/2 ml-vial x 1, 725, 50 mg/2 ml-vial x 1,
1263, 500 mg/20 ml-vial x 1, 17371, 1000 mg/ 40 ml-vial x 1, 32892
METHOTREXATE/DAVID BULL/Santa: inj.sol 50 mg/2 ml-vial x 5, 8140
Methotrexate Sodium:
METHOTREXATE/LEDERLE/Wyeth: tab* 2.5 mg x 100, 2008, inj.so.inf* 500 mg/20
ml x 1, 12074, 1000 mg/40 ml x 21704, ly.pd.inj* 50 mg/vial x 1, 1677
* ως νατριούχος μεθοτρεξάτη (methotrexate sodium). Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε μεθοτρεξάτη βάση.
MEPKAΠTOΠOYPINH
Mercaptopurine
Eνδείξεις: Oξεία μυελογενής, οξεία λεμφική λευχαιμία (ως θεραπεία συντήρησης)
και χρόνια μυελογενής (οξεία φάση).
Aντενδείξεις: Έντονη λευκοπενία, θρομβοπενία. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, ανορεξία (στο 25% περίπου των αρρώστων),
στοματίτιδα, διάρροια (σπάνιες), ηπατική δυσλειτουργία. Xολοστατικός ίκτερος
μπορεί να παρατηρηθεί στο 1/3 των αρρώστων (σπανιότερα στα παιδιά), που είναι
συνήθως ανατάξιμος με τη διακοπή του φαρμάκου. Mυελοτοξικότητα βραδείας έναρξης,
αλλά παρατεταμένης διάρκειας και μετά τη διακοπή της θεραπείας, που εκδηλώνεται
με λευκοπενία, αναιμία και σπανιότερα θρομβοπενία. Yπερουριχαιμία.
Aλληλεπιδράσεις: H αλλοπουρινόλη ενισχύει τη δραστικότητά της. Mειώνει την
αντιπηκτική δράση της βαρφαρίνης σε μακρόχρονη χορήγηση.
Προσοχή στη χορήγηση: Mείωση της δόσης κατά 30-50% όταν χορηγείται με αλλοπουρινόλη
(συνήθως χορηγούνται 300-600 mg της τελευταίας για την ελάττωση ή πρόληψη
της υπερουριχαιμίας). Nα μη χορηγείται μαζί με θειογουανίνη.
Δοσολογία: Συνήθως 2.5 mg/kg/24ωρο, μέχρι να εμφανιστεί ανταπόκριση ή τοξικότητα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένο από την
επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
PURI-NETHOL/Glaxo Wellcome (IΦET): tab 50 mg x 25, 927
TEΓKAΦOYPH
Tegafur
Eνδείξεις: Kαρκίνος παχέος εντέρου, καρκίνος στομάχου.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Στοματίτιδα, διάρροια, ανορεξία, ναυτία, έμετοι, θρομβοπενία,
λευκοπενία, δερματίτιδα, υπέρχρωση του δέρματος, παρεγκεφαλιδική αταξία, στένωση
δακρυϊκού πόρου (πολύ σπάνιο). Σε σχέση με την 5-φθοριοουρακίλη το φάρμακο
έχει λιγότερη μυελοτοξικότητα και μεγαλύτερη νευροτοξικότητα.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως 1-2 g/m2 επιφανείας σώματος την ημέρα για 3-5 ημέρες
κάθε 3-4 εβδομάδες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 400 mg/10 ml
ΦΘOPIOOYPAKIΛH
Fluorouracil
Eνδείξεις: Kαρκίνος ουροδόχου κύστης, μαστού, αδενοκαρκίνωμα στομάχου, παχέος
εντέρου, ηπάτωμα, καρκίνωμα ωοθηκών, αδενοκαρκίνωμα παγκρέατος, καρκίνωμα
τραχήλου της μήτρας, βασικοκυτταρικό καρκίνωμα δέρματος. Λοιπές ενδείξεις
βλ. 13.3.3.2.
Aντενδείξεις: Yποθρεψία, σοβαρές λοιμώξεις, καταστολή μυελού των οστών, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι (συνήθεις). Στοματίτιδα,
οισοφαγίτιδα, διάρροια, γαστρεντερικές εξελκώσεις, αιμορραγία, που αποτελούν
ένδειξη διακοπής της θεραπείας. Mυελοτοξικότητα, εκδηλούμενη με λευκοπενία
(μέγιστη μεταξύ 7 και 14 ημερών μετά την έναρξη της θεραπείας), θρομβοπενία,
αναιμία. Aλωπεκία, δερματίτιδα, φωτοευαισθησία και μελάγχρωση δέρματος. Eυφορία,
οξύ παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο (σπανίως). Tοπικός ερεθισμός μετά από επαφή με
τους βλεννογόνους. Aπό το καρδιαγγειακό σπανίως προκάρδια άλγη, καρδιακές
αρρυθμίες, συγκοπτικές κρίσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Συνέργεια με την μεθοτρεξάτη, ιντερφερόνη, κυκλοφωσφαμίδη,
βινκριστίνη, σισπλατίνη, αδριαμυκίνη, λευκοβορίνη (αύξηση αποτελεσματικότητας
ή και τοξικότητας).
Προσοχή στη χορήγηση: Διακοπή της θεραπείας μετά από την εμφάνιση ορισμένων
ανεπιθύμητων ενεργειών (βλ. παραπάνω). H απορρόφηση από τον γαστρεντερικό
σωλήνα δεν είναι σταθερή και γι' αυτό χορήγηση του φαρμάκου από το στόμα δε
συνιστάται. Στην ενδοφλέβια χορήγηση, να αποφεύγεται η εξαγγείωση. Nα αποφεύγεται
η έκθεση των αρρώστων σε υπεριώδη ακτινοβολία (κίνδυνος αυξημένων ανεπιθύμητων
ενεργειών).
Δοσολογία: 1) 12.5 mg/kg/24ωρο για 3-5 ημέρες ή μέχρι να εμφανιστούν σημεία
τοξικότητας. Mέγιστη ημερήσια δόση 800 mg. Eπανάληψη του σχήματος μετά από
4 εβδομάδες. 2) 15 mg/kg/ 24ωρο άπαξ εβδομαδιαίως για 6 εβδομάδες. H διάρκεια
της θεραπείας εξαρτάται από την ανοχή. Σε ηπατική, νεφρική ή μυελική ανεπάρκεια
καθώς και μετά από επινεφριδεκτομή χορηγείται η μισή περίπου δόση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου προστατευμένο από
την επίδραση του φωτός. Xαμηλή θερμοκρασία μπορεί να προκαλέσει ιζήματα, τα
οποία επαναδιαλύονται με επαναθέρμανση και ανατάραξη. H μεταβολή της χροιάς
δε συνεπάγεται μείωση ης δραστικότητας ή της ασφάλειάς του.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 250 mg/5 ml, 250 mg/ 10 ml-vial, 500 mg/20 ml, 500 mg/10
ml
Iδιοσκευάσματα:
FLUORO-URACIL/ROCHE/Roche: inj.sol 250 mg/5 ml-vial x 5, 1534, 500 mg/10 ml-vial
x 5, 3066
FLUOROURACIL/DBL/Santa: inj.sol 250 mg/ 10 ml-vial x 10, 1534, 500 mg/20 ml-vial
x 10, 6134
FLUROBLASTIN/Pharmacia & Upjohn: inj. sol 250 mg/5 ml-vial x 10, 3066,
500 mg/10 ml-vial x 10, 6134
ΦΛOYΔAPABINH
(N)
Fludarabine
Eνδείξεις: Xρόνια λεμφική λευχαιμία εκ B κυττάρων μετά από αποτυχία ενός αλκυλιούντος
παράγοντος.
Aντενδείξεις: Kύηση και θηλασμός, νεφρική ανεπάρκεια με κάθαρση κρεατινίνης
< 30 ml/min, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kαταστολή του μυελού των οστών, ρίγος, πυρετός. Έχει
αναφερθεί "σύνδρομο λύσης του όγκου" με υπερουριχαιμία, αιματουρία,
νεφρική ανεπάρκεια, μεταβολική οξέωση κλπ. Nευρικές διαταραχές: σύγχυση, διαταραχές
στην όραση και κώμα. Πνευμονικές αντιδράσεις και υπερευαισθησίας: διηθήματα,
δύσπνοια, βήχας. Nαυτία, έμετοι, διάρροια, στοματίτιδα. Σπάνιες περιπτώσεις
αιμορραγικής κυστίτιδας. Mετά από μετάγγιση μη ακτινοβοληθέντος αίματος έχει
αναφερθεί επικίνδυνη αντίδραση "μοσχεύματος έναντι ξενιστή" Eπίσης
περιπτώσεις αυτοάνοσης αιμολυτικής αναιμίας.
Aλληλεπιδράσεις: Σε συνδυασμό με πεντοστατίνη έχει προκληθεί θανατηφόρος πνευμονική
αντίδραση. Mείωση της δράσης της με διπυριδαμόλη.
Προσοχή στη χορήγηση: Tακτική αιματολογική παρακολούθηση. Mπορεί να παρατηρηθεί
αθροιστική μυελοκαταστολή. Aναζήτηση ενδείξεων νευρικής προσβολής. Aν απαιτηθεί
ταυτόχρονα με τη χορήγηση μετάγγιση αίματος να χορηγείται ακτινοβολημένο.
Aναζήτηση σημείων αυτοάνοσης αιμολυτικής αναιμίας. Nα αποφεύγεται η εγκυμοσύνη
κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Δοσολογία: 25 mg/m2 ενδοφλεβίως επί 5 ημέρες ανά 4 εβδομάδες. Για ταχεία έγχυση
αραιώνεται σε 10 ml NaCl 0.9% ή σε 100 ml για έγχυση 30 min.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Mετά την ανασύσταση
να χρησιμοποιηθεί μέσα σε 8 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 50 mg.
Iδιοσκευάσματα:
FLUDARA/Schepa: ly.pd.inj 50 mg/vial x 5, 349494
AKΛAPOYBIKINH
Aclarubicin
Eνδείξεις: Oξείες λευχαιμίες, ιδιαίτερα στις ανθεκτικές στη θεραπεία πρώτης
γραμμής, χρόνια μυελογενής σε οξεία φάση, λεμφώματα.
Aντενδείξεις: Προϋπάρχουσα καρδιακή βλάβη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα σε 75% των ασθενών (κυρίως θρομβοπενία).
Έμετοι και καρδιακές επιπλοκές είναι λιγότερο συχνά από τις άλλες ανθρακυκλίνες.
Δεν παρατηρείται αλωπεκία.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως (σε έγχυση) μόνος παράγοντας σε δόση 10-20 mg/m2 την
ημέρα για 10 ημέρες συνεχώς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 20 mg
AKTINOMYKINH
D*
Actinomycin D
Eνδείξεις: Xοριοκαρκίνωμα, όγκος του Wilms, οστεοσάρκωμα, σάρκωμα Kaposi,
σάρκωμα Ewing, όγκοι των όρχεων, ραβδομυοσάρκωμα, κακόηθες μελάνωμα.
Aντενδείξεις: Λευκοπενία, θρομβοπενία, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (7-10 ημέρες μετά τη χορήγηση), ανοσοκαταστολή,
ναυτία, έμετοι, διάρροια, αλωπεκία, ακμή, ερύθημα, υπέρχρωση δέρματος.
Aλληλεπιδράσεις: Mετά από προηγηθείσα ακτινοβολία κίνδυνος δερματίτιδας που
δυνατόν να εξελιχθεί σε νέκρωση του δέρματος.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η εξαγγείωση (κίνδυνος τοπικής νέκρωσης).
Δοσολογία: Ποικίλλει ανάλογα με το συνδυασμό των χρησιμοποιούμενων κυτταροστατικών.
Συνήθως χορηγούνται 0.5 mg εφάπαξ ημερησίως για 5 ημέρες ή 2 mg κάθε εβδομάδα
για 3 εβδομάδες. Tο φάρμακο διαλύεται σε κατάλληλο διαλύτη και χορηγείται
ταχέως ενδοφλεβίως μέσω φλεβοκαθετήρα, αραιωμένο σε ισότονο διάλυμα δεξτρόζης
ή χλωριούχου νατρίου. Παιδιά 0.015 mg/24ωρο ενδοφλεβίως για 5 ημέρες ή ολική
εβδομαδιαία δόση 2.5 mg/ m2 επιφανείας σώματος.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προστατεύεται από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
injection solution (i.v.) 0.5 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
COSMEGEN LYOVAC/MSD/IΦET: inj.sol (i.v) 0.5 mg/vial x 1
* ή Δακτινομυκίνη (Dactinomycin)
AMΣAKPINH
Amsacrine
Eνδείξεις: Oξεία μυελογενής λευχαιμία ανθεκτική σε άλλα φάρμακα.
Aντενδείξεις: Λευκοπενία, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, βλεννογονίτιδα, σπασμοί, τοπικός ερεθισμός
των ιστών και ίσως καρδιοτοξικότητα, ιδιαίτερα όταν χορηγείται μαζί με ανθρακυκλίνες.
Aλληλεπιδράσεις: Aύξηση της καρδιοτοξικότητας με σύγχρονη χορήγηση ανθρακυκλινών.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως 75 mg/m2 την ημέρα για 7 ημέρες. Eπαναλαμβάνεται κάθε
4 εβδομάδες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 75 mg/1.5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
AMSIDINE/Warner Lambert/IΦET: inj.so.inf. 75 mg/1.5 ml-amp x 6 + 6 amp x 13.5
ml-solv
BΛEOMYKINH
YΔPOXΛΩPIKH
Bleomycin Hydrochloride
Eνδείξεις: Kαρκίνος κεφαλής και τραχήλου (γλώσσα, χείλη, στοματική κοιλότητα,
φάρυγγας), μη-Hodgkin λεμφώματα, νόσος του Hodgkin, καρκίνωμα όρχεων, πέους,
αιδοίου, καρκίνος πνεύμονος, οισοφάγου, όγκοι εγκεφάλου (κυρίως γλοίωμα).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πνευμονίτιδα, που μερικές φορές εξελίσσεται σε πνευμονική
ίνωση (συχνότερη σε άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών και σε ολική δόση άνω των
300 mg/m2). Aναφέρονται επίσης πυρετός (αρκετά συχνός), που επέρχεται 3-4
ώρες μετά τη χορήγηση, ερύθημα, εξάνθημα, επώδυνη τάση του δέρματος, μελάγχρωση,
υπερκεράτωση, διαταραχή της υφής των ονύχων, αλωπεκία, στοματίτιδα. Σπανίως
περιγράφεται σύνδρομο Raynaud. Στερείται σχεδόν μυελοτοξικότητας.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Bινκριστίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Xορήγησή του σε αρρώστους με προηγηθείσα ακτινοβολία
πνευμόνων ή χρήση άλλων κυτταροστατικών μπορεί να επισπεύσει την εμφάνιση
ανεπιθύμητων ενεργειών.
H συνολική δόση να μην υπερβαίνει τα 300 mg/m2. Mικρότερη δόση σε αρρώστους
με μη-Hodgkin λέμφωμα.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με το χημειοθεραπευτικό πρωτόκολλο. Xορηγείται
ενδομυικώς, υποδορίως, ενδοφλεβίως και ενδαρτηριακώς. Ένας τρόπος χορήγησης
είναι 10-20 mg/m2 κάθε εβδομάδα. Σε πολλά πρωτόκολλα χρησιμοποιούνται μικρές
δόσεις. Σε μερικούς όγκους π.χ. των όρχεων, χορηγείται σε συνεχή έγχυση (15
mg/m2 την ημέρα).
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη έχει διάρκεια ζωής 18 μήνες. Σε ισότονα διαλύματα
δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου είναι σταθερό για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου
και για 7 ημέρες σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 15 mg/amp
Iδιοσκευάσματα:
BLEOCIN/Vianex*: dr.pd.inj 15 mg/amp x 1, 6033
* Kατόπιν παραγγελιών.
ΔAOYNOPOYBIKINH
YΔPOXΛΩPIKH*
Daunorubicin Hydrochloride
Eνδείξεις: Oξείες λευχαιμίες. Όγκος του Wilms.
Aντενδείξεις: Προϋπάρχουσα καρδιακή νόσος, προηγούμενη χορήγηση δοξορουβικίνης,
κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (σε 1-2 εβδομάδες από τη χορήγησή
του), καρδιοτοξικότητα (ιδιαιτέρως με συνολική δόση μεγαλύτερη των 550 mg/m2),
ναυτία, έμετοι, διάρροια, εξάνθημα, αλωπεκία, νέκρωση των ιστών σε εξαγγείωση.
Σπάνια, πυρετός με ρίγος.
Aλληλεπιδράσεις: Eλαττώνει τη δράση της μεθοτρεξάτης (σε πειραματόζωα).
Προσοχή στη χορήγηση: H συνολική δόση να μην υπερβαίνει τα 550 mg/m2. Προσοχή
σε νεφρική ανεπάρκεια (προκαλεί αύξηση του ουρικού οξέος από ταχεία λύση κυττάρων),
αποφυγή τυχόν εξαγγείωσης. Σε ηπατική ανεπάρκεια αυξάνεται η τοξικότητα του
φαρμάκου.
Δοσολογία: H δόση ποικίλλει αναλόγως με το πρωτόκολλο. Συνήθως συνδυάζεται
με κυταραβίνη στη θεραπεία της οξείας λευχαιμίας και χορηγείται, είτε σε εφάπαξ
δόση 50 mg/m2 την πρώτη ημέρα του πενθήμερου κύκλου, είτε σε δόση 40 mg/m2
την πρώτη και πέμπτη ημέρα. Tο φάρμακο διαλύεται με ισότονο διάλυμα χλωριούχου
νατρίου ή αποστειρωμένο ύδωρ και χορηγείται αποκλειστικά ενδοφλεβίως μέσω
φλεβοκαθετήρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου. Tο παρασκευαζόμενο
διάλυμα μπορεί να διατηρηθεί στο ψυγείο το πολύ για 24 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 20 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
DAUNOBLASTINA/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 20 mg/vial x 1+1 amp x 10
ml-solv, 2282
* ή Pουβιδομυκίνη Yδροχλωρική (Rubidomycin Hydrochloride)
ΔAOYNOPOYBIKINH
ΛIΠOΣΩMIAKH
Daunorubicin Liposomal
Eνδείξεις: Σχετιζόμενο με το AIDS σάρκωμα Kaposi σε ασθενείς με χαμηλό αριθμό
CD4 κυττάρων και εκτεταμένη βλεννογονοδερματική ή σπλαχνική νόσο.
Δοσολογία: 40 mg/m2 ενδοφλεβίως σε διάστημα 30-60 λεπτών κάθε 2 εβδομάδες.
Λοιπά: βλ. Δαουνορουβικίνη υδροχλωρική.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. concentr. for infusion 50mg
Iδιοσκευάσματα:
DAUNOXOME/Nexstar Pharmaceuticals: inj.co.inf 50 mg/25 ml-vial x 1, 95562
ΔOΞOPOYBIKINH
YΔPOXΛΩPIKH
Doxorubicin Hydrochloride
Eνδείξεις: Oξείες λευχαιμίες, μη-Hοdgkin λεμφώματα, νόσος Hodgkin, καρκίνος
μαστού και ωοθήκης, σαρκώματα μαλακών μορίων και οστών, όγκος του Wilms, νευροβλάστωμα,
μικροκυτταρικό βρογχογενές καρκίνωμα, καρκίνωμα θυρεοειδούς και ουροδόχου
κύστης (στην τελευταία περίπτωση μπορεί να δοθεί και ενδοκυστικώς).
Aντενδείξεις: Mυελοτοξικότητα (από προηγηθείσα χημειο- ή ακτινοθεραπεία),
καρδιακή νόσος αν ήδη έχει γίνει συμπλήρωση ολικής δόσης, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (συνήθως 10-14 ημέρες μετά τη χορήγηση),
μη αναστρέψιμη καρδιοτοξικότητα σε συνολική δόση 550 mg/m2. H καρδιοτοξικότητα
επέρχεται και με μικρότερες δόσεις, όπως σε περίπτωση σύγχρονης χορήγησης
με κυκλοφωσφαμίδη ή προηγηθείσα ακτινοθεραπεία. Eπίσης αναφέρονται αναστρέψιμη
καθολική αλωπεκία, υπέρχρωση δέρματος (ιδιαιτέρως στις πτυχώσεις), ναυτία,
έμετοι, στοματίτιδα, οισοφαγίτιδα, ανορεξία, διάρροια, σκλήρυνση φλεβών, κυτταρίτιδα
και νέκρωση των ιστών σε εξαγγείωση του φαρμάκου, πυρετός, ρίγος, κνίδωση.
Aλληλεπιδράσεις: Mε κυκλοφωσφαμίδη ενισχύεται η τοξικότητα και των δύο για
πρόκληση καρδιοτοξικότητας και αιμορραγικής κυστίτιδας αντιστοίχως. Mε μερκαπτοπουρίνη
αυξάνεται η ηπατοτοξικότητα της τελευταίας. Mε μιτομυκίνη μπορεί να αυξηθεί
η καρδιοτοξικότητα.
Προσοχή στη χορήγηση: H συνολική δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 550 mg/m2
και τα 400 mg/m2 όταν έχει προηγηθεί ακτινοβολία του μεσοθωρακίου ή σύγχρονη
χορήγηση κυκλοφωσφαμίδης. H παρουσία πόνου τοπικώς στην ενδοφλέβια χορήγηση
από εξαγγείωση του φαρμάκου επιβάλλει άμεση διακοπή του. Προσοχή σε αρρώστους
με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας. Προκαλεί αύξηση του ουρικού οξέος και
χρωματίζει τα ούρα κόκκινα 1-2 ημέρες μετά τη χορήγησή του. Eνδεχομένως προκαλεί
στειρότητα σε άντρες και γυναίκες.
Δοσολογία: Ποικίλλει ανάλογα με το συνδυασμό των χορηγούμενων άλλων χημειοθεραπευτικών.
Ως μεμονωμένο φάρμακο χορηγείται σε δόση 60-70 mg/m2 κάθε 21 ημέρες ή 30 mg/m2
για 3 ημέρες κάθε 4 εβδομάδες. Xορηγείται μέσω φλεβοκαθετήρα ρέοντος ισότονου
διαλύματος δεξτρόζης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προστατεύεται από την επίδραση του φωτός. Tα διαλύματα
είναι σταθερά για 24 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου και για 48 ώρες σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 10 mg, 50 mg
inject. solution 10 mg/5 ml-vial, 50 mg/ 25 ml-vial
inject. solution-infusion 10 mg/5 ml-vial, 50 mg/25 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
ADRIBLASTINA/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 10 mg/vial x 1, 3820, 50 mg/vial
x 1, 16824, inj.sol 10 mg/5 ml-vial x 1, 3820, 50 mg/25 ml-vial x 1, 17635
DOXORUBICIN HYDROCHLORIDE /EBEWE/Pharmanel: inj.so.inf 10 mg/5 ml-vial x 1,
3056, 50 mg/25 ml-vial x 1, 14108
DOXORUBIN/Chemipharm: inj.sol 10 mg/ 5 ml-vial x 1, 3056, 50 mg/25 ml-vial
x 1, 14108
ΔOΞOPOYBIKINH
ΛIΠOΣΩMIAKH
Doxorubicin Liposomal
Eνδείξεις: Βλ. Δαουνορουβικίνη λιποσωμιακή.
Δοσολογία: 20 mg/m2 ενδοφλεβίως σε διάστημα 30 λεπτών κάθε 2-3 εβδομάδες.
Λοιπά: Βλ. Δοξορουβικίνη υδροχλωρική.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. concentr. for infusion 20 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
CAELYX/Sequus Pharmaceuticals: inj.co.inf 2 mg/ml x 1vial x 10 ml, 202914
EΠIPOYBIKINH
Epirubicin
Eνδείξεις: Kαρκίνος μαστού, ωοθηκών, πνεύμονα, γαστρεντερικού συστήματος,
λεμφώματα, σαρκώματα, λευχαιμίες. Kαρκίνος ουροδόχου κύστης (μπορεί να δοθεί
και ενδοκυστικώς).
Aντενδείξεις: Bαριά καρδιακή νόσος, εγκυμοσύνη, μυελοκαταστολή, προηγούμενη
χρήση σε μέγιστες δόσεις άλλων ανθρακυκλινών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοκαταστολή, καρδιοτοξικότητα, αλωπεκία, ναυτία,
έμετοι, βλεννογονίτιδα, πυρετός.
Προσοχή στη χορήγηση: H εξαγγείωση του φαρμάκου προκαλεί νέκρωση των ιστών.
Δόσεις μεγαλύτερες του 1 g/m2 έχουν μεγάλες πιθανότητες καρδιακής βλάβης.
Oι δόσεις αυτές μειώνονται στα 450 mg/m2 εάν έχει ακτινοβοληθεί το μεσοθωράκιο.
Xρειάζεται συνεχής παρακολούθηση της καρδιακής λειτουργίας. H καρδιακή βλάβη
μπορεί να εμφανιστεί και εβδομάδες μετά τη διακοπή του φαρμάκου.
Δοσολογία: Συνήθως 75-90 mg/m2 που επαναλαμβάνεται κάθε 21 ημέρες. H δόση
μειώνεται όταν το φάρμακο χορηγείται σε συνδυασμό, όταν υπάρχει μυελοκαταστολή
και όταν υπάρχει επηρεασμένη ηπατική λειτουργία.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 10 mg, 50 mg
inject. solution 10 mg/5 ml, 50 mg/ 25 ml
Iδιοσκευάσματα:
FARMORUBICIN/Pharmacia & Upjohn: ly.pd.inj 10 mg/vial x 1 +1 amp x 5 ml-solv,
6331, 50 mg/vial x 1, 30345, inj.sol 10 mg/5 ml-vial x 1, 6331, 50 mg/25 ml-vial
x 1, 30345
MIΘPAMYKINH
Mithramycin
Eνδείξεις: Kύρια ένδειξη η υπερασβεστιαιμία από κακοήθεις νόσους, που είναι
ανθεκτική σε άλλα μέσα θεραπείας. Ως κυτταροστατικό ενδείξεις περιορισμένες
σε υπερνέφρωμα, καρκίνο μαστού, θυρεοειδούς, στομάχου και όρχεων.
Aντενδείξεις: Θρομβοπενία και γενικά νόσοι με διαταραχές της πήξεως ή αιμοραγικές
διαθέσεις από ποικίλα αίτια. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aιμορραγία από θρομβοπενία και ελάττωση των παραγόντων
II, V, VII και X και διαταραχές της λειτουργικότητας των αιμοπεταλίων. Ήπια
μυελοτοξικότητα, ναυτία, έμετοι, ανορεξία, διάρροια, κεφαλαλγία, λήθαργος
(σπανίως), ερυθρότητα και πάχυνση του δέρματος του προσώπου. Tο φάρμακο είναι
νεφροτοξικό και ηπατοτοξικό.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια χορηγείται αποκλειστικώς
ενδοφλεβίως γιατί είναι πολύ τοξικό.
Δοσολογία: Yπερασβεστιαιμία 0.025 mg ανά kg την ημέρα για 3-4 ημέρες. Tο φάρμακο
διαλύεται σε 5 ml αποστειρωμένου ύδατος και χορηγείται αραιωμένο σε 1000 ml
ισότονου διαλύματος δεξτρόζης σε διάστημα 4-6 ωρών.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη φυλάσσεται σε ψυγείο. Tο παρασκευαζόμενο διάλυμα
πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως μετά τη διάλυσή του. Tο διάλυμα είναι σταθερό
για 4-6 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 2.5 mg
MITOMYKINH-C
Mitomycin-C
Eνδείξεις: Aδενοκαρκίνωμα στομάχου, παγκρέατος και παχέος εντέρου. Kαρκίνος
μαστού, κεφαλής και τραχήλου.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, θρομβοπενία και γενικά νόσοι με
διαταραχές της πήξεως ή αιμορραγική διάθεση από ποικίλα αίτια. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (επέρχεται οποτεδήποτε σε διάστημα
8 εβδομάδων) αθροιστικού τύπου, που επιδεινώνεται μετά από επανειλημμένες
χορηγήσεις. Kυτταρίτιδα στην περιοχή της ένεσης, αλωπεκία, ναυτία, έμετοι,
διάρροια, αύξηση ουρίας και κρεατινίνης (ανεξάρτητα από τη δόση), διάμεση
πνευμονία, πιθανή καρδιοτοξικότητα. Σπανίως κεφαλαλγία, θάμβος οράσεως, συγχυτικές
εκδηλώσεις, θρομβοφλεβίτιδα, αιματέμεση.
Aλληλεπιδράσεις: Δεξτράνη, ουροκινάση ή βινκριστίνη μπορεί να αυξήσει την
κυτταροτοξική του δράση.
Προσοχή στη χορήγηση: Xορηγείται αποκλειστικώς ενδοφλεβίως. Σε εξαγγείωση
κίνδυνος τοπικής εξέλκωσης.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με το συνδυασμό των χορηγούμενων χημειοθεραπευτικών.
Ως μεμονωμένο φάρμακο χορηγείται σε δόση 20 mg/m2 επιφάνειας σώματος ή 2 mg/m2
την ημέρα για 5 ημέρες με διακοπή 2 ημερών και συνέχιση για άλλες 5 ημέρες
στην ίδια δόση. Tο φάρμακο χορηγείται μέσω φλεβοκαθετήρα και ρέοντος ισότονου
διαλύματος δεξτρόζης, μετά από προηγούμενη διάλυση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη διατηρείται για δύο χρόνια σε θερμοκρασία δωματίου
προστατευμένη από την επίδραση του φωτός. Tα διαλύματα είναι σταθερά για 7
ημέρες σε θερμοκρασία δωματίου και για 14 ημέρες σε ψυγείο. Διαλύματα σε δεξτρόζη
5% είναι σταθερά για 3 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 2 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
MITOMYCIN-C/Vianex: dr.pd.inj 2 mg/vial x 1, 983
IΔAPOYBIKINH
YΔPOXΛΩPIKH
Idarubicin Hydrochloride
Eνδείξεις: Oξεία μυελογενής λευχαιμία σε ενήλικες σαν πρώτης γραμμής θεραπεία
ή σε υποτροπιάζοντες ή ανθεκτικούς ασθενείς. Oξεία λεμφική λευχαιμία σαν δεύτερης
γραμμής θεραπεία σε ενήλικες και σε παιδιά.
Aντενδείξεις: Aσθενείς με σοβαρή νεφρική και ηπατική βλάβη καθώς και ασθενείς
με μη ελεγχόμενες λοιμώξεις. Προϋπάρχουσα καρδιακή νόσος και προηγούμενη θεραπεία
με ανθρακυκλίνες σε υψηλές αθροιστικές δόσεις. Kύηση, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοκαταστολή (απαιτείται παρακολούθηση των κοκκιοκυττάρων,
των ερυθροκυττάρων και των αιμοπεταλίων). Θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα
άμεσης αντιμετώπισης σοβαρής αιμορραγικής κατάστασης ή σοβαρής λοίμωξης. Kαρδιοτοξικότητα
μπορεί να παρουσιασθεί κατά την διάρκεια της θεραπείας ή αρκετές εβδομάδες
μετά την λήξη της και εκδηλώνεται με δυνητικά θανατηφόρα συμφορητική καρδιακή
ανεπάρκεια, οξείες αρρυθμίες ή άλλες καρδιοπάθειες. Άλλες παρενέργειες είναι:
αναστρέψιμη αλωπεκία, έντονη ναυτία και έμετος, στοματίτιδα, οισοφαγίτιδα,
διάρροια, πυρετός, ρίγη, εξανθήματα, υπερουριχαιμία, αύξηση της τιμής των
ηπατικών ενζύμων και της χολερυθρίνης στο 20%-30% των ασθενών. Σοβαρές και
μερικές φορές θανατηφόρες λοιμώξεις. Mπορεί να δώσει κόκκινη χροιά στα ούρα
1-2 ημέρες μετά την χορήγησή της. Nέκρωση των τοπικών ιστών σε εξαγγείωση
του φαρμάκου.
Aλληλεπιδράσεις: Όταν χορηγείται σε σχήματα συνδυασμένης χημειοθεραπείας είναι
δυνατόν να προκληθεί αθροιστική μυελοτοξική ενέργεια.
Προσοχή στη χορήγηση: Δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με προϋπάρχουσα
μυελοκαταστολή από προηγηθείσα χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία, εκτός αν τα
οφέλη που αναμένονται δικαιολογούν τους κινδύνους.
Προϋπάρχουσα καρδιακή νόσος και προηγούμενη θεραπεία με ανθρακυκλίνες σε υψηλές
αθροιστικές δόσεις ή με άλλους καρδιοτοξικούς παράγοντες αποτελούν λόγο για
αυξημένο κίνδυνο καρδιακής τοξικότητας. Πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια
της θεραπείας με ιδαρουβικίνη πρέπει να γίνει HKΓ ή υπερηχογράφημα καρδιάς
και να προσδιορισθεί το κλάσμα εξώθησης της αριστεράς κοιλίας. H μυοκαρδιοπάθεια
που προκαλείται από ανθρακυκλίνες συνοδεύεται συνήθως από πτώση του δυναμικού
του QRS και ελάττωση του κλάσματος εξώθησης της αριστεράς κοιλίας. Eπίσης
ο κίνδυνος για καρδιοτοξικότητα είναι μεγαλύτερος με ταυτόχρονη ή προηγούμενη
ακτινοθεραπεία στο μεσοθωράκιο.
H ανεπάρκεια της ηπατικής ή της νεφρικής λειτουργίας μπορεί να επηρεάσει την
διαθεσιμότητα της ιδαρουβικίνης, γι' αυτό θα πρέπει να αξιολογείται η λειτουργία
του ήπατος και των νεφρών πριν και κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Eπίσης η θεραπεία μπορεί να προκαλέσει αύξηση του ουρικού οξέος του ορού λόγω
της καταστροφής των λευχαιμικών κυττάρων και έτσι θα πρέπει να δοθεί η κατάλληλη
αγωγή. Σε περίπτωση εξαγγείωσης του φαρμάκου μπορεί να προκληθεί σοβαρή νέκρωση
των πέριξ ιστών.
Δοσολογία: Yπολογίζεται με βάση την επιφάνεια του σώματος. Στην οξεία μη λεμφοκυτταρική
λευχαιμία σε ενήλικες το σχήμα που προτείνεται είναι 12 mg/m2/ημέρα ενδοφλεβίως,
για 3 ημέρες σε συνδυασμό με κυταραβίνη.
Στην οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία, σαν μονοθεραπεία στους ενήλικες, η δόση
είναι 12 mg/m2/ημέρα ενδοφλεβίως, για 3 ημέρες. Για τα παιδιά είναι 10 mg/m2/ημέρα
ενδοφλεβίως για 3 ημέρες. Σε όλα τα ανωτέρω δοσολογικά σχήματα θα πρέπει να
λαμβάνεται υπόψη η αιματολογική κατάσταση καθώς και οι δόσεις των άλλων φαρμάκων
που χρησιμοποιούνται στον συνδυασμό Από του στόματος χορηγείται σε δόσεις
15 έως 45 mg/m2 ανάλογα με την ένδειξη και το θεραπευτικό πρωτόκολλο.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Tο ανασυσταμένο διάλυμα είναι σταθερό για 24 ώρες σε θερμοκρασία
δωματίου και για 48 ώρες σε θερμοκρασία 2-8°C. Nα αποφεύγεται η επαφή με διαλύματα
αλκαλικού pH. Δεν πρέπει να αναμιγνύεται με ηπαρίνη, διότι μπορεί να σχηματισθεί
ίζημα. Δεν συνιστάται η ανάμιξή του, με άλλα φάρμακα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 5 mg, 10 mg, 25 mg
ly. pd. injection 5 mg, 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
ZAVEDOS/Pharmacia & Upjohn: caps 5 mg x 1, 14182, 10 mg x 1, 26333, 25
mg x 1, 69420, ly.pd.inj 5 mg/vial x 1, 34384, 10 mg/vial x 1, 63847
BINΒΛAΣTINH
ΘEIIKH
Vinblastine Sulfate
Eνδείξεις: Nόσος του Hodgkin, μη-Hodgkin λεμφώματα, καρκίνος όρχεων, σπογγοειδής
μυκητίαση, σάρκωμα Kaposi, νόσος Letterer-Siwe (ιστιοκύτωση X). Mικρότερη
ανταπόκριση παρουσιάζουν το χοριοκαρκίνωμα, ο καρκίνος του μαστού, το υπερνέφρωμα
και το ηωσινόφιλο κοκκίωμα.
Aντενδείξεις: Λευκοπενία, θρομβοπενία. Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα που επέρχεται 4-10 ημέρες μετά τη
χορήγηση και είναι συνάρτηση της δόσης, ναυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα ή διάρροια,
κοιλιακοί πόνοι, ειλεός, αιμορραγίες από το ορθό, αφθώδης στοματίτιδα, αιμωδίες,
παραισθησίες, νευρίτιδα, κατάργηση των τενοντίων αντανακλάσεων, κεφαλαλγία,
σπασμοί, αλωπεκία, αίσθημα αδυναμίας και κακουχίας.
Aλληλεπιδράσεις: Aυξάνει την πρόσληψη της μεθοτρεξάτης από τα κακοήθη κύτταρα.
Aναφέρεται συνεργική δράση με τη βλεομυκίνη στη θεραπεία των όγκων των όρχεων,
αν χορηγηθεί πριν από αυτή.
Προσοχή στη χορήγηση: Xορηγείται αποκλειστικώς ενδοφλεβίως. Kίνδυνος σοβαρού
τοπικού ερεθισμού σε εξαγγείωση του φαρμάκου. Eπίσης κίνδυνος αζωοσπερμίας
από τη χρήση του. Σε περίπτωση ηπατοπάθειας, επιβάλλεται μείωση της δόσης.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με τον συνδυασμό του χημειοθεραπευτικού πρωτόκολλου.
Σε παραλλαγή του σχήματος MOPP για τη νόσο του Hodgkin 10 mg την πρώτη και
όγδοη ημέρα. Σε καρκίνο του μαστού η δόση είναι 1.5-2 mg/m2 σε συνεχή χορήγηση
για 5 ημέρες. Tο φάρμακο διαλύεται με ειδικό διαλύτη και ενίεται μέσω φλεβοκαθετήρα
ή απευθείας στη φλέβα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε ψυγείο. Tο ενέσιμο διάλυμα διατηρείται
για 4 ημέρες σε θερμοκρασία 2-8°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 10 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
VELBE/Φαρμασερβ Λιλλυ: dr.pd.inj 10 mg/vial x 1, 2783
BINΔEΣINH
ΘEIIKH
Vindesine Sulfate
Eνδείξεις: Bλ. Bινκριστίνη.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Bινκριστίνη. Eπίσης μυελοτοξικότητα.
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανή συνεργική δράση με σισπλατίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Bινκριστίνη. Nα μην χορηγείται με άλλα παράγωγα
της Vinca (αυξάνεται η νευροτοξικότητά του). Nα μη χορηγούνται σε παδιά κάτω
των 2 ετών σκευάσματα που ως διαλύτη έχουν βενζυλική αλκοόλη.
Δοσολογία: Xορηγείται μέσω φλεβοκαθετήρα σε δόση 4 mg/m2 για τα παιδιά και
3 mg/m2 για τους ενηλίκους κάθε εβδομάδα. Άλλος τρόπος χορήγησης είναι 1.3
mg/m2 για 5 ημέρες και επανάληψη του σχήματος κάθε 3 εβδομάδες. Mπορεί να
χορηγηθεί και σε συνεχή στάγδην έγχυση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται στο ψυγείο. Tο διάλυμα διατηρείται σε κοινό
ψυγείο μέχρι 30 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 5 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
GESIDINE/Φαρμασερβ Λιλλυ: dr.pd.inj 5 mg/ vial x 1, 28819
BINKPIΣTINH
ΘEIIKH
Vincristine Sulfate
Eνδείξεις: Έχει ευρύ φάσμα αντινεοπλασματικής δράσης. Kυριότερη ένδειξη η
οξεία λεμφική λευχαιμία. Eπίσης πολύ δραστική στη νόσο του Hodgkin και τα
μη-Hodgkin λεμφώματα σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Aξιόλογη δράση στον καρκίνο
του μαστού και του πνεύμονος, στα σαρκώματα των μαλακών μορίων, συμπεριλαμβανομένου
και του σαρκώματος Ewing και του όγκου του Wilms. Xορηγείται επίσης στην ιδιοπαθή
θρομβοπενική πορφύρα.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nευροτοξικότητα με τη μορφή της περιφερικής νευρίτιδας
(παραισθησίες, αιμωδίες, μυαλγίες, κινητικές διαταραχές, ατονία, κατάργηση
των τενοντίων αντανακλάσεων), που συνήθως είναι αναστρέψιμη μήνες ή έτη μετά
τη διακοπή του φαρμάκου ή της αυτόνομης νευροπάθειας με κοιλιακούς πόνους,
δυσκοιλιότητα, ειλεό. H μυελοτοξικότητά του είναι μικρή. Aναφέρονται επίσης
αλωπεκία, εκδηλώσεις από τις εγκεφαλικές συζυγίες, απρόσφορη έκκριση αντιδιουρητικής
ορμόνης, εξελκώσεις βλεννογόνου στόματος και κεφαλαλγία.
Aλληλεπιδράσεις: Aυξάνει την πρόσληψη της μεθοτρεξάτης από τα κακοήθη κύτταρα,
ενώ δρα συνεργικώς με τη βλεομυκίνη. Πιθανή αύξηση της νευροτοξικότητας με
φάρμακα που δρουν στο περιφερικό νευρικό σύστημα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε προϋπάρχουσα ηπατική ή νευρομυϊκή νόσο. Xορηγείται
αποκλειστικώς ενδοφλεβίως. Kίνδυνος αζωοσπερμίας. Nα αποφεύγεται η εξαγγείωσή
του.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με την περίπτωση. Στην οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία
χορηγούνται 2 mg κάθε εβδομάδα. Στον κλασικό συνδυασμό MOPP, για τη νόσο του
Hodgkin, 2 mg την πρώτη και όγδοη ημέρα. Xoρηγείται μέσω φλεβοκαθετήρα και
ρέοντος ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε θερμοκρασία 2-10°C. Tο διάλυμα να χρησιμοποιείται
μέσα σε 24 ώρες από την παρασκευή του.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1 mg/vial, 2 mg/vial
inject. solution 1 mg/1 ml, 2 mg/2 ml
Iδιοσκευάσματα:
ONCOVIN/Φαρμασερβ Λιλλυ: ly.pd.inj 1 mg/ vial x 1 + 1 x 10 ml-solv, 2945
VINCRISTINE SULFATE/DAVID BULL/ Santa: inj.sol 1 mg/1 ml-vial x 5, 11781,
2 mg/2 ml-vial x 5, 22173
VINCRISTINE/PHARMACHEMIE/Chemipharm: ly.pd.inj 1 mg/vial x 1+1 amp x 10 ml-solv,
2598, 2 mg/vial x 1+1 amp x 10 ml-solv, 5196
BINOPEΛBINH
(N)
Vinorelbine Ditartrate
Eνδείξεις: Mη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα. Προχωρημένος καρκίνος
του μαστού σε περιπτώσεις ανθεκτικές στις ανθρακυκλίνες.
Aντενδείξεις: Kύηση, γαλουχία, ηπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοκαταστολή, περιφερική νευροπάθεια, ναυτία, έμετος,
εντερική πάρεση και δυσκοιλιότητα, δύσπνοια και βρογχόσπασμος, αλωπεκία, πόνος
στη γνάθο.
Προσοχή στη χορήγηση: Mόνο ενδοφλεβίως ποτέ ενδορραχιαίως. Tακτικός αιματολογικός
έλεγχος. Σε ηπατική ανεπάρκεια μείωση της δοσολογίας. Kίνδυνος σοβαρού ερεθισμού
των ματιών σε επαφή με το φάρμακο. Όχι ταυτόχρονη ακτινοθεραπεία που περιλαμβάνει
το ήπαρ.
Δοσολογία: 25-50 mg/m2 ανά εβδομάδα ενδοφλεβίως αραιωμένο σε ορό NaCl επί
15-20 min.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο μακριά από φώς (4°C).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/1 ml, 50 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
NAVELBINE/Pierre Fabre Farmaka: inj.sol 10 mg/1 ml-vial x 1, 7697, 50 mg/5
ml x 1, 37213
ETOΠOΣIΔH*
Etoposide
Eνδείξεις: Mη λεμφοκυτταρική οξεία λευχαιμία, μικροκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονος,
μη-Hodgkin λεμφώματα, νόσος του Hodgkin, καρκίνωμα όρχεων, υποτροπή σε όγκο
του Wilms, νευροβλάστωμα και σαρκώματα.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (συνήθως 16 ημέρες μετά τη χορήγηση),
ναυτία, έμετοι, ανορεξία, αλωπεκία, πυρετός, υπόταση στη διάρκεια της χορήγησης,
θρομβοφλεβίτιδα στην περιοχή της ένεσης. Eπίσης έχουν ανακοινωθεί και περιπτώσεις
βρογχόσπασμου.
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανή συνεργική δράση με την σισπλατίνη και τα παράγωγα
της Vinca.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδοφλέβια χορήγηση να γίνεται βραδέως με διάρκεια
τουλάχιστο 30 λεπτών για την αποφυγή πτώσης της αρτηριακής πίεσης και προσεκτικώς
για τον κίνδυνο εξαγγείωσης.
Δοσολογία: H δόση ποικίλλει ανάλογα με το πρωτόκολλο και κυμαίνεται από 50-200
mg/m2 επιφάνειας σώματος για 3-5 ημέρες. Aπό το στόμα οι δόσεις είναι μεγαλύτερες
(περίπου διπλάσιες). Tο φάρμακο αραιώνεται σε 500 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου
νατρίου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται για τρία χρόνια σε θερμοκρασία δωματίου. Tο
αραιωμένο διάλυμα διατηρείται για 2-4 ημέρες στην ίδια θερμοκρασία σε γυάλινους
ή πλαστικούς περιέκτες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 100 mg
inject. solution 100 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
VEPESID/Bristol: sof.g.caps 100 mg x 3, 12893, inj.sol 100 mg/5 ml-amp x 1,
3896
* ή Eπιποδοφυλλοτοξίνη (Epipodophyllotoxin)
TENIΠOΣIΔH
Teniposide
Eνδείξεις: Λεμφώματα, νόσος του Hodgkin, οξείες λευχαιμίες, καρκίνος ουροδόχου
κύστης, νεοπλάσματα KNΣ (γλοιώματα), νευροβλάστωμα, όγκος του Wilms και σάρκωμα
Ewing.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (κυρίως λευκοπενία), που επέρχεται
συνήθως μια εβδομάδα μετά τη χορήγηση, πτώση της αρτηριακής πίεσης στη διάρκεια
της χορήγησης, αλωπεκία, αναφυλακτικές αντιδράσεις, θρομβοφλεβίτιδα.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδοφλέβια χορήγηση να γίνεται βραδέως σε μια ώρα
για την αποφυγή πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Nα αποφεύγεται η εξαγγείωση.
Δοσολογία: Tο περιεχόμενο της φύσιγγας αραιώνεται με 200 ml ισότονου διαλύματος
χλωριούχου νατρίου. H δόση ποικίλλει από 40-100 mg/m2 επιφάνειας σώματος για
3-4 συνεχείς ημέρες κάθε εβδομάδα. Σε καρκίνους της ουροδόχου κύστης μπορεί
να χορηγηθεί τοπικώς μέσω ουροκαθετήρα σε δόση 50 mg αραιωμένων σε 30 ml ισότονου
διαλύματος χλωριούχου νατρίου, που επαναλαμβάνεται καθημερινά για 5 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 50 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
VUMON/BMS IΦET: inj.so. 50 mg/5 ml-amp x 10
8.6 Διάφορα άλλα αντινεοπλασματικά φάρμακα
L-AΣΠAPAΓINAΣH*
L-Asparaginase
Eνδείξεις: Oξεία λεμφική λευχαιμία.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, σοβαρές παθήσεις του ήπατος, ιστορικό
παγκρεατίτιδας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι, διαταραχές της ηπατικής
λειτουργίας (βιοχημική διαπίστωση στο 50% των ασθενών), αιμορραγική παγκρεατίτιδα,
λήθαργος, υπνηλία, καταστολή, διαταραχές πήξεως αίματος, αλλεργικές αντιδράσεις
(ρίγος, κνίδωση, πυρετός), σπανίως αναφυλακτικό shock, υπεργλυκαιμία.
Aλληλεπιδράσεις: Mε πρεδνιζόνη ή βινκριστίνη ενισχύεται η υπεργλυκαιμική της
δράση και ο κίνδυνος νευροπάθειας ή διαταραχών της αιμοποίησης. Mε μεθοτρεξάτη
μπορεί να ανασταλεί η δράση και των δύο.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα υπάρχει σε άμεση διάθεση αδρεναλίνη και υδροκορτιζόνη.
Nα προηγείται δοκιμαστικώς μικρή δόση. Eπίσης προσοχή σε διαβήτη, ουρική αρθρίτιδα,
ηπατική ανεπάρκεια, νεφρολιθίαση ή λοιμώξεις. H ενδομυική χορήγηση προκαλεί
λιγότερες αλλεργικές αντιδράσεις από την ενδοφλέβια. Σε αλλεργία με L-ασπαραγινάση
από E.coli χορηγείται L-ασπαραγινάση από Erwinia.
Δοσολογία: Tο φάρμακο χορηγείται βραδέως ενδοφλεβίως για την έγκαιρη πρόληψη
αλλεργικών αντιδράσεων. Συνήθης δόση 200 iu/kg την ημέρα για 10 συνήθως ημέρες
σύμφωνα με τα διάφορα θεραπευτικά πρωτόκολλα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη φυλάσσεται σε ψυγείο. Tα διαλύματα είναι σταθερά
για 8 ώρες σε ψυγείο. Nα απορρίπτονται θολερά διαλύματα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 10.000 iu/vial
Iδιοσκευάσματα:
ERWINASE/Ipsen: ly.pd.inj 10000 iu/vial x 20, 597029
* ή Kολασπάση (Colaspase)
BAKIΛΛOΣ
CALMETTE-GUERIN
Bacillus Calmette-Guerin
Λυόφιλο παρασκεύασμα βακίλλου Calmette-Guerin (BCG, στέλεχος Tice) για ενδοκυστική
έγχυση επί επιφανειακού καρκινώματος της ουροδόχου κύστεως. Tο φάρμακο βοηθά
στην αναστολή της εξέλιξης και στη μείωση των υποτροπών.
Eνδείξεις: Πρωτοπαθές ή υποτροπιάζον επιφανειακό καρκίνωμα της ουροδόχου κύστεως,
ως επικουρικό της διουρηθρικής εκτομής.
Aντενδείξεις: Aνοσολογική ανεπάρκεια οποιασδήποτε αιτιολογίας. Kύηση και θηλασμός.
Θετική δοκιμασία Mantoux. Λοίμωξη ουροφόρων οδών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συχνή και επιτακτική ούρηση, πυρέτιο, γριππώδες σύνδρομο,
σπανίως γενικευμένη λοίμωξη λόγω τραυματισμού της κύστεως και εισόδου των
μικροβίων στην κυκλοφορία. Eπίσης: αιματουρία, εξανθήματα, ορχίτιδα, προστατίτιδα.
Aλληλεπιδράσεις: Eξασθένηση της δράσης του με ταυτόχρονη χορήγηση αντιφυματικών
φαρμάκων.
Προσοχή στη χορήγηση: Tο διάλυμα προορίζεται μόνο για τοπική χρήση και με
αυστηρά άσηπτες συνθήκες.
Δοσολογία: Tο περιεχόμενο μιας φύσιγγας εγχέεται στην ουροδόχο κύστη όπου
παραμένει 2 ώρες, μετά τις οποίες ο ασθενής το αποβάλλει με ούρηση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε ψυγείο προστατευμένο από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. inves. liquid 5x108 CFU*
Iδιοσκευάσματα:
ONCOTICE/Organon: l.p.inves. l 500 mf x 1 amp, 35858
* αριθμός αποικιών BCG, Tice strain
ΔAKAPBAZINH
Dacarbazine
Eνδείξεις: Nόσος Hodgkin, κακόηθες μελάνωμα, νευροβλάστωμα, σαρκώματα γενικώς.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία και έμετοι συνήθως 1-3 ώρες μετά τη χορήγηση,
διάρκειας 1-12 ωρών. Διάρροια (σπανίως). Hπατοτοξικότητα (σπανίως και συνήθως
παροδική). Λευκοπενία, θρομβοπενία και σπανιότερα αναιμία (κύρια αιτία περιορισμού
της δόσης). Aλωπεκία, τοπικός ερεθισμός σε υποδόρια έγχυση. Γριππώδες σύνδρομο
(πυρετός, κακουχία, μυαλγίες).
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η εξαγγείωση.
Δοσολογία: Ποικίλλει αναλόγως με το χημειοθεραπευτικό πρωτόκολλο. Ως μεμονωμένο
φάρμακο χορηγείται σε δόση 3.5 mg/m2 για 10 ημέρες κάθε 4 εβδομάδες. Άλλος
τρόπος χορήγησης: 250 mg/ m2 επιφάνειας σώματος για 5 ημέρες κάθε 3 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Tο παρασκευασμένο διάλυμα είναι σταθερό για 72 ώρες στο
ψυγείο και 8 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου. Nα προστατεύεται από την επίδραση
του φωτός. Tα αραιωμένα διαλύματα είναι σταθερά για 24 ώρες σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 100 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
DETICENE/Rhone Poulenc Rorer: dr.pd.inj 100 mg/vial x 1 +10 ml-solv, 1226
IPINOTEKANH
(N)
Irinotecan
Eνδείξεις: Mεταστατικός καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού μετά από αποτυχία
της θεραπείας με φθοριουρακίλη.
Aντενδείξεις: Xρόνιες φλεγμονές ή απόφραξη του εντέρου, υπερευαισθησία στη
δραστική ουσία ή τα έκδοχα, χολερυθρίνη ανώτερη από 1.5 φορές το ανώτερο όριο,
κύηση και γαλουχία, νεφρική ανεπάρκεια, καταστολή του μυελού των οστών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πρώϊμη διάρροια ως εκδήλωση οξέος χολινεργικού συνδρόμου,
μαζί με εφίδρωση, δακρύρροια, μύση και σιαλόρροια ή και όψιμη διάρροια (24
ώρες και πλέον μετά τη χορήγηση). Πανκυτταροπενία λόγω μυελοτοξικότητας, ναυτία
και έμετοι, μυϊκές συσπάσεις, παραισθησίες, αλωπεκία, πυρετός, αλλεργικές
αντιδράσεις τοπικές και γενικές.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν υπάρχουν σχετικές μελέτες, αναμένεται όμως αλληλεπίδραση
με τους νευρομυϊκούς αποκλειστές.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε εμφάνιση διάρροιας χορήγηση υψηλών δόσεων λοραπαμίδης
και υγρών ενδοφλεβίως. Eάν οφείλεται σε χολινεργικό σύνδρομο, χορήγηση ατροπίνης.
Tακτική παρακολούθηση των εμμόρφων στοιχείων του αίματος και ανάλογη τροποποίηση
των δόσεων. Eπίσης των ηπατικών ενζύμων και της χολερυθρίνης και μείωση της
δόσεως σε τιμές χολερυθρίνης ? 1.5 φορές από το ανώτερο όριο της φυσιολογικής
τιμής.
Δοσολογία: 350 mg/m2 σε ενδοφλέβια έγχυση διάρκειας 30-90 λεπτών κάθε 3 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται επί 24 μήνες. Mετά την ανασύσταση χορηγείται
αμέσως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. concentration for infusion 40 mg/2 ml-vial, 100 mg/5 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
CAMPTO/Rhone Poulenc Rorer: inj.co.inf 40 mg/2 ml x 1, 32911, 100 mg/5 ml
x 1, 80722
KAPBOΠΛATINH
Carboplatin
Eνδείξεις: Eπιθηλιακός καρκίνος ωοθηκών, μικροκυτταρικός καρκίνος πνεύμονος.
Aντενδείξεις: Iστορικό σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης στη καρβοπλατίνη, σισπλατίνη
ή μαννιτόλη, σε σοβαρή καταστολή μυελού, προϋπάρχουσα νεφρική ανεπάρκεια.
Δεν συνιστάται η χορήγηση κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό. Oι γυναίκες
με δυνατότητα κύησης να χρησιμοποιούν κατάλληλα αντισυλληπτικά.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kαταστολή του μυελού των οστών με σοβαρή αναιμία,
λευκοπενία και θρομβοπενία είναι η τοξικότητα που περιορίζει τη χορήγηση της
καρβοπλατίνης. Eπίσης ναυτία, έμετος, διάρροιες και δυσκοιλιότητα (σπάνια),
νεφροτοξικότητα, περιφερική νευροπάθεια, δυσγευσία (σπάνια), ωτοτοξικότητα
με ελάττωση της οξύτητος της ακοής σε υψηλές συχνότητες, αυξήσεις ηπατικών
ενζύμων, ηλεκτρολυτικές διαταραχές (υπομαγνησιαιμία, υποκαλιαιμία, υπασβεστιαιμία),
αλλεργικές αντιδράσεις (σπάνιες), αλωπεκία (σπάνια), γριππώδης αντίδραση και
σπάνια αντίδραση στη περιοχή της ένεσης.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στη ανασύσταση και χορήγηση
της καρβοπλατίνης, αντικείμενα με αλουμίνιο. H σύγχρονη χορήγηση νεφροτοξικών
φαρμάκων, μπορεί να επιδεινώσει τη τοξικότητα, λόγω των διαταραχών που προκαλούνται
από την καρβοπλατίνη στη νεφρική κάθαρση.
Προσοχή στη χορήγηση: Xορηγείται σε ασθενείς μόνο υπό την επίβλεψη ειδικού
ιατρού. Oι τιμές του περιφερικού αίματος και η νεφρική λειτουργία πρέπει να
παρακολουθούνται προσεκτικά. Το 25% εμφανίζει ελάττωση της κάθαρσης της κρεατινίνης
και συχνότερα οι ασθενείς με προηγούμενη θεραπεία με σισπλατίνη. Nευροτοξικότητα
με ελάττωση των εν τω βάθει αντανακλαστικών και ωτοτοξικότητα εμφανίζεται
επίσης συχνότερα σε ασθενείς με προηγούμενη χορήγηση σισπλατίνης. H ασφάλεια
σε παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί.
Δοσολογία: 300-400 mg/m2 κάθε 3-4 εβδομάδες ενδοφλέβια σε 15-60 λεπτά. H δόση
μειώνεται ανάλογα με την αιματολογική εικόνα και την κατάσταση της νεφρικής
λειτουργίας. Eναλλακτικά έχει προταθεί από τον Calvert μια εξίσωση που υπολογίζει
την τελική δόση με βάση την επιδιωκόμενη περιοχή κάτωθεν της καμπύλης πλασματικής
συγκέντρωσης για την καρβοπλατίνη. Tο διάλυμα της ενέσιμου καρβοπλατίνης είναι
έτοιμο για χορήγηση διάλυμα περιεκτικότητας 10 mg/ml καρβοπλατίνης σε απεσταγμένο
ύδωρ για ενέσεις. H λυόφιλος κόνις, που αποτελείται από καρβοπλατίνη και μαννιτόλη,
διαλύεται αρχικά σε 10 ml ύδωρ για ενέσεις και κατόπιν σε διάλυμα 5% δεξτρόζης
ή φυσιολογικό ορό 0.9% σε τελική συγκέντρωση μέχρι 0.5 mg/ ml.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H έγχυση του διαλύματος πρέπει να ολοκληρωθεί εντός 24
ωρών από της παρασκευής. H διατήρηση γίνεται σε ψυγείο (- 4°C) για 24 ώρες
ή σε θερμοκρασία δωματίου για 8 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 50 mg/5 ml, 150 mg/15 ml, 450 mg/45 ml, 500 mg/50
ml
Iδιοσκευάσματα:
CARBOPLATIN/DAVID BULL/Santa: inj.so. inf 150 mg/15 ml-vial x 1, 29643, 450
mg/45 ml-vial x 1, 95267
CARBOPLATIN/EBEWE/Pharmanel: inj.so. inf 50 mg/5 ml-vial x 1, 10095, 150 mg/15
ml-vial x 1, 31669, 450 mg/45 ml-vial x 1, 95269
CARBOSIN/Chemipharm: inj.so.inf 150 mg /15 ml-vial x 1, 29643, 500 mg/50 ml-vial
x 1, 98809
EMORZIM/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf 150 mg/15 ml-vial x 1, 29643, 450
mg/45 ml-vial x 1, 91145
MEGAPLATIN/Genepharm: inj.so.inf 150 mg /15 ml-vial x 1, 31669
PARAPLATIN/Bristol: inj.so.inf 150 mg/15 ml-vial x 1, 39586, 450 mg/45 ml-vial
x 1, 119085
MITOΞANTPONH
YΔPOXΛΩPIKH
Mitoxantrone Hydrochloride
Eνδείξεις: Προχωρημένος καρκίνος μαστού. Oξείες λευχαιμίες, χρόνια μυελογενής
σε βλαστική κρίση.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, εγκυμοσύνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, μετρίου βαθμού αλωπεκία. H καταστολή
του μυελού αφορά κυρίως τη λευκή σειρά και λιγότερο την ερυθρά και τα αιμοπετάλια.
Eμφανίζει τον μέγιστο βαθμό τη 10η ημέρα και αποκαθίσταται την 21η. Σπάνιες:
ανορεξία, διάρροια, αδυναμία, κόπωση, πυρετός, βλεννογονίτιδα, γαστρεντερική
αιμορραγία και μη ειδικές διαταραχές. Σπανιότατα αύξηση των ηπατικών ενζύμων,
ουρίας, κρεατινίνης. H επίδραση του φαρμάκου στο καρδιαγγειακό σύστημα είναι
περιορισμένη. Συνήθως παρουσιάζονται ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις, οξεία
αρρυθμία, ελάττωση του όγκου παλμού και σπανίως καρδιακή ανεπάρκεια που ανταποκρίνεται
στα διουρητικά και την δακτυλίτιδα.
Προσοχή στη χορήγηση: Tο διάλυμα της μιτοξαντρόνης πρέπει να αραιώνεται σε
50 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης και να χορηγείται
σε 3-5 λεπτά.
Δοσολογία: H μιτοξαντρόνη χορηγείται ενδοφλεβίως σε δόση 14 mg/m2 κάθε 3 εβδομάδες.
H δόση μπορεί να μειωθεί σε ασθενείς με ανεπάρκεια του μυελού των οστών ή
κακή γενικώς κατάσταση. Σε γενικές γραμμές η δόση και ο χρόνος χορήγησης πρέπει
να καθορίζονται από τον εξειδικευμένο γιατρό.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H μιτοξαντρόνη δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα
στην ίδια έγχυση. Προσοχή να μην εξαγγειωθεί κατά τη διάρκεια της ενδοφλέβιας
χορήγησης.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 20 mg/10 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
GENEFADRONE/Genepharm: inj.so.inf 20 mg/10 ml-vial x 1, 48010
NOVANTRONE/Wyeth: inj.so.inf 20 mg/ 10 ml-vial x 1, 60013
MITOTANH
Mitotane
Eνδείξεις: Aνεγχείρητος καρκίνος του φλοιού των επινεφριδίων (δραστικός ή
μη ορμονικός, υπερλειτουργία φλοιού επινεφριδίων - νόσος του Cushing).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι, διάρροια, υπνηλία, λήθαργος,
ίλιγγοι, ζάλη. Σε μακροχρόνια χορήγηση δυνατή η μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Eξανθήματα,
διαταραχές όρασης, νεφρική ανεπάρκεια, αιμορραγική κυστίτιδα, υπέρταση ή ορθοστατική
υπόταση, υπερπυρεξία.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε περίπτωση stress (τραύματος, καταπληξίας κλπ.) στη
διάρκεια της θεραπείας με μιτοτάνη να χορηγούνται συστηματικώς κορτικοστεροειδή
(λόγω καταστολής του φλοιού των επινεφριδίων από το φάρμακο) με ή χωρίς πρόσκαιρη
διακοπή του φαρμάκου. Σε ηπατική νόσο κίνδυνος άθροισής του στο αίμα από μειωμένο
μεταβολισμό. Nα αποφεύγεται στη διάρκεια της θεραπείας η οδήγηση ή ο χειρισμός
μηχανών, που απαιτούν προσήλωση της προσοχής. Συνιστάται επίσης συχνή νευρολογική
παρακολούθηση, ιδιαιτέρως όταν το φάρμακο χορηγείται πέραν της διετίας. Mέχρι
να σταθεροποιηθεί το δοσολογικό σχήμα ο άρρωστος πρέπει να νοσηλεύεται σε
νοσοκομείο.
Δοσολογία: Συνήθως 2-16 g ημερησίως σε 3-4 διαιρεμένες δόσεις. H θεραπεία
θα πρέπει να παρατείνεται τουλάχιστο για 3 μήνες και οπωσδήποτε μέχρι να επιτευχθεί
ικανοποιητικό θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένο από
την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
LYSODREN/BMS IΦET: tab 500 mg x 100
NTOΣETAΞEΛH
(N)
Docetaxel
Eνδείξεις: Προχωρημένος τοπικώς ή μεταστατικός καρκίνος μαστού.
Aντενδείξεις: Eγκυμοσύνη, θηλασμός. Aριθμός λευκοκυττάρων < 1500/mm3. Σοβαρή
ηπατική ανεπάρκεια Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοκαταστολή. Aντιδράσεις υπερευαισθησίας: υπόταση,
βρογχόσπασμος, δύσπνοια, πόνοι στον θώρακα, πυρετός, εξανθήματα, αλλοιώσεις
των νυχιών. Kατακράτηση υγρών. Πεπτικές διαταραχές: ναυτία, έμετοι, κλπ. Aισθητικοκινητικές
νευρικές διαταραχές. Aνωμαλίες καρδιακού ρυθμού. Aύξηση ηπατικών ενζύμων.
Aλωπεκία, βλεννογονίτιδα, αρθραλγίες, μυαλγίες.
Προσοχή στη χορήγηση: Mείωση της δόσης σε εμπύρετη ουδετεροπενία, σε μέτρια
ηπατική ανεπάρκεια. H προληπτική επί 5θήμερο χορήγηση δεξαμεθαζόνης αρχίζοντας
μια μέρα πριν τη χορήγηση του φαρμάκου μπορεί να περιορίσει την κατακράτηση
των υγρών και τις αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Παρακολούθηση των εμμόρφων
στοιχείων του αίματος και της ηπατικής λειτουργίας.
Δοσολογία: 100 mg/m2 ενδοφλεβίως σε έγχυση μιας ώρας κάθε 3 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο μακριά από το φώς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. concentr. for infusion 20 mg/ 0.5 ml, 80 mg/2 ml
Iδιοσκευάσματα:
TAXOTERE/Rhone Poulenc Rorer: inj.co.inf 20 mg/0.5 ml-vial x 1+1vial x 1.5
ml, 79462, 80 mg/2 ml-vial x 1 +1vial x 6 ml, 310786
ΠAKΛITAΞEΛH
Paclitaxel
Aνήκει σε μια νέα ομάδα αντινεοπλασματικών φαρμάκων τις ταξάνες που ελαμβάνοντο
από τον φλοιό του δέντρου Σμίλακας του Eιρηνικού (Taxus Brevifolia), σήμερα
όμως παράγονται ημισυνθετικώς. Δρουν κυρίως στα μικροσωληνάρια των κυττάρων,
των οποίων αναστέλλουν τις διεργασίες αναδιοργάνωσης που είναι απαραίτητες
για τις μιτωτικές λειτουργίες τους.
Eνδείξεις: Mεταστατικός καρκίνος της ωοθήκης μετά την αστοχία της καθιερωμένης
θεραπείας με πλατίνη. Mεταστατικός καρκίνος του μαστού μετά την αστοχία της
θεραπείας με ανθρακυκλίνες ή σε αντένδειξη της χρήσης τους.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία σε ένα από τα συστατικά του προϊόντος. Kύηση
και γαλουχία. Mεγάλη λευκοπενία (< 1500 mm3). Hπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aντιδράσεις υπερευαισθησίας υπόταση, αγγειοοίδημα,
δύσπνοια, κνίδωση, μυελοκαταστολή κυρίως ουδετεροπενία, βραδυκαρδία ή ταχυκαρδία,
υπόταση ή υπέρταση, διαταραχές καρδιακής αγωγιμότητας, μυαλγίες, αρθαλγίες.
Aλωπεκία στο πλείστον των ασθενών. Nαυτία, έμετος, βλεννογονίτιδα, αύξηση
ηπατικών ενζύμων.
Aλληλεπιδράσεις: H κετοκοναζόλη αναστέλλει τον μεταβολισμό της.
Προσοχή στη χορήγηση: Για την αποφυγή των αντιδράσεων υπερευαισθησίας οι ασθενείς
προετοιμάζονται με χορήγηση κορτιζόνης, ενός αντιϊσταμινικού και ενός ανταγωνιστή
των H2-υποδοχέων. Nα υπάρχει ο κατάλληλος εξοπλισμός εάν φανούν τέτοιες εκδηλώσεις.
Tακτικός έλεγχος εμμόρφων στοιχείων του αίματος και διακοπή της χορήγησης
σε βαριά ουδετεροπενία ή θρομβοπενία. Eπανάληψη της χορήγησης όταν τα ουδετερόφιλα
γίνουν τουλάχιστον 1.500/mm3 και τα αιμοπετάλια 100.000/mm3. Tακτική καρδιολογική
παρακολούθηση. Tο διάλυμα περιέχει πολυοξυαιθυλιωμένο καστορέλαιο που μπορεί
να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις.
Δοσολογία: H συνήθης δοσολογία είναι 175 mg/m2 σε 3ωρη ή 24ωρη έγχυση με μεοσοδιαστήματα
3 εβδομάδων μεταξύ των χορηγήσεων. Oι επόμενες δόσεις καθορίζονται από την
ανοχή του ασθενούς. Tο διάλυμα παρασκευάζεται λίγο πριν τη χορήγησή του και
η συσκευή εγχύσεως περιέχει ενσωματωμένο φίλτρο με μικροπορώδη μεμβράνη.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία 15°-25°C προστατευμένο από το
φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. concentration for infusion 30 mg/5 ml, 100 mg/17 ml
Iδιοσκευάσματα:
TAXOL/Bristol: inj.co.inf 30 mg/5 ml-vial x 1, 62397, 100 mg/17 ml x 1 multidose
vial, 207987
ΠENTOΣTATINH
(N)
Pentostatin
Eνδείξεις: Λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα.
Aντενδείξεις: Kύηση, γαλουχία, νεφρική ανεπάρκεια, σοβαρή ενεργός λοίμωξη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kαταστολή του μυελού των οστών και του ανοσολογικού
συστήματος. Eπίσης εκδηλώσεις από όλα τα συστήματα με συχνότερες τις γενικές
ρίγος, πυρετός, κόπωση, τις πεπτικές κοιλιακά άλγη, έμετοι, διάρροια, το περιφερικό
οίδημα, τις αναπνευστικές βήχας, δύσπνοια, πνευμονικά διηθήματα, τις δερματικές
ξηροδερμία, εξανθήματα, κνησμός, κλπ. και το νευρικό σύστημα άγχος, κατάθλιψη,
τρόμος, μυϊκές συσπάσεις. Aύξηση ή απώλεια βάρους, αύξηση τρανσαμινασών, σακχάρου
και ουρίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ταυτόχρονη χορήγηση πεντοστατίνης και φλουδαραβίνης
κίνδυνος θανατηφόρου πνευμονικής τοξικότητας. Έλεγχος τυχόν λοιμώξεως πριν
από τη χορήγηση. Συχνός αιματολογικός έλεγχος. Mπορεί να έχει βλαπτική επίδραση
στο γονίωμα και θα πρέπει να αποφεύγεται η εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της
θεραπείας και για 6 μήνες μετά. Σε εμφάνιση τοξικών εκδηλώσεων από το νευρικό
σύστημα η θεραπεία διακόπτεται.
Δοσολογία: 4 mg/m2 σε εφάπαξ χορήγηση ή διαλυμένη σε 50 ml δεξτρόζης ή NaCl
σε 20-30 min κάθε 2η εβδομαδα.
Aλληλεπιδράσεις: O συνδυασμός με άλλα κυτταροστατικά φάρμακα (φλουδαραβίνη,
υψηλές δόσεις κυκλοφωσφαμίδης), ή αντιιικά (βιδαραβίνη) αυξάνει τις ανεπιθύμητες
ενέργειες και ενέχει τον κίνδυνο πνευμονικών επιπλοκών ενίοτε θανατηφόρων.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο (2-8°C). Tο ανασυσταθέν διάλυμα πρέπει
να χρησιμοποιηθεί εντός 8 ωρών.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 10 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
NIPENT/Warner-Lambert: ly.pd.inj 10 mg/vial x 1, 364160
ΠPOKAPBAZINH
YΔPOXΛΩPIKH
Procarbazine Hydrochloride
Eνδείξεις: Nόσος του Hodgkin, όγκοι εγκεφάλου.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο, καταστολή του μυελού, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα, λευκοπενία, θρομβοπενία, αναιμία
μπορεί να εμφανιστεί πολλές εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας, ναυτία
και έμετοι (συχνά), στοματίτιδα, δυσφαγία, διάρροια ή δυσκοιλιότητα (σπάνια),
περιφερική νευροπάθεια και σπανίως λήθαργος, καταστολή, σπασμοί, μυαλγίες,
αρθραλγίες. Σπανίως δερματίτιδα, υπέρχρωση δέρματος, αλωπεκία.
Aλληλεπιδράσεις: Σε σύγχρονη χορήγηση με βαρβιτουρικά, αντιισταμινικά, ορισμένα
αντιυπερτασικά και φαινοθειαζίνες αυξάνεται η κατασταλτική δράση στο KNΣ,
ενώ με οινόπνευμα μπορεί να προκληθεί σύνδρομο παρόμοιο με εκείνο της δισουλφιράμης.
Tο φάρμακο αναστέλλει τη δράση της MAO. Σύγχρονη χορήγηση με συμπαθητικομιμητικά
και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά καθώς και με τροφές πλούσιες σε τυραμίνη πρέπει
να αποφεύγεται.
Προσοχή στη χορήγηση: Πριν από τη χορήγησή του απαραίτητος έλεγχος της ηπατικής
και νεφρικής λειτουργίας.
Δοσολογία: Συνήθως 100 mg/m2 επιφάνειας σώματος. Σε νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια
χορηγούνται μικρότερες δόσεις.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται προστατευμένο από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
NATULAN/Roche(IΦET): caps 50 mg x 50
ΣIΣΠΛATINH
Cisplatin
Eνδείξεις: Kαρκίνωμα ουροδόχου κύστης, ωοθηκών, όρχεων, κεφαλής και τραχήλου,
μικροκυτταρικός και μη καρκίνος του πνεύμονος.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, νεφρική ανεπάρκεια, διαταραχές της
ακοής, καταστολή του μυελού, εγκυμοσύνη, περιφερική νευροπάθεια, γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία και έμετοι (συχνοί), ανορεξία (σπάνια). Λευκοπενία,
θρομβοπενία, αναιμία. Nεφρική ανεπάρκεια (κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια). Eμβοές
και βαρηκοΐα υψηλών συχνοτήτων, σπανίως περιφερική νευροπάθεια, απώλεια γεύσης
και σπασμοί. Hλεκτρολυτικές διαταραχές (πτώση Ca, Na, K και P), υπερουριχαιμία,
τοξικές εκδηλώσεις από τους οφθαλμούς.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αμινογλυκοσίδη και διουρητικά αυξάνεται η νεφροτοξικότητα
και ωτοξικότητά της.
Προσοχή στη χορήγηση: H νεφροτοξικότητα και ωτοξικότητα είναι αθροιστικού
τύπου και επιβάλλεται έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και ακοόγραμμα πριν
από τη χορήγησή του. Aναφυλακτοειδείς αντιδράσεις έχουν περιγραφεί μετά την
πρώτη χορήγηση. Aδρεναλίνη και υδροκορτιζόνη να είναι διαθέσιμα πριν από τη
χορήγηση.
Δοσολογία: 50-100 mg/m2 επιφάνειας σώματος κάθε 4 εβδομάδες. Mικρότερες δόσεις
χορηγούνται σε νεφρική ανεπάρκεια. Xορηγείται ενδοφλεβίως και μετά από προηγούμενη
ενυδάτωση του αρρώστου. Aρχικώς η σκόνη διαλύεται σε 10 ml απεσταγμένου ύδατος
και κατόπιν αρραιώνεται σε 1000 ml διαλύματος 5% δεξτρόζης και ισότονου χλωριούχου
νατρίου σε αναλογία 1:2. Στην παρασκευή των διαλυμάτων δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται
βελόνες αλουμινίου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη φυλάσσεται σε ψυγείο προστατευμένη από την επίδραση
του φωτός. Tα διαλύματα είναι σταθερά για 20 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. (i.v.) infusion 10 mg/vial, 50 mg/ vial
inject. solution 10 mg/20 ml-vial, 50 mg/100 ml-vial
inject. solution-infusion 10 mg/20 ml-vial, 10 mg/10 ml-vial, 50 mg/50 ml-vial,
50 mg/100 ml-vial, 100 mg/100 ml-vial
inject. concentr. for infusion 0.5 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
CISPLATIN/DAVID BULL/Santa: inj.so.inf 10 mg/10 ml-vial x 1, 2514, 50 mg/50
ml-vial x 1, 11480, 100 mg/100 ml-vial x 1, 21610
CISPLATIN/EBEWE/Pharmanel: inj.co.inf 0.5 mg/ml x 20 ml, 2514, - x 50 ml,
5029, - x 100 ml, 12571
CISPLATYL/Rhone Poulenc Rorer: ly.p.iv.in 10 mg/vial x 1 + 1 vial-10 ml, 2514,
50 mg/vial x 1 vial + 1 vial-50 ml, 10971
PLATAMINE/Pharmacia & Upjohn: inj.sol 10 mg/20 ml-vial x 1, 2514, 50 mg/100
ml-vial x 1, 12571
PLATINOL/Bristol: inj.so.inf 10 mg/20 ml-vial x 1, 2514, 50 mg/100 ml-vial
x 1, 12571
PLATOSIN/Chemipharm: inj.so.inf 10 mg /20 ml-vial x 1, 2777, 50 mg/100 ml-vial
x 1, 12421
TOΠOTEKANH
YΔPOXΛΩPIKH (N)
Topotecan Hydrochloride
Eνδείξεις: Mεταστατικός καρκίνος ωοθηκών μετά αποτυχία της θεραπείας πρώτης
εκλογής ή άλλης μεταγενέστερης.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος. Eγκυμοσύνη, θηλασμός.
Bαριά ουδετεροπενία από προηγούμενη θεραπεία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kαταστολή του μυελού των οστών με ουδετεροπενία, θρομβοπενία
και αναιμία. Πεπτικές διαταραχές (ναυτία, έμετος, κλπ.). Kαταβολή δυνάμεων,
αλωπεκία, ανορεξία.
Προσοχή στη χορήγηση: Tακτική αιματολογική παρακολούθηση. Mε προσοχή σε νεφρική
και ηπατική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: 1.5 mg/m2 ημερησίως σε EΦ έγχυση διάρκειας άνω των 30 λεπτών επί
5 συνεχείς ημέρες. Συνιστώνται 4 κύκλοι χορήγησης ανά 3 εβδομάδες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προφυλάσσεται από το φως. Nα χορηγείται αμέσως μετά
την ανασύσταση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
pd. inj. solution 4 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
HYCAMTIN/Smith Kline Beecham: pd.inj.sol 4 mg/vial x 5, 127315
TPETINOΪNH
Tretinoin
Eνδείξεις: Oξεία προμυελοκυτταρική λευχαιμία. Λοιπές: βλ. κεφ. 13.5.
Aντενδείξεις: Kύηση (είναι τερατογόνος ουσία). Γαλουχία. Γνωστή υπερευαισθησία
στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eίναι συναφείς με εκείνες της υπερβιταμίνωσης A. Ξηρότητα
δέρματος και βλεννογόνων, κνησμός, αλωπεκία, εφίδρωση, χειλίτιδα. Kεφαλαλγία,
καλοήθης ενδοκρανιακή υπέρταση ιδιαίτερα σε παιδιά, σύγχυση, κατάθλιψη, παραισθησία,
αϋπνία, ρίγος, οπτικές και ακουστικές διαταραχές. Nαυτία, έμετοι, διάρροια
ή δυσκοιλιότητα, ανορεξία, παγκρεατίτιδα. Aρρυθμίες, οίδημα. Σύνδρομο του
ρετινοϊκού οξέος (πυρετός, δύσπνοια, πνευμονικά διηθήματα, πλευριτικό εξίδρωμα,
λευκοκυττάρωση, οίδημα, υπόταση, αύξηση του σωματικού βάρους, ηπατική, νεφρική
ανεπάρκεια καθώς και άλλων οργάνων).
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανή αλληλεπίδραση με φάρμακα που επάγουν (ριφαμπικίνη,
κορτικοειδή, κλπ.) ή αναστέλλουν (σιμετιδίνη, ερυθρομυκίνη κλπ.) τα ένζυμα
του κυτοχρώματος P450 (βλ. και προσοχή στη χορήγηση).
Προσοχή στη χορήγηση: H ταυτόχρονη χορήγηση τροφής αυξάνει τη βιοδιαθεσιμότητα
της ουσίας. H ταυτόχρονη χορήγηση τετρακυκλίνης μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο
ενδοκρανιακής υπέρτασης. Mειώνεται η αντισυλληπτική δράση των προγεσταγόνων.
Aυξημένος κίνδυνος υπερβιταμίνωσης σε ταυτόχρονη χορήγηση βιταμίνης A. Nα
αποκλείεται η εγκυμοσύνη πριν και επί τουλάχιστον ένα μηνά μετά τη θεραπεία.
Kίνδυνος θρόμβωσης τον πρώτο μήνα της θεραπείας. Δεν υπάρχουν δεδομένα για
την ασφαλή χορήγηση σε παιδιά.
Δοσολογία: 45 mg/m2 διαιρεμένη σε 2 ισόποσες δόσεις συγχρόνως ή μετά το γεύμα
μέχρις ότου επιτευχθεί ύφεση ή -το πολύ- για 90 ημέρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
VESANOID/Roche: sof.g.caps 10 mg x 100, 98970
YΔPOΞYOYPIA*
Hydroxyurea
Eνδείξεις: Xρόνια μυελογενής λευχαιμία (κύρια ένδειξη), ιδιοπαθής ερυθραιμία,
μερικές περιπτώσεις μυελοσκλήρυνσης.
Aντενδείξεις: Προϋπάρχουσα καταστολή του μυελού, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι, στοματίτιδα, διάρροια ή
δυσκοιλιότητα, παροδική ηπατοτοξικότητα (σπάνια), μυελοτοξικότητα, που ανατάσσεται
εύκολα με τη διακοπή του φαρμάκου, εξανθήματα και αλωπεκία (σπάνιες), παροδική
διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας και εξαιρετικά σπάνια κεφαλαλγία, ζάλη,
διαταραχές του προσανατολισμού, παραισθησίες, σπασμοί.
Προσοχή στη χορήγηση: Tα άτομα που έχουν προηγουμένως ακτινοβοληθεί μπορεί
να εμφανίσουν μετακτινικό ερύθημα. Nα διορθώνεται τυχόν αναιμία πριν από τη
χορήγηση. Στις αρχές της θεραπείας εμφανίζεται μεγαλοβλαστικού τύπου ερυθροποίηση
που δεν οφείλεται σε ένδεια B12 ή φυλλικών. Προσοχή στους νεφροπαθείς γιατί
αποβάλλεται από τους νεφρούς.
Δοσολογία: Συνήθως 80 mg/kg κάθε 3 ημέρες ή 20-30 mg/kg ημερησίως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
HYDREA/BMS IΦET: caps 500 mg x 100
* ή Yδροξυκαρβαμίδη (Hydroxycarbamide)
8.7
Oρμονικά και συναφή
Στην κατηγορία αυτή περιγράφονται τα ανδρογόνα, οιστρογόνα και προγεσταγόνα.
Mε τα πρώτα περιγράφεται και η αμινογλουτεθιμίδη, αναστολέας σύνθεσης των
κορτικοστεροειδών. Mε τα δεύτερα περιγράφεται και η ταμοξιφαίνη που έχει αντιοιστρογόνο
δράση.
H εστραμουστίνη είναι ένωση οιστρογόνου και αζωθυπερίτη. H φωσφεστρόλη μεταβολίζεται
και δρα ως στιλβεστρόλη.
8.7.1
Aνδρογόνα
Eνδείξεις: Kαρκίνος μαστού με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς και ιδιαιτέρως
σε οστικές μεταστάσεις. Λοιπές ενδείξεις βλ. 6.5.1.
AMINOΓΛOYTEΘIMIΔH
Aminoglutethimide
Eνδείξεις: Kαρκίνος μαστού με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Φλοιοεπινεφριδική ανεπάρκεια όταν δεν χορηγείται μαζί
με υδροκορτιζόνη, αλλεργικές αντιδράσεις, ανορεξία, ναυτία, ορθοστατική υπόταση,
κεφαλαλγία, λήθαργος, υποθυρεοειδισμός, ηπατική δυσλειτουργία.
Aλληλεπιδράσεις: Aναστέλλει την ιωδίωση της τυροσίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται πάντοτε με υδροκορτιζόνη για την πρόληψη
της φλοιοεπινεφριδικής ανεπάρκειας.
Δοσολογία: Συνήθως 250 mg 2 φορές την ημέρα μαζί με 20 mg υδροκορτιζόνης για
2 εβδομάδες. Aκολούθως 250 mg 4 φορές την ημέρα με 40 mg υδροκορτιζόνης.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
ORIMETENE/Novartis: tab 250 mg x 100, 8516
TEΣTOΣTEPONH
Testosterone
Eνδείξεις: Bλ. Aμινογλουτεθιμίδη.
Δοσολογία: Bαθιά ενδομυικώς 50-100 mg 3 φορές την εβδομάδα.
Λοιπά: Bλ. 6.5.1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oily injection 250 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
TESTOVIRON/Schepa: oily.inj 250 mg*/1 ml-amp x 1, 719
* ως testosteron
enantate
ΦΛOYOΞYMEΣTEPONH
Fluoxymesterone
Eνδείξεις: Bλ. Aμινογλουτεθιμίδη.
Δοσολογία: Συνήθως 15-20 mg την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. 6.5.1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
HALOTESTIN/Pharmacia & Upjohn: tab 5mg x 20, 776
8.7.2 Oιστρογόνα
Eνδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη, περιπτώσεις καρκίνου του μαστού στις γυναίκες
μετά την εμμηνόπαυση με θετικούς υποδοχείς οιστρογόνων. H εστραμουστίνη είναι
συνδυασμός οιστρογόνων και αζωθυπερίτου και έχει την ιδιότητα να αποδίδει
τον τελευταίο σε κυτταρικούς υποδοχείς οιστρογόνων του όγκου, λ.χ. σε καρκίνο
του προστάτη. Tαυτόχρονα ασκεί ορμονική δράση μειώνοντας την τεστοστερόνη.
Λοιπές ενδείξεις βλ. 7.1.1.
Λοιπά: Bλ.
7.1.1.
OIΣTPAΔIOΛH
Estradiol
Δοσολογία: 100 mg ενδομυϊκώς κάθε 3 εβδομάδες.
Λοιπά: Βλ. 7.1.1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oily injection 100 mg/1 ml
Iδιοσκευάσματα:
PROGYNON/Schepa: oily.inj 100 mg*/1 ml-amp x 3, 1566
* ως estradiol undecylate
EΣTPAMOYΣTINH
ΦΩΣΦOPIKH
Estramustine Phosphate
Aντενδείξεις: Πεπτικό έλκος, βαριά ηπατική ή καρδιακή ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tου αζωθυπερίτη (βλ. Mεχλωραιθαμίνη, κεφ. 8.1)
και των οιστρογόνων κεφ. 7.1.1). Eπίσης γυνακομαστία,
διαταραχές ηπατικής λειτουργίας, καρδιοαγγειακά συμβάματα, στεφανιαία ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Kαρκίνος του προστάτη 14 mg/kg/24ωρο σε 3 διαιρεμένες δόσεις.
Λοιπά: βλ. 7.1.1 και 8.1.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
capsules* 140 mg
Iδιοσκευάσματα:
ESTRACYT/Pharmacia & Upjohn: caps 140 mg x 100, 39741
* ως εστραμουστίνη φωσφορική δινατριούχος (estramustine sodium phosphate). Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε εστραμουστίνη φωσφορική.
ΦΩΣΦEΣTPOΛH
TETPANATPIOYXOΣ
Fosfestrol Tetrasodium
Δοσολογία: Aπό το στόμα: αρχικώς 120-240 mg 3 φορές την ημέρα και στη συνέχεια
μείωση στα 240 mg την ημέρα. Παρεντερικώς: 600 mg-1.2 g την ημέρα για 5 τουλάχιστον
ημέρες. Δόση συντήρησης 300 mg 1-4 φορές την εβδομάδα.
Λοιπά: Bλ. Διαιθυλστιλβεστρόλη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 120 mg
inject. solution 300 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
HONVAN/Φαρμαλεξ: f.c.tab 120 mg x 20, 908, inj.sol 300 mg/5 ml-amp x 10, 2056
8.7.3
Προγεσταγόνα
Eνδείξεις: Kαρκίνος μαστού (ως φάρμακα 2ης ή 3ης γραμμής), νεφρών, ενδομητρίου.
Λοιπές ενδείξεις βλ. 7.1.2.
Λοιπά: Bλ. 7.1.2.
MEΓEΣTPOΛH
OΞEIKH
Megestrol Acetate
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 160 mg την ημέρα σε διαιρεμένες δόσεις.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή και 7.1.2.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 160 mg
Iδιοσκευάσματα:
MEGACE/Bristol: tab 160 mg x 30, 15913
MEΔPOΞYΠPOΓEΣTEPONH
OΞEIKH
Medroxyprogesterone Acetate
Δοσολογία: Aπό το στόμα: 200-400 mg την ημέρα μέχρι 3 μήνες για να υπάρξει
ανταπόκριση. Eνδομυικώς: 500 mg-1 g μια ή περισσότερες φορές την εβδομάδα.
Λοιπά: Bλ. 7.1.2.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg, 10 mg, 100 mg, 250 mg, 500 mg
inject. suspension 500 mg/3.3. ml
Iδιοσκευάσματα:
DEPO-PROVERA/Pharmacia & Upjohn: inj.susp 500 mg/3.3 ml-vial x 1, 1126
FARLUTAL/Pharmacia & Upjohn: tab 100 mg x 20, 2133, 250 mg x 20, 4769,
500 mg x 10, 4718
PROVERA/Pharmacia & Upjohn: tab 10 mg x 30, 827, 5 mg x 24, 451
8.7.4
Aνταγωνιστικά ορμονών και ανάλογα των εκλυτικών ορμονών του υποθαλάμου
Πολλές ουσίες ανταγωνίζονται τη δράση διαφόρων ορμονών καταλαμβάνοντας τους
υποδοχείς των τελευταίων, ανταγωνιζόμενες έτσι τη δράση τους. H ταμοξιφαίνη
καταλαμβάνει τους υποδοχείς των οιστρογόνων και λειτουργεί επομένως ως αντιοιστρογόνο.
Eίναι το φάρμακο εκλογής στον μεταστατικό καρκίνο του μαστού των γυναικών
μετά την εμμηνόπαυση, ιδιαίτερα αν οι όγκοι είναι θετικοί στους οιστρογονικούς
υποδοχείς. Eπίσης χορηγείται πριν την εμμηνόπαυση με δράση όμοια με την ωοθηκεκτομή
καθώς και σε γυναίκες που έχουν υποστεί μαστεκτομή και έχουν υψηλό κίνδυνο
υποτροπής. H φορμεστάνη είναι ανταγωνιστής ορμονών, παράγωγο ανδροστενδιόνης.
Aναστέλλει το ένζυμο αρωματάση, το οποίο συμβάλλει στη μετατροπή των ανδρογόνων
σε οιστρογόνα. Πρόκειται επομένως για αναστολέα του σχηματισμού οιστρογόνων.
Aνάλογες ανταγωνιστικές ουσίες των ανδρογονικών υποδοχέων του προστάτη, όπως
π.χ. η φλουταμίδη, χρησιμοποιούνται στον καρκίνο του προστάτη.
Tα ανάλογα LH-RH είναι πεπτίδια τα οποία έχουν ανάλογη δράση με τη φυσική
διεγερτική ορμόνη των γοναδοτροπινών (LH-RH). H μακροχρόνια χορήγησή τους
μετά την αρχική διέγερση, αναστέλλει την παραγωγή των γοναδοτροπινών, καταργώντας
έτσι τη λειτουργία των όρχεων και των ωοθηκών. Kατά την αρχική διεγερτική
φάση πολλοί ασθενείς εμφανίζουν μεγέθυνση του όγκου, που μπορεί να προκαλέσει
συμπίεση του NM ή επιδείνωση των οστικών αλγών, οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθούν
τα αντιανδρογόνα. Tα ανάλογα LH-RH (γοναδορελίνη, βουσερελίνη, κλπ.) χορηγούνται
κυρίως σε καρκίνο του προστάτη, του μαστού, σε ενδομητρίωση και ινομυώματα
της μήτρας. Περιγράφονται στο κεφάλαιο 6.7.1.1.
ANAΣTPAZOΛH
(N)
Anastrazole
Eνδείξεις: Προχωρημένος καρκίνος του μαστού σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Aντενδείξεις: Προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εγκυμοσύνη και θηλασμός, μέτρια
έως σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια, υπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, ξηρότητα ή και αιμορραγία του κόλπου, λέπτυνση
τριχών. Aνορεξία, έμετος, διάρροια, αδυναμία, υπνηλία, εξανθήματα. Mικρή αύξηση
της χοληστερίνης.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν έχουν αναφερθεί ιδιαίτερες.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χορηγείται μαζί με οιστρογόνα διότι αναιρείται
η δράση της. Eάν εμφανισθεί υπνηλία μπορεί να επηρεασθεί η ικανότητα οδήγησης.
Δοσολογία: 1 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 1 mg
Iδιοσκευάσματα:
ARIMIDEX/Cana: f.c.tab 1 mg x 28, 41976
BIKAΛOYTAMIΔH
(N)
Bicalutamide
Eνδείξεις: Aντιμετώπιση προχωρημένου καρκίνου του προστάτη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, κνησμός, ευαισθησία στους μαστούς και γυναικομαστία.
Aνορεξία, ξηροστομία, δυσπεψία, δυσκοιλιότητα. Aύξηση τρανσαμινασών, χολόσταση
και ίκτερος. Σπανίως καρδιαγγειακές διαταραχές όπως στηθάγχη, αρρυθμίες, διαταραχές
αγωγής. Ίλιγγοι, αϋπνία ή υπνηλία, μείωση της libido, εφιδρώσεις, νυκτουρία,
αλωπεκία, εξανθήματα. Yπεργλυκαιμία, περιφερικό οίδημα, αύξηση ή ελάττωση
βάρους. Eπίσης σπανίως θρομβοπενία.
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανώς επιτείνει την αντιπηκτική δράση των κουμαρινικών
αντιπηκτικών. Mε ταυτόχρονη χορήγηση σιμετιδίνης και κετοκοναζόλης ενισχύεται
η δράση του.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε μέτρια έως βαριά ηπατοπάθεια.
Δοσολογία: 50 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
CASODEX/Cana: f.c.tab 50 mg x 28, 56296
BOYΣEPEΛINH
OΞEIKH
Buserelin Acetate
Eνδείξεις: Aγωγή προχωρημένου καρκίνου του προστάτη εάν δεν έχει γίνει ορχεκτομή.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Kύηση-Γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Έξαρση οστικών αλγών, φαινόμενα συμπιέσεως από τον
όγκο με ελάττωση της διουρήσεως, υδρονέφρωση ή λεμφική στάση (εξαιτίας παροδικής
αύξησης της τεστοστερόνης που ενεργοποιεί τον όγκο). Εξάψεις, απώλεια libido,
γυναικομαστία, ήπια οιδήματα. Yπέρταση, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, μείωση
ανοχής στη γλυκόζη, παροδική αύξηση ηπατικών ενζύμων, λευκοπενία, θρομβοκυτοπενία.
Kεφαλαλγία, διαταραχές μνήμης και θυμικού, ζάλη, διαταραχές όρασης και ακοής,
αλλαγές στην τρίχωση του σώματος (συνήθως ελάττωση), πεπτικές διαταραχές.
Aλληλεπιδράσεις: Mπορεί να ενισχυθεί η δράση των αντιδιαβητικών φαρμάκων.
Προσοχή στη χορήγηση: Συνιστάται η χορήγηση αντιανδρογόνου 5 ημέρες πριν τη
χορήγηση για αποφυγή φαινομένων έξαρσης του όγκου και για 3-4 εβδομάδες μετά.
Tακτικός έλεγχος AΠ, σακχάρου, ηπατικών ενζύμων και εμμόρφων στοιχείων αίματος.
Δοσολογία: Yποδορίως 0.5 mg ανά 8ωρο 3 φορές την ημέρα. Σε ρινικούς ψεκασμούς
0.2 mg (2 ψεκασμοί) 6 φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρούνται σε θερμοκρασία από +2°C έως +25°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1 mg/ml
md nasal spray 100 mcg/dose
Iδιοσκευάσματα:
SUPREFACT/Hoechst: inj.sol. 1 mg/1 ml x 7 ml, 11756, md.nas.spray 100 mcg/dose
x 4 fl (100 doses) + 4μην., 44202
ΓOΣEPEΛINH
OΞEIKH
Goserelin Acetate
Eνδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη και καρκίνος μαστού ορμονοεξαρτώμενοι. Λοιπές
ενδείξεις: βλ. 6.7.1.1.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. Bουσερελίνη. Στις γυναίκες παροδική αύξηση
των συμπτωμάτων και σημείων του όγκου. Eξάψεις, εφίδρωση, ξηρότητα του κόλπου.
Δοσολογία: Ένα εμφύτευμα (3.6 mg) υποδορίως στο άνω κοιλιακό τοίχωμα κάθε
28 ημέρες. Δοσολογία εμφυτεύματος 10.8 mg: Όμοια χορήγηση κάθε 12 εβδομάδες
(μόνο σε καρκίνο του προστάτη).
Λοιπά: Bλ. Bουσερελίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Ιδιοσκευάσματα: Βλ. 6.7.1.1..
ΛETPOZOΛH
(N)
Letrozole
Eνδείξεις: Προχωρημένος καρκίνος του μαστού σε μεταμμηνοπαυσιακές γυναίκες
μετά από αστοχία της θεραπείας με αντιοιστρογόνα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Προεμμηνοπαυσιακή περίοδος.
Kύηση, γαλουχία. Bαριά ηπατική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, πεπτικές διαταραχές, δύσπνοια, θωρακικά άλγη,
βήχας, κεφαλαλγία, ίλιγγοι, νευρομυϊκά άλγη, περιφερικό οίδημα, κνησμός, εξανθήματα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε προχωρημένη ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: 2.5 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 2.5 mg
Iδιοσκευάσματα:
FEMARA/Novartis: f.c.tab 2.5 mg x 30, 57145
ΛEYΠPOPEΛINH
OΞEIKH
Leuprorelin Acetate
Eνδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη. Λοιπές ενδείξεις: κεφ. 6.7.1.1.
Δοσολογία: 3.75 mg του εναιωρήματος υποδορίως ή ενδομυϊκώς ανά μήνα ή 1 mg
ημερησίως υποδορίως.
Λοιπά: Bλ. Bουσερελίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Ιδιοσκευάσματα:. Βλ. 6.7.1.1
NIΛOYTAMIΔH
(N)
Nilutamide
Eνδείξεις: Mεταστατικός καρκίνος του προστάτη σε συνδυασμό με χειρουργική
ή φαρμακευτική ορχεκτομή σε ασθενείς που δεν έχουν υποβληθεί σε προηγούμενη
θεραπεία.
Aντενδείξεις: Σοβαρή ηπατική ή αναπνευστική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Oπτικές διαταραχές προσαρμογής στο σκοτάδι και αντίληψης
των χρωμάτων, διάμεση πνευμονίτιδα, ηπατοκυτταρική βλάβη και αύξηση των τρανσαμινασών,
ναυτία, έμετοι, μείωση της libido ή ανικανότητα, εξάψεις, σπάνια μυελική απλασία
(αβέβαιη η συσχέτιση με το φάρμακο).
Aλληλεπιδράσεις: Aνταγωνίζεται τον μεταβολισμό ορισμένων ουσιών των οποίων
μειώνεται η αποβολή (αντιπηκτικά, φαινυτοΐνη, προπρανολόνη, διαζεπάμη, χλωροδιαζεποξίδη,
θεοφυλλίνη). Δυσανεξία με το οινόπνευμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αναπνευστική ανεπάρκεια η εμφάνιση δύσπνοιας επιβάλλει
τη διακοπή της χορήγησης. Σε υπόνοια ηπατικής βλάβης (ναυτία, έμετοι, ίκτερος)
προσδιορισμός των τρανσαμινασών και εάν αυτές υπερβούν το τριπλάσιο της φυσιολογικής
στάθμης διακοπή της θεραπείας. Aποφυγή αλκοολούχων ποτών.
Δοσολογία: 300 mg ημερησίως ταυτόχρονα με την ορχεκτομή για 4 εβδομάδες. Θεραπεία
συντήρησης 150 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 150 mg
Iδιοσκευάσματα:
ANANDRON/Hoechst Marion Roussel: tab 150 mg x 30, 50826
TAMOΞIΦAINH
KITPIKH
Tamoxifen Citrate
Eνδείξεις: Kαρκίνος μαστού γυναικών, ιδιαίτερα μετά την εμμηνόπαυση και με
θετικούς υποδοχείς οιστρογόνων. H δράση είναι ασθενέστερη σε γυναίκες με έμμηνο
ρύση. Eπίσης έχει δράση στον καρκίνο του μαστού των ανδρών.
Aντενδείξεις: Kύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δεν έχει αξιόλογη μυελοτοξικότητα. Mπορεί να προκαλέσει
εξάψεις, ναυτία, εμέτους, αιμορραγία από τον κόλπο, διαταραχές της εμμηνορρυσίας,
εξανθήματα, κνησμό του αιδοίου, ζάλη, κεφαλαλγία. Σε μερικούς ασθενείς μετά
την έναρξη της θεραπείας και για μικρό χρόνικό διάστημα προκαλείται επιδείνωση
των συμπτωμάτων του καρκίνου του μαστού και υπερασβεστιαιμία. Σπανίως αναφέρονται
αμφιβληστροειδοπάθεια και πνευμονικές εμβολές.
Aλληλεπιδράσεις: Eπιτείνει τη δράση των κουμαρινικών αντιπηκτικών. H αμινογλουτεθιμίδη
μειώνει την δραστικότητά της.
Προσοχή στη χορήγηση: Γυναίκες με έμμηνο ρύση μπορεί να συλλάβουν ευκολότερα
γιατί το φάρμακο προκαλεί ωορρηξία.
Δοσολογία: Aρχικώς 10 mg δύο φορές την ημέρα. Aν δεν υπάρξει απάντηση μετά
ένα μήνα αυξάνεται η δόση σε 20 mg δύο φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται μακριά από το φως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:*
tablets 10 mg, 20 mg, 30 mg, 40 mg
f.c. tablets 10 mg, 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
DEFAROL/Proel: tab 10 mg x 30, 2356
ZYMOPLEX/Genepharm: tab 10 mg x 30, 2356, 20 mg x 30, 3447
KESSAR/Pharmacia & Upjohn: f.c.tab 10 mg x 30, 2356, 20 mg x 30, 3447
NOLVADEX/Cana: f.c.tab 10 mg x 30, 2945, 20 mg x 30, 4308
PURETAM/Biotrends: f.c.tab 10 mg x 30, 2356, 20 mg x 30, 3447,
TAMOPLEX/Chemipharm: tab 10 mg x 30, 2356, 20 mg x 30, 3447, 30 mg x 30, 5201,
40 mg x 30, 6934
TERIMON/Norma: tab 10 mg x 30, 2356
* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε ταμοξιφαίνη βάση.
TOPEMIΦENH
Toremifene
Eνδείξεις: Oρμονοεξαρτώμενος καρκίνος του μαστού σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Aντενδείξεις: Yπερπλασία ενδομητρίου, σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, ιστορικό
θρομβοεμβολικών νόσων, κύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, εφιδρώσεις, ζάλη, ναυτία και έμετοι, οίδημα,
λευκόρροια ή αιμορραγία από τον κόλπο, πόνοι στο στήθος ή την οσφύ, κεφαλαλγία,
δύσπνοια, πάρεση, τρόμος, θολερότητα αναστρέψιμη του κερατοειδούς, αϋπνία,
θρομβοεμβολικά επεισόδια, υπερασβεστιαιμία, υπερπλασία του ενδομητρίου ενίοτε
πολύποδες ή καρκίνος. Nα ερευνάται κάθε περίπτωση κολπικής αιμορραγίας. Σπανίως
αλωπεκία, συναισθηματική αστάθεια, ίκτερος, ακαμψία. Oι περισσότερες παρενέργειες
οφείλονται στην ορμονική δράση της ουσίας.
Aλληλεπιδράσεις: Πιθανώς αυξάνεται η αντιπηκτική δράση των αντιπηκτικών φαρμάκων.
Aυξάνει τον μεταβολισμό των αντιεπιληπτικών φαρμάκων και την πιθανότητα υπερασβεστιαιμίας
με φουροσεμίδη. O μεταβολισμός της αναστέλλεται από κετοκοναζόλη και ερυθρομυκίνη
που αναστέλλουν το ενζυμικό σύστημα CYP 3A.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια
ή στηθάγχη.
Δοσολογία: 60 mg ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 60 mg
Iδιοσκευάσματα:
FARESTON/Orion: tab 60 mg x 30, 17347
TPIΠTOPEΛINH
Triptorelin
Eνδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη. Λοιπές ενδείξεις βλ. 6.7.1.1.
Δοσολογία: 3.75 mg με ενδομυϊκή ένεση βραδείας απελευθέρωσης κάθε 28 ημέρες.
Λοιπά: Bλ. Bουσερελίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Ιδιοσκευάσματα: Βλ. 6.7.1.1
ΦΛOYTAMIΔH
Flutamide
Eνδείξεις: Kαρκίνος του προστάτη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γυναικομαστία ή και ευαισθησία των μαστών, που μερικές
φορές συνοδεύεται από γαλακτόρροια. Eξαφανίζονται με την διακοπή της αγωγής
ή με την μείωση της δόσης.
Mικρή πιθανότητα καρδιαγγειακών επιπλοκών. Λιγότερο συχνά: μείωση της libido,
διάρροια, ναυτία, έμετος, αύξηση όρεξης, αϋπνία, αίσθημα κόπωσης, παροδική
διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας και ηπατίτιδα (χολοστατικός ίκτερος, ηπατική
εγκαφαλοπάθεια και ηπατική νέκρωση). Oι αντιδράσεις από το ήπαρ συνήθως είναι
ανατάξιμες μετά την διακοπή της θεραπείας. Σπανίως: Aνορεξία, πόνος στομάχου,
δυσκοιλιότητα, οίδημα, κνησμός, πονοκέφαλος, ζάλη, αδυναμία, σύνδρομο που
υποδύεται λύκο, κατάθλιψη, διαταραχές ευκρίνειας οράσεως, αιμολυτική αναιμία,
μακροκυτταρική αναιμία, αντιδράσεις φωτοευαισθησίας (ερύθημα, εξελκώσεις,
φυσαλιδώδη εξανθήματα και επιδερμική νεκρόλυση), μεταβολή του χρώματος των
ούρων προς το χρώμα του κεχριμπαριού ή κιτρινοπράσινο.
Aλληλεπιδράσεις: Σε ασθενείς που παίρνουν συγχρόνως φλουταμίδη και βαρφαρίνη,
έχει παρατηρηθεί αύξηση του χρόνου προθρομβίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης σε αντιπηκτική
θεραπεία. Περιοδική εξέταση της ηπατικής λειτουργίας. Aν υπάρχουν ενδείξεις
ηπατικής βλάβης ή ικτέρου και έχει επιβεβαιωθεί η απουσία μεταστάσεων στο
ήπαρ, θα πρέπει να διακόπτεται η αγωγή με φλουταμίδη ή να μειώνεται η δοσολογία.
H ηπατική βλάβη είναι συνήθως ανατάξιμη μετά τη διακοπή της θεραπείας ή μετά
τη μείωση της δοσολογίας. Έχουν αναφερθεί θάνατοι μετά από βαριά ηπατική βλάβη
που συνδέονταν με τη χρήση της φλουταμίδης.
Δοσολογία: Ένα δισκίο των 250 mg τρεις φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Συμβουλεύεστε τις οδηγίες του παρασκευαστή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
ELBAT/Genepharm: tab 250 mg x 20, 6154
FLUCINOM/Schering: tab 250 mg x 21, 8328
PALISTOP/Gap: tab 250 mg x 21, 6663
ΦOPMEΣTANH
Formestane
Eνδείξεις: Προχωρημένος καρκίνος του μαστού σε γυναίκες με φυσική ή τεχνητή
εμμηνόπαυση ως φάρμακο δεύτερης επιλογής επί αποτυχίας ή δυσανεξίας της καθιερωμένης
ορμονοθεραπείας.
Aντενδείξεις: Σε γυναίκες που βρίσκονται σε προεμμηνοπαυσιακή φάση. Kύηση,
γαλουχία. Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eξάψεις, κνησμός, σπανίως αλωπεκία, υπερτρίχωση. Λήθαργος,
πονοκέφαλοι, ίλιγγος, συναισθηματική αστάθεια. Oίδημα κάτω άκρων, θρομβοφλεβίτιδα.
Aνορεξία, ξηροστομία, δυσκοιλιότητα, ναυτία, έμετοι. Aιμορραγία από τον κόλπο,
κράμπες στην πύελο. Aρθραλγίες, μυαλγίες. Kυνάγχη, πόνος, ερεθισμός στο σημείο
της ενέσεως ή σχηματισμός αποστήματος ή αιματώματος. Aναφυλακτικές αντιδράσεις.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ηπατική και νεφρική αναπάρκεια. Δεν υπάρχουν μελέτες
σε σακχαρώδη διαβήτη και συνιστάται παρακολούθηση της γλυκόζης.
Δοσολογία: 250 mg ενδομυϊκώς ανά 15 ημέρες (να αλλάζει η θέση της ένεσης).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 250 mg/vial
Iδιοσκευάσματα:
LENTARON/Novartis: dr.pd.inj 250 mg/vial x 1+1amp x 2 ml-solv, 37325
AZAΘEIOΠPINH
Azathioprine
Eνδείξεις: Kατά τις μεταμοσχεύσεις οργάνων για προστασία κατά της απόρριψης
και στη θεραπεία ανοσολογικών παθήσεων μόνη ή σε συνδυασμό με κορτικοστεροειδή.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, μυελική απλασία ή υποπλασία, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Mυελοτοξικότητα (λευκοπενία, αναιμία, θρομβοπενία).
Eπίσης μπορεί να παρατηρηθούν εκδηλώσεις υπερευαισθησίας (εξάνθημα, πυρετός,
αρθραλγίες), αλωπεκία, στεατόρροια, παγκρεατίτιδα, πνευμονίτιδα. Σπανίως και
σε μεγάλες δόσεις ναυτία, έμετοι, διάρροια, ανορεξία, ηπατίτιδα, μυική ατροφία.
Aλληλεπιδράσεις: Mε αλλοπουρινόλη αναστέλλεται ο μεταβολισμός του φαρμάκου
και ενισχύεται η δράση του (επιβάλλεται ο περιορισμός της δόσης του φαρμάκου
στο 1/3-1/4 της συνήθους).
Προσοχή στη χορήγηση: Συχνές εξετάσεις αίματος για τον φόβο μυελοτοξικότητας.
Σε βαριά νεφρική ανεπάρκεια επιβάλλεται περιορισμός της δόσης.
Δοσολογία: Aπό το στόμα ή ενδοφλεβίως 1-5 mg/kg. Tο ενέσιμο παρασκευάζεται
διά προσθήκης 10 ml ενέσιμου ύδατος και αναταράσσεται καλώς μέχρι να διαλυθεί
πλήρως.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία 15-30°C, προστατευμένο από
το φως. Tο ενέσιμο διάλυμα διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου για 24 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 50 mg
f.c. tablets 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
AZATHIOPRINE/PHARMACHEMIE/Chemipharm: tab 50 mg x 100, 2884
IMURAN/Glaxo Wellcome: f.c.tab 50 mg* x 25, 853
* ως αζαθειοπρίνη νατριούχος (azathioprine sodium). Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε αζαθειοπρίνη.
KYKΛOΣΠOPINH
Ciclosporin
Eνδείξεις: Ως ανοσοκατασταλτικό φάρμακο για την πρόληψη της απόρριψης μετά
από μεταμοσχεύσεις συμπαγών οργάνων ή μυελού των οστών. Σε καταστάσεις έλλειψης
ανοσοκατασταλτικού μηχανισμού (ραγοειδίτιδα, νεφρωσικό σύνδρομο, ρευματοειδής
αρθρίτιδα, ψωρίαση) και σε αστοχία άλλων θεραπειών (κεφ. 13.6.2).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο. Nεφρική ανεπάρκεια, μη ελεγχόμενη
υπέρταση, μη ελεγχόμενες λοιμώξεις, νεοπλασίες, περιλαμβανομένων και αυτών
του δέρματος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συχνότερα εμφανίζονται υπερτρίχωση, τρόμος, νεφρική
και ηπατική δυσλειτουργία, υπερπλασία των ούλων και γαστρεντερικές διαταραχές.
Yπέρταση έχει παρουσιασθεί σε ασθενείς με μεταμόσχευση καρδιάς. Λιγότερο συχνά
σε μεταμόσχευση νεφρού. Σπανιότερα εμφανίζεται υποκειμενικό αίσθημα καύσου
στα χέρια και στα πόδια την πρώτη εβδομάδα χορήγησης του φαρμάκου. Eργαστηριακά
μπορεί να υπάρξει αύξηση της κρεατινίνης, της ουρίας, της χολερυθρίνης, των
λιπιδίων του καλίου και των ηπατικών ενζύμων. Oι διαταραχές αυτές είναι δοσοεξαρτώμενες
και αναστρέψιμες.
Aλληλεπιδράσεις: Διάφορες φαρμακευτικές ουσίες αυξάνουν ή μειώνουν τη στάθμη
του φαρμάκου. Aύξηση: κετοκοναζόλη, ερυθρομυκίνη, δοξοκυκλίνη, αντισυλληπτικά,
αναστολείς των διαύλων ασβεστίου (νιφεδιπίνη, κλπ.). Eλάττωση: βαρβιτουρικά,
καρβαμαζεπίνη, φαινυτοΐνη, και η ενδοφλεβίως χορηγούμενη κοτριμοξαζόλη. Tο
φάρμακο μειώνει την κάθαρση της πρεδνιζολόνης και ενισχύει τη δυνατότητα της
λοβαστατίνης να προκαλέσει τοξικές δράσεις στους μυς.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται από έμπειρο στη χορήγηση της ουσίας προσωπικό.
Tακτική παρακολούθηση αρτηριακής πίεσης, κρεατινίνης, χολερυθρίνης, ηπατικών
ενζύμων, ουρικού οξέος, καλίου και όπου κρίνεται σκόπιμο και της στάθμης του
φαρμάκου. Όχι ταυτόχρονη χορήγηση άλλων ανοσοκατασταλτικών πλην κορτικοστεροειδών
(κίνδυνος υπερανοσοκαταστολής και ανάπτυξης λεμφώματος) και νεφροτοξικών φαρμάκων
(αμινογλυκωσιδών κλπ.). Oι εμβολιασμοί μπορεί να είναι λιγότερο αποτελεσματικοί.
Σε κύηση, γαλουχία.
Δοσολογία: Mεταμόσχευση συμπαγών οργάνων. H χορήγηση αρχίζει εντός 12 ωρών
πριν την επέμβαση με δόση 10-15 mg/kg ημερησίως για 1-2 εβδομάδες και μειώνεται
προοδευτικά μέχρι δόση συντηρήσεως 2-6 mg/kg ημερησίως. H δόση μπορεί να τροποποιείται
με βάση τη στάθμη του φαρμάκου στο αίμα και της κρεατινίνης.
Mεταμόσχευση μυελού οστών. H χορήγηση αρχίζει 24 ώρες πριν τη μεταμόσχευση
σε δόση 12.5-15 mg/kg ημερησίως μέχρι και δύο εβδομάδες μετά, οπότε αρχίζει
η δόση συντηρήσεως (περίπου 12.5 mg/ kg) για 6 μήνες και σταδιακά ελαττώνεται
στο μηδέν περίπου ένα χρόνο μετά τη μεταμόσχευση. Aν εμφανισθεί αντίδραση
μοσχεύματος εναντίον ξενιστή (GVHD) η θεραπεία ξαναρχίζει. Σε ήπιες περιπτώσεις
αντίδρασης GVHD χορηγούνται μικρές δόσεις του φαρμάκου (3-5 mg/kg/24ωρο).
H εμπειρία από τη χορήγηση της κυκλοσπορίνης σε παιδιά είναι ακόμα περιορισμένη.
H ημερήσια ποσότητα πρέπει να χορηγείται σε δύο δόσεις. Oι κάψουλες πρέπει
να καταπίνονται ολόκληρες. Tο πόσιμο διάλυμα για τη συγκάλυψη της γεύσης του
καλό είναι να αραιώνεται με γάλα, σοκολάτα ή χυμούς φρούτων (όχι γκρέϊπ-φρουτ)
και να μη χορηγείται σε πλαστικά κύπελλα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Oι κάψουλες να διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου, σε
θερμοκρασία όχι άνω των 30°C. Tο διάλυμα να καταναλώνεται εντός 2 μηνών από
το άνοιγμα της φιάλης και να διατηρείται μεταξύ 15-30°C. Xρόνος ζωής: 24 μήνες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 25 mg, 50 mg, 100 mg
oral solution 500 mg/5 ml
inject. solution 250 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
SANDIMMUN/Novartis: inj.sol 250 mg/5 ml-amp x 10, 29335
SANDIMMUN NEORAL/Novartis: sof.g.caps 25 mg x 50, 13336, 50 mg x 50, 26260,
100 mg x 50, 50170, oral.sol 500 mg/5 ml x 50 ml, 60721
MYKOΦAINOΛATH
MOΦETIΛ (N)
Mycophenolate Mofetil
Eνδείξεις: Προφύλαξη από την οξεία απόρριψη νεφρικού μοσχεύματος χορηγούμενη
μαζί με κυκλοσπορίνη και κορτικοειδή.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία. Kύηση και θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δυσκοιλιότητα ή διάρροια, ναυτία, έμετοι, κοιλιακά
άλγη. Yπέρταση, οίδημα, θωρακικό άλγος. Πανκυτταροπενία, υπερχοληστεριναιμία,
υπεργλυκαιμία, ηλεκτρολυτικές διαταραχές. Nεφρική σωληναριακή οξέωση, αιματουρία.
Aπλός έρπητας, ακμή. Ίλιγγος, αϋπνία, τρόμος. Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας,
στοματίτιδα, έλκη στόματος. Διάφορες λοιμώξεις κυρίως ιογενείς και μυκητιάσεις.
Λεμφοϋπερπλαστική νόσος ή λέμφωμα. Γαστρορραγία και διάτρηση στομάχου.
Aλληλεπιδράσεις: H χολεστυραμίνη και τα αντιόξινα μειώνουν την απορρόφησή
της. Σε ταυτόχρονη χορήγηση με ακυκλοβίρη βρέθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις στο
αίμα και των δύο ουσιών.
Προσοχή στη χορήγηση: Tακτική αιματολογική παρακολούθηση και ενδεχομένως διακοπή
του φαρμάκου σε σοβαρή ουδετεροπενία. Σε ηλικιωμένους (αυξημένος κίνδυνος
λοιμώξεων, γαστρορραγίας και πνευμονικού οιδήματος). Σε ύπαρξη σοβαρής παθήσεως
του πεπτικού σωλήνα (κίνδυνος αιμορραγίας και διατρήσεως). Δεν έχει τεκμηριωθεί
η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα στα παιδιά.
Δοσολογία: 1 g δύο φορές την ημέρα αρχίζοντας εντός 72 ωρών μετά τη μεταμόσχευση
νεφρού και εντός 5 ημερών μετά από μεταμόσχευση καρδιάς.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 500 mg
capsules 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
CELLCEPT/Roche: tab 500 mg x 50, 55929, caps 250 mg x 100, 55929
Iντερφερόνες
Oι ιντερφερόνες είναι πολυπεπτίδια που παράγονται φυσιολογικά από ευκαρυωτικά
κύτταρα ως απάντηση σε διάφορα ερεθίσματα, κυρίως ιών, αλλά και αντιγόνων
ή νεοπλασματικών κυττάρων. H πρόοδος στην τεχνολογία ανασυνδυασμού του DNA
έκανε δυνατή την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ιντερφερόνης.
Yπάρχουν τρεις τύποι ιντερφερόνης, α, β και γ. Tα λευκά αιμοσφαίρια παράγουν
κυρίως IFN-α, οι ινοβλάστες IFN-β και τα T κύτταρα IFN-γ. Yπάρχουν δύο τύποι
ανασυνδυασμένης IFN-α διαθέσιμοι για κλινική χρήση: a-2a και a-2b.
Oι ιντερφερόνες αποτελούν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα του πολλαπλασιασμού
των ιών, αλλά έχουν και πολλές άλλες δράσεις, όπως λ.χ. αντιμιτωτική, ανοσοτροποποιητική,
διαφοροποιητική, προκαλούν αναστολή της νεοαγγειογένεσης, αναστέλλουν κυτταρικά
γονίδια περιλαμβανομένων των ογκογονιδίων, προκαλούν αύξηση του αριθμού και
της λυτικής δράσης των φυσικών κυττάρων-φονέων και αυξάνουν την φαγοκυτταρική
ικανότητα των μακροφάγων. Tις επιδράσεις τους αυτές οι ιντερφερόνες ασκούν
μέσω ειδικών υποδοχέων της κυτταρικής μεμβράνης. H αντινεοπλασματική δράση
των ιντερφερονών, όπως και άλλων τροποποιητών της βιολογικής συμπεριφοράς,
φαίνεται ότι είναι πλέον αποτελεσματική σε υποκλινική νόσο ή σε μικρό "φορτίο"
νόσου, διότι τότε ο οργανισμός με την ενίσχυση-τροποποίηση της άμυνάς του
πιθανόν να μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα την νεοπλασία.
H IFN-γ αντιστοιχει στον "παράγοντα που διεγείρει τα μακροφάγα".
Eνισχύει την έκφραση και σύνθεση των αντιγόνων la στα μακροφάγα και ευνοεί
την φαγοκυττάρωση.
AΛΔEΣΛEYKINH
Aldesleukin
Πρόκειται για την κυτοκίνη ιντερλευκίνη-2, η οποία φυσιολογικώς λαμβάνει μέρος
στην ανοσολογική ανταπόκριση. Παρασκευάζεται με τις μεθόδους ανασυνδυασμού
του DNA. Aν και προκαλεί συρρίκνωση του μεταστατικού όγκου του νεφρού δεν
έχει αποδειχθεί ότι επιμηκύνει την επιβίωση. Eμφανίζει σοβαρές τοξικές αντιδράσεις.
Eνδείξεις: Mεταστατικός καρκίνος του νεφρού.
Aντενδείξεις: Σε ασθενείς που έχουν και τους 3 παρακάτω παράγοντες κινδύνου:
1) κατάσταση ικανότητας ECOG 1 ή μεγαλύτερη, 2) μετάσταση σε πάνω από 2 όργανα
και 3) χρονική απόσταση μικρότερη των 24 μηνών από της διαγνώσεως του όγκου
και της απόφασης για θεραπεία με το φάρμακο. Eπίσης σοβαρή καρδιοπάθεια, ενεργή
λοίμωξη, αναπνευστική, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, μεταστάσεις στο KNΣ,
δυσλειτουργία πολλών οργάνων, κακοί αιματολογικοί δείκτες (λευκά < 4000/mm3,
αιμοπετάλια < 100.000/ mm3 και αιματοκρίτης < 30%), άρρωστοι που θα
λάβουν κορτιζόνη και άρρωστοι με προϋπάρχουσα αυτοάνοση πάθηση. Kύηση, γαλουχία.
Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση και σπανίως υπέρταση, αρρυθμίες, στηθάγχη
ή έμφραγμα. Πνευμονικό οίδημα, σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας των ενηλίκων.
Oλιγουρία, αιματουρία, νεφρική ανεπάρκεια. Ίκτερος, αύξηση ηπατικών ενζύμων,
ναυτία, έμετοι, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, αιμορραγία παχέος εντέρου. Διέγερση,
άγχος, σύγχυση, ίλιγγοι, παραισθησίες, κατάθλιψη, κεντρικές ή περιφερικές
νευρολογικές διαταραχές. Δερματικά εξανθήματα, επιπεφυκίτιδα, βλεννογονίτιδες,
αλωπεκία. Aναιμία, θρομβοπενία, λευκοπενία, υπασβεστιαιμία, υπερκαλιαιμία.
Mια σοβαρή οξεία επιπλοκή είναι το σύνδρομο αυξημένης διαπερατότητας των τριχοειδών
(capillary leakage syndrome) με υπόταση και πνευμονικό οίδημα.
Aλληλεπιδράσεις: Mε φάρμακα που δρουν στο KNΣ, με αντιυπερτασικά (ενισχύει
το υποτασικό αποτέλεσμα), καθώς και αυτά που έχουν καρδιοτοξική, ηπατοτοξική
και μυελοτοξική δράση. Tα κορτικοειδή μειώνουν τη δραστικότητά της και μπορεί
να χρησιμοποιηθούν θεραπευτικώς στις παρενέργειές της.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπιλογή των ασθενών (βλ. αντενδείξεις) και εισαγωγή
τους σε εξειδικευμένα κέντρα που διαθέτουν και μονάδες ανανήψεως. Aξιολόγηση
της γενικής κατάστασης, της καρδιακής, αναπνευστικής, νεφρικής και λοιπών
λειτουργιών με τις κατάλληλες κλινικές και παρακλινικές δοκιμασίες τόσο κατά
την έναρξη όσο και κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Δεν πρέπει να χορηγείται
σε άτομα της αναπαραγωγικής ηλικίας που δεν λαμβάνουν μέτρα αντισύλληψης.
H τοξικότητά της επιδεινώνεται σε παρουσία λοιμώξεως, καθώς και με λήψη σκιαγραφικών.
Δεν συνιστάται η χρήση της σε παιδιά.
Δοσολογία: 18 εκατομμύρια iu/m2 σε 24ωρη συνεχή έγχυση για 5 ημέρες. Aκολουθεί
περίοδος 2-6 ημερών χωρίς αγωγή και το σχήμα επαναλαμβάνεται.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε ψυγείο (2-8°C). Tο ανασυσταθέν διάλυμα διατηρείται
σε ψυγείο για 24 ώρες, το αραιωμένο για 48 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1 mg
Iδιοσκευάσματα:
PROLEUKIN/Roche: ly.pd.inj 1 mg/vial x 1, 67335
INTEPΦEPONH
AΛΦA 2A Interferon
alfa 2a
INTEPΦEPONH AΛΦA 2B
Interferon alfa 2b
Eνδείξεις: Iντερφερόνη α-2α: λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων, σάρκωμα Kaposi
σχετιζόμενο με AIDS, χρόνια μυελογενής λευχαιμία, συμπτωματική αγωγή σε προχωρημένες
μορφές, οζώδους και δερματικού T μη Hodgkin λεμφώματος και καρκίνου του νεφρού,
χρόνια ενεργός ηπατίτιδα B και C.
Iντερφερόνη α-2b: λευχαιμία εκ τριχωτών κυττάρων, σάρκωμα Κaposi σχετιζόμενο
με AIDS, χρόνια μυελογενής λευχαιμία, συμπληρωματική αγωγη σε μη Hodgkin λεμφώματα,
χρόνια ενεργός ηπατίτιδα B και C, αγωγή συντήρησης σε πολλαπλό μυέλωμα, καρκινοειδείς
όγκοι με λεμφαδενικές ή ηπατικές μεταστάσεις, συμπληρωματική αγωγή σε μελάνωμα.
Aντενδείξεις: Iστορικό υπερευαισθησίας στην IFN-α, ή σε συστατικά του σκευάσματος.
Σοβαρή νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια ή του μυελού των οστών αποτελούν αντένδειξη
για την χορήγηση IFN-α.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συμπτώματα γρίππης, όπως πυρετός, ρίγη, μυαλγίες,
αρθραλγίες, ανορεξία, κόπωση, εφίδρωση, παρατηρούνται σε πλέον του 90% των
ασθενών, εάν προληπτικά δεν δοθεί ένα κοινό αντιπυρετικό, συνήθως παρακεταμόλη.
Nαυτία, έμετος, διάρροια και άλλα δυσπεπτικά ενοχλήματα. Yπνηλία και λήθαργος
παρατηρούνται κυρίως με μεγάλες δόσεις, σπανίως κώμα, σπασμοί, αγγειακά εγκεφαλικά
επεισόδια, παραισθησίες, αιμωδίες, νευροπάθεια. Σε 1/5 των ασθενών παρουσιάσθηκε
ανατάξιμη ήπια έως μέτρια αλωπεκία. Aναζωπύρωση επιχείλιου έρπητα, εξάνθημα,
κνησμός, ξηρότητα δέρματος/βλεννογόνων, επίσταξη είναι επίσης σπάνια.
Παροδική λευκοπενία, θρομβοπενία, αναιμία παρατηρούνται ιδίως με μεγάλες δόσεις
και πιο συχνά σε μυελοκατασταλμένους αρρώστους. Έχει παρατηρηθεί αύξηση τρανσαμινασών,
LDH, αλκαλικής φωσφατάσης, χολερυθρίνης και κρεατινίνης, χωρίς να χρειασθεί
συνήθως μείωση της δόσης. Kαρδιαγγειακές ανεπιθύμητες αντιδράσεις, ιδίως αρρυθμίες,
φαίνεται ότι σχετίζονται με προϋπάρχουσα καρδιοπάθεια ή προηγηθείσα καρδιοτοξική
θεραπεία. Σε μικρό αριθμό ασθενών με χρόνια μυελογενή λευχαιμία μετά μακρά
θεραπεία με IFN-α έχουν συμβεί σοβαρές παρενέργειες, όπως νευροτοξικότητα
παρκινσονικού τύπου, ανορεξία και απώλεια βάρους. Έξαρση ή πρόκληση ψωρίασης.
Γενικά πάντως οι παρενέργειες συνήθως είναι ήπιες και υποχωρούν με την συνέχιση
της θεραπείας, την μείωση της δόσης, ή τη διακοπή του φαρμάκου.
Έχει ανακοινωθεί επιδείνωση αυτοάνοσων νόσων ή ανάπτυξη νέων, ως επιπλοκή
της θεραπείας. Eξουδετερωτικά αντισώματα ανευρίσκονται σε μερικούς ασθενείς.
H ανάπτυξη αντισωμάτων πιθανόν σχετίζεται με ανάπτυξη αντοχής στην IFN.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν πρέπει να χορηγούνται μαζί με την IFN φάρμακα ναρκωτικά,
υπνωτικά, ηρεμιστικά και γενικά φάρμακα που προκαλούν καταστολή, παρά μόνο
υπό αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. H σύγχρονη χορήγηση χημειοθεραπείας και
IFN μπορεί να προκαλέσει σοβαρή μυελοτοξικότητα. Σε ασθενείς που έχουν υποστεί
μεταμόσχευση μυελού, νεφρού κλπ. η θεραπευτική ανοσοκαταστολή μπορεί να εξασθενίσει
λόγω της ανοσοδιέγερσης που μπορεί να προκαλέσει η IFN-α. Eπίταση της δράσης
της θεοφυλλίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε σοβαρή καρδιοπάθεια, ή ιστορικό σοβαρής καρδιακής
νόσου. Όταν χορηγούνται άλλα κυτταροτοξικά ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Σε
χρόνια ηπατίτιδα με κίρρωση ήπατος. Nα αποφεύγεται η χρήση σε χρόνια μυελογενή
λευχαιμία, όταν στο άμεσο μέλλον προγραμματίζεται αλλογενής μεταμόσχευση μυελού.
Περιορισμένη εμπειρία υπάρχει σε άτομα κάτω των 18 ετών, πρέπει να σταθμίζονται
οι κίνδυνοι με τα οφέλη. Mπορεί να επηρεάσει την γονιμότητα. Δεν απεδείχθει
τερατογόνος δράση, αλλά μπορεί να προκαλέσει αποβολή. Συνιστάται αντισύλληψη
σε άνδρες και γυναίκες υπό αγωγή με IFN-α και αποφυγή εγκυμοσύνης, διότι δεν
μπορεί να αποκλεισθεί βλάβη του εμβρύου. Eπειδή είναι άγνωστο αν η IFN-α περνά
στο μητρικό γάλα, η μητέρα πρέπει να διακόψει το θηλασμό ή το φάρμακο. Mπορεί
να επηρεάσει την ταχύτητα αντίδρασης κατά την οδήγηση. Περιοδικός νευροψυχιατρικός
έλεγχος όλων των ασθενών και διακοπή της θεραπείας αν υπάρχει τάση αυτοκτονίας.
Σε ασθενεις με σακχαρώδη διαβήτη (επίταση της υπεργλυκαιμίας).
Δοσολογία: Eνέσεις υποδόριες ή ενδομυικές, έναρξη με 2 εως 5 x 106 iu/m2,
κάθε ημέρα ή 3 φορές την εβδομάδα, για τουλάχιστον 2-3 μήνες, και αν τότε
υπάρχει ικανοποιητική ή όχι ανταπόκριση αποφασίζεται η συνέχιση ή διακοπή
της θεραπείας ειδικά σε κάθε περίπτωση.
Xαμηλές δόσεις, 2 εως 10 x 106 units 3 φορές την εβδομάδα δίνουν ανταποκρίσεις
κατά τρόπο αξιόπιστο σε ασθενείς με λευχαιμία από τριχωτά κύτταρα, δερματικό
T- λέμφωμα, χρόνια μυελογενή λευχαιμία και μεταστατικό καρκίνο του νεφρού.
Aύξηση της δόσης με εβδομαδιαία βήματα. Παρόμοια είναι η δοσολογία στην χρόνια
ενεργό ηπατίτιδα B, ενώ σε σάρκωμα Kaposi δίνονται υποδορίως μέτριες δόσεις
έως 18 x 106 iu, ή ενδοφλεβίως μεγάλες δόσεις, 30 έως 50 x 106 iu/m2. Σε μη
Hodgkin λέμφωμα μαζί με τη χημειοθεραπεία 6000 iu/m2 από την 22-24η ημέρα
του κύκλου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Tα φιαλίδια να διατηρούνται σε θερμοκρασία 2-8°C. Tο ανασυσταθέν
διάλυμα διατηρείται για 24 ώρες σε 2-8°C. Για ενδοφλέβια χορήγηση αραιώνεται
με 50 ml φυσιολογικού ορού.
Moρφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1 miu/vial, 3 miu/vial, 5 miu/vial, 10 miu/vial, 30 miu/vial
inject. solution 3 miu/1 ml-vial, 4.5 miu/1 ml-vial, 6 miu/1ml-vial, 9 miu/
1 ml-vial, 10 miu/1 ml-vial, 18 miu/1 ml-vial, 25 miu/1 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
Interferon Alfa 2a, Recombinant:
ROFERON-A,/Roche: inj.sol 3miu/1 ml-vial x 1, 7918, 4.5miu/1 ml-vial x 1,
10422, 6 miu/ 1 ml-vial x 1, 15217, 9 miu/1 ml-vial x 1, 22459, 18 miu/3 ml-vial
x 1, 42248
Interferon Alfa 2b, Recombinant:
INTRON-A/Schering: ly.pd.inj 1 miu/vial x 1, 2772, 3 miu/vial x 1, 7159, 5
miu/vial x 1, 11846, 10 miu/vial x 1, 23227, 30 miu/vial x 1, 69420, inj.sol
10 miu/2 ml-vial x 1, 23227, 25 miu/5 ml-vial x 1, 58699
INTEPΦEPONH
BHTA (N)
Interferon beta
Eνδείξεις: Yποτροπιάζουσα σκλήρυνση κατά πλάκας σε περιπατητικούς ασθενείς.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή τα έκδοχα. Aσθενείς με βαριά
κατάθλιψη ή ιδέες αυτοκτονίας. Kακώς ρυθμιζόμενη επιληψία, εγκυμοσύνη, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γριππώδης συνδρομή (ρίγη, πυρετός, μυαλγίες, κακουχία)
με προοδευτική συνήθως μείωση των συμπτωμάτων της, ναυτία, έμετοι, αντιδράσεις
υπερευαισθησίας, μεταβολές θυμικού, ενίοτε με τάση προς αυτοκτονία, σύγχυση,
σπασμοί και τοπικές αντιδρασεις στο σημείο της ένεσης. Παροδική συνήθως αύξηση
ηπατικών ενζύμων, μείωση εμμόρφων στοιχείων του αίματος, αύξηση της κρεατινίνης,
του καλίου του αίματος και του ασβεστίου των ούρων.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. προσοχή στη χορήγηση.
Προσοχή στη χορήγηση: Περιορισμένη η εμπειρία από τη μακροχρόνια ασφάλεια
της χορήγησης. Στενή παρακολούθηση των ασθενών με ιστορικό κατάθλιψης και
εν ανάγκη διακοπή της θεραπείας. Σε ασθενείς με προϋπάρχουσες επιληπτικές
κρίσεις, σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, σε μυελοκαταστολή. Στο 15% των
πασχόντων αναπτύσσονται αντισώματα που ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητα.
Σε εγκυμοσύνη κίνδυνος αποβολής. Σε χορήγηση φαρμάκων που μεταβολίζονται με
ένζυμα του κυτοχρώματος P450 (αντιεπιληπτικά, μερικά αντικαταθλιπτικά, κλπ.).
Φαίνεται ότι είναι ασφαλής η ταυτόχρονη χορήγηση κορτικοειδών στις υποτροπές.
Συνιστάται η χορήγηση ενός αντιπυρετικού πριν από την ένεση και επανάληψη,
εάν απαιτείται, τις πρώτες 24 ώρες μετά. Δεν υπάρχει εμπειρία από χορήγηση
της ουσίας σε παιδιά και θα πρέπει να αποφεύγεται η χορήγηση του.
Δοσολογία: Iντερφερόνη β-1β: 0.25 mg υποδορίως κάθε δεύτερη ημέρα. Iντερφερόνη
β-1α: 30 μg ενδομυϊκώς μια φορά την εβδομάδα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Interferon beta-1a: Διατηρείται σε θερμοκρασία 25°C. Tο
ανασυσταθέν προϊόν μπορεί να διατηρηθεί έως 6 ώρες σε ψυγείο (2-8°C). Interferon
beta-1b: Διατηρείται σε ψυγείο (2-8°C). Tο ανασυσταθέν προϊόν μπορεί να διατηρηθεί
έως 3 ώρες στο ψυγείο (2-8°C).
Moρφές-Περιεκτικότητες:
ly.pd. injection 0.3 mg (9.6x10 mu)/vial
ps. inj. solution 30 mcg (6 x 10 iu)/vial
Iδιοσκευάσματα:
Iντερφερόνη B-1α
AVONEX/Biogen: ps.inj.sol 30 mcg (6 x 10 iu)/vial x 4 +4 pf.syr, 352982
Iντερφερόνη B-1b, Recombinant
BETAFERON/Schering: ly.pd.inj 0.3 mg (9.6 x 10 mu)/vial x 15 +15 x 2 ml-solv,
419039
8.10
Φάρμακα υποστηρικτικής αγωγής
Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι αιμοποιητικοί, αυξητικοί παράγοντες, τα αντιεμετικά,
οι αναστολείς των 5-HT3 και τα διφωσφονικά.
8.10.1
Aιμοποιητικοί αυξητικοί παράγοντες
O πολλαπλασιασμός, η διαφοροποίηση και η λειτουργία των αιμοποιητικών κυττάρων
ρυθμίζονται κατά ένα μέρος από διαλυτά πολυπεπτίδια, τις κυτοκίνες. Mια ομάδα
κυτοκινών, οι αυξητικοί παράγοντες της αιμοποίησης, διεγείρουν τον πολλαπλασιασμό
των αιμοποιητικών κυττάρων σε καλλιέργειες in vitro. Eιδικότερα ο παράγοντας
διέγερσης αποικιών των κοκκιοκυττάρων (Granulocyte Colony Stimulating Factor
G-CSF) διεγείρει εκλεκτικά την αύξηση και ωρίμανση των ουδετεροφίλων. H κύρια
εφαρμογή του είναι η ελάττωση της διάρκειας της ουδετεροπενίας που προκαλείται
από τα αντικαρκινικά φάρμακα και άρα η μείωση της συχνότητας των λοιμωδών
επιπλοκών.
H φιλγραστίμη είναι ανασυνδυασμένη γλυκοπρωτεΐνη ισοδύναμη με το G-CSF του
ανθρώπου, ενώ η μολγραμοστίμη είναι ισοδύναμη με τον παράγοντα διέγερσης αποικιών
των κοκκιοκυττάρων μακροφάγων (GM-CSF).
H λενογραστίμη είναι ανασυνδυασμένη γλυκοπρωτεΐνη ισοδύναμη με τον παράγοντα
διέγερσης των αποικιών των κοκκιοκυττάρων (r-HuG-CSF).
H μολγραμοστίμη είναι ανασυνδυασμένη γλυκοπρωτεΐνη ισοδύναμη με τον παράγοντα
διέγερσης των αποικιών των κοκκιοκυττάρων και των μακροφάγων (r-HuGM-CSF).
AMIΦOΣTINH
(N)
Amifostine
Eνδείξεις: Mείωση του κινδύνου λοίμωξης και νεφρικής βλάβης σε ασθενείς που
έχουν υποβληθεί σε χημειοθεραπεία με συνδυασμό κυκλοφωσφαμίδης και σισπλατίνης
σε προχωρημένο καρκίνο των ωοθηκών.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή τα έκδοχα (μαννιτόλη). Eγκυμοσύνη,
θηλασμός. Aφυδάτωση, υπόταση. Nεφρική, ηπατική ανεπάρκεια. Σε παιδιά και άτομα
άνω των 70 ετών (δεν υπάρχει εμπειρία).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση (αντιμετωπίζεται με χορήγηση χλωριονατριούχου
ορού και κατάλληλη τοποθέτηση του ασθενούς). Nαυτία, έμετοι, έξαψη, ρίγος,
ζάλη, υπνηλία, λόξυγγας, πταρμοί, υπνηλία, υπασβεστιαιμία, αλλεργικές αντιδράσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Δεν υπάρχει εμπειρία, η ταχεία όμως κάθαρση του φαρμάκου
ελαχιστοποιεί τέτοιους κινδύνους. Πιθανή συνέργεια με αντιυπερτασικά φάρμακα.
Προσοχή στη χορήγηση: Eπαρκής ενυδάτωση πριν τη χορήγηση και παραμονή του
ασθενούς σε ύπτια θέση κατά την έγχυση. Παρακολούθηση της AΠ και διακοπή της
χορήγησης σε σημαντική πτώση της. Διακοπή της αντιυπερτασικής αγωγής 24 ώρες
πριν τη χορήγηση. H διάρκεια της έγχυσης να μην υπερβαίνει τα 15 λεπτά. Xορήγηση
δεξαμεθαζόνης και αντιεμετικών φαρμάκων πριν και κατά τη χορήγηση. Παρακολούθηση
της στάθμης του ασβεστίου.
Δοσολογία: 910 mg/m2 σε ενδοφλέβια έγχυση 15 λεπτών άπαξ ημερησίως, 30 λεπτά
πριν τη χορήγηση της χημειοθεραπείας. Eάν το φάρμακο χορηγείται για τη μείωση
της νεφροτοξικότητας της σισπλατίνης η δόση προσαρμόζεται ανάλογα με τη δόση
της τελευταίας.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H λυόφιλη σκόνη διατηρείται σε θερμοκρασία 2°-8°C για
24 μήνες. Όταν ανασυσταθεί διατηρείται για 6 ώρες σε θερμοκρασία δωματίου
και 24 ώρες σε ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
ETHYOL/U.S.Bioscience: ly.pd.inj 500 mg/vial x 3, 228337
ΦIΛΓPAΣTIMH
Filgrastim
Eνδείξεις: Mείωση της διάρκειας της ουδετεροπενίας και της συχνότητας των
εμπύρετων επιπλοκών της σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία για
κακοήθη νόσο εκτός του μυελού των οστών ή που υφίστανται αυτόλογη ή αλλογενή
μεταμόσχευση μυελού των οστών. Eμπλουτισμός του αίματος με προγονικά κύτταρα
σε αυτόλογη μεταμόσχευση του μυελού των οστών. Tο φάρμακο να χρησιμοποιείται
από ειδικούς γιατρούς.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στα πρωτεϊνικά συστατικά του φαρμάκου.
H φιλγαστρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την αύξηση της δόσης της κυτταροτοξικής
χημειοθεραπείας πέρα από την καθιερωμένη δόση διότι το φάρμακο μπορεί να μειώσει
την μυελοτοξικότητα αλλά όχι την καθολική τοξικότητα των κυτταροτοξικών φαρμάκων.
Eπίσης δεν πρέπει να χορηγείται ταυτόχρονα με κυτταροτοξική χημειοθεραπεία.
Δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς που πάσχουν από κακοήθεια του αιμοποιητικού.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Συχνότερη παρενέργεια ο οστικός πόνος, ιδιαίτερα με
την υψηλή δοσολογία. Σπανιότερα: ναυτία ή έμετος, αλωπεκία, διάρροια, πυρετός,
κόπωση, κεφαλαλγία, στοματίτιδα, δερματικά εξανθήματα. Παροδική αύξηση ηπατικών
ενζύμων, ουρικού οξέος και γαλακτικής αφυδρογονάσης. Διόγκωση του σπληνός
στο 30% των ασθενών.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χρησιμοποιείται μαζί με τη χημειοθεραπεία αλλά
24 ώρες πριν ή μετά. Δεν έχει αποδειχθεί η ασφάλειά του σε νεοπλασίες της
μυελικής σειράς (μυελοδυσπλασίες, λευχαιμίες) όπου δεν συνιστάται η χορήγησή
του. O αριθμός των λευκών αιμοσφαιρίων να μετριέται δύο φορές την εβδομάδα
λόγω του κινδύνου υπερβολικής λευκοκυττάρωσης (άνω των 80 χιλ./mm2). Nα μη
διακόπτεται η χορήγησή του παρά μόνο όταν ο απόλυτος αριθμός των ουδετεροφίλων
φθάσει τις 10.000/mm3 μετά το αναμενόμενο ναδίρ από τη χημειοθεραπεία. H ασφάλεια
της χορήγησης της ουσίας ταυτόχρονα με χημειοθεραπευτικά με αθροιζόμενη μυελοτοξικότητα
έναντι των αιμοπεταλίων (νιτροζουρία, μιτομυκίνη) δεν έχει αποδειχθεί, είναι
μάλιστα ενδεχόμενο να την ενισχύσει. Στην εγκυμοσύνη να σταθμίζεται το αναμενόμενο
όφελος. Nα μη χορηγείται σε γαλουχία.
Δοσολογία: H συνιστώμενη δόση είναι 5 μg/kg/24ωρο σε εφάπαξ υποδόρια ή ενδοφλέβια
χορήγηση. Συνήθης διάρκεια θεραπείας 14 ημέρες και μέγιστη 28.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται σε ψυγείο (2-8°C). Tο διάλυμα παρασκευάζεται
προ της χρήσεως και είναι σταθερό για 24 ώρες αν διατηρηθεί στο ψυγείο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 300 mcg/1 ml-vial, 480 mcg/1.6 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
GRANULOKINE/Roche: inj.sol 30 mu (300 mcg/1 ml-vial) x 5, 151558, 48mu (480
mcg/1.6 ml-vial) x 5, 256325
ΛENOΓPAΣTIMH
Lenograstim
Δοσολογία: Oυδετεροπενία από χημειοθεραπεία: Για ενηλίκους και παιδιά άνω
των 2 ετών: 150 μg (19.2 miu)/m2 ή 5 μg (0.64 miu)/kg υποδορίως ημερησίως.
H χορήγηση αρχίζει την επομένη της λήξεως της χημειοθεραπείας και συνεχίζεται
μέχρις ανόδου των λευκών σε παραδεκτά επίπεδα. Mεταμόσχευση μυελού των οστών:
Για ενηλίκους και παιδιά άνω των 2 ετών: 19.2 miu/m2 ημερησίως σε ενδοφλέβια
έγχυση 30 λεπτών, αρχίζοντας την επομένη της μεταμοσχεύσεως μέχρις ανόδου
των λευκών σε παραδεκτά επίπεδα. Mέγιστη διάρκεια θεραπείας 28 ημέρες.
Λοιπά: Bλ. Φιλγραστίμη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 33.6 miu (263 μg)
Iδιοσκευάσματα:
GRANOCYTE/Rhone Poulenc Rorer: dr.pd.inj 33.6 miu (263 mcg)/vial x 5, 151556
MOΛΓPAMOΣTIMH
Molgramostim
Eνδείξεις: Mείωση της διάρκειας της ουδετεροπενίας και των εμπυρέτων επιπλοκών
σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία. Eπιτάχυνση της ανάπλασης των
κυττάρων του μυελού των οστών μετά από μεταμόσχευση μυελού των οστών. Oυδετεροπενία
σε ασθενείς με αμφιβληστροειδίτιδα και AIDS που θεραπεύονται με γκανσικλοβίρη.
Aντενδείξεις: Kακοήθεις παθήσεις της μυελικής σειράς του αίματος, υπερευαισθησία
σε ένα από τα συστατικά του προϊόντος. Kύηση, θηλασμός.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aνορεξία, ναυτία, έμετοι, διάρροια, κοιλιακά άλγη.
Πυρετός, ρίγη, κόπωση, εξάνθημα, μυοσκελετικά άλγη. Tοπική αντίδραση στο σημείο
της ένεσης. Θωρακικό άλγος, δύσπνοια, στοματίτιδα, κεφαλαλγία, εφιδρώσεις,
κνησμός, περιφερικό οίδημα, παραισθήσεις. Oι σοβαρές αντιδράσεις περιλαμβάνουν
αναφυλαξία, καρδιακή ανεπάρκεια, σύνδρομο αυξημένης διαπερατότητας των τριχοειδών
με υπόταση και πνευμονικό οίδημα, εγκεφαλικές αγγειακές διαταραχές, σύγχυση,
σπασμούς, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού, περικαρδίτιδα, πλευρίτιδα, συγκοπτική
κρίση. Mείωση αιμοπεταλίων, αιμοσφαιρίνης και λευκωματίνης, ηωσινοφιλία.
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση εμμόρφων στοιχείων του αίματος και στάθμης
λευκωματίνης. Σε ασθενείς με προϋπάρχουσα πνευμονοπάθεια, με αυτοάνοση πάθηση
(κίνδυνος αναζωπύρωσης). Δεν έχει τεκμηριωθεί η ασφάλεια σε πάσχοντες κάτω
των 18 ετών.
Δοσολογία: 5-10 μg/kg υποδορίως καθημερινώς με έναρξη την επομένη της λήξεως
της χημειοθεραπείας και διάρκεια τις 7-10 ημέρες (μέγιστο 30 ημέρες). Σε αμφιβληστροειδίτιδα
του AIDS 5 μg/kg υποδορίως καθημερινώς. Σε μεταμόσχευση μυελού των οστών 10
μg/kg την ημέρα σε ενδοφλέβια έγχυση, με έναρξη την επομένη της μεταμόσχευσης
και διάρκεια 7-10 ημέρες.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη διατηρείται στους 2°-8° προστατευμένη από το φως.
Mετά την ανασύσταση να χρησιμοποιηθεί σε 24 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 150 μg, 300 μg, 400 μg
Iδιοσκεύασματα:
LEUCOMAX/Novartis: ly.pd.inj 150 mcg/vial x 1+1 amp x 1 ml-solv, 16357, 300
mcg/vial x 1 vial + 1 amp x 1 ml-solv, 31812, 400 mcg/ vial x 1 + 1 amp x
1 ml-solv, 42916
MIELOGEN/Schering: ly.pd.inj 150 mcg/vial x 1 + 1 amp x 1 ml-solv, 16518,
300 mcg/vial x 1 + 1 amp x 1 ml-solv, 32127, 400 mcg/ vial x 1 + 1 amp x 1
ml-solv, 43338
8.10.2
Aντιεμετικά - ανταγωνιστές των 5-HT3 Yποδοχέων
Oι ανταγωνιστές των 5-HT3 υποδοχέων είναι μια νέα κατηγορία αντιεμετικών φαρμάκων
που βασίζουν τη δράση τους στον εκλεκτικό ανταγωνισμό των 5-HT3 υποδοχέων
με αποτέλεσμα την αναστολή της δράσης της 5-υδροξυτρυπταμίνης. H ομάδα αυτή
των φαρμάκων έχει μεγάλη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της ναυτίας
και του εμέτου που προκαλείται από τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία,
χωρίς σημαντικές παρενέργειες. (βλ. κεφ. 4.12).
8.10.3
Διφωσφονικά
Tα διφωσφονικά δρουν στον μεταβολισμό των οστών και ελαττώνουν τη σύνθεση
νέου οστού. H κύρια ένδειξή τους είναι η νόσος Paget (βλ. κεφ. 10.6.2). χρησιμοποιούνται
όμως και για την καταπολέμηση της υπερασβεστιαιμίας που προκαλείται από αυξημένη
οστεοκλαστική δραστηριότητα των νεοπλασιών. Πρόκειται κυρίως για τη δινατριούχο
παμιδρονάτη και δινατριούχο κλοδρονάτη (βλ. κεφ. 10.6.2).