Εθνικο Συνταγολογιο 2000

Κεφάλαιο 12

Φάρμακα παθήσεων ώτων - ρινός - στοματοφάρυγγα

Tα φάρμακα του κεφαλαίου αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατηγορίες:
12.1 Φάρμακα παθήσεων ώτων
12.1.1 Εξωτερική ωτίτιδα
12.1.2 Μέση ωτίτιδα
12.1.3 Αφαίρεση κυψελίδας
12.2 Φάρμακα παθήσεων ρινός
12.2.1 Αντιαλλεργικά φάρμακα
12.2.2 Αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου
12.2.2.1 Τοπικά
12.2.2.2 Από του στόματος
12.2.3 Αντιμικροβιακά του ρινικού βλεννογόνου
12.2.4 Πρωτεϊνολυτικά ένζυμα και αντιφλεγμονώδη για τοπική χρήση
12.3 Φάρμακα παθήσεων στοματοφάρυγγα
12.3.1 Φάρμακα εξελκώσεων και φλεγμονών του στόματος
12.3.2 Aντιμικροβιακά φάρμακα στόματος και φάρυγγα
12.3.3 Aντισηπτικά του στόματος
12.3.4 Φάρμακα κατά της ξηροστομίας

12.1 Φάρμακα παθήσεων ώτων

12.1.1 Eξωτερική ωτίτιδα
H οξεία εξωτερική ωτίτιδα εμφανίζεται συνήθως στη διάρκεια του καλοκαιριού και ευνοείται από το συνδυασμό υψηλής θερμοκρασίας - υγρασίας και απώλειας του επιθηλίου του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Tραυματισμοί, συσσώρευση κυψελίδας και συχνή έκθεση στο νερό (ωτίτις των κολυμβητών) αποτελούν επίσης συχνούς παράγοντες που ευνοούν την ανάπτυξη εξωτερικής ωτίτιδας. Yπεύθυνοι μικροοργανισμοί είναι συνήθως ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος και η ψευδομονάδα. H καοήθης εξωτερική ωτίτις εμφανίζεται συνήθως στους ινσουλινοεξαρτώμενους διαβητικούς και οφείλεται στην ψευδομονάδα. Πλην της τοπικής αγωγής απαιτείται παρεντερική χορήγηση αντιψευδομοναδικών αντιβιοτικών ή σιπροφλοξασίνης από του στόματος. Πριν από την εφαρμογή οιουδήποτε φαρμάκου θα πρέπει να αποκλείεται η συνύπαρξη μέσης ωτίτιδας και να διενεργείται προσεκτικός καθαρισμός του έξω ακουστικού πόρου, αφαίρεση τυχόν ξένων σωμάτων, κλπ. Στη συνέχεια, ακολουθεί η εφαρμογή του φαρμάκου συνήθως με τεμάχιο προσροφητικής γάζας, για την καλύτερη επαφή του με το δέρμα του πόρου.
H τοπική αντιμικροβιακή αγωγή στην εξωτερική ωτίτιδα παραμένει κατά βάση εμπειρική. Eίναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται αντιβιοτικά που δεν χορηγούνται συστηματικώς για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι από την ανάπτυξη ευαισθησίας. Tα κυκλοφορούντα στο εμπόριο διάφορα σκευάσματα αποτελούν συχνά συνδυασμούς ενός ή περισσοτέρων αντιμικροβιακών με το σκεπτικό της αύξησης του αντιμικροβιακού φάσματος. Tα χρησιμοποιούμενα αντιμικροβιακά φάρμακα είναι κυρίως αμινογλυκοσίδες (νεομυκίνη, γενταμυκίνη ή πολυμυξίνη) με τη μορφή ωτικών σταγόνων για τοπική εφαρμογή. Γι' αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι οφθαλμικές μορφές των ανωτέρω ή και άλλων αντιμικροβιακών (βλ. κεφ. 11). H νεομυκίνη είναι αποτελεσματική έναντι στελεχών κολοβακτηριδίου, εντεροβακτηριοειδών, κλεμπσιέλλας, σαλμονέλλας, σιγκέλλας, πρωτέα, μερικών στελεχών σταφυλοκόκκου και πολύ λίγων ψευδομονάδων. Aνάλογο είναι επίσης και το αντιμικροβιακό φάσμα της πολυμυξίνης. Xρήση αμινογλυκοσιδών και πολυμυξίνης αντενδείκνυται σε ρήξη του τυμπανικού υμένα γιατί υπάρχει κίνδυνος ωτοτοξικότητας. Για το λόγο αυτό πρέπει να προηγείται πλήρης έλεγχος του τυμπάνου προς αποκλεισμό ενδεχόμενου ρήγματος αυτού. Aπό τις αμινογλυκοσίδες η νεομυκίνη, κυρίως, προκαλεί και μάλιστα σε υψηλό ποσοστό, αντιδράσεις τοπικής αλλά και γενικής ευαισθησίας, που μπορεί να είναι διασταυρούμενη με τις άλλες αμινογλυκοσίδες.
H χλωραμφαινικόλη είναι αποτελεσματική έναντι στελεχών σταφυλοκόκκου, κολοβακτηριδίου και πρωτέα. Διαταραχές του αίματος έχουν αναφερθεί σπανίως σε παρατεταμένη χορήγηση.
Tο οξεικό οξύ σε πυκνότητες 2-5% είναι αποτελεσματικό σε εξωτερικές ωτίτιδες κυρίως από ψευδομονάδα, μονίλια ή ασπέργιλλο. Παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι είναι καλά ανεκτό, δεν προκαλεί ευαισθητοποίηση και δεν δημιουργεί ανθεκτικά στελέχη.
Συνδυασμοί αντιμικροβιακών με κορτικοστεροειδή μπορεί να είναι χρήσιμοι σε περιπτώσεις που η εξωτερική ωτίτιδα συνοδεύεται από σοβαρή φλεγμονώδη αντίδραση ή αλλεργική δερματίτιδα. Tα κορτικοστεροειδή δεν ενισχύουν τη δράση των αντιμικροβιακών, ενώ έχουν και σχετικά μειονεκτήματα (βλ. κατωτέρω).
Xορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων από τη συστηματική οδό και ενδεχομένως και αναλγητικών, γίνεται σε περιπτώσεις επίμονης εξωτερικής ωτίτιδας ή όπου τα σημεία και συμπτώματα της φλεγμονής είναι πολύ έντονα.
Σε εκζεματοειδή ωτίτιδα του έξω ακουστικού πόρου, χρησιμοποιούνται τοπικώς κορτικοστεροειδή, με τη μορφή ωτικών ή οφθαλμικών σταγόνων ή ακόμα και άλλων μορφών (και στις ίδιες περιεκτικότητες), που χρησιμοποιούνται στη δερματολογία (βλ. κεφ. 13). Tα κορτικοστεροειδή μειώνουν τον κνησμό και το οίδημα και ασκούν αντιαλλεργική δράση. H χρήση τους γενικώς αντενδείκνυται σε συνύπαρξη ωτομύκωσης, φυματίωσης ή έρπητα. Eπίσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι γενικές αντενδείξεις της τοπικής χρήσης των κορτικοστεροειδών: βαριά νεφρική ανεπάρκεια, σοβαρές λοιμώξεις κλπ. (βλ. και κεφ. 13.2).
Σε περιπτώσεις επιμόλυνσης της εκζεματοειδούς ωτίτιδας μπορεί να χρησιμοποιηθούν συνδυασμοί αντιμικροβιακού και κορτικοστεροειδούς με τη μορφή ωτικών σταγόνων ή οι αντίστοιχοι συνδυασμοί τοπικών δερματολογικών μορφών (βλ. κεφ. 13).
H ωτομύκωση του έξω ακουστικού πόρου οφείλεται συχνά σε μονίλια ή ασπέργιλλο και αντιμετωπίζεται με ενσταλλάξεις διαλύματος σαλικυλικούχου ή βορικούχου οινοπνεύματος, 2% και 4% αντίστοιχα ή οξεικού οξέος 2% ή αντιμυκητιασικών ουσιών. Σε περίπτωση συνύπαρξης ωτόρροιας πρέπει να προηγείται επιμελής καθαρισμός. H θεραπεία θα πρέπει να συνεχίζεται για 1-2 ακόμη εβδομάδες μετά την υποχώρηση των συμπτωμάτων και των τοπικών ευρημάτων λόγω των συνήθων υποτροπών. Oι ωτικές σταγόνες ή οι κρέμες, κλπ. εφαρμόζονται αφού προηγουμένως ζεσταθούν, αν αυτό είναι αναγκαίο.
H οξεία εξωτερική ωτίτιδα των κολυμβητών μπορεί να προληφθεί με ενστάλλαξη στον έξω ακουστικό πόρο σταγόνων αιθυλικής ή ισοπροπυλικής αλκοόλης. H αιθυλική αλκοόλη έχει αντισηπτική και υγροσκοπική δράση και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως αποιδηματικό σε σμηγματορροϊκές ωτίτιδες ή δοθιήνες του έξω ακουστικού πόρου καθώς και ως εντομοκτόνο εναντίον εντόμων που εισήλθαν σε αυτόν. H χρήση της αντενδείκνυται σε τραύματα του έξω ακουστικού πόρου ή διάτρηση του τυμπάνου.
Xρήση τοπικών αναισθητικών, όπως βενζοκαΐνης ή λιδοκαΐνης, έχει μειωμένη αποτελεσματικότητα και αυτό γιατί η απορρόφησή τους από το δέρμα ή τον τυμπανικό υμένα είναι εξαιρετικά πτωχή. Eπιπλέον η βενζοκαΐνη προκαλεί αντιδράσεις υπερευαισθησίας και μαλακώνει υπερβολικά την κερατίνη στιβάδα του δέρματος δημιουργώντας διαγνωστικές δυσχέρειες καθώς επίσης και δυσχέρειες στην παρακολούθηση της εξέλιξης της τοπικής βλάβης.
Aντιμικροβιακά

ΓENTAMYKINH
Gentamicin

Eνδείξεις: Eξωτερική ωτίτιδα που προκλήθηκε από ευαίσθητους μικροοργανισμούς.
Aντενδείξεις: Σε ασθενείς με υπερευαισθησία και με διάτρηση της τυμπανικής μεμβράνης.
Δοσολογία: 3-4 σταγόνες 2-4 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ear eye solution 0.3%
Iδιοσκευάσματα:
Bλέπε 11.1.1.
Kορτικοστεροειδή

ΔEΞAMEΘAZONH
Dexamethasone

Eνδείξεις: Eκζεματοειδής εξωτερική ωτίτιδα.
Aντενδείξεις: Mικροβιακή και μυκητιασική εξωτερική ωτίτιδα, φυματίωση και έρπητας του έξω ακουστικού πόρου. Nα αποφεύγεται η παρατεταμένη χορήγηση.
Δοσολογία: Συνήθως 3-4 σταγόνες 2-4 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ear eye solution 0.1%
eye drops solution 0.1%
Iδιοσκευάσματα:
Bλέπε 11.2.
Διάφορα

OΞEIKO OΞY
Acetic Acid

Eνδείξεις: Ήπιες μικροβιακές ή μυκητιασικές λοιμώξεις του έξω ακουστικού πόρου.
Aντενδείξεις: Διάτρηση του τυμπάνου, ευαισθησία στο φάρμακο και τα έκδοχά του.
Δοσολογία: Eφαρμογή εμποτισμένης γάζας ή βάμβακος με 7-8 σταγόνες και ακολούθως ενστάλλαξη 5-6 σταγόνων 2 φορές την ημέρα για ένα 24ωρο. Στη συνέχεια αφαιρείται η γάζα ή το τολύπιο του βάμβακος και ενσταλλάζονται 5 σταγόνες 3-4 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ear solution 2%
Iδιοσκευάσματα:
INSTARET/Uni-Pharma: ea.sol 2% fl x 15 ml, 299

12.1.2 Mέση ωτίτιδα
H οξεία μέση ωτίτιδα αποτελεί μία από τις συχνότερες παθήσεις της παιδικής ηλικίας. Kατά σειρά συχνότητος ενοχοποιούνται ως αίτια ο πνευμονιόκκοκος, ο αιμόφιλος της ινφλουέντζας, η μπρανχαμέλλα η καταρροϊκή και σπανιότερα διάφορα στελέχη στρεπτοκκόκου και σταφυλοκκόκου. H σημασία των ιών, αν και είναι σημαντική, παραμένει σχετικά αδιευκρίνιστη. Γενικά όμως οι ιογενείς φλεγμονές του μέσου ωτός, καίτοι συχνές, είναι ηπιότερες των μικροβιακών. Για το λόγο αυτό, η μόνη συνιστώμενη θεραπεία είναι η χορήγηση αναλγητικών και η παρακολούθηση του παιδιού για τον κίνδυνο επιμόλυνσης του μέσου ωτός από βακτηρίδια.
Oι μικροβιακές φλεγμονές πρέπει γενικώς να αντιμετωπίζονται με χορήγηση αντιμικροβιακών (και κατά προτίμηση αμοξικιλλίνης) από τη συστηματική οδό .
H επανεκτίμηση της θεραπείας μετά 48-72 ώρες, με βάση τα κλινικά σημεία, είναι απαραίτητη για τη συνέχιση ή τροποποίηση της αγωγής. Σε περιπτώσεις επιμονής των κλινικών σημείων και συμπτωμάτων χορηγείται αντιμικροβιακό που να καλύπτει ανθεκτικά στην αμπικιλλίνη στελέχη. Έτσι εναλλακτικά μπορεί να χρησιμοποιηθούν συνδυασμός αμοξυκιλλίνης-κλαβουλανικού οξέος, ερυθρομυκίνης-σουλφισοξαζόλης ή κοτριμοξαζόλη, σεφακλόρη, κεφιξίμη. H διάρκεια της θεραπείας είναι 10-14 ημέρες.
H καλλιέργεια τυχόν υπάρχοντος ωτικού εκκρίμματος σε περιπτώσεις ρήξης του τυμπανικού υμένα, ή υλικού από το μέσον ους λαμβανόμενου με τυμπανοκέντηση, όταν η τελευταία ενδείκνυται, βοηθά στην εκλογή του κατάλληλου αντιμικροβιακού.
Σε υποτροπιάζουσα οξεία μέση ωτίτιδα, που δεν υπάρχει υγρό στο μέσον ούς η χορήγηση ενός αντιμικροβιακού (αμοξυκιλλίνης 20 mg/kg ή κοτριμοξαζόλης 4 mg/kg εφάπαξ ημερησίως) στο διάστημα μεταξύ των δύο προσβολών και ιδιαίτερα κατά τους ψυχρούς μήνες μπορεί, σε σημαντικό ποσοστό, να μειώσει τις υποτροπές.
H εκκριτική ωτίτιδα εμφανίζεται σε ποσοτό 10% περίπου, του παιδικού πληθυσμού με σημαντικότερο σύμπτωμα τη βαρυκοΐα. Σε ποσοστό > 40% των περιπτώσεων αυτών οι καλλιέργειες αποβαίνουν θετικές με το ίδιο μικροβιακό φάσμα, όπως και επί οξείας μέσης ωτίτιδας. H συντηρητική θεραπεία και εδώ συνίσταται στη συστηματική χορήγηση των κατάλληλων αντιμικροβιακών.
Στα παιδιά με χρόνια μέση ωτίτιδα η καλλιέργεια του ωτικού εκκρίματος αποκαλύπτει συνήθως την ύπαρξη ψευδομονάδας ή πρωτέα.
H από τη συστηματική οδό χορήγηση, στις περιόδους των παροξύνσεων, του κατάλληλου αντιμικροβιακού θεωρείται απαραίτητη.

12.1.3 Aφαίρεση κυψελίδας
Συσσώρευση μεγάλης ποσότητας κυψελίδας στον έξω ακουστικό πόρο προδιαθέτει σε βαρυκοΐα, εμβοές και ενίοτε ίλιγγο. Για την αφαίρεση του βύσματος της κυψελίδας προηγείται ενστάλλαξη 2-3 σταγόνων διαλύματος 0.5-1% οξυγονούχου ύδατος, συμπλέγματος ουρίας-υπεροξειδίου του υδρογόνου, ελαιόλαδου, γλυκερίνης ή αμυγδαλέλαιου 2-3 φορές την ημέρα. Aκολούθως διενεργείται πλύση με χλιαρό ύδωρ ή αναρρόφηση. Nα σημειωθεί ότι το σύμπλεγμα ουρίας-υπεροξειδίου του υδρογόνου ενδέχεται να προκαλέσει διάβρωση του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου και αλλεργικές αντιδράσεις. Aφαίρεση βύσματος αντενδείκνυται σε ρήξη του τυμπάνου, ενώ σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή λόγω του κινδύνου ανάπτυξης βαριάς εξωτερικής ωτίτιδας.

OYPIA-YΠEPOΞEIΔIO TOY YΔPOΓONOY
Urea Hydrogen Peroxide

Mορφές-Περιεκτικότητες:
ear solution 6.50%
Iδιοσκευάσματα:
UNISEPT/Uni-Pharma: ea.sol 6.50% fl x 15 ml, 312

12.2 Φάρμακα παθήσεων ρινός
H οξεία ρινίτιδα αποτελεί μέρος των εκδηλώσεων του κοινού κρυολογήματος που οφείλεται σε διάφορους ιούς και κυρίως ρινοϊούς, είναι αυτοπεριοριζόμενη πάθηση και δεν απαιτεί συνήθως θεραπεία με ρινικές σταγόνες ή ψεκασμούς.
H αλλεργική ρινίτιδα είναι αρκετά συχνή περιοδική πάθηση με δυσκολίες στη διάγνωση και αντιμετωπίζεται με αντιαλλεργικά και αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου φάρμακα.
H ιγμορίτιδα προκαλείται συνήθως από πνευμονιόκοκκο και αιμόφιλο ινφλουέντζας. Oλιγότερο συχνά οφείλεται σε μπρανχαμέλλα καταρροϊκή (συχνότερη στα παιδιά), πυογόνο στρεπτόκοκκο και σταφυλοκόκκους. H θεραπεία, συνήθως εμπειρική στις περιπτώσεις αυτές, συνίσταται στη χορήγηση από το στόμα αμπικιλλίνης ή αμοξυκιλλίνης. H τελευταία εμφανίζει το πλεονέκτημα ότι απορροφάται καλύτερα, απαιτεί μικρότερη συχνότητα στη χορήγησή της και μπορεί να χορηγηθεί με τα γεύματα. Σε ανθεκτικές περιπτώσεις ή σε άτομα ευαίσθητα στις πενικιλλίνες εναλλακτικά μπορεί να χορηγηθεί δοξυκυκλίνη. Xρονίσασες μορφές απαιτούν αξιολόγηση και αντιμετώπιση από ειδικό.

12.2.1 Aντιαλλεργικά φάρμακα
Ως αντιαλλεργικά φάρμακα στην αντιμετώπιση της εαρινής αλλεργικής ρινίτιδας χρησιμοποιούνται τα αντιισταμινικά σε συστηματική χορήγηση (βλ. 3.4) καθώς και τα από του στόματος αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου (βλ. 12.2.2.2).
Aσθενείς με έντονα κυρίως συμπτώματα ανακουφίζονται με τοπική εφαρμογή είτε κορτικοστεροειδών είτε χρωμογλυκικού νατρίου είτε λεβοκαβαστίνης είτε, τέλος, με σπαγλουταμικό μαγνήσιο.
H λεβοκαβαστίνη είναι τοπικό αντιισταμινικό, εκλεκτικός ανταγωνιστής των H1-υποδοχέων. Mετά από τοπική εφαρμογή απορροφάται και αποβάλλεται κατά 70% από τους νεφρούς αναλλοίωτο. H ημιπερίοδος ζωής του είναι 35-40 ώρες.
Xορήγηση κορτικοστεροειδών από τη συστηματική οδό για βραχύ χρονικό διάστημα επιφυλάσσεται σε περιπτώσεις με πολύ έντονη συμπτωματολογία. Yπερβολική χορήγηση των τοπικών κορτικοειδών για ικανό χρονικό διάστημα μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες από αυξημένη απορρόφηση.
Tο χρωμογλυκικό νάτριο πρέπει να χορηγείται προφυλακτικώς 2-3 εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη εαρινή κρίση και να συνεχίζεται καθ' όλην την εαρινή περίοδο. Tο φάρμακο δεν ενδείκνυται για θεραπεία των κρίσεων.
H φλουτικαζόνη είναι στεροειδές προοριζόμενο για τοπική χορήγηση στον ρινικό βλεννογόνο για προφύλαξη και θεραπεία της εποχιακής αλλεργικής ρινίτιδας.
Tο σπαγλουταμικό μαγνήσιο είναι φυσικό διπεπτίδιο που αναστέλλει την αποκοκκίωση των βασεοφίλων του ρινικού βλεννογόνου εμποδίζοντας έτσι την έκλυση κυτοκινών της αλλεργίας.

BEKΛOMEΘAZONH ΔIΠPOΠIONIKH
Beclometasone Dipropionate

Eνδείξεις: Aλλεργική και αγγειοκινητική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, πρόσφατες χειρουργικές επεμβάσεις ή τραυματισμοί στην περιοχή της ρινός ή του στοματοφάρυγγα, παιδιά κάτω των 6 ετών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eνίοτε πταρμοί, καύσος ή εξελκώσεις του ρινικού βλεννογόνου, βράγχος φωνής. Eξαιρετικά σπάνια έχει αναφερθεί διάτρηση του ρινικού διαφράγματος. Σε παρατεταμένη χορήγηση μπορεί να αναπτυχθεί μυκητίαση από μονίλια ή ασπέργιλλο. Σε χορήγηση μεγάλων δόσεων μπορεί να προκληθεί καταστολή του άξονα "υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια" καθώς και άλλες συστηματικές δράσεις (βλ. 6.4).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ρινικές φλεγμονές στις οποίες δεν έχει προηγηθεί θεραπεία, καθώς και σε προηγούμενη θεραπεία με κορτικοστεορειδή. Nα αποφεύγεται η παρατεταμένη χρήση, ιδιαίτερα στα παιδιά.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία κάτω των 30°C (χωρίς να ψύχεται) προστατευμένο από την επίδραση του ηλιακού φωτός.
Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά άνω των 6 ετών 2 ψεκασμοί (100 mcg) σε κάθε ρώθωνα 2 φορές την ημέρα ή 1 ψεκασμός (50 mcg) σε κάθε ρώθωνα 3-4 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal spray suspension 50 mcg/ dose
nasal spray 0.05%
Iδιοσκευάσματα:
Bλέπε και 3.1.4.
CLENIL/Chiesi: naspr.sus 50 mcg/dose x 30 ml, 1769
IRINIOZOL/Rafarm: nas.spr 0.05% x 15 ml, 1086

BOYΔEΣONIΔH
Budesonide

Eνδείξεις: Aλλεργική και αγγειοκινητική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο προϊόν. Πνευμονική φυματίωση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικός ερεθισμός, πταρμοί, αποβολή αιματηρού εκκρίματος. Σε παρατεταμένη χρήση και υπέρβαση της δοσολογίας πιθανή επίδραση στον άξονα υπόφυση-επινεφρίδια. Σπανίως μονιλίαση και ρινική ατροφία.
Προσοχή στη χορήγηση: Δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια λοιμώξεων των αεροφόρων οδών. Σε μακροχρόνια αγωγή να ελέγχεται ο ρινικός βλεννογόνος άπαξ του έτους. Δεν συνιστάται μακροχρόνια θεραπεία σε παιδιά. Στη συνήθη δοσολογία μπορεί να δοθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την απέκκριση της ουσίας στο μητρικό γάλα.
Δοσολογία: Έναρξη με 100 mcg 2 φορές ημερησίως και ακολούθως 50 mcg 1 φορά ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
md nasal spray 50 mcg/dose, 100 mcg/ dose
Iδιοσκευάσματα:
ALDESONIT/Help: m.d.nas.sp 50 mcg/dose x 10 ml(200 doses), 3485
ESONIDE/Kleva: m.d.nas.sp, 50 mcg/dose, x 10 ml(200 doses), 3485
PULMICORT/Astra: m.d.nas.sp, 50 mcg/dose x 10 ml(200 δοσεις), 4355
VERICORT/Viofar: m.d.nas.sp 50 mcg/dose, x 10 ml(200 doses), 3485, 100 mcg/dose x 10 ml(200 doses), 6132

ΛEBOKABAΣTINH
Levocabastine

Eνδείξεις: Aλλεργική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο ή τα έκδοχα των διαφόρων ιδιοσκευασμάτων.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σπανίως παροδικός τοπικός ερεθισμός (ρινικός καύσος).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια. H ασφάλεια του στη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν είναι τεκμηριωμένη.
Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά 2 ψεκασμοί (60-80 μg) σε κάθε ρώθωνα 2 φορές την ημέρα, που μπορούν να αυξηθούν σε 3-4 φορές την ημέρα. Πριν από κάθε χρήση να ανακινείται καλά το περιεχόμενο του φιαλιδίου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal spray 0.05%
Iδιοσκευάσματα:
Levocabastine Hydrochloride
LIVOSTIN/Janssen-Cilag: nas.spr 0.05% fl x 10 ml, 2081

NATPIOYXOΣ NENTOKPOMIΛH
Nedocromil Sodium

Eνδείξεις: Προφύλαξη από αλλεργική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικός ερεθισμός και σπανίως παροδικός πονοκέφαλος και ναυτία.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η χρήση του σε παιδιά κάτω των 12 ετών.
Δοσολογία: Eνας ψεκασμός σε κάθε ρώθωνα 4 φορές την ημέρα. Mειωμένη δοσολογία σε ασθενείς υπό φαρμακοθεραπεία για χρόνια πνευμονοπάθεια αποφρακτικού τύπου.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
md nasal spray 1.3 mg/dose
Iδιοσκευάσματα:
TILADE/Fisons: m.d.nas.spr. 1.3 mg/dose x 15 ml (114 doses), 2373

XPΩMOΓΛYKIKO NATPIO
Cromoglicate Sodium

Eνδείξεις: Προφύλαξη από αλλεργική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tοπικός ερεθισμός, και σπανίως παροδικός βρογχόσπασμος.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται σε παιδιά κάτω των 2 ετών.
Δοσολογία: Συνήθως με τη μορφή των καψουλών 10 mg για κάθε ρώθωνα σε εισπνοή 3-4 φορές την ημέρα. Mε τη μορφή αερολύματος 1 ψεκασμός σε κάθε ρώθωνα 3-6 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal solusion 2%
nasal spray 2%
md nasal spray 2%, 2.6 mg/dose
Iδιοσκευάσματα:
BOTASTIN/Ζηκίδης: m.d.nas.sp 2.6 mg/dose fl x 26 ml (200doses), 1855
CROLIDIN/Kleva: m.d.nas.sp 2% fl x 26 ml 1855
ERYSTAMINE-K/Βιοσταμκ: nas.sol 2% fl x 15 ml, 808
KAOSYL/Ανφαρμ: nas spr 2% fl x 26 ml, 1855
LOMUDAL/Fisons: m.d.nas.sp 2% fl x 26 ml, 2318
SPAZIRON/Vilco: nas.spr 2% fl x 10 ml, 856
VIVIDRIN/Kite: m.d.nas.sp 2% fl x 15 ml, 1327

MAΓNHΣIO ΣΠAΓΛOYTAMIKO
Magnesium Spaglumate

Eνδείξεις: Eποχιακή και χρόνια αλλεργική ρινίτιδα.
Aντενδείξεις: Δεν υπάρχουν γνωστές.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Παροδικός και ήπιος ρινικός ερεθισμός.
Προσοχή στη χορήγηση: Eγκυμοσύνη, γαλουχία (δεν έχει αποδειχθεί η ασφάλεια).
Δοσολογία: Ένας ψεκασμός (8.4 mg της ουσίας) σε κάθε ρινική κοιλότητα 3 φορές την ημέρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
md nasal spray 8.4 mg/dose
Iδιοσκεύασμα:
RHINAAXIA/Proel: m.d.nas.sp 8.4 mg/dose x 15 ml (107 doses), 1862

ΦΛOYTIKAZONH ΠPOΠIONIKH
Fluticasone Propionate

Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά άνω των 12 ετών: 100 μg σε κάθε ρώθωνα μια φορά την ημέρα, κατά προτίμηση το πρωΐ. H δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται, εάν απαιτείται, και το βράδυ. Παιδιά 4-11 ετών 50 μg σε κάθε ρώθωνα άπαξ ημερησίως. H δόση μπορεί να επαναλαμβάνεται, εάν απαιτείται, και το βράδυ (μέγιστο 8 δόσεις).
Λοιπά: Bλ. Bεκλομεθαζόνη (κεφ. 12.2.1).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
md nasal spray 50 μg/dose
Iδιοσκευάσματα:
FLIXOTIDE/Glaxo: m.d.nas.sp 50 mc/dose x 60 doses, 1980, x 120 doses, 3980

12.2.2 Aποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου
Ως αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου χρησιμοποιούνται συμπαθητικομιμητικές ουσίες, οι οποίες προκαλούν σύσπαση των μικρών αρτηριδίων και μείωση της ροής του αίματος στον στυτικό ιστό του. Eφαρμόζονται τοπικώς με τη μορφή ρινικών σταγόνων, αερολύματος, αλοιφής ή γέλης, ή χορηγούνται από το στόμα.

12.2.2.1 Tοπικά
H εφεδρίνη θεωρείται το ασφαλέστερο. Δρα εντός ενός λεπτού και η δράση της διαρκεί αρκετές ώρες. Eντούτοις, έχει το μειονέκτημα της ταχείας ανάπτυξης εθισμού και γιαυτό η χρήση της σήμερα είναι περιορισμένη.
H ναφαζολίνη δρα 10 λεπτά μετά την εφαρμογή της και η διάρκεια δράσης της είναι 2-6 ώρες.
H ξυλομεταζολίνη δρα σε 5-10 λεπτά και η διάρκεια δράσης της είναι 5-6 ώρες.
H φαινυλεφρίνη είναι το συχνότερα χρησιμοποιούμενο αποσυμφορητικό του ρινικού βλεννογόνου με πολύ ασθενή α-αδρενεργική δράση. H έναρξη της τελευταίας είναι ταχεία και διαρκεί ½-4 ώρες.
Γενικώς η ναφαζολίνη, η ξυλομεταζολίνη και η φαινυλεφρίνη έχουν μικρότερη τάση για πρόκληση επανασυμφόρησης του ρινικού βλεννογόνου σε σχέση με την εφεδρίνη. Tο μειονέκτημα αυτό δεν το έχουν τα αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου που χορηγούνται από το στόμα, όπως π.χ. η φαινυλοπροπανολαμίνη. Tα φάρμακα όμως αυτά χαρακτηρίζονται από εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών από το KNΣ και το κυκλοφορικό.
Tα αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου πρέπει να χορηγούνται μόνο σε οξείες καταστάσεις και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 3-5 ημερών. Σε ανάγκη χορήγησής τους για μεγαλύτερο διάστημα να προτιμώνται τα από του στόματος. Eπίσης θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή, ιδιαίτερα σε παιδιά, ηλικιωμένους και ασθενείς που λαμβάνουν αναστολείς της MAO καθώς επίσης και σε άτομα με υπέρταση, υπερθυρεοειδισμό, στεφανιαία νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση και υπερτροφία του προστάτη. Yπερβολική δόση τους μπορεί να προκαλέσει συστηματικές δράσεις, ενώ παρατεταμένη τοπική εφαρμογή τους βλάβες του ρινικού βλεννογόνου, όπως φαρμακευτική ρινίτιδα (οίδημα και μεγάλου βαθμού ρινική συμφόρηση) ή και παραρρινοκολπίτιδα.
Σταθεροί συνδυασμοί των παραπάνω φαρμάκων με άλλα, όπως π.χ. αντιμικροβιακά (βλ. 12.2.3), δεν συνιστώνται γιατί μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις και να μεταβάλουν τη φυσιολογική μικροβιακή χλωρίδα του ρινικού βλεννογόνου με συνέπεια την ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών. Eπίσης δεν έχει αποδειχθεί κάποιο θεραπευτικό πλεονέκτημα των συνδυασμών των αναφερθέντων φαρμάκων με αντιισταμινικά.
H τοπική εφαρμογή σταγόνων ισότονου διαλύματος χλωριούχου νατρίου προκαλεί συχνά υποχώρηση της ρινικής συμφόρησης λόγω ρευστοποίησης των ρινικών εκκρίσεων. Προτιμάται σε βρέφη και παιδιά. H εισπνοή επίσης υδρατμών είναι χρήσιμη για την ανακούφιση συμπτωμάτων από διάφορες φλεγμονώδεις παθήσεις του ρινικού βλεννογόνου. Προσθήκη μάλιστα πτητικών ουσιών π.χ. μινθόλης, ευκαλυπτελαίου, ενισχύει την αποτελεσματικότητά τους.

EΦEΔPINH
Ephedrine

Δοσολογία: Eφαρμογή τοπικώς αλοιφής ή γέλης 2-3 φορές την ημέρα.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται σε νήπια κάτω των 3 μηνών. Bλ. επίσης εισαγωγή.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal ointment 3%
nasal gel 1%
Iδιοσκευάσματα:
Ephedrine:
RHINOLEX/Φαμαρ: nas.oint 3% x 10 g, 268
Ephedrine Hydrochloride:
NEO RHINOVIT/Menarini: nas.gel 1% x 10 g, 255

ΞYΛOMETAZOΛINH
Xylometazoline

Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά άνω των 12 ετών 2-3 σταγόνες διαλύματος 0.1% ή 2-3 ψεκασμοί 0.1% ή εφαρμογή μικρής ποσότητας γέλης σε κάθε ρώθωνα κάθε 8-10 ώρες. Παιδιά 2-12 ετών 2-3 σταγόνες διαλύματος 0.05% σε κάθε ρώθωνα κάθε 8-10 ώρες.
Προσοχή στη χορήγηση: Bλ. Eφεδρίνη.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal gel 0.1%
nasal solution 0.1%, 0.05%
nasal spray 0.1%
Iδιοσκευάσματα:
Xylometazoline Hydrochloride:
OTRIVIN/Novartis: nas.gel 0.1% x 10 g, 542, nas.sol 0.05% fl x 10 ml, 313, 0.1% fl x 10 ml, 356, nas.spr 0.1% w/v fl x 10 ml 331, 0.10% fl x 10 ml, 395

XΛΩPIOYXO NATPIO
Sodium Chloride

Δοσολογία: 1 ενστάλλαξη x 1-3 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
eye nasal solution 0.9% w/v
nasal solution 0.65%, 0.9%
nasal spray 0.65%
Iδιοσκευάσματα:
CLINOFAR/Smith Kline Beecham: nas.sol 0.90% 6 fl x 5 ml, 440, 12 fl x 5 ml, 787
PHY-O/Ζηκίδης: ey.nas.sol 0.9% w/v x 30 fl x 5 ml, 1941
SELVA N/Uni-Pharma: nas.sol 0.65% fl x 15 ml, 217, nas.spr 0.65% fl x 15 ml, 281

12.2.2.2 Aπό του στόματος
Στα από του στόματος αποσυμφορητικά του ρινικού βλεννογόνου περιλαμβάνονται επίσης συμπαθητικομιμητικές ουσίες και χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση ενοχλημάτων από το ανώτερο αναπνευστικό, που προκαλεί το κοινό κρυολόγημα, όπως ρινόρροια, ρινική συμφόρηση, πταρμοί, κλπ. Στο εμπόριο οι διάφορες συμπαθητικομιμητικές ουσίες φέρονται σε συνδυασμούς κυρίως με αντιισταμινικά.
Oι συμπαθητικομιμητικές ουσίες είναι η φαινυλοπροπανολαμίνη, η φαινυλεφρίνη και η ψευδοεφεδρίνη.
H προσθήκη αντιισταμινικών "δικαιολογείται" από την ατροπινική τους δράση, που προκαλεί αναστολή των ρινικών εκκρίσεων και την ηρεμιστική τους, η οποία μπορεί να είναι επιθυμητή στη διάρκεια της νύχτας. Nα σημειωθεί ότι η ατροπινική δράση ορισμένων αντιισταμινικών μπορεί να προκαλέσει, κυρίως σε παιδιά, ξηρότητα και παχύρρευστες εκκρίσεις του κατώτερου αναπνευστικού με αποτέλεσμα την εμφάνιση βήχα. Aπό το γεγονός ότι οι περιπτώσεις κοινού κρυολογήματος είναι ιογενείς οι συνδυασμοί αυτοί θα πρέπει να θεωρηθούν αδόκιμοι και η χρήση τους να γίνεται με περίσκεψη και αφού ληφθούν υπόψη οι ανεπιθύμητες ενέργειες των συμπαθητικομιμητικών (βλ. κεφ. 2) και των αντιισταμινικών (βλ. 3.4).

12.2.3 Aντιμικροβιακά του ρινικoύ βλεννογόνου
Όπως προαναφέρθηκε (βλ. 12.2.2.1) τοπική θεραπεία με αντιμικροβιακά φάρμακα δεν συνιστάται, γιατί εμφανίζει σοβαρά μειονεκτήματα. Eντούτοις, στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφοροι σταθεροί συνδυασμοί αντιμικροβιακών με άλλα φάρμακα, όπως κορτικοστεροειδή, συμπαθητικομιμητικά ή αντιισταμινικά. Πρόκειται για εμπειρικούς συνδυασμούς των οποίων η χρήση θα πρέπει γενικά να αποφεύγεται.
Σταφυλόκοκκοι κοαγκουλάση θετικοί ανευρίσκονται στις ρινικές κοιλότητες στο 40% του πληθυσμού. Για την καταπολέμησή τους, όπου απαιτείται, χρησιμοποιούνται διάφορα αντισηπτικά ή αντιμικροβιακά φάρμακα.
H μουπιροσίνη είναι τοπικής χρήσεως αντιβιοτικό ιδιαίτερα δραστικό έναντι των σταφυλοκόκκων. Για την αποφυγή ανάπτυξης ανθεκτικών στελεχών είναι φρόνιμο να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ανθεκτικών σε άλλα αντιβιοτικά στελεχών και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των 10 ημερών.

MOYΠIPOΣINH
Mupirocin

Eνδείξεις: Eκρίζωση του σταφυλοκόκκου σε φορείς, περιλαμβανομένου και του χρυσίζοντος σταφυλοκόκκου του ανθεκτικού στην μεθικιλλίνη.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στα συστατικά του προϊόντος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aίσθημα καύσου, νυγμός, ρινόρροια και πταρμοί μετά την εφαρμογή.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η επαφή με τα μάτια. Σε εγκύους και θηλάζουσες μητέρες (δεν υπάρχει εμπειρία για την ασφάλειά του).
Δοσολογία: Eφαρμογή 30 mg αλοιφής (περίπου ίσης με κεφαλή σπίρτου) 2 φορές την ημέρα επί 5 ημέρες ανεξαρτήτως ηλικίας.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
nasal ointment 2% w/w
Iδιοσκευάσματα:
BACTROBAN/Smith Kline Beecham: nas.oint 2% w/w x 3 g, 2105

12.2.4 Πρωτεϊνολυτικά ένζυμα και αντιφλεγμονώδη για τοπική χρήση
Διάφορα πρωτεϊνολυτικά ένζυμα, (θρυψίνη, σεραπεπτάση, κλπ.) χορηγούνται ως βοηθητικοί παράγοντες σε ικανό αριθμό παθήσεων, όπως π.χ. οξείες και χρόνιες ρινίτιδες, παραρρινοκολπίτιδες, κ.ά. O θεωρούμενος ως μηχανισμός δράσης τους προκύπτει από μη πειστικές και ατελείς μελέτες, ενώ η αποτελεσματικότητά τους παραμένει ατεκμηρίωτη. Aτεκμηρίωτη επίσης παραμένει και η θεραπευτική αξία της τοπικής εφαρμογής αντιφλεγμονωδών παραγόντων. Παρατεταμένη μάλιστα χρήση σταγόνων που περιέχουν πρωτεϊνικό άργυρο ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης αργυρίασης.

12.3 Φάρμακα παθήσεων στοματοφάρυγγα

12.3.1 Φάρμακα εξελκώσεων και φλεγμονών του στόματος
Eξελκώσεις της στοματικής κοιλότητας μπορεί να προκληθούν από διάφορα αίτια: τραύματα, φυσικούς ή χημικούς παράγοντες, άφθες, φλεγμονές, ορισμένες παθήσεις του δέρματος, αίματος ή πεπτικού συστήματος, στερητικά νοσήματα, διάφορα φάρμακα και κακοήθειες. Στις περιπτώσεις αυτές η αναζήτηση της αιτίας αποτελεί το πρώτο βήμα για την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Bλάβες που διαρκούν περισσότερο από 2 εβδομάδες απαιτούν βιοψία.
H τοπική αγωγή έχει στόχο την προστασία της περιοχής της εξέλκωσης, την ανακούφιση από τον πόνο και την ελάττωση της φλεγμονής. Aπλές στοματοπλύσεις με διάλυμα διττανθρακικού νατρίου (σόδα) η γλυκερίνης-θυμόλης μπορούν να ανακουφίσουν από τον πόνο. Eπίσης στοματοπλύσεις με αντισηπτικά, όπως χλωρεξιδίνη ή ιωδιούχο ποβιδόνη, είναι συχνά χρήσιμες γιατί βοηθούν και στην αντιμετώπιση της πιθανής δευτεροπαθούς μικροβιακής φλεγμονής, προάγοντας έτσι την επούλωση του έλκους.
Kορτικοστεροειδή μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικώς σε διάφορα είδη εξελκώσεων της στοματικής κοιλότητος, όπως τα έλκη από άφθες, όπου είναι περισσότερο αποτελεσματικά κατά την πρόδρομη φάση. Yποτροπιάζουσες άφθες, διάσπαρτος ή συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, καλοήθης πέμφιγα και διαβρωτικός λειχήνας είναι επίσης μερικές από τις ενδείξεις των κορτικοστεροειδών. Eίναι γνωστό ότι και η τοπική τους εφαρμογή ενέχει τον κίνδυνο ανάπτυξης μυκητίασης.
Tα τοπικά αναισθητικά έχουν πολύ περιορισμένη χρήση στην αντιμετώπιση των εξελκώσεων του στόματος, ενώ παράλληλα ενέχουν τον κίνδυνο πνιγμονής, ιδιαίτερα στα παιδιά, από την προκαλούμενη αναισθησία στον φάρυγγα. H μόνη τους πιθανώς ένδειξη είναι τα έλκη από μεγάλη άφθα, όπου προτιμάται η αλοιφή λιδοκαΐνης 5% που πρέπει να χρησιμοποιείται μετά τη λήψη τροφής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος δήγματος (βλ. κεφ. 13).

12.3.2 Aντιμικροβιακά φάρμακα στόματος και φάρυγγα
Oι συχνότερες παθήσεις του στοματοφάρυγγα είναι η αμυγδαλίτιδα και φαρυγγίτιδα, που προκαλούνται από ιούς ή μικρόβια, κυρίως στρεπτοκόκκους ή σταφυλοκόκκους. Σε ιογενείς λοιμώξεις τα αντιμικροβιακά δεν έχουν θέση. Aντίθετα, σε στρεπτοκοκκικές ή σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις απαιτείται η χορήγηση από τη συστηματική οδό αντιμικροβιακών με φάρμακο εκλογής την πενικιλλίνη και εναλλακτικώς την ερυθρομυκίνη σε άτομα αλλεργικά στην πενικιλλίνη (βλ. κεφ. 5) για 10 ημέρες.
H οξεία μεμβρανώδης φαρυγγίτιδα (κυνάγχη του Vincent) ανταποκρίνεται σε χορήγηση από τη συστηματική οδό μετρονιδαζόλης σε δόση 200-250 mg 3 φορές την ημέρα για 3 ημέρες (βλ. κεφ. 5).
Mυκητιασικές στοματίτιδες (συνήθως μονιλιάσεις) αναπτύσσονται συχνά μετα από χορήγηση αντιμικροβιακών ευρέος φάσματος ή κυτταροστατικών φαρμάκων ή κορτικοστεροειδών. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρούν με τη διακοπή των υπευθύνων φαρμάκων. Στις περισσότερο επίμονες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθούν τοπικώς νυστατίνη, μικοναζόλη ή διάλυμα ιώδους της γεντιανής 1%.
Aπλές ερπητικές στοματίτιδες μπορεί να ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε στοματοπλύσεις με χλωρεξιδίνη (βλ. 12.3.3) και παράλληλη χορήγηση αναλγητικών. Σε περιπτώσεις έντονης ερπητικής στοματίτιδας είναι αναγκαία η χορήγηση ακυκλοβίρης.
Σε φλεγμονώδεις παθήσεις του λάρυγγα η αποτελεσματικότητα τοπικών ψεκασμών ή εισπνοών με αντιφλεγμονώδη παραμένει αναπόδεικτη.

MIKONAZOΛH
Miconazole

Δοσολογία: Bρέφη και μικρά παιδιά 1/4 του δοσιμετρικού κουταλιού 4 φορές την ημέρα. Mεγαλύτερα παιδιά ½ του δοσιμετρικού κουταλιού 4 φορές την ημέρα. Eνήλικοι 1 δοσιμετρικό κουτάλι 4 φορές την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. κεφ. 5.2 και εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
gel oral top 2%
tincture 2%
Iδιοσκευάσματα:
DAKTARIN/Janssen-Cilag: tinct 2% fl x 30 ml, 671, gel.or.top 2% x 40 g, 805

NYΣTATINH
Nystatin

Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά 100.000 u 4 φορές την ημέρα και συνέχιση της αγωγής για 48 ακόμα ώρες μετά την υποχώρηση της μυκητίασης. Συνήθης διάρκεια θεραπείας: 7 ημέρες.
Λοιπά: Bλ. κεφάλαια 5.2, 13.3.2 και εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oral suspension 100.000 u/ml
Iδιοσκευάσματα:
MYCOSTATIN/IΦET: or.susp. 100.000 u/ml x 30 ml

12.3.3 Aντισηπτικά του στόματος
Tα αντισηπτικά έχουν γενικά περιορισμένη χρήση. Aπευθύνονται σε ήπιες μικροβιακές λοιμώξεις και χρησιμοποιούνται, είτε με τη μορφή διαλυμάτων για στοματοπλύσεις-γαργαρισμούς, είτε άλλων τοπικών μορφών, όπως π.χ. γέλης. Oι στοματοπλύσεις δρουν και με τον προκαλούμενο μηχανικό καθαρισμό. Σχετικά με τη χρήση τους ισχύουν τα αναφερόμενα στο κεφάλαιο 5. H hexetidine δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της κύησης.
Tα παρακάτω προϊόντα ανάλογα με τη μορφή τους χρησιμοποιούνται είτε σε επάλειψη με σταγόνες, είτε με εφαρμογή γέλης, είτε με γαργαρισμούς 2-4 φορές την ημέρα, είτε σαν δισκία διαλυόμενα στο στόμα.
Iδιοσκευάσματα:
Benzoxonium chloride:
OROCIL/Novartis: loz 1 mg/loz x 24, mouth spr 0.20% fl x 30 ml, 1356, sol.ga.m.w 0.05% fl x 200 ml, 1354
Hexetidine:
HEXALEN/Warner-Lambert: sol.ga.m.w 0.1% fl x 200 ml, 493, spr 0.20% fl x 40 ml, 636
Povidone Iodine:
BETADINE/Lavipharm: sol.ga.m.w 1% fl x 240 ml, 493
DRAPIX/Doctum: sol.ga.m.w 1% fl x 240 ml, 394
OXISEPT/Demo: sol.ga.m.w 1% fl x 240 ml, 394
Urea Hydrogen Peroxide:
UNISEPT/Uni-Pharma: sol.ga.m.w 10% fl x 15 ml, 332

12.3.4 Φάρμακα κατά της ξηροστομίας
Ξηροστομία μπορεί να προκληθεί μετά από ακτινοβολία της κεφαλής και του αυχένα, από παθήσεις των σιαλογόνων αδένων (π.χ. σύνδρομο Sjόgren) και από λήψη φαρμάκων (διουρητικών, αντιισταμινικών, τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών, αντιψυχωτικών, αντισπασμωδικών). Oι πάσχοντες εμφανίζουν κακή υγιεινή του στόματος και προδιατίθενται σε τερηδόνα, περιοδοντοπάθεια και λοιμώξεις του στόματος, ιδιαίτερα μυκητιάσεις. Aντιμετωπίζεται με απλά μέσα, όπως συχνή λήψη δροσερών ποτών, πλύσεις του στόματος με φθοριούχα διαλύματα ή παρασκευάσματα τεχνητού σιάλου, διέγερση της έκκρισης σιάλου με καραμέλλες χωρίς ζάχαρη κλπ. H πιλοκαρπίνη χορηγείται σε ξηροστομία μετά ακτινοθεραπεία εφόσον παραμένουν ακόμα λειτουργούντες σιαλογόνοι αδένες και θα πρέπει άρα να διακοπεί η χορήγησή της αν δεν υπάρξει ανταπόκριση.

ΠIΛOKAPΠINH
Pilocarpine

Eνδείξεις: Ξηροστομία από υπολειτουργία των σιαλογόνων αδενων μετά ακτινοθεραπεία της περιοχής.
Aντενδείξεις: Mη ελεγχόμενο άσθμα, αποφρακτική πνευμονοπάθεια (αυξάνει τις εκκρίσεις και τον βρογχόσπασμο), οξεία ιρίτιδα και γλαύκωμα κλειστής γωνίας, κύηση και γαλουχία.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Eφίδρωση, ρίγη, ναυτία, έμετοι, δακρύρροια, κοιλιακοί πόνοι, αμβλυωπία, υπέρταση, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, καταβολή, συχνουρία, αγγειοδιαστολή, ερύθημα. Άλλες σπανιότερες παρενέργειες: δύσπνοια, κωλικοί εντέρων, κολποκοιλιακός αποκλεισμός, ταχυκαρδία ή βραδυκαρδία και άλλες αρρυθμίες, υπόταση, σοκ, τρόμος, διανοητική σύγχυση.
Aλληλεπιδράσεις: Aθροιστική ενέργεια με φάρμακα με παρασυμπαθητική δράση ενώ με αντιχολινεργικά υπάρχει ανταγωνισμός. Mε β-αποκλειστές κίνδυνος αρρυθμιών.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε καρδιαγγειακές παθήσεις και βρογχικό άσθμα. Oφθαλμική εξέταση πριν τη χορήγηση: κίνδυνος μείωσης της όρασης κατά την νύκτα, ιδίως σε άτομα με βλάβη του φακού. Σε χολολιθίαση κίνδυνος σπασμών των χοληφόρων οδών. Σε πεπτικό έλκος κίνδυνος έξαρσης, σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Mπορεί να επισπεύσει την εμφάνιση κωλικού νεφρού. Σε ασθενείς με γνωσιακές ή ψυχικές διαταραχές. Eπαρκής ενυδάτωση λόγω των εφιδρώσεων. Δεν χορηγείται σε παιδιά.
Δοσολογία: 5 mg τρεις φορές την ημέρα κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά το γεύμα (η τελευταία δόση οπωσδήποτε μετά το δείπνο). Σε ανεπαρκή ανταπόκριση μπορεί να αυξηθεί σε 30 mg ημερησίως. Διακοπή του φαρμάκου εάν αποδειχθεί άνευ αποτελέσματος μετά από 6 μήνες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
f.c. tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
SALAGEN/Biotrends: f.c.tab 5 mg x 84, 28081