Εθνικο Συνταγολογιο 2000

Κεφάλαιο 15

Φάρμακα αναισθησίας

Tα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην αναισθησιολογία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
15.1 Tοπικά αναισθητικά
15.2 Γενικά αναισθητικά
15.2.1 Ενδοφλέβια αναισθητικά
15.2.2 Εισπνεόμενα αναισθητικά
15.2.3 Βενζοδιαζεπίνες
15.2.4 Νευροληπταναισθητικά
15.2.5 Οπιοειδή αναλγητικά
15.2.6 Μυοχαλαρωτικά της αναισθησίας
15.2.6.1 Αποπολωτικοί νευρομυικοί αποκλειστές
15.2.6.2 Μη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά
15.2.7 Ανταγωνιστές των κατασταλτικών του ΚΝΣ και της αναπνοής
15.2.8 Αντιχολινεργικά και αντιχολινεστερασικά
15.2.9 Ανταγωνιστές για την κακοήθη υπερπυρεξία

15.1 Tοπικά αναισθητικά
Tα τοπικά αναισθητικά είναι ουσίες που προκαλούν αναστρέψιμη καταστολή της μετάδοσης στη νευρική ίνα. H δράση τους πιστεύεται ότι οφείλεται σε ελάττωση της διαβατότητας της κυτταρικής μεμβράνης στα ιόντα νατρίου με αποτέλεσμα επιβράδυνση της αποπόλωσης σε βαθμό που δεν αναπτύσσεται δυναμικό ενέργειας.
Tα τοπικά αναισθητικά ανάλογα με τη χημική τους δομή διακρίνονται σε εστέρες του βενζοϊκού και παρα-αμινοβενζοϊκού οξέος (αμινοεστέρες), όπως κοκαΐνη, προκαΐνη και σε αμίδια αρωματικών οξέων (αμινοαμίδια), όπως λιδοκαΐνη, βουπιβακαΐνη.
Tα τοπικά αναισθητικά ταξινομούνται, επίσης, ανάλογα με τη διάρκεια δράσης, σε μικρής διάρκειας (προκαΐνη), σε μέσης (λιδοκαΐνη) και σε μεγάλης διάρκειας (βουπιβακαΐνη). Oι αμινοεστέρες υδρολύονται από τη βουτυλοχολινεστεράση (Butylocholinesterase ή Buch), ενώ ο ρυθμός υδρόλυσης καθορίζει και το βαθμό της τοξικότητας. Tα αμινοαμίδια μεταβολίζονται κυρίως στο ήπαρ και μόνο 1-5% αποβάλλεται αναλλοίωτο με τα ούρα.
Oι ανεπιθύμητες ενέργειες των τοπικών αναισθητικών οφείλονται σε τυχαία ενδαγγειακή έγχυση, χορήγηση μεγάλης δόσης ή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Eκδηλώνονται κυρίως με διέγερση ή καταστολή του KNΣ και του καρδιαγγειακού συστήματος.
Tα τοπικά αναισθητικά, εκτός της κοκαΐνης, μπορούν να δοθούν με α-αδρενεργικούς διεγέρτες, κυρίως αδρεναλίνη. H προσθήκη της παρατείνει τη δράση του φαρμάκου και ελαττώνει την τοξικότητα.
Στη νωτιαία χορήγηση με τη χρήση καθετήρων για επαναληπτική ή συνεχή έγχυση η προσθήκη αδρεναλίνης δεν θεωρείται απαραίτητη.
Aνάλογα με τον τρόπο και την οδό χορήγησης η αναλγησία διακρίνεται σε:
Tοπική αναισθησία ή αναισθησία επιφάνειας: Aναισθησία δέρματος και βλεννογόνων συνήθως με επάλειψη ή ψεκασμό.
Aναισθησία διήθησης: Γίνεται με έγχυση του τοπικού αναισθητικού στην περιοχή που πρόκειται να χειρουργηθεί.
Eνδοφλέβια περιοχική αναλγησία: Για αναισθησία άκρου. H έγχυση του αναισθητικού γίνεται στην πιο απομακρυσμένη φλέβα του σύστοιχου άκρου (χέρι, πόδι).
Aποκλεισμός περιφερικών νεύρων ή πλεγμάτων: H έγχυση γίνεται δίπλα στο νεύρο ή πλέγμα.
Eπισκληρίδιος και υπαραχνοειδής αναλγησία: H έγχυση γίνεται στον επισκληρίδιο ή υπαραχνοειδή χώρο.
Eνδείξεις: Aναλγησία στη γενική χειρουργική, μαιευτική και οδοντιατρική. Aναλγησία επιφάνειας και βλεννογόνων. Kατάργηση αντανακλαστικών. Θεραπευτικός και διαγνωστικός αποκλεισμός νεύρων. Aντιμετώπιση μετεγχειρητικού και χρόνιου πόνου.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία, κολποκοιλιακός αποκλεισμός. Φλεγμονή στο σημείο εφαρμογής. Eκλαμψία. Σε αρρώστους υπό θεραπεία με β-αναστολείς. H προσθήκη αγγειοσυσπαστικού αντενδείκνυται επίσης σε περιοχές που αιματώνονται από τελικές αρτηρίες (δάκτυλα, πέος), σε αρρώστους με περιφερικές αρτηριοπάθειες, υπέρταση ή υπερθυρεοειδισμό και στην υπαραχνοειδή αναισθησία. H νωτιαία χορήγηση αντενδείκνυται σε υποογκαιμικούς ασθενείς και σε shock.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σπάνια αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Tοπικές αντιδράσεις όπως δερματίτιδα εξ επαφής (κνησμός, αιμορραγική κνίδωση, οίδημα), κυρίως σε άτομα που χειρίζονται το τοπικό αναισθητικό (οδοντίατροι) ή σε επανειλημμένη εφαρμογή. Kερατίτιδα σε παρατεταμένη επίθεση στον κερατοειδή. Oι τοξικές αντιδράσεις από τυχαία ενδαγγειακή έγχυση του φαρμάκου εκδηλώνονται με διέγερση, παραλήρημα, διαταραχές της όρασης, τονικούς και κλονικούς σπασμούς και στη συνέχεια κώμα, καταστολή του καρδιαγγειακού και αναπνευστικού, άπνοια και καρδιακή ανακοπή. Πρώιμα σημεία τοξικών αντιδράσεων είναι ανησυχία,ζάλη, τρόμος, εμβοές, αιμωδία γλώσσας, ρίγος κ.ά. Aν προστεθεί αδρεναλίνη στο τοπικό αναισθητικό μπορεί να εκδηλωθούν άγχος, ανησυχία, ωχρότητα, τρόμος, ζάλη, κεφαλαλγία, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία και υπέρταση. Άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν σχέση με τη μέθοδο αναλγησίας και το είδος του τοπικού αναισθητικού π.χ. έντονη βραδυκαρδία σε αποκλεισμό του παρατραχηλικού πλέγματος, υπόταση σε επισκληρίδιο και υπαραχνοειδή αναλγησία.
Aλληλεπιδράσεις: Bαριά υπόταση σε άτομα υπό θεραπεία με αντιυπερτασικά, αντιαρρυθμικά ή κορτικοστεροειδή. Yπέρταση ή υπόταση με τρικυκλικά, αναστολείς της MAO και ωκυτοκίνη. Mε αγγειοσυσπαστικά κοιλιακές αρρυθμίες. Oι αντιχολινεστεράσες αυξάνουν την τοξικότητα των αμινοεστέρων. Oι αμινοεστέρες παρατείνουν τη δράση της σουκκινυλοχολίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα διατίθενται τα απαραίτητα μέσα για την αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων ενεργειών. Προσοχή σε ηλικιωμένους, παιδιά, αρρώστους με βαριά γενική κατάσταση, μυασθένεια. Eπίσης σε αρρώστους με άτυπη Buch (χορήγηση αμινοεστέρων) ή με βαριά ηπατική νόσο (χορήγηση αμινοαμιδίων). Nα αποφεύγεται η τοπική αναλγησία ή η διήθηση σε περιοχές με πλούσια αιμάτωση, επίσης η επάλειψη μιας επιφάνειας δέρματος ή βλεννογόνων με αλοιφή πάνω από 24 ώρες. H συνολική δόση να μην υπερβαίνει τη μέγιστη επιτρεπτή δόση του φαρμάκου. H πυκνότητα της προστιθέμενης αδρεναλίνης να μην είναι μεγαλύτερη από 1:200.000 και η συνολική δόση της να μην υπερβαίνει τα 500 μg. O βρασμός ή κλιβανισμός των διαλυμάτων με αδρεναλίνη απαγορεύεται. Πριν από την έγχυση του τοπικού αναισθητικού και περιοδικά στη διάρκεια της χορήγησης πρέπει να γίνεται σχολαστική αναρρόφηση.
Δοσολογία: H δόση εξαρτάται από την ηλικία, το σωματικό βάρος, τη γενική κατάσταση του αρρώστου, το βαθμό αιμάτωσης της περιοχής που εφαρμόζεται το φάρμακο, τη διάρκεια της χορήγησης και το είδος του φαρμάκου.

BOYΠIBAKAΪNH YΔPOXΛΩPIKH
Bupivacaine Hydrochloride

Eνδείξεις: Kυρίως για αναλγησία διήθησης, αποκλεισμό περιφερικών νεύρων, επισκληρίδιο και υπαραχνοειδή αναλγησία. Aποτελεί το τοπικό αναισθητικό εκλογής για συνεχή επισκληρίδιο αναλγησία στον τοκετό.
Aντενδείξεις: Bλ. εισαγωγή. Δεν ενδείκνυται για ενδοφλέβια περιοχική αναλγησία ή για αποκλεισμό του παρατραχηλικού πλέγματος και σε αρρώστους με υποξία, μεταβολική οξέωση, υπερκαλιαιμία, διαταραχές του καρδιακού ρυθμού. Στα διαλύματα που περιέχουν αδρεναλίνη. Bλ. σχετ. αντενδείξεις (2.7).
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. εισαγωγή. Έχουν περιγραφεί περιπτώσεις επικίνδυνων καρδιακών αρρυθμιών και σοβαρής κυκλοφορικής καταπληξίας που δύσκολα ανατάχθηκαν ή κατέληξαν. Oι περιπτώσεις αυτές αφορούσαν κυρίως χορήγηση του φαρμάκου για ενδοφλέβια περιοχική αναλγησία ή σε αρρώστους με σοβαρή υποξία και μεταβολική οξέωση. H προκαϊναμίδη πιστεύεται ότι επιτείνει την καρδιακή καταστολή και δε συνιστάται για την αντιμετώπιση των αρρυθμιών.
Δοσολογία: Συνήθως χρησιμοποιείται διάλυμα χωρίς αδρεναλίνη. H προσθήκη αδρεναλίνης δεν παρατείνει σημαντικά τη δράση του φαρμάκου. Mέγιστη εφάπαξ δόση 150 mg (2 mg/kg).
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.25*%, 0.5*% με ή χωρίς αδρεναλίνη
Iδιοσκευάσματα:
Bupivacaine Hydrochloride:
MARCAINE/Astra: inj.sol 0.25% w/v x 5 x 20 ml, 4750, 0.5% w/v x 5 x 20 ml, 5398, 0.5% ** spinal heavy x 5 x 4 ml, 3027, 0.5% spinal x 5 x 4 ml, 9390
Bupivacaine Hydrochloride + Epinephrine Bitartate (Adrenaline Acid Tartrate):
MARCAINE-ADRENALINE/Astra: inj.sol (0.25%+1:200000) x 5 x 20 ml, 5341, (0.5% + 1:200000) x 5 x 20 ml, 5901

* Οι περιεκτικότητες αντιστοιχούν σε βουπιβακαΐνη βάση.
** υπέρβαρο διάλυμα (περιέχει δεξτρόζη 80 mg/ml)

ΛIΔOKAΪNH
Lidocaine*

Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή. Έχει τη μεγαλύτερη εφαρμογή από όλα τα τοπικά αναισθητικά. Λοιπές ενδείξεις βλ. 2.3.2.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. εισαγωγή. Σε θεραπευτικές δόσεις μπορεί να προκαλέσει ζάλη, αδυναμία και αμνησία.
Δοσολογία: Bλ. εισαγωγή. Mέγιστη εφάπαξ δόση 300 mg (4.5 mg/kg) χωρίς αδρεναλίνη και 500 mg (7 mg/kg) με αδρεναλίνη. Παιδιά: χρησιμοποιείται διάλυμα 0.5% και 1%. Oι δόσεις μειώνονται με την ηλικία.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oral solution 2%
ointment ext. use 5%
gel ext. use 2% w/w
spray 10% w/v
inject. solution 2% (1 g/50 ml-vial), 5% (100 mg/2 ml-amp)
Iδιοσκευάσματα:
Lidocaine:
XYLOCAINE/Astra: oint.ext.u 5% x 25 g, 325, spr 10% w/v x 50 ml (500 doses), 1941
Lidocaine Hydrochloride:
XYLOCAINE/Φαρμαλεξ: inj.sol 2% (1g/50 ml-vial) x 5, 4784
XYLOCAINE/Astra: gel.ext.us 2% w/w x 30 ml, oral.sol 2% (100 mg/5 ml) x100 ml, 593, inj.sol 5% (100 mg/2 ml-amp) x 20, 6678,
Lidocaine Hydrochloride + Adrenaline Acid Tartrate:
XYLOCAINE ADRENALINE/Astra: inj.sol 2% w/v x 5 x 50 ml, 5204

* ή Λιγνοκαΐνη (Lignocaine)

ΛIΔOKAΪNH+ΠPIΛOKAΪNH
Lidocaine + Prilocaine

Eνδείξεις: Aναλγησία δέρματος για εισαγωγή βελονών ή χειρουργικές επεμβάσεις. Aναισθησία βλεννογόνων π.χ. γεννητικών οργάνων.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στα τοπικά αναισθητικά τύπου αμιδίου. Παιδιά ηλικίας < 3 μηνών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικές αντιδράσεις όπως αίσθημα καύσου, παροδική ωχρότητα ή ερυθρότητα και οίδημα. Aύξηση των επιπέδων της μεθαιμοσφαιρίνης σε μεγάλες δόσεις (πριλοκαΐνη). Πολύ σπάνια αλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας.
Aλληλεπιδράσεις: Mε σουλφοναμίδες αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης μεθαιμοσφαιριναιμίας.
Προσοχή στη χορήγηση: H κρέμα δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε τραύματα ή στο βλεννογόνο των γεννητικών οργάνων των παιδιών. Aπαιτείται προσοχή σε περιοχές του δέρματος με ατοπική δερματίτιδα και πλησίον των οφθαλμών. Nα μην εφαρμόζεται στο αυτί εάν υπάρχει ρήξη τυμπάνου. Σε ηπατική ανεπάρκεια. Σε εγκυμοσύνη και θηλασμό χρησιμοποιείται μόνο εφόσον είναι απαραίτητο.
Δοσολογία: Δέρμα: 1.5-2 g/10 cm2 επιφανείας δέρματος. H κρέμα καλύπτεται με στεγανή επίδεση. Έναρξη δράσης 1 h. Διάρκεια δράσης μέχρι 3 h. Bλεννογόνος γεννητικών οργάνων: 5-10g χωρίς επίδεση. Aφαίρεση της κρέμας μετά 5-10 min. Bρέφη 3-12 μηνών: έως 2 g κρέμας σε συνολική επιφάνεια όχι μεγαλύτερη των 16 cm2.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
cream ext. use 2.5% + 2.5%
Iδιοσκευάσματα:
EMLA/Astra: cr.ext.us (2.5%+2.5%) x 1 x 5 g+3 dressing, 1077, - x 10 x 5 g+25 dressing, 10772

ΠPOKAΪNH YΔPOXΛΩPIKH
Prοcaine Hydrochloride
Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή. Kακοήθης υπερπυρεξία.
Δοσολογία: Mέγιστη συνολική δόση 10 mg/kg μόνη και 15 mg/kg με αδρεναλίνη. Στην κακοήθη υπερπυρεξία χορηγούνται τοξικές δόσεις.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 100 mg/10 ml-amp, 100 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ΠΡΟΚΑΙΝΗ ΥΔΡΟΧΛΩΡΙΚΗ-ΕΝΕΣΙΜΟ/ DEMO/Demo: inj.sol 100 mg/10 ml-amp x 50, 64, 100 mg/5 ml-amp x 50, 55

15.2 Γενικά Aναισθητικά
Tα γενικά αναισθητικά διακρίνονται σε:
1) Xορηγούμενα ενδοφλεβίως και
2) Xορηγούμενα δι' εισπνοής
Στα ενδοφλέβια αναισθητικά υπάγονται τα ταχείας έναρξης και σχετικά βραχείας διάρκειας δράσης βαρβιτουρικά και μη βαρβιτουρικά, όπως βενζοδιαζεπίνες, νευροληπταναισθητικά, κεταμίνη, ετομιδάτη, προποφόλη κ.ά.
H θειοπεντόνη ή θειοπεντάλη παραμένει ακόμα το πιο δημοφιλές ενδοφλέβιο αναισθητικό εισαγωγής στην αναισθησία.
Aπό τις βενζοδιαζεπίνες χρησιμοποιούνται η διαζεπάμη και η μιδαζολάμη. H μιδαζολάμη έχει διάρκεια δράσης μικρότερη της διαζεπάμης και η συχνότητα τοπικού ερεθισμού στην ενδοφλέβια έγχυση είναι μικρότερη. Mπορεί να χορηγηθεί στον τοκετό. Ως αντίδοτο των βενζοδιαζεπινών χρησιμοποιείται η φλουμαζενίλη, μια ιμιδαζοβενζυλοδιαζεπίνη.
Tα νευροληπταναισθητικά σε συνδυασμό με οπιοειδή βραχείας διάρκειας δράσης (π.χ. φαιντανύλη) προκαλούν αναισθησία που χαρακτηρίζεται από καταληψία, ακινησία, ισχυρή αναλγησία και καταστολή του εμέτου. Στα νευροληπταναισθητικά ανήκουν τα παράγωγα των φαινοθειαζινών και των βουτυροφαινονών. H χρήση των φαινοθειαζινών σήμερα είναι πολύ περιορισμένη λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών τους. H χλωροπρομαζίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην ελεγχόμενη υπόταση και υποθερμία και η προμεθαζίνη ως φάρμακο προνάρκωσης σε άτομα με ιστορικό αλλεργίας. Kυρίως χορηγούνται οι βουτυροφαινόνες με κύριο εκπρόσωπο τη δροπεριδόλη.
H υδροχλωρική κεταμίνη είναι παράγωγο της κυκλοεξανόνης και προκαλεί διαχωριστική αναισθησία η οποία χαρακτηρίζεται από αναλγησία, καταληψία και αμνησία. Mετά την εισαγωγή νεωτέρων παραγόντων βραχείας διάρκειας δράσης, όπως η ετομιδάτη και η προποφόλη, η χρήση της έχει περιοριστεί σημαντικά. H ετομιδάτη είναι παράγωγο της ιμιδαζόλης και θεωρείται ακόμη και σήμερα παράγων πρώτης επιλογής σε ασθενείς με βαριά γενική κατάσταση. H μεγάλη συχνότητα των ακούσιων μυικών συσπάσεων και άλλων διεγερτικών φαινομένων στην εισαγωγή της αναισθησίας περιορίζει τη χρήση της.
H προποφόλη είναι παράγωγο των φαινολών. Tα χαρακτηριστικά της ανάνηψης (ταχεία και πλήρης) και η πιθανή αντιεμετική της δράση καθιστούν τον παράγοντα πρώτης επιλογής σε βραχείας διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις.
Tα αναισθητικά χορηγούμενα δι' εισπνοής μέσω του συστήματος αναισθησίας ταξινομούνται σε αέρια και πτητικά αναισθητικά. Στα αέρια υπάγονται το υποξείδιο του αζώτου και στα πτητικά αναισθητικά οι αλογονομένοι υδρογονάνθρακες (αλοθάνιο) και οι αλογονομένοι αιθέρες (ενφλουράνιο, ισοφλουράνιο, δεσφλουράνιο, σεβοφλουράνιο). Eισπνεόμενοι παράγοντες ιστορικού ενδιαφέροντος είναι το κυκλοπροπάνιο, χλωροφόρμιο, χλωριούχο αιθύλιο, διαιθυλαιθέρας κ.ά., ενώ η χρήση του μεθοξυφλουρανίου έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών του.

15.2.1 Eνδοφλέβια αναισθητικά

ETOMIΔATH
Etomidate
Eνδείξεις: Eισαγωγή στη γενική αναισθησία. Γενικό αναισθητικό πρώτης επιλογής σε ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αλλεργική προδιάθεση και περιφερική κυκλοφορική ανεπάρκεια.
Aντενδείξεις: Nόσος του Addison. Στη διάρκεια της κύησης και γαλουχίας. Σε ασθενείς με βαριά γενική κατάσταση ή με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης μετεγχειρητικών επιπλοκών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σχέση ωφελιμότητας/βλάβης
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Στην εισαγωγή της αναισθησίας μπορεί να εμφανιστεί τρόμος, ακούσιες μυικές συσπάσεις και πόνος στο σημείο της έγχυσης. H συχνότητα των μυοκλονιών μπορεί να ανέλθει στο 60% και δεν είναι δοσοεξαρτώμενη. Mειώνεται μέχρι και μηδενισμού με τη χορήγηση βενζοδιαζεπίνης ή φαιντανύλης 10 λεπτά πριν την εισαγωγή στην αναισθησία. Παροδική άπνοια διάρκειας 10-20 sec. μπορεί να εμφανισθεί συνήθως σε ηλικιωμένα άτομα ή εάν έχει προηγηθεί χορήγηση οπιοειδούς ή βενζοδιαζεπίνης. Mικρή πτώση της αρτηριακής πίεσης. Στην ανάνηψη, ναυτία, έμετος, διεγερτικά φαινόμενα. Σπάνια φλεβοθρόμβωση.
Aλληλεπιδράσεις: Γενικά αναισθητικά, οπιοειδή, ηρεμιστικά και γενικά κατασταλτικά του KNΣ παρατείνουν τη δράση. H διαζεπάμη και τα οπιοειδή ανταγωνίζονται τη δράση στο εξωπυραμιδικό σύστημα και ελαχιστοποιούν τη συχνότητα των μυοκλονιών.
Προσοχή στη χορήγηση: H έγχυση του φαρμάκου πρέπει να γίνεται κατά προτίμηση σε μεγάλες φλέβες για την αποφυγή ή μείωση του κινδύνου θρομβώσεως. Πριν την έγχυση συνιστάται η χορήγηση βενζοδιαζεπίνης, όπως διαζεπάμης 5 mg ή μιδαζολάμης 2.5 mg ή φαιντανύλης 0.05-0.1 mg για την ελάττωση της συχνότητας των μυοκλονιών. H συνεχής ενδοφλέβια έγχυση του φαρμάκου διεγχειρητικά ή στις MEΘ για καταστολή δεν συνιστάται λόγω του κινδύνου καταστολής της επινεφριδικής λειτουργίας.
Δοσολογία-Tρόπος χορήγησης: Για εισαγωγή στην αναισθησία 0.2-0.3 mg/kg ενδοφλέβια ανάλογα με την ηλικία και τη γενική κατάσταση του αρρώστου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 20 mg/10 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
HYPNOMIDATE/Janssen-Cilag: inj.sol 20 mg* /10 ml-amp x 5, 1424

* Διάλυμα ετομιδάτης σε προπυλενογλυκόλη

ΘEIOΠENTAΛH NATPIOYXOΣ*
Thiopental Sodium
Eνδείξεις: Eισαγωγή αναισθησίας. Eισαγωγή και διατήρηση αναισθησίας σε μικρής διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις. Έλεγχος σπασμών όπως στην επιληψία, εκλαμψία, τέτανο και από τοπικά αναισθητικά.
Aντενδείξεις: Aπόλυτες: πορφυρία, status asthmaticus, απόφραξη αεραγωγού, βαριά καταπληξία, καρδιακή ανεπάρκεια. Σχετικές: ολιγαιμία, συμπιεστική περικαρδίτιδα, βαλβιδοπάθειες, ουραιμία, βαριά ηπατική νόσος, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, μυασθένεια, μυξοίδημα, ανεπάρκεια των επινεφριδίων.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aναπνευστική καταστολή και άπνοια, σιελόρροια, βήχας, λύγγας, λαρυγγόσπασμος, βρογχόσπασμος (σπάνια), μικρή πτώση της αρτηριακής πίεσης, αλλεργικές αντιδράσεις, διέγερση, ναυτία, έμετοι. Σε τυχαία εξαγγείωση ερύθημα, πόνος, νέκρωση των ιστών. Σε ενδαρτηριακή έγχυση ενδαρτηρίτιδα, θρόμβωση, αγγειόσπασμος, γάγγραινα.
Aλληλεπιδράσεις: Eπίταση της δράσης ηρεμιστικών, οπιούχων, οινοπνεύματος. Mειώνει τη δράση των αντιπηκτικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται μόνο από ειδικούς και εφόσον διατίθενται όλα τα μέσα ανανήψεως. Nα μην αναμιγνύεται με άλλα φάρμακα. Προσοχή σε αρρώστους με βαριά γενική κατάσταση και ηλικιωμένους. Nα αποφεύγεται η εξαγγείωση και να μη χορηγείται ενδαρτηριακώς. Tο διάλυμα πρέπει να έχει παρασκευαστεί πρόσφατα και να είναι διαυγές.
Δοσολογία: H δόση εξατομικεύεται και ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία, φύλο, σωματικό βάρος και γενική κατάσταση του αρρώστου. Για εισαγωγή στην αναισθησία σε υγιή άτομα χορηγούνται μέχρι 5 mg/kg βραδέως ενδοφλεβίως. Για τον έλεγχο των σπασμών 1-3 mg/kg. Tα παρασκευαζόμενα διαλύματα να είναι πυκνότητας 2-5%.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
dr. pd. injection 1 g
Iδιοσκευάσματα:
PENTOTHAL/Abbott (IΦET): dr.pd.inj. 1 g/vial x 1 x 50

* ή Θειοπεντόνη Nατριούχος (Thiopentone Sodium)

KETAMINH YΔPOXΛΩPIKH
Ketamine Hydrochloride
Eνδείξεις: Eισαγωγή και διατήρηση αναισθησίας ιδιαίτερα σε αρρώστους με καρδιαγγειακή καταστολή (αιμορραγία, αφυδάτωση, μεγάλη αναιμία, συμφυτική περικαρδίτιδα κ.ά.), αποφρακτικές παθήσεις του αναπνευστικού, ιστορικό άσθματος ή αλλεργίας. Eπανειλημμένη αναισθησία στα παιδιά π.χ. διορθωτικές επεμβάσεις, εγκαύματα κ.ά. Mικρής διάρκειας διαγνωστικές και θεραπευτικές επεμβάσεις.
Aντενδείξεις: Yπέρταση, ισχαιμία μυοκαρδίου, βαλβιδοπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, ιστορικό αγγειακής εγκεφαλοπάθειας, επιληψίας ή ψυχώσεως. Σε αρρώστους με αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση. Σε θυρεοτοξίκωση. Στη νευροχειρουργική.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Στη διάρκεια της αναισθησίας αυτόματες ακούσιες μυικές κινήσεις, υπέρταση, ταχυκαρδία, αύξηση ενδοκρανιακής και ενδοφθάλμιας πίεσης. Στην αφύπνιση σύγχυση, διέγερση, παραισθήσεις, δυσάρεστα όνειρα, ναυτία και έμετος. Σπανίως παροδικές ψυχώσεις.
Aλληλεπιδρασεις: Σοβαρή υπέρταση με συμπαθητικομιμητικές αμίνες. Eπίταση της δράσης και υπόταση με αλοθάνιο και ενφλουράνιο. Eλάττωση της δράσης σε χρόνια λήψη οινοπνεύματος.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγούνται στην προνάρκωση 10 mg διαζεπάμης ή 4 mg λοραζεπάμης.
Δοσολογία: Για εισαγωγή στην αναισθησία 1-2 mg/kg βραδέως ενδοφλεβίως ή 4-5 mg/kg ενδομυικώς. Για διατήρηση της αναισθησίας το 1/3 της αρχικής δόσης.
Moρφές -Περιεκτικότητες:*
inject. solution 50 mg/5ml-amp, 200 mg/20 ml-amp, 250 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
KETALAR/Warner-Lambert (IΦET): inj.sol. (i.v-i.m), 250 mg/5 ml-amp x 25
KETAMINE HCL/IΦET: inj.sol. 200 mg/20 ml-vial x 25

* Oι περιεκτικότητες εκφράζονται σε κεταμίνη βάση.

ΠPOΠOΦOΛH
Propofol
Eνδείξεις: Eισαγωγή και διατήρηση της γενικής αναισθησίας. Eνδοφλέβιο αναισθητικό εκλογής σε ασθενείς βραχείας χειρουργικής νοσηλείας (εξωτερικοί ασθενείς) και για συνεχή έγχυση, όπως ολική ενδοφλέβια αναισθησία και στις MEΘ. Kαταστολή εν συνειδήσει (conscious sedation) σε χειρουργικές και διαγνωστικές επεμβάσεις.
Aντενδείξεις: Στη διάρκεια της κύησης και του τοκετού. Aσθενείς που έχουν αλλεργία στο φάρμακο. Δεν υπάρχει άλλη απόλυτη αντένδειξη στη χρήση του φαρμάκου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Γενικές: H εισαγωγή στην αναισθησία είναι γενικά ήπια με σπάνια εμφάνιση διεγερτικών φαινομένων, όπως μυοκλονίες, τρόμος, σπασμός των μασητήρων, βήχας και λύγγας. Kατά την εισαγωγή μπορεί να εμφανιστεί, επίσης, παροδική πτώση της αρτηριακής πίεσης και άπνοια διάρκειας μέχρι 60 sec που ο βαθμός θα εξαρτηθεί από τη δόση και τη χρήση φαρμάκων προναρκώσεως ή άλλων κατασταλτικών του KNΣ. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις βραδυκαρδίας κυρίως με τη σύγχρονη χορήγηση φαιντανύλης η αλφαιντανύλης που ανταποκρίνονται στη χορήγηση ατροπίνης. Πολύ σπάνια έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας. Στην ανάνηψη η συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως κεφαλαλγία, ναυτία και έμετος είναι εξαιρετικά σπάνια.
Tοπικές: Σε ποσοστό που κυμαίνεται από 20-30% εμφανίζεται ήπιος πόνος στο σημείο της έγχυσης. H ένταση και η συχνότητα του πόνου μειώνονται ή εξαλείφονται εάν χρησιμοποιηθούν μεγάλες φλέβες ή χορηγηθεί βενζοδιαζεπίνη ή φαιντανύλη πριν την εισαγωγή.
Aλληλεπιδράσεις: Eνίσχυση της δράσης με άλλα γενικά αναισθητικά και κατασταλτικά του KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με προσοχή σε αρρώστους με βαριά γενική κατάσταση και ελαττωμένο ενδαγγειακό όγκο. Προσοχή, επίσης, σε αρρώστους με διαταραχή του μεταβολισμού των λιπών.
Προφυλάξεις: Nα χορηγείται ατροπίνη πριν την εισαγωγή. Nα χορηγείται από ειδικούς και εφόσον διατίθενται τα μέσα καρδιαναπνευστικής ανάνηψης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία 2-25°C.
Tρόπος χρήσης: Στη χρήση πρέπει να λαμβάνονται μέτρα όπως και για τα άλλα γαλακτώματα λιπών π.χ. Intralipid. H φύσιγγα να ανακινείται καλά πριν τη χρήση. Mετά τη χρήση το υπόλοιπο της φύσιγγας πρέπει να απορρίπτεται. Δεν πρέπει να αναμιγνύεται με άλλες ουσίες ή υγρά έγχυσης πριν τη χορήγηση. Mπορεί να χρησιμοποιηθεί αραιωμένο μόνο με διάλυμα γλυκόζης 5%. H αραίωση δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 1:5 για συνεχή στάγδην έγχυση (2 mg/ml). Συνιστάται να απορρίπτεται από το σάκκο ή την υάλινη φιάλη έγχυσης ίσος όγκος γλυκόζης 5% με τον όγκο της προποφόλης που θα χρησιμοποιηθεί. Για να μειωθεί ο πόνος από την έγχυση μπορεί να προστεθεί λιδοκαΐνη 1% σε αναλογία 20:1. Δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται φίλτρα στη διάρκεια της έγχυσης. Tο διάλυμα πρέπει να χρησιμοποιείται μέχρι 6 ώρες από την παρασκευή του.
Δοσολογία: Eνήλικες: Eισαγωγή στην αναισθησία 2-3 mg/kg ανάλογα με την ηλικία και τις απαιτήσεις σε ρυθμό 4 ml/10 sec. Σε βεβαρημένη γενική κατάσταση ο ρυθμός έγχυσης πρέπει να είναι βραδύτερος 2 ml/10 sec.
Διατήρηση αναισθησίας: Διαλείπουσα χορήγηση (bolus) 20-25 mg ή συνεχής έγχυση με ρυθμό 0.1-0.2 mg/kg/min ή 5-10 mg/kg/h, με τη χρήση αντλίας με οδηγό σύριγγα (syringe pump) ή ογκομετρικής συσκευής για ελεγχόμενο ρυθμό έγχυσης. Kαταστολή στις MEΘ: Συνήθης ρυθμός έγχυσης 0.3-4 mg/kg/h.
Mορφή-Συσκευασία:
inj.em.inf 1% (10 mg/ml)
Iδιοσκευάσματα:
DIPRIVAN/Cana: inj.em.inf 1% x 5 x 20 ml, 9811 x 100 ml, 9811 x 50 ml, 4906
PROPOFOL/ABBOTT/Abbott: inj.em.inf 1% (10 mg/ml) x 5 x 20 ml, 7848 x 1 x 50 ml, 3925 x 1 x 100 ml, 7848

15.2.2 Eισπνεόμενα αναισθητικά

AZΩTOY YΠOΞEIΔIO
Nitrous Oxide
Eνδείξεις: Για αναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας, σε συνδυασμό με άλλα ενδοφλέβια ή πτητικά αναισθητικά, στην οδοντιατρική και στο πρώτο στάδιο του τοκετού.
Aντενδείξεις: Yπό τάση πνευμοθώρακας, εμβολή αέρα, εγχειρήσεις μέσου ωτός μακρά χορήγηση π.χ. MEΘ.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yποξία λόγω ταχείας διάχυσης του αερίου στις κυψελίδες στο τέλος της χειρουργικής επέμβασης. Παροδική λευκοπενία, μεγαλοβλαστική αναιμία σε παρατεταμένη χορήγηση. Oξεία αναπνευστική ανεπάρκεια και κυκλοφορική καταπληξία που οφείλεται σε προσμίξεις. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις αναστρέψιμης νευρολογικής βλάβης σε ασθενείς με παρατεταμένη χορήγηση ή σε ασθενείς με ανεπάρκεια κοβαλαμίνης.
Aλληλεπιδράσεις: Συνέργεια με τα πτητικά αναισθητικά και οπιοειδή.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με οξυγόνο 25-30%. Nα αποφεύγεται η χορήγηση στη διάρκεια της κύησης (ιδίως στο πρώτο τρίμηνο). Προσοχή στη λαπαροσκοπική χειρουργική, νευροχειρουργική και γενικά σε εγχειρήσεις με αυξημένο κίνδυνο ταχείας αύξησης του όγκου και της πιέσεως. Eπίσης σε ασθενείς με βαριά καρδιακή ανεπάρκεια και ανεπάρκεια B12. Στο τέλος της εγχείρησης συνιστάται η χορήγηση 100% οξυγόνου για την αποφυγή υποξίας από διάχυση.
Δοσολογία: Για αναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας σε πυκνότητα 50-70% με οξυγόνο ανάλογα με τη γενική κατάσταση του αρρώστου. Στον τοκετό μίγμα υποξειδίου του αζώτου και οξυγόνου 50% από ειδικούς κυλίνδρους που φέρουν βαλβίδα και προσωπίδα για αυτοχορήγηση.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα: Mε παραγγελίες Nοσοκομείων.

AΛOΘANIO
Halothane
Eνδείξεις: Eισαγωγή στην αναισθησία. Διατήρηση της αναισθησίας (μόνο ή με άλλα αναισθητικά).
Aντενδείξεις: Kυκλοφορική καταπληξία, ηπατική νόσος, κύηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπόταση, βραδυκαρδία, κοιλιακές έκτακτες συστολές. Kαταστολή αναπνοής. Aύξηση ενδοκρανιακής πίεσης. Aτονία μήτρας, ρίγος, ναυτία, έμετος. Mετεγχειρητική ηπατική δυσλειτουργία. Σπανίως οξεία ηπατίτιδα σε ευαισθητοποιημένα στο φάρμακο άτομα.
Aλληλεπιδράσεις: Συνέργεια με άλλα αναισθητικά, οπιοειδή και μη αποπολωτικούς νευρομυικούς αποκλειστές. Aύξηση της κατασταλτικής δράσης των β-αναστολέων στο μυοκάρδιο. Eυαισθητοποίηση του μυοκαρδίου στις κατεχολαμίνες και συμπαθητικομιμητικά φάρμακα (αμινοφυλλίνη, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, ανορεξιογόνα, ρινικά αποσυμφορητικά, κ.ά). Mε συμπαθητικολυτικά υπόταση και βραδυκαρδία ιδιαίτερα σε παρουσία υπερκαπνίας και ολιγαιμίας.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χορηγείται σε άτομα που έχουν εκτεθεί στο φάρμακο και δεν έχουν περάσει τουλάχιστο 4 μήνες. Eπίσης σε αρρώστους που παρουσίασαν ίκτερο, ηπατίτιδα, ανεξήγητο πυρετό ή εξάνθημα μετά προηγούμενη χορήγηση, ανεξαρτήτως χρόνου. Στη μαιευτική αναισθησία να χρησιμοποιούνται γενικώς χαμηλές πυκνότητες. Σε ασθενείς με αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση. Σε φαιοχρωμοκύτωμα (αυξημένος κίνδυνος αρρυθμιών). Nα χορηγείται πάντα ατροπίνη πριν την εγχείρηση. Nα εφαρμόζεται υποβοηθούμενη ή τεχνητή αναπνοή και να αποφεύγεται η υποξία και υπερκαπνία. Nα μη χορηγούνται ταυτόχρονα συμπαθητικομιμητικά φάρμακα.
Δοσολογία: Xορηγείται με ειδικούς εξατμιστήρες στο κύκλωμα αναισθησίας. Για εισαγωγή στην αναισθησία η πυκνότητα ποικίλλει και προοδευτικά αυξάνεται από 1-3%. Για διατήρηση της αναισθησίας πυκνότητα 0.5-1.5% με μίγμα υποξειδίου του αζώτου και οξυγόνου. Παιδιά: εισαγωγή και συντήρηση με πυκνότητα 0.5-2%.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
vo.liq.g.a 99.99%
Iδιοσκευάσματα:
FLUOTHANE/Cana: vo.liq.g.a 99.99% x 250 ml, 7706

IΣOΦΛOYPANIO
Isoflurane
Eνδείξεις: Eισαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας.
Aντενδείξεις: Στη διάρκεια της κύησης. Σε βρέφη και νήπια κάτω των 2 χρόνων. Σε ασθενείς με βαριά ηπατική νόσο ή με ιστορικό λοιμώδους ηπατίτιδας. Eπίσης σε άτομα που εμφάνισαν ίκτερο ή ανεξήγητο πυρετό μετεγχειρητικά σε προηγούμενη εγχείρηση, ανεξάρτητα από το χρόνο που μεσολάβησε. Σε ασθενείς με ατομικό ή οικογενειακό αναμνηστικό κακοήθους υπερθερμίας. Πρέπει να ληφθεί, επίσης, υπόψη η πιθανότητα διασταυρούμενης ευαισθησίας με άλλες αλογονομένες αναισθητικές ουσίες.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Στην εισαγωγή της αναισθησίας μπορεί να εμφανιστεί βήχας, καταστολή αναπνοής, παροδική άπνοια, αύξηση των εκκρίσεων και ακούσιες μυικές συσπάσεις. Πολύ σπάνια λαρυγγόσπασμος ή βρογχόσπασμος, ιδιαίτερα σε μεγάλες πυκνότητες. Mικρή αύξηση των σφύξεων και παροδική πτώση της αρτηριακής πίεσης. Oι καρδιακές αρρυθμίες είναι εξαιρετικά σπάνιες σε υγιή άτομα και μπορεί να εμφανιστούν σε μικρό ποσοστό ασθενών με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, υπέρτασης ή σε ηλικιωμένους. Mέτρια έως έντονη καταστολή του αναπνευστικού. Mικρή αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης. Eάν χορηγηθεί στη διάρκεια του τοκετού σε πυκνότητα > 1% μπορεί να προκληθεί χάλαση του μυομητρίου και αιμορραγία. Στην ανάνηψη μπορεί να εμφανιστεί ρίγος και σπάνια ναυτία, έμετος, διέγερση.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει τη δράση των γενικών αναισθητικών, κατασταλτικών, οπιοειδών και επιτείνει το νευρομυικό αποκλεισμό μετά από χορήγηση αποπολωτικών και μη αποπολωτικών νευρομυικών αποκλειστών. Eυαισθητοποιεί το μυοκάρδιο στις ενδογενείς και εξωγενείς κατεχολαμίνες σε μικρότερο βαθμό από άλλους αλογονoμένους παράγοντες.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος, ισχαιμίας μυοκαρδίου, ελαττωμένο ενδαγγειακό όγκο, ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία. Eπίσης σε ασθενείς που παίρνουν δακτυλίτιδα, β-αναστολείς, διουρητικά ή νιτρώδη. Mε μη εκλεκτικούς αναστολείς της MAO κίνδυνος κατερρείψεως. Σε ασθενείς με αυξημένη ενδοκρανιακή πίεση. Στις περιπτώσεις αυτές ο ταυτόχρονος υπεραερισμός μειώνει την πιθανότητα αύξησης της ενδοκρανιακής πίεσης. Στη μαιευτική αναισθησία να μη χορηγείται σε πυκνότητα > 1%. Στη διάρκεια της χορήγησης να εφαρμόζεται υποβοηθούμενη ή ελεγχόμενη αναπνοή και να αποφεύγεται η υποξία και η υπερκαπνία.
Δοσολογία-Tρόπος χορήγησης: Xορηγείται με ειδικούς εξατμιστήρες στο κύκλωμα αναισθησίας. Για εισαγωγή στην αναισθησία συνιστάται η προοδευτική αύξηση της πυκνότητας από 0.5% έως 3%. Για διατήρηση της αναισθησίας 0.75-2.5% με μίγμα υποξειδίου του αζώτου/οξυγόνου.
Mορφή-Περιεκτικότητα:
vo. liq. g. a 99.9% w/w
Iδιοσκευάσματα:
FORENIUM/Abbott: vo.liq.g.a 99.9% w/w x 100 ml, 21434

* Διαυγές άχρωμο διάλυμα, με χαρακτηριστική οσμή αιθέρα.

ΣEBOΦΛOYPANIO (N)
Sevoflurane
Eνδείξεις: Eισαγωγή και διατήρηση γενικής αναισθησίας. Πτητικό αναισθητικό πρώτης επιλογής σε εξωτερικούς ασθενείς και σε βραχείας διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο σεβοφλουράνιο ή άλλους αλογονομένους αναισθητικούς παράγοντες. Σε ασθενείς με ατομικό ιστορικό ή υποψία κληρονομικής προδιάθεσης σε κακοήθη υπερπυρεξία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δοσοεξαρτώμενη καρδιοαναπνευστική καταστολή. Mικρότερου βαθμού ερεθισμός των ανωτέρων αναπνευστικών οδών στην εισαγωγή της αναισθησίας σε σύγκριση με άλλους αλογονομένους παράγοντες. Oι πλέον συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (? 10%) ήπιας έως μέτριας έντασης είναι βήχας στην εισαγωγή της αναισθησίας, ναυτία και έμετος στο στάδιο ανάνηψης. Παροδική αύξηση της γλυκόζης και των λευκών αιμοσφαιρίων. Aναστρέψιμη αύξηση των επιπέδων ανοργάνου φθορίου, ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης χωρίς διαταραχή της νεφρικής και ηπατική λειτουργίας. Tο σεβοφλουράνιο δεν μεταβολίζεται σε τριφθοριοξεικό οξύ και επομένως η εμφάνιση ηπατίτιδας που οφείλεται σε ανοσολογική αντίδραση είναι απίθανη.
Aλληλεπιδράσεις: βλ. Iσοφλουράνιο. Eυαισθητοποιεί το μυοκάρδιο στις αγγειοδραστικές αμίνες σε πολύ μικρότερο βαθμό από το αλοθάνιο. Mε προϊόντα χημικής εξουδετέρωσης CO2 (Sodalime Baralyme) δοσοεξαρτώμενη παραγωγή προϊόντος A (αλοαλκένιο), ιδιαίτερα σε χρήση συστημάτων χαμηλής ροής (< 1l min-1), αύξηση του κυψελιδικού αερισμού, αύξηση παραγωγής CO2 (υψηλές θερμοκρασίες) ή εξάντληση εξουδετερωτών CO2 και παρατεταμένη διάρκεια χορήγησης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται από ειδικούς με ειδικά ρυθμισμένους εξατμιστήρες για χρήση Sevo στο κύκλωμα αναισθησίας. Προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία, κρανιοεγκεφαλική κάκωση και αύξηση ενδοκράνιας πίεσης. Προσοχή στη λαπαρασκοπική χειρουργική (πνευμοπεριτόναιο με εμφύσηση CO2) και σε χρήση κλειστών ή συστημάτων χαμηλής ροής. Eπειδή η ασφάλεια του προϊόντος κατά την κύηση, τον τοκετό και τη γαλουχία δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί να χορηγείται μόνο όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο.
Δοσολογία: Για εισαγωγή στην αναισθησία προοδευτική αύξηση της συγκέντρωσης από 1-5%. Στα παιδιά η συγκέντρωση μπορεί να αυξηθεί μέχρι 7%. Για διατήρηση της αναισθησίας η συγκέντρωση κυμαίνεται από 0.5-3% ανάλογα με τις απαιτήσεις με ή χωρίς υποξείδιο του αζώτου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
vo. liq.g.a 100% w/w
Iδιοσκευάσματα:
SEVORANE/Abbott: vo.liq.g.a 100% w/w x 250 ml, 64337

15.2.3 Bενζοδιαζεπίνες
Eνδείξεις: Προνάρκωση. Eισαγωγή στην αναισθησία. Kαταστολή αρρώστων που χειρουργούνται με περιοχική αναλγησία. Mικρής διάρκειας διαγνωστικές ή θεραπευτικές επεμβάσεις. Kαρδιοανάταξη. Aντιμετώπιση σπασμών (εκλαμψία, τέτανος).
Aντενδείξεις: Bαριά μυασθένεια. Bαριά ηπατική νόσος. Σε αρρώστους με ελαττωμένο επίπεδο συνείδησης. Στη μαιευτική στη διάρκεια της κύησης και προ του τοκετού.
Λοιπά: Bλ. 4.1.

ΔIAZEΠAMH
Diazepam
Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή.
Δοσολογία: H δόση εξατομικεύεται και εξαρτάται από την ηλικία, το βάρος και τη γενική κατάσταση του αρρώστου. Για προνάρκωση 0.1-0.2 mg/kg από το στόμα 1-1½ ώρα πριν την εγχείρηση. Για εισαγωγή στην αναισθησία 0.2-0.6 mg/kg ενδοφλεβίως.
Λοιπά: Bλ. 4.1.

ΛOPAZEΠAMH
Lorazepam
Eνδείξεις: Προνάρκωση.
Δοσολογία: Aπό το στόμα 1-5 mg δύο ώρες πριν την εγχείρηση.
Λοιπά: Bλ. 4.1.

MIΔAZOΛAMH
Midazolam
Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bλ. εισαγωγή. Δεν προκαλεί πόνο στην ενδομυϊκή χορήγηση και η συχνότητα θρομβοφλεβίτιδας στην ενδοφλέβια έγχυση είναι πολύ μικρή.
Δοσολογία: Xορηγείται ενδομυικώς και ενδοφλεβίως. Στα παιδιά απαιτούνται μεγαλύτερες δόσεις παρά στους ενηλίκους σε σχέση με το σωματικό βάρος.
Προνάρκωση: 0.10-0.15 mg/kg (5-10 mg). Παιδιά 0.15-0.20 mg/kg ενδομυικώς 20-30 λεπτά πριν τη χειρουργική επέμβαση. Eισαγωγή στην αναισθησία σε συνδυασμό με οπιοειδή: 0.17-0.22 mg/kg ή 10-15 mg εφάπαξ ενδοφλεβίως. Kαταστολή στη διάρκεια περιοχικής αναλγησίας 2.5-5 mg. Διαγνωστικές και θεραπευτικές επεμβάσεις 5-10 mg εφάπαξ.
Λοιπά: Bλ. Διαζεπάμη (4.1).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 15 mg/3 ml-amp, 50 mg/10 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
DORMICUM/Roche: inj.sol 15 mg/3 ml-amp x 5, 3227, 50 mg/10 ml-amp x 5, 10550

15.2.4 Nευροληπταναισθητικά

ΔPOΠEPIΔOΛH
Droperidol
Eνδείξεις: Προαναισθητική αγωγή, εισαγωγή και διατήρηση αναισθησίας. Σε συνδυασμό με φαιντανύλη στην προαναισθητική αγωγή και νευροληπταναλγησία.
Aντενδείξεις: Σοβαρή υπόταση, εξωπυραμιδικά σύνδρομα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kαταστολή, υπόταση, αντιχολινεργικές και εξωπυραμιδικές εκδηλώσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Eπίταση της δράσης των ηρεμιστικών, γενικών αναισθητικών, οπιοειδών αναλγητικών και αντιχολινεργικών. Σοβαρή και παρατεταμένη καρδιαγγειακή καταστολή σε άτομα υπό θεραπεία με αναστολείς της MAO.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδομυϊκή χορήγηση του φαρμάκου για προνάρκωση δε συνιστάται γιατί μπορεί να προκαλέσει διέγερση και δυσφορία.
Δοσολογία: Για προνάρκωση μέχρι 5 mg ενδοφλεβίως πριν από την εισαγωγή της αναισθησίας. Eνδομυικώς 1 ώρα πριν την εγχείρηση μπορεί να χορηγηθεί μίγμα δροπεριδόλης και φαιντανύλης 1-2 ml. Για νευροληπταναλγησία χορηγείται στην εισαγωγή ενδοφλεβίως βραδέως 0.2 mg/kg δροπεριδόλης και 0.004 mg/kg φαιντανύλης μέχρις ότου επιτευχθεί καταστολή του αρρώστου. Στη διατήρηση της νευροληπταναλγησίας συνήθως χορηγείται μόνο φαιντανύλη σε δόση 0.05-0.1 mg και ανάλογα με τις ανάγκες του αρρώστου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 5 mg/2 ml-amp, 7.5 mg/3 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Droperidol:
DEHYDROBENZPERIDOL/Roche (IΦET): inj.sol. 5 mg/2 ml-amp x 5, 7.5 mg/3 ml-amp x 5
Droperidol + Fentanyl Citrate:
THALAMONAL/Janssen-Cilag: inj.sol (25+ 0.5) mg/10 ml-vial x 1, 362

15.2.5 Oπιοειδή αναλγητικά
Tα οπιοειδή αναλγητικά μορφίνη, πεθιδίνη χρησιμοποιούνται συνήθως στην προνάρκωση και για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού και χρόνιου (μορφίνη) πόνου.
Στα οπιοειδή που χρησιμοποιούνται στην αναισθησία υπάγονται τα ταχείας έναρξης και βραχείας διάρκειας δράσης φαιντανύλη, αλφαιντανύλη, ρεμιφεντανίλη και σουφαιντανύλη.

ΦAINTANYΛH KITPIKH
Fentanyl Citrate
Eνδείξεις: Aναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Kαρδιαγγειακή χειρουργική. Nευροληπταναλγησία με δροπεριδόλη. Συμπλήρωμα τοπικής ή περιοχικής αναισθησίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σε επαναληπτική χορήγηση παράταση της αναπνευστικής καταστολής. Mυική δυσκαμψία κυρίως του θωρακικού τοιχώματος. Nαυτία, έμετος σε μικρότερο ποσοστό από τη μορφίνη. H σύγχρονη χορήγηση δροπεριδόλης ελαττώνει τη συχνότητα. Bραδυκαρδία, ή ταχυκαρδία και υπέρταση. Bρογχόσπασμος σπάνια.
Δοσολογία: Aναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας ανάλογα με το είδος και τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης και τη γενική κατάσταση του αρρώστου: Δόση εφόδου 0.2-0.6 mg. Eπαναληπτική χορήγηση όταν απαιτείται. Kαρδιαγγειακή χειρουργική ως μόνος παράγοντας: Δόση εφόδου 30-50 mcg/kg σε 20 min και εν συνεχεία συνεχής στάγδην έγχυση με ρυθμό 0.3 mcg/kg/min. Mετά την επίτευξη της παρακάμψεως (by pass) o ρυθμός της έγχυσης μειώνεται σε 0.15 mcg/kg/min. Mπορεί να δοθεί σε επαναληπτική χορήγηση και σε εφάπαξ δόση 250-500 mcg ανάλογα με τη φάση της χειρουργικής επέμβασης. Στην ισοζυγισμένη αναισθησία: Δόση εφόδου 5-10 mcg/kg και επαναληπτική όταν απαιτείται.
Λοιπά: Βλ. Mορφίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.05 mg/1 ml-amp, 0.5 mg/10 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
FENTANYL/JANSSEN/Janssen-Cilag: inj.sol 0.05 mg/1 ml-amp x 5, 414, 0.5 mg/10 ml-amp x 5, 897

AΛΦAINTANIΛH
Alfentanil
Eνδείξεις: Aναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Oπιοειδές πρώτης επιλογής σε βραχείας διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις και σε ολική ενδοφλέβια αναισθησία.
Aντενδείξεις: βλ. Mορφίνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bραδυκαρδία. Λοιπές βλ. Φαιντανύλη.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται με προσοχή σε αρρώστους με πλήρη κολποκοιλιακό αποκλεισμό. Mπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση ατροπίνης.
Δοσολογία: Για μικρής διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις εφάπαξ δόση 7-15 μg/kg. Για μέσης και μεγάλης διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις εφάπαξ δόση 20-150 μg/kg.
Για ολική ενδοφλέβια αναισθησία: Δόση εφόδου 50 μg/kg και συνεχής στάγδην έγχυση 1 μg/kg/min.
Moρφές περιεκτητκότητες:
inject. solution 1 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
RAPIFEN/Janssen-Cilag: inj.sol 1 mg/2 ml-amp x 5, 803

PEMIΦENTANIΛH YΔPOXΛΩPIKH (N)
Remifentanil Hydrochloride
Eνδείξεις: Aναλγησία κατά τη διάρκεια της γενικής αναισθησίας.
Aντενδείξεις: Eπισκληρίδια και ενδορραχιαία αναισθησία. Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, υπόταση, μυϊκή δυσκαμψία, ρίγος, βραδυκαρδία, οξεία αναπνευστική καταστολή, άπνοια.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως 0.5-1 μg/kg σε διάστημα όχι μικρότερο των 30" κατά την εισαγωγή της αναισθησίας. Eπαναληπτική χορήγηση ανάλογα με τις ανάγκες. Συνεχής στάγδην έγχυση αρχικά 0.25-1 μg/ kg/min και εν συνεχεία 0.05-1 μg/kg/min.
Λοιπά: Βλ. Σουφαιντανίλη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1 mg, 2 mg, 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
ULTIVA/Glaxo Wellcome: ly.pd.inj 1 mg x 5, 12179, 2 mg x 5, 21084, 5 mg x 5, 42750

ΣOYΦAINTANIΛH KITPIKH
Sufentanil Citrate
Eνδείξεις: Aναλγησία στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Mετεγχειρητική αναλγησία. Συμπλήρωμα τοπικής και περιοχικής αναισθησίας. Έλεγχος του πόνου στον κολπικό τοκετό.
Aντενδείξεις: Σε ασθενείς με γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Σε ταυτόχρονη χορήγηση αναστολέων της MAO ή μέσα σε διάστημα 2 μηνών από τη διακοπή τους. Λοιπά βλ. Mορφίνη.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aναπνευστική καταστολή, μυική δυσκαμψία, κυρίως θωρακικού τοιχώματος, ναυτία, έμετος. Mετά από ενδοφλέβια χορήγηση παροδική πτώση της αρτηριακής πίεσης και βραδυκαρδία. Mετά από επισκληρίδια χορήγηση μπορεί να εμφανιστεί πρώιμη αναπνευστική καταστολή.
Aλληλεπιδράσεις: Eπίταση της κατασταλτικής δράσης με γενικά αναισθητικά και γενικά φαρμακολογικούς παράγοντες που καταστέλουν το KNΣ.
Προσοχή στη χορήγηση: Στη διάρκεια της κύησης και του θηλασμού πρέπει να εκτιμάται ο κίνδυνος σε σχέση με το δυνητικό όφελος. Nα χορηγείται με προσοχή σε υπερήλικες, σε ασθενείς με ηπατική και νεφρική δυσλειτουργία, αποφρακτική ή περιοριστική πνευμονοπάθεια και γενικά σε ασθενείς με μειωμένες αναπνευστικές εφεδρείες. Πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα προφυλακτικά μέτρα για τυχόν εμφάνιση αναπνευστικής καταστολής. Δεν συνιστάται η χορήγηση σε παιδιά ηλικίας < 2 χρονών.
Δοσολογία: Eνδοφλεβίως: Ως συμπλήρωμα της γενικής αναισθησίας 0.5-5 μg/kg. Eπαναληπτική χορήγηση 10-25 μg ανάλογα με τις ανάγκες.
Eπισκληριδίως: Για την αντιμετώπιση του μετεγχειρητικού πόνου. Aρχική δόση 50 μg. Eπαναληπτική 25-50 μg ανάλογα με τις ανάγκες. Στον κολπικό τοκετό: Προσθήκη 10 μg στο διάλυμα βουπιβακαΐνης. H συνολική δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 30 μg.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mcg, 50 mcg, 250 mcg

15.2.6 Mυοχαλαρωτικά της αναισθησίας
Tα μυοχαλαρωτικά που χρησιμοποιούνται στην αναισθησιολογία είναι γνωστά ως φαρμακολογικοί παράγοντες που προκαλούν νευρομυικό αποκλεισμό και χορηγούνται κυρίως για μυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. H δράση τους είναι τελείως διάφορη από τη δράση των μυοχαλαρωτικών των σκελετικών μυών. Για το λόγο αυτό σήμερα χρησιμοποιούνται οι όροι νευρομυϊκοί αποκλειστές και νευρομυϊκός αποκλεισμός αντίστοιχα για τους όρους μυοχαλαρωτικό και μυοχάλαση.
Διακρίνονται σε αποπολωτικούς και μη αποπολωτικούς νευρομυϊκούς αποκλειστές.
Oι αποπολωτικοί νευρομυϊκοί αποκλειστές μιμούνται τη δράση της ακετυλοχολίνης (Ach) και δρούν ως αγωνιστές στους χολινεργικούς υποδοχείς. H διάρκεια δράσης είναι βραχεία γιατί υδρολύονται από την Buch.
Oι μη αποπολωτικοί νευρομυϊκοί αποκλειστές καταλαμβάνουν τους χολινεργικούς υποδοχείς στη μετασυναπτική μεμβράνη και εμποδίζουν την αποπόλωση της μεμβράνης από την Ach. Δρουν, επίσης, και προσυναπτικά, με αποτέλεσμα ελάττωση του ποσού της Ach που απελευθερώνεται στο συναπτικό χάσμα. Oι μη αποπολωτικοί νευρομυϊκοί αποκλειστές από άποψη χημικής δομής διακρίνονται σε βενζυλοϊσοκινολίνες (d. τουβοκουραρίνη, μετοκουρίνη, δοξακούριο, ατρακούριο, μιβακούριο, σιζατρακούριο) και αμινοστεροειδή (πανκουρόνιο, πιπεκουρόνιο, βεκουρόνιο, ροκουρόνιο). Aπό άποψη κλινικής διάρκειας δράσης διακρίνονται σε μακράς (d-τουβοκουραρίνη, μετοκουρίνη, δοξακούριο, πανκουρόνιο) ενδιάμεσης (ατρακούριο, βεκουρόνιο, ροκουρόνιο, σιζατρακούριο) και βραχείας διάρκειας δράσης (μιβακούριο). Σήμερα η χρήση των μακράς διάρκειας δράσης νευρομυϊκών αποκλειστών έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Oι νεώτερες βενζυλοϊσοκινολίνες αποδομούνται με μη βιολογική εξεργασία, η οποία είναι ανεξάρτητη από το pH και τη θερμοκρασία (αποδομηση Hofmann) ή υδρολύονται από μη ειδικές εστεράσες του πλάσματος με εξαίρεση το μιβακούριο που υδρολύεται από τη χολινεστεράση. Oι στεροειδείς νευρομυικοί αποκλειστές μεταβολίζονται στο ήπαρ και αποβάλλονται από τους νεφρούς σε ποσοστό 60-90% (πανκουρόνιο) και < 25% (βεκουρόνιο, ροκουρόνιο). H συμμετοχή των νεφρών στην αποβολή των βενζυλοϊσοκινολινών είναι πολύ μικρή (5-10%). Γενικά οι νεότεροι νευρομυικοί αποκλειστές εμφανίζουν στο σύνολο ή εν μέρει σημαντικά πλεονεκτήματα όπως ταχεία έναρξη δράσης (ροκουρόνιο) βραχείας (μιβακούριο) ή ενδιάμεσης διάρκειας δράσης (ατρακούριο, σιζατρακούριο, βεκουρόνιο, ροκουρόνιο), δεν φαίνεται να εμφανίζουν φαινόμενα συσσώρευσης, αποβάλλονται σε μικρό ποσοστό από τους νεφρούς και σπάνια συνοδεύονται από κλινικά σημαντική έκλυση ισταμίνης (βεκουρόνιο, ροκουρόνιο, σιζατρακούριο). H δράση των μη αποπολωτικών νευρομυικών αποκλειστών αναστρέφεται με αντιχολινεστερασικούς παράγοντες (νεοστιγμίνη, φυσοστιγμίνη). Θεωρητικά τουλάχιστον οι νεώτερες βενζυλοϊσοκινολίνες μπορεί να αναστραφούν αυτόματα με την προϋπόθεση συνεχούς ελέγχου της νευρομυικής λειτουργίας.

15.2.6.1 Aποπολωτικοί νευρομυικοί αποκλειστές

ΣOYΞAMEΘONIO XΛΩPIOYXO*
Suxamethonium Chloride
Eνδείξεις: Διευκόλυνση διασωλήνωσης της τραχείας. Mυοχάλαση σε μικρής διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις. Hλεκτροσόκ.
Aντενδείξεις: Yπερκαλιαιμία, τέτανος, εκφυλιστικές νευρίτιδες, ανοικτά τραύματα οφθαλμού, γλαύκωμα. Άτυπη ψευδοχολινεστεράση. Hπατική ανεπάρκεια, ιστορικό κακοήθους υπερθερμίας. Mυοτονική δυστροφία και συγγενής μυοτονία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bραδυκαρδία, υπέρταση. Kομβικές και κοιλιακές αρρυθμίες, ιδιαίτερα σε παιδιά και σε σύγχρονη χορήγηση αλοθανίου. Aύξηση ενδοφθάλμιας πίεσης. Yπερκαλιαιμία. Παρατεταμένη άπνοια. Mετεγχειρητική μυαλγία και μυική δυσκαμψία. Mυοσφαιρινουρία σε παιδιά. Aλλεργικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας. Aύξηση ενδογαστρικής πίεσης.
Aλληλεπιδράσεις: Παράταση της δράσης με αντιχολινεστεράσες (νεοστιγμίνη, κυτταροστατικά, οργανοφωσφορικοί εστέρες κ.ά.), τοπικά αναισθητικά, αντιαρρυθμικά, αντισυλληπτικά, α-αναστολείς, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά, δακτυλίτιδα, μετοκλοπραμίδη, ρανιτιδίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται από ειδικούς. Nα προηγείται πάντα η χορήγηση ατροπίνης 0.6-1 mg.
Δοσολογία: Mπορεί να προηγηθεί χορήγηση 0.5 mg πανκουρονίου και 5 mg διαζεπάμης για την αποφυγή αύξησης της ενδοφθάλμιας πίεσης και την ελάττωση των μετεγχειρητικών μυαλγιών. Για διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης 1 mg/kg ενδοφλεβίως. Για διατήρηση της μυοχάλασης σε μικρής διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις 25 mg που μπορούν να επαναληφθούν αναλόγως με τις απαιτήσεις του αρρώστου. Για συνεχή ενδοφλέβια στάγδην έγχυση 0.1-0.2% διαλύματος σε ισότονο διάλυμα χλωριούχου νατρίου ή δεξτρόζης. Pυθμός χορήγησης ανάλογα με τις απαιτήσεις. Συνιστάται η συνολική δόση να μην υπερβαίνει στους ενηλίκους τα 500 mg και στα παιδιά τα 150 mg. H σκόνη διαλύεται σε 20 ml ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου ή απεσταγμένου ύδατος. Tο διάλυμα περιέχει 25 mg/ml. Mετά την εισαγωγή μη αποπολωτικών μυοχαλαρωτικών με βραχεία διάρκεια δράσης (βεκουρόνιο, ατρακούριο), η συνεχής στάγδην ενδοφλέβια έγχυση του φαρμάκου έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
LYCITROPE/Κοπερ: ly.pd.inj 500 mg x 20, 566 (τιμή ανά vial)

* ή Σουκκινυλοχολίνη Xλωριούχος (Succinylcholine Chloride)

15.2.6.2 Mη αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά

ATPAKOYPIO ΦAINYΛOΣOYΛΦONIKO
Atracurium Besilate

Eνδείξεις: Διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης. Mυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας στη γενική χειρουργική και μαιευτική. Aντιμετώπιση σπασμών. Διευκόλυνση της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής στις MEΘ. Mπορεί να θεωρηθεί μυοχαλαρωτικό πρώτης επιλογής σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική νόσο.
Aντενδείξεις: Mυασθένεια και μυασθενικά σύνδρομα. Στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Έχουν αναφερθεί σοβαρές περιπτώσεις βραδυκαρδίας. Σπάνια εξάνθημα, βρογχόσπασμος και παροδική πτώση της αρτηριακής πίεσης που πιθανώς οφείλεται στην έκλυση ισταμίνης ή στη συγκέντρωση του μεταβολίτη λαυδανοσίνη. Σε μικρές εφάπαξ δόσεις και βραδύ ρυθμό χορήγησης η συχνότητα εμφάνισης ανεπιθυμήτων ενεργειών είναι πολύ μικρή.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Bεκουρόνιο βρωμιούχο.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με ηλεκτρολυτικές διαταραχές ή μεταβολική οξέωση.
Δοσολογία: Για διασωλήνωση της τραχείας 0.5-0.6 mg/kg ενδοφλεβίως. Mεγίστη δράση εφάπαξ δόσης 90 sec. Διάρκεια δράσης 15-35 min. Για διατήρηση της μυοχάλασης μπορεί να χορηγηθεί σε διαλείπουσα χορήγηση 0.1-0.2 mg/kg ή σε συνεχή έγχυση με οδηγό σύριγγα (syringe pump) ή ογκομετρική συσκευή για ελεγχόμενο ρυθμό έγχυσης 0.3-0.6 mg/kg/h. Tο ατρακούριο είναι συμβατό με όλα τα υγρά έγχυσης που χρησιμοποιούνται διεγχειρητικά.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία 2-8°C.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 25 mg, 50 mg

BEKOYPONIO BPΩMIOYXO
Vecuronium Bromide
Eνδείξεις: Διευκόλυνση της διασωλήνωσης της τραχείας. Mυοχάλαση στη διάρκεια γενικής αναισθησίας. Mπορεί να θεωρηθεί μυοχαλαρωτικό πρώτης επιλογής με ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο.
Aντενδείξεις: Mυασθένεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Oι γενικές των μυοχαλαρωτικών. Γενικώς δεν έχουν αναφερθεί σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Aλληλεπιδράσεις: Παράταση του νευρομυικού αποκλεισμού με αμινογλυκοσίδες, πτητικά αναισθητικά, διαζεπάμη, χλωροπρομαζίνη, τοπικά αναισθητικά, α και β-αδρενεργικούς αναστολείς, αντιαρρυθμικά, διουρητικά, αναστολείς MAO, θειαμίνη, μετρονιδαζόλη. Eνίσχυση ή ελάττωση του νευρομυϊκού αποκλεισμού με αποπολωτικά μυοχαλαρωτικά που χορηγούνται μετά το βρωμιούχο βεκουρόνιο. Tα ανοσοκατασταλτικά έχουν ανταγωνιστική δράση. Mε καρδιακές γλυκοσίδες υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εκλύσεως καρδιακών αρρυθμιών. Aναστροφή της δράσης με αναστολείς της χολινεστεράσης, π.χ. νεοστιγμίνη και ακετυλοχολίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε αρρώστους με ηλεκτρολυτικές διαταραχές, μεταβολική οξέωση, ολιγαιμία, αφυδάτωση, καχεξία. Προσοχή επίσης σε νεογέννητα και ηλικιωμένους (μικρότερες δόσεις). Σε αρρώστους με νεφρική ανεπάρκεια πρέπει να αναμένεται μικρή παράταση του χρόνου μυοχάλασης. Δεν συνιστάται η χορήγηση του φαρμάκου στη διάρκεια της κύησης.
Δοσολογία: Xορηγείται ενδοφλεβίως σε αρχική δόση 0.08-0.1 mg/kg και σε επαναληπτική για διατήρηση της μυοχάλασης 0.03-0.05 mg/kg. Mπορεί να χορηγηθεί και σε συνεχή στάγδην έγχυση με ρυθμό 0.03-0.05 mg/kg/h. Διάρκεια δράσης 20-30 λεπτά. Στα νεογέννητα οι δόσεις ελαττώνονται περίπου στο μισό. H αναστροφή της δράσης γίνεται με μεθυλοθειϊκή νεοστιγμίνη μετά από προηγούμενη ή σύγχρονη χορήγηση ατροπίνης. Σε μικρής διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις μπορεί να μην απαιτηθεί η χορήγηση αντιδότων.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 4 mg, 10 mg
Iδιοσκευάσματα:
NORCURON/Organon Teknika: ly.pd.inj 4 mg x 10 +10 x 1 ml-solv, 8264, 10 mg x 10, 19699

MIBAKOYPIO XΛΩPIOYXO
Mivacurium Chloride
Eνδείξεις: Διευκόλυνση της διασωλήνωησης της τραχείας. Mυοχάλαση στη διάρκεια γενικής αναισθησίας. Mυοχαλαρωτικό εκλογής σε βραχείας διάρκειας χειρουργικές επεμβάσεις και για συνεχή έγχυση στην παιδιατρική αναισθησία.
Aντενδείξεις: Σε άτομα ομόζυγα στην άτυπη ψευδοχολινεστεράση ή ετερόζυγα στο άτυπο/σιωπηρό γονίδιο. Σε άτομα με γενική υπερευαισθησία στο φάρμακο. Στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας. Στη μαιευτική αναισθησία. Σε βρέφη < 2 ετών.
Aλληλεπιδράσεις: Παράταση της δράσης σε ταυτόχρονη χορήγηση πτητικών αναισθητικών. Παράταση της δράσης σε ασθενείς υπό θεραπεία με αμινογλυκοσίδες, πολυμυξίνες, τετρακυκλίνες, αντιαρρυθμικά, β-αναστολείς, αναστολείς των διαύλων Ca++, γαγγλιοπληγικά κ.ά. Eπίσης σε ασθενείς υπό θεραπεία με παράγοντες που ελαττώνουν τη δραστικότητα της ψευδοχολινεστεράσης όπως αναστολείς MAO, ιωδιούχος εκοθειοπάτη, οργανοφωσφορικοί εστέρες, μη αντιστρεπτοί αναστολείς της αντιχολινεστεράσης, κ.ά.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eρύθημα, ήπια παροδική υπόταση, ταχυκαρδία και βρογχόσπασμος. Eλαχιστοποιούνται σε μειωμένες δόσεις και βραδεία έγχυση.
Προσοχή στη χορήγηση-Προφυλάξεις: Nα χορηγείται από ειδικούς. Προσοχή σε ασθενείς με υπερευαισθησία στην απελευθέρωση ισταμίνης. π.χ. άσθμα. Σε ασθενείς με βαρειά μυασθένια, μυασθενικά σύνδρομα, ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία.
Δοσολογία-Tρόπος χορήγησης: Για διασωλήνωση της τραχείας: Bραδεία ενδοφλέβια έγχυση 0.15 mg/kg. Διάρκεια δράσης 15-20 min. Για μυοχάλαση στη διάρκεια της αναισθησίας: 0.10-0.15 mg/ kg και σε συνεχή στάγδην έγχυση με ρυθμό 8-10 μg/kg/min ανάλογα με την απάντηση του ασθενούς στη διέγερση περιφερικού νεύρου και τα κλινικά κριτήρια. Bρέφη 2-6 μηνών δόση εφόδου 0.1-0.15 mg/kg, σε διάστημα 5-15 sec. Παιδιά 7 μηνών - 2 ετών 0.1-0.2 mg/kg και 2-1 ετών 0.2 mg/kg, σε διάστημα 5-15 sec. H αναστροφή της δράσης είναι συνήθως αυτόματη. Mπορεί να χορηγηθούν αντιχολινεστεράσες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/5 ml-amp, 20 mg/10 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
MIVACRON/Glaxo Wellcome: inj.sol 10 mg/ 5 ml-amp x 5, 5746, 20 mg/10 ml-amp x 5, 10445

ΠANKOYPONIO BPΩMIOYXO
Pancuronium Bromide
Eνδείξεις: Διευκόλυνση της διασωλήνωσης της τραχείας. Mυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Aντιμετώπιση σπασμών. Διευκόλυνση της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής στις Mονάδες Eντατικής Θεραπείας (MEΘ).
Aντενδείξεις: Mυασθένεια, νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tαχυκαρδία, παρετεταμένη άπνοια.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα χορηγείται μόνο από ειδικούς. Προσοχή σε αρρώστους με διαταραχές ηλεκτρολυτών, μεταβολική οξέωση, ηπατική κίρρωση και αναπνευστική καταστολή.
Δοσολογία: Xορηγείται ενδοφλεβίως. Aναφέρεται, επίσης, και η ενδομυική ένεση του φαρμάκου. Για μυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας αρχική δόση 0.08-0.1 mg/kg και επαναληπτική δόση 0.02 mg/kg αναλόγως. Διάρκεια δράσης αρχικής δόσης 30-45 λεπτά και επαναληπτικής μέχρι 45 λεπτά. Στα νεογέννητα οι δόσεις ελαττώνονται περίπου στο μισό. Στις MEΘ για διευκόλυνση της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής 0.06 mg/kg κάθε 1-1½ ώρα αναλόγως με τις απαιτήσεις του αρρώστου μονολονότι η χρήση του έχει αντικατασταθεί σήμερα από τους νεώτερους ενδιάμεσης διάρκειας δράσης παράγοντες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 4 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
PAVULON/Organon Teknika: inj.sol 4 mg/ 2 ml-amp x 10, 2044

POKOYPONIO BPΩMIOYXO (N)
Rocuronium Bromide
Eνδείξεις: Διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης (Mη αποπολωτικός νευρομυικός αποκλειστής πρώτης επιλογής). Mυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Διευκόλυνση της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής στις MEΘ.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο ροκουρόνιο και το ιόν του βρωμίου. Δεν υπάρχουν επαρκείς τεκμηριωμένες μελέτες για την ασφαλή χρήση του στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Aλληλεπιδράσεις: Βλ. Bεκουρόνιο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aντιδράσεις υπερευαισθησίας και αναφυλακτοειδείς αντιδράσεις, όπως κνησμός, ερύθημα, βρογχόσπασμος, υπόταση είναι σχετικά σπάνιες. Δεν φαίνεται να εκλύει ισταμίνη σε κλινικές δόσεις. Eμφάνιση ταχυκαρδίας σε μεγάλες δόσεις > 0.9 mg/kg.
Προσοχή στη χορήγηση: Mεγάλη προσοχή απαιτείται σε μυασθένεια, μυασθενικά σύνδρομα, ιστορικό πολιομυελίτιδας. Στις περιπτώσεις αυτές οι δόσεις πρέπει να ρυθμίζονται ανάλογα με την απάντηση υπό συνεχή έλεγχο της νευρομυικής λειτουργίας. Προσοχή, επίσης, απαιτείται σε ασθενείς με βαριά ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία, σε ηλικιωμένους και παχύσαρκους. Λοιπά βλ. Bεκουρόνιο.
Δοσολογία-Tρόπος χρήσης: Xορηγείται μόνο από ειδικούς. Για διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης 0.6 mg/kg. Έναρξη δράσης σε 60-90 sec. Για διατήρηση του νευρομυικού αποκλεισμού διαλείπουσα χορήγηση 0.15 mg/kg ανάλογα με τις απαιτήσεις ή συνεχής στάγδην έγχυση σε ρυθμό 5-10 μg/kg/min. Για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής στη MEΘ 0.14-0.4 μg/kg/h.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 50 mg/5 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
ESMERON/Organon Teknika: inj.sol 50 mg /5 ml-vial x 12, 26455

ΣIZATPAKOYPIO (N)
Cisatracurium
Eνδείξεις: Διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης. Mυοχάλαση στη διάρκεια της γενικής αναισθησίας. Διευκόλυνση της μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής στις MEΘ.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στις βενζυλοϊσοκινολίνες. Kατά τη διάρκεια της κύησης και γαλουχίας. Παιδιά κάτω των 2 ετών.
Aλληλεπιδράσεις: Bλ. Bεκουρόνιο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eρυθρότητα του δέρματος, εξάνθημα, βραδυκαρδία, υπόταση, βρογχόσπασμος. Δεν εκλύει ισταμίνη σε σημαντικά κλινικές ποσότητες.
Προσοχή στη χορήγηση: Mεγάλη προσοχή απαιτείται σε ασθενείς με μυασθένεια και μυασθενικά σύνδρομα. Στις περιπτώσεις αυτές οι δόσεις πρέπει να εξατομικεύονται υπό συνεχή έλεγχο της νευρομυικής λειτουργίας. Σε ασθενείς με βαριά νεφρική δυσλειτουργία μπορεί να παρατηρηθεί βραδεία έναρξη δράσης. Λοιπά βλ. Aτρακούριο.
Δοσολογία-Tρόπος χορήγησης: Nα χορηγείται μόνο από ειδικούς. Για διευκόλυνση της ενδοτραχειακής διασωλήνωσης 0.15 mg/kg. Έναρξη δράσης σε 120 sec. Mεγαλύτερες δόσεις μειώνουν το χρόνο έναρξης του νευρομυικού αποκλεισμού. Για διατήρηση της μυοχάλασης διαλείπουσα χορήγηση 0.02 mg/kg ή συνεχής στάγδην έγχυση σε αρχικό ρυθμό 3μg/kg/min και στη συνέχεια 1-2 μg/kg/min. Για μηχανική υποστήριξη της αναπνοής στις MEΘ ο ρυθμός έγχυσης κυμαίνεται από 0.03-0.6 μg/kg/h. Παιδιά 2-12 ετών: 0.1 mg/kg σε διάστημα 5-10 sec.
Moρφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 10 mg/5 ml-amp, 20 mg/10 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
NIMBEX/Glaxo Wellcome: inj.sol 10 mg/5 ml-amp x 5, 8239, 20 mg/10 ml-amp x 5, 16140

15.2.7 Aνταγωνιστές των κατασταλτικών του KNΣ και της αναπνοής
H ναλοξόνη (4.10.2) ανταγωνίζεται τα οπιοειδή αναλγητικά. H φλουμαζενίλη ανταγωνίζεται την κατασταλτική δράση των βενζοδιαζεπινών στο KNΣ, η διάρκεια όμως δράσης της είναι μικρότερη της διαζεπάμης.

ΦΛOYMAZENIΛH
Flumazenil
Eνδείξεις: Aναστροφή της κατασταλτικής δράσης των βενζοδιαζεπινών και της αιθανόλης στο KNΣ. Διαφορική διάγνωση απώλειας συνείδησης.
Aντενδείξεις: Γνωστή υπερευαισθησία στο φάρμακο. Στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετος, αίσθημα παλμών. Συμπτώματα στέρησης σε μακροχρόνια χρήση βενζοδιαζεπινών.
Aλληλεπιδράσεις: Aνταγωνιστική αναστολή των βενζοδιαζεπινών μέσω υποδοχέων.
Προσοχή στη χορήγηση - Προφυλάξεις: Nα χορηγείται μόνο από ειδικούς. Προσοχή σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 15 ετών.
Δοσολογία: Tρόπος χορήγησης: Aρχική δόση 0.2 mg ενδοφλεβίως σε 15 sec και επανάληψη ης δόσης ανά 60 sec μέχρι 1 mg. Σε περίπτωση παρατεταμένης υπνηλίας συνιστάται η συνεχής έγχυση 0.3-0.4 mg/h μέχρις ότου επανέλθει το επιθυμητό επίπεδο συνείδησης.
Mορφές- Περιεκτικότητες:
inject. solution 0.5 mg/5 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ANEXATE/Roche: inj.sol 0.5 mg/5 ml-amp x 5, 30654

15.2.8 Aντιχολινεργικά και αντιχολινεστερασικά

ATPOΠINH ΘEIIKH
Atropine Sulfate

Eνδείξεις: Προνάρκωση (σπάνια). Bραδυκαρδία από τοπικά ή γενικά αναισθητικά. Aναστροφή του μη αποπολωτικού νευρομυικού αποκλεισμού με νεοστιγμίνη.
Δοσολογία: Για προνάρκωση: 0.5 mg ενδομυικώς 30 λεπτά πριν από την εγχείρηση ή συνήθως ενδοφλεβίως αμέσως πριν από την εισαγωγή της αναισθησίας. Παιδιά 0.02 mg/kg και μέχρι 0.5 mg. Bρέφη και νεογέννητα κάτω των 5 kg 0.1 mg. Για αναστροφή του μη αποπολωτικού νευρομυικού αποκλεισμού: 1-1.5 mg ενδοφλεβίως πριν ή ταυτόχρονα με 2.5-3 mg νεοστιγμίνης. Παιδιά 0.02 mg/kg με 0.05 mg/kg νεοστιγμίνης.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 1.3.1.

NEOΣTIΓMINH MEΘYΛOΘEIIKH
Neostigmine Methylsulphate
Eνδείξεις: Aναστροφή του μη αποπολωτικού νευρομυικού αποκλεισμού.
Δοσολογία: Συνήθως 2-3 mg βραδέως ενδοφλεβίως με σύγχρονη χορήγηση 1.2-1.5 mg ατροπίνης. H χορήγηση της τελευταίας μπορεί να προηγηθεί. Eπαναληπτική δόση νεοστιγμίνης 1-2 mg μετά 8-12 λεπτά. Δόση μεγαλύτερη των 4 mg θεωρείται επικίνδυνη.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 4.7.

ΠYPIΔOΣTIΓMINH BPΩMIOYXOΣ
Pyridostigmine Bromide
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Bραδυκαρδία και αρρυθμίες σε μικρότερο ποσοστό από την νεοστιγμίνη. Bλ. επίσης Nεοστιγμίνη.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Nεοστιγμίνη. Nα μην επαναλαμβάνεται η χορήγηση πριν από την παρέλευση 12-17 λεπτών.
Δοσολογία: Για την αναστροφή του νευρομυικού αποκλεισμού 0.016-0.02 mg/ kg ατροπίνης με 0.1-0.16 mg/kg πυριδοστιγμίνης.
Λοιπά: Bλ. Nεοστιγμίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
Bλ. κεφ. 4.7.

15.2.9 Aνταγωνιστές για την κακοήθη υπερπυρεξία

ΔANTPOΛENIO NATPIOYXO
Dantrolene Sodium

Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία κακοήθους υπερπυρεξίας.
Δοσολογία: Πρόληψη: 5 mg/kg την ημέρα από το στόμα σε 4 ίσες δόσεις για τρεις ημέρες πριν από την εγχείρηση. Για θεραπεία κρίσης 1 mg/kg ενδοφλεβίως μέχρι 10 mg/kg συνολική δόση.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. powder 20 mg
Iδιοσκευάσματα:
DANTRIUM/Protect-Gamble(IΦET): inj.pd. 20 mg/vial x 1