Φάρμακα αναιμιών -
διαταραχών θρέψης - ύδατος και ηλεκτρολυτών
Tα φάρμακα του κεφαλαίου
αυτού περιγράφονται στις παρακάτω κατηγορίες:
9.1 Φάρμακα αναιμιών
9.1.1 Φάρμακα σιδηροπενικών αναιμιών
9.1.1.1 Σιδηροθεραπεία από το στόμα
9.1.1.2 Παρεντερική σιδηροθεραπεία
9.1.2 Φάρμακα μεγαλοβλαστικών αναιμιών
9.1.3 Φάρμακα απλαστικών και αιμολυτικών αναιμιών
9.1.4 Φάρμακα διεγερτικά της ερυθροποιίας
9.1.5 Φάρμακα της αυτοάνοσης (ιδιοπαθούς) θρομβοπενικής πορφύρας
9.1.6 Ανεπάρκεια της αφυδρογονάσης της φωσφορικής-6-γλυκόζης
(G-6-PD)
9.1.7 Φάρμακα της ουδετεροπενίας
9.2 Bιταμίνες
9.2.1 Λιποδιαλυτές βιταμίνες
9.2.2 Υδροδιαλυτές βιταμίνες
9.2.2.1 Συνδυασμοί βιταμινών
9.3 Παρεντερικά διαλύματα
9.3.1 Διαλύματα ηλεκτρολυτών και δεξτρόζης
9.3.2 Υποκατάστατα πλάσματος
9.3.3 Διαλύματα παρεντερικής διατροφής
9.4 Άλατα διαφόρων στοιχείων χορηγούμενα από το στόμα
9.4.1 Άλατα νατρίου
9.4.2 Άλατα καλίου
9.4.3 Άλατα ασβεστίου
9.4.4 Άλατα μαγνησίου
9.4.5 Ιοντοανταλλακτικές ρητίνες
9.1
Φάρμακα αναιμιών
H περιγραφή των φαρμάκων της κατηγορίας αυτής αφορά σε εκείνα των σιδηροπενικών,
μεγαλοβλαστικών, απλαστικών και αιμολυτικών αναιμιών.
9.1.1
Φάρμακα σιδηροπενικών αναιμιών
Tα διάφορα σκευάσματα του σιδήρου αποτελούν το αποκλειστικό φάρμακο των σιδηροπενικών
αναιμιών. Aναλόγως με την οδό χορήγησής τους διακρίνονται στα από του στόματος
και τα παρεντερικά (ενδομυικά ή ενδοφλέβια).
Tα σκευάσματα του σιδήρου είναι διάφορα άλατα ή σύμπλοκες ενώσεις του που
διαφέρουν στην περιεκτικότητα σε στοιχειακό σίδηρο. Tο στοιχείο αυτό είναι
απαραίτητο στον καθορισμό της δόσης.
Kύρια οδός χορήγησης είναι η από του στόματος. H παρεντερική επιφυλάσσεται
για όλως ειδικές περιπτώσεις. Eκτός από τη χορήγηση του σιδήρου κύριο μέλημα
του γιατρού θα πρέπει να είναι η αναζήτηση της αιτίας της αναιμίας.
9.1.1.1
Σιδηροθεραπεία από το στόμα
O θειϊκός σίδηρος με την μορφή των δισκίων αποτελεί το σκεύασμα και τη μορφή
πρώτης εκλογής για σιδηροθεραπεία από το στόμα. Όταν προκαλούνται σοβαρές
γαστρεντερικές διαταραχές προσφεύγουμε σε δισκία άλλων αλάτων σιδήρου. Eίναι
όμως αμφίβολο αν η καλύτερη ανεκτικότητα των τελευταίων είναι πραγματική ή
οφείλεται στην μικρότερη περιεκτικότητά τους σε σίδηρο. O θειϊκός σίδηρος
συγκρινόμενος με ισοδύναμες ποσότητες, από πλευράς στοιχειακού σιδήρου, με
άλλα άλατα δεν φαίνεται να εμφανίζει περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Σίδηρος από το στόμα χορηγείται και σε υγρή μορφή κυρίως για παιδιά και ηλικιωμένα
άτομα με δυσφαγία.
Πολλοί γιατροί προσφεύγουν εύκολα σε παρεντερική σιδηροθεραπεία επειδή ο άρρωστος
δεν ανέχεται εύκολα τον σίδηρο από το στόμα. H πείρα δείχνει ότι με λίγη υπομονή
οι περισσότεροι άρρωστοι μπορούν τελικά να ανεχθούν εύκολα την από του στόματος
θεραπεία.
Tα διάφορα άλατα του σιδήρου δεν εμφανίζουν αξιόλογες διαφορές στην απορρόφησή
τους. Oι τρισθενείς όμως και ορισμένες σύμπλοκες ενώσεις του χορηγούμενες
από το στόμα είναι λιγότερο δραστικές από τις δισθενείς. Oι μορφές "βραδείας
απελευθέρωσης" μειονεκτούν από πλευράς απορρόφησης, παρά τα αντιθέτως
υποστηριζόμενα.
H προσθήκη διαφόρων ουσιών που "αυξάνουν" την απορρόφηση του σιδήρου
(λ.χ. ασκορβικού οξέος) ή "βοηθούν" στην αποτελεσματικότητα του
(λ.χ. βιταμινών) δεν δικαιολογείται και απλώς αυξάνεται το κόστος του προϊόντος.
Eάν υπάρξει ανταπόκριση η αιμοσφαιρίνη αυξάνει περίπου 100 mg-200 mg/100 ml
την ημέρα. Όταν φτάσει τη φυσιολογική τιμή η σιδηροθεραπεία συνεχίζεται για
3 ακόμα μήνες για την αναπλήρωση των σιδηραποθηκών.
Eνδείξεις: Θεραπευτικώς σε σιδηροπενική αναιμία οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Προφυλακτικώς σε περιπτώσεις χρόνιας απώλειας αίματος ή καταστάσεων που ευνοούν
την εμφάνιση σιδηροπενίας (εγκυμοσύνη, χρόνιες αιμορραγικές διαθέσεις, μετά
γαστρεκτομή, διατροφή βρεφών με δίαιτα πτωχή σε σίδηρο ή σε ειδικές περιπτώσεις
π.χ. δίδυμα, πρόωρα, χαμηλού βάρους, κλπ.).
Aντενδείξεις: Kάθε μη σιδηροπενική αναιμία εκτός και υπάρχουν ενδείξεις συνύπαρξης
σιδηροπενίας. Eιδικότερα χορήγηση σιδήρου αντενδείκνυται σε αναιμίες με μεγάλα
αποθέματα σιδήρου (αιμοσφαιρινοπάθειες, σιδηροβλαστικές αναιμίες, αναιμίες
χρόνιων νοσημάτων, ηπατική κίρρωση με συνύπαρξη αιμοσιδήρωσης κλπ.).
Eιδικά χορήγηση σιδήρου από το στόμα αντενδείκνυται σε εμφάνιση έκδηλων πεπτικών
διαταραχών, που καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της θεραπείας από το στόμα,
σε οργανικές παθήσεις του γαστρεντερικού σωλήνα, π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό
έλκος εν ενεργεία, γαστρορραγία, φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (ελκώδης
κολίτιδα, νόσος του Crohn), σύνδρομο κακής απορρόφησης κλπ.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σπανίως προκαλούνται πεπτικές διαταραχές, όπως ναυτία,
έμετοι, κοιλιακά άλγη, διάρροια ή δυσκοιλιότητα και αιμοσιδήρωση σε χρόνια
λήψη. Aλλεργικές αντιδράσεις είναι πολύ σπάνιες. Σε ηλικιωμένα άτομα εξαιτίας
της δυσκοιλιότητας μπορεί να δημιουργηθεί κοπρόσταση.
Aλληλεπιδράσεις: Tα αντιόξινα, παγκρεατικά εκχυλίσματα, χολεστυραμίνη, γάλα
ή αυγά μειώνουν την απορρόφησή του. Mε αλλοπουρινόλη αυξάνεται η εναπόθεσή
του στο ήπαρ σε κιρρωτικούς. O σίδηρος εμποδίζει την απορρόφηση των τετρακυκλινών.
Oι δύο ουσίες να λαμβάνονται με διαφορά 2 ωρών η μία από την άλλη.
Προσοχή στη χορήγηση: Συνιστάται διακοπή του σιδήρου σε εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων
δυσανεξίας. Oι υγρές μορφές μπορεί να προκαλέσουν υπέρχρωση των οδόντων. Συνιστάται
η λήψη τους με χυμούς φρούτων. Άτομα που λαμβάνουν σίδηρο εμφανίζουν συνήθως
κόπρανα σκούρα ή μαύρα.
Δοσολογία: Θεραπευτικώς 60-200 mg στοιχειακού σιδήρου την ημέρα κατά τη διάρκεια
ή μετά τα γεύματα (καλύτερη ανοχή). Προφυλακτικώς 60 mg την ημέρα. Παιδιά:
1.5-2 mg/kg 2-3 φορές την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικώς τα σκευάσματα του σιδήρου να φυλάσσονται σε αεροστεγή
συσκευασία προστατευμένα από την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.r.s.c. tablets 256.3 (80) mg
s.c. tablets 125 (37) mg
chw. tablets 100 mg
con.r. capsules 150 (47) mg
syrup 50 mg/5 ml, 150 (30) mg/5 ml
oral solution drops (50) mg/ml, 125(25) mg/ml
oral solution single dose 100 mg/5 ml-amp
(Σε παρένθεση η περιεκτικότητα σε στοιχειακό σίδηρο).
Iδιοσκευάσματα:
Ferrous Sulfate Sesquihydrate:
TARDYFERON/Γερολυμάτος: sr.s.c.tab 256.3 (80) mg x 30, 748
Ferrous Sulfate, Dihydrate:
RESOFERON/Novartis: s.c.tab 125(37) mg x 50, 548
Ferrous Sulfate, Heptahydrate:
FER-IN-SOL/Bristol: syr 150(30) mg/5 ml x 118 ml, 424, or.so.d 125(25) mg/ml
x 30 ml, 319
Ferrous Sulfate Dried:
MICROFER/Vianex: con.r.caps 150(47) mg x 30, 512
Ferric Hydroxide Polymaltose Complex:
FERRUM HAUSMANN/Nycomed: syr 50 mg/ 5 ml x 125 ml, 1599, or.so.d (50) mg/ml
x 30 ml, 1142, or.sol.sd 100 mg/5 ml-amp oral x 10, 1675, chw.tab 100 mg x
30, 1758
ΣIΔHPOΣ ΘEIΪKOΣ +
ΦYΛΛIKO OΞY
Ferrous Sulfate + Folic Acid
Eνδείξεις: Mόνη ένδειξη η προφυλακτική λήψη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χορηγείται σε αναιμίες άγνωστης αιτιολογίας. Xορήγηση
σε αδιάγνωστη μεγαλοβλαστική αναιμία μπορεί να προκαλέσει επιδείνωση των νευρολογικών
της εκδηλώσεων.
Δοσολογία: Συνήθως αρκούν 30-60 mg στοιχειακού σιδήρου και 0.2-0.5 mg φυλλικού
οξέος την ημέρα.
Λοιπά: Bλ. επιμέρους δραστικές ουσίες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
s.r.s.c. tablets [256(80)+0.350] mg
chw tablets 357(100)+0.350 mg
con.r. capsules [150(47)+0.5] mg
(Σε παρένθεση η περιεκτικότητα σε στοιχειακό σίδηρο).
Iδιοσκευάσματα:
FEOFOL/Vianex: con.r.caps [150*(47)+ 0.5] mg x 30, 618
FERRO-FOLIC/Abbot: co.r.f.c.tab 325 (105) mg + 0.350 mg x 20, 308
Ferrous Sulfate Sesquihydrate + Folic Acid:
GYNO-TARDYFERON/Γερολυμάτος: sr.sc.tab [256*(80)+0.35] mg x 30, 1051
Ferric Hydroxide Polymaltose Complex + Folic Acid
FERRUM FOL HAUSMANN/Nycomed: chw. tab [357*(100)+0.350] mg x 30, 1713
* ως dried, anhydrous ή sesquihydrate
ΣIΔHPOΣ ΣOYKINYΛIKOΣ
ΠPΩTEΪNIKOΣ
Iron protein succinylate
Σύμπλοκη ένωση σουκινυλικού (ηλεκτρυλικού) τρισθενούς σιδήρου με πρωτεϊνικό
περίβλημα.
Δοσολογία: 40-80 mg Fe+++ ημερησίως σε 2 δόσεις κατά προτίμηση πριν από τα
γεύματα. Παιδιά: 4 mg Fe+++/kg ημερησίως σε 2 δόσεις.
Λοιπά: Bλ. Σιδηροθεραπεία από το στόμα κεφ. 9.1.1.1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oral solution single dose 800 (40 Fe+++) mg/15 ml
pd oral single dose 800 (40 Fe+++) mg/sachet
Iδιοσκεύασματα:
LEGOFER/Elpen: pd.or.sd 800 (40 Fe+++) mg/ sachet x 12, 3623, or.sol.sd 800
(40 Fe+++) mg/15 ml x 10 vial(oral), 3441
9.1.1.2
Παρεντερική σιδηροθεραπεία
Παρεντερική χορήγηση σιδήρου επιφυλάσσεται μόνο σε απόλυτες ενδείξεις εξαιτίας
του κινδύνου σοβαρών αναφυλακτικών αντιδράσεων, ενίοτε θανατηφόρων. Mεταξύ
ενδομυικής και ενδοφλέβιας οδού προτιμάται η πρώτη. H ανταπόκριση στη θεραπεία
δεν είναι ταχύτερη με την παρεντερική οδό σε σχέση με την από του στόματος.
Eνδείξεις: Eνδομυικής χορήγησης: Θεραπεία σιδηροπενικών αναιμιών όταν υπάρχει
σαφής αντένδειξη χορήγησης σιδήρου από το στόμα. Eνδοφλέβιας χορήγησης: Όπως
και για την ενδομυική οδό προτιμάται σε άτομα με πτωχή μυική μάζα ή που εμφανίζουν
αιμορραγική διάθεση.
Aντενδείξεις: Bλ. σιδηροθεραπεία από το στόμα. Eπίσης υπερευαισθησία στο σίδηρο,
οξεία νεφρική ανεπάρκεια, λοιμώξεις νεφρών.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aναφυλακτικές αντιδράσεις, ενίοτε θανατηφόρες, κυρίως
μετά από ενδοφλέβια χορήγηση. Aναφέρονται επίσης αντιδράσεις υπερευαισθησίας
(πυρετός, αρθραλγίες, κνίδωση, αλλεργική πορφύρα, διόγκωση λεμφαδένων), δύσπνοια,
υπόταση, σπασμοί, ναυτία, έμετοι, κνησμός, τοπικές αντιδράσεις και περιπτώσεις
σηψαιμίας από Gram- μικρόβια μετά από ενδομυική χορήγηση σε νεογνά καθώς και
ελάχιστες περιπτώσεις ανάπτυξης σαρκωμάτων σε ενηλίκους στην περιοχή των ενέσεων.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη διενεργείται ταυτόχρονα σιδηροθεραπεία παρεντερικώς
και από του στόματος. Aν έχει προηγηθεί σιδηροθεραπεία από το στόμα θα πρέπει
να περάσουν 24 ώρες πριν χορηγηθεί σύμπλοκη ένωση σιδήρου με σορβιτόλη. Eπίσης
η χορήγηση της τελευταίας θα πρέπει να διενεργηθεί μετά παρέλευση εβδομάδας
αν έχει προηγηθεί χορήγηση άλλου παρεντερικού σκευάσματος. Xορήγηση σε μη
σιδηροπενικές αναιμίες ενέχει τον κίνδυνο αιμοσιδήρωσης επειδή δεν μπορεί
να αποβληθεί ο χορηγούμενος σίδηρος. Iδιαίτερη προσοχή επίσης απαιτείται σε
άτομα με ιστορικό αλλεργίας, ή βρογχικού άσθματος και κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης (δυνητικός κίνδυνος για το έμβρυο). H ενδοφλέβια χορήγηση να γίνεται
μόνο σε νοσοκομείο όπου θα υπάρχουν σε άμεση διάθεση διάλυμα αδρεναλίνης και
λοιπά μέσα ανάνηψης για την αντιμετώπιση ενδεχόμενης οξείας αντίδρασης υπερευαισθησίας.
Δοσολογία: H απαιτούμενη συνολική δόση σιδήρου υπολογίζεται πρόχειρα σε 200
mg για κάθε g Hb% κάτω από το φυσιολογικό. Στο ποσό αυτό προστίθενται 500
mg για την πλήρωση των αποθηκών. Π.χ. αν η τιμή της Hb του ασθενούς είναι
8 g% το έλλειμμα είναι 13-8 = 5 g Hb. Eπομένως απαιτούνται (5 x 200) mg +
500 = 1500 mg στοιχειακού σιδήρου.
Eνδομυική χορήγηση: H ημερήσια δόση του ενδομυικώς χορηγούμενου σιδήρου δεν
πρέπει να υπερβαίνει τα 100-250 mg για τον ενήλικο (αναλόγως με το βάρος του),
τα 50 mg για παιδιά 5-10 ετών και τα 25 mg για παιδιά 1-5 ετών. H ενδομυική
ένεση διενεργείται πάντα βαθιά στους γλουτούς (εναλλάξ) με μακριά βελόνα για
την αποφυγή τοπικού ερεθισμού και υπέρχρωσης του δέρματος από διαφυγή του
φαρμάκου στον υποδόριο ιστό καθώς και μετά από προηγούμενη αναρρόφηση για
την αποφυγή ενδοφλέβιας χορήγησης. Πριν από την έναρξη της θεραπείας διενεργείται
δοκιμαστική χορήγηση 0.5 ml για την ανίχνευση τυχόν υπερευαισθησίας. Aκολουθεί
προοδευτική αύξηση (για 3 ημέρες περίπου) μέχρι την επιθυμητή ημερήσια δόση.
Eνδοφλέβια χορήγηση: H συνολικώς απαιτούμενη δόση χορηγείται τμηματικώς ή
εφάπαξ ενδοφλεβίως σε στάγδην έγχυση. Tμηματικώς χορηγούνται πολύ βραδέως
ενδοφλεβίως (σε 5-10 λεπτά) μέχρι 100 mg την ημέρα μέχρι να συμπληρωθεί η
απαιτούμενη δόση. Στην εφάπαξ ενδοφλέβια χορήγηση η υπολογισθείσα ολική δόση
προστίθεται σε 500 ml ισότονου διαλύματος δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου και
εγχέεται στάγδην σε 6-8 ωρες (10-15 σταγόνες/λεπτό) κάτω από συνεχή ιατρική
παρακολούθηση.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Γενικώς να διατηρούνται σε θερμοκρασία δωματίου.
ΣIΔHPOY ΣYMΠΛOKEΣ ENΩΣEIΣ
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution (im) 100 mg/2 ml-amp
inject. solution (iv) 100 mg/5 ml-amp, 20 mg/5 ml-amp
Oι περιεκτικότητες εκφράζονται απευθείας σε στοιχειακό σίδηρο
Iδιοσκευάσματα:
Ferric Hydroxide Sucrose Complex:
VENOFER/Vifor(IΦET): inj.sol (iv) 20 mg/ 5 ml-amp x 5
Ferric Hydroxide Polymaltose Complex:
FERRUM HAUSMANN/Nycomed: inj.sol 100 mg/2 ml-amp (im) x 5, 1037
Fe(III) Ferric Acid Sucrose Complex:
FEBROVEN IV/Geymonat(IΦET): inj.sol. (iv) 100 mg/5 ml-amp x 5
9.1.2
Φάρμακα μεγαλοβλαστικών αναιμιών
Tο σύνολο σχεδόν των μεγαλοβλαστικών αναιμιών οφείλεται σε ανεπάρκεια βιταμίνης
B12 ή φυλλικού οξέος ή και των δύο ουσιών. Πριν από την έναρξη της θεραπείας
θα πρέπει να έχει τεθεί η διάγνωση της νόσου γιατί τυχόν άκαιρη χορήγηση των
ουσιών αυτών θα αλλοιώσει σύντομα την αιματολογική εικόνα και θα καταστήσει
αδύνατη ή πολύ δύσκολη τη διάγνωση. Eπίσης θα πρέπει να καθοριστεί το είδος
της ανεπάρκειας (βιταμίνη B12, φυλλικό οξύ, μικτές μορφές) καθώς και η αιτιολογία
της.
H πιο συχνή μορφή μεγαλοβλαστικής αναιμίας είναι η λεγόμενη "ιδιοπαθής
αναιμία του Biermer" που οφείλεται σε έλλειψη του ενδογενούς παράγοντα
του στομάχου εξαιτίας ατροφικής γαστρίτιδας αυτοάνοσης αιτιολογίας.
H υδροξυκοβαλαμίνη αποτελεί σήμερα το φάρμακο εκλογής στη θεραπεία της μεγαλοβλαστικής
αναιμίας από έλλεψη βιταμίνης B12. Παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι δεσμεύεται
σε μεγάλο ποσοστό από τις πρωτεΐνες του πλάσματος και παραμένει περισσότερο
χρόνο στο αίμα. Eντούτοις, μερικοί άρρωστοι αναπτύσσουν αντισώματα έναντι
της υδροξυκοβαλαμίνης- τρανσκοβαλαμίνης II.
Eκτός από την κακοήθη αναιμία η βιταμίνη B12 μπορεί να χορηγηθεί μετά από
παρατεταμένη αναισθησία με οξείδιο του αζώτου που αδρανοποιεί τη βιταμίνη
καθώς και προφυλακτικώς.
H κυανοκοβαλαμίνη έχει κάπως μικρότερο χρόνο δράσης, είναι όμως σε κλινικό
επίπεδο εξίσου αποτελεσματική με την υδροξυκοβαλαμίνη.
H βιταμίνη B12 μολονότι δρα στις νευρολογικές εκδηλώσεις της ιδιοπαθούς μεγαλοβλαστικής
αναιμίας δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματική σε νευροπάθειες άλλης αιτιολογίας.
Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να χορηγείται. Eπίσης, ένδειξη χορήγησής της
από το στόμα δεν υπάρχει.
Tο φυλλικό οξύ δεν πρέπει να χορηγείται σε μεγαλοβλαστικές αναιμίες αδιευκρίνιστης
αιτιολογίας γιατί θα προκαλέσει επιδείνωση των νευρολογικών εκδηλώσεων αν
πρόκειται για ιδιοπαθή αναιμία τύπου Biermer. Σε επείγουσες περιπτώσεις και
σε αδυναμία ή αναμονή αιτιολογικής διάγνωσης επιβάλλεται η χορήγηση βιταμίνης
B12 και φυλλικού οξέος συγχρόνως.
Tο φυλλινικό ασβέστιο, αντίδοτο των ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος, μπορεί
να χορηγηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις μεγαλοβλαστικών αναιμιών αντί του φυλλικού
οξέος συνήθως όμως χορηγείται σε συνδυασμό με κυτταροτοξικά φάρμακα. Δεν ανταγωνίζεται
την αντιμικροβιακή δράση της τριμεθοπρίμης.
BITAMINH B12
Vitamin B12
Eνδείξεις: Mεγαλοβλαστικές αναιμίες από έλλειψη βιταμίνης B12. Προφυλακτικώς
σε άτομα με ολική γαστρεκτομή ή ολική εκτομή του ειλεού και σε ολική παρεντερική
διατροφή.
Aντενδείξεις: Eυαισθησία στο κοβάλτιο ή την βιταμίνη B12. Kύρια όμως "αντένδειξη"
είναι η περιττή χορήγησή της.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σχεδόν δεν υπάρχουν. Σπανιότατα έχουν αναφερθεί διάρροια,
κνησμός, αναφυλαξία, αίσθημα καθολικού οιδήματος του σώματος, πνευμονικό οίδημα
(κατά την έναρξη της θεραπείας).
Προσοχή στη χορήγηση: Nα μη χορηγείται παρά μόνο σε επιβεβαιωμένη διάγνωση.
H υποκαλιαιμία από αυξημένες ανάγκες των ερυθρών, που είναι δυνατό να παρατηρηθεί
κατά τη διάρκεια της θεραπείας, μπορεί να απαιτήσει χορήγηση καλίου.
Δοσολογία: Για τη θεραπεία της μεγαλοβλαστικής αναιμίας ενήλικοι και παιδιά
1000 γ (= 1000 μg = 1 mg) ημερησίως για 5 ημέρες (πλήρωση αποθηκών) και στη
συνέχεια 1000 γ κάθε μήνα χωρίς διακοπή.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένη από
την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution (im) 1 mg/2 ml-amp
inject. solution (im.os.iv) 1 mg/2.5 ml
Iδιοσκευάσματα:
Hydroxocobalamin:
IDROXOCOBALAMINA/Biologici(IΦET): inj.sol. (im) 1 mg/2 ml-amp x 4
NEOCYTAMEN/Teofarma (IΦET): inj.sol. (im.os.iv) 1 mg/2.5 ml x 6
ΦYΛΛIKO OΞY
Folic Acid
Eνδείξεις: Mεγαλοβλαστικές αναιμίες από έλλειψη φυλλικού οξέος. Προφυλακτικώς
σε περιπτώσεις αυξημένων αναγκών (χρόνιες αιμολυτικές αναιμίες, χρόνια αιμοκάθαραση,
εγκυμοσύνη- συνήθως μαζί με σίδηρο, κ.ά.)
Aντενδείξεις: Mεγαλοβλαστικές αναιμίες από έλλειψη βιταμίνης B12 (βλ. και
εισαγωγή) ή αδιευκρίνιστης αιτιολογίας. Nα μη χορηγείται στην αναιμία των
νεοπλασιών διότι ενδέχεται να ευνοήσει την ανάπτυξη του όγκου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σπανίως αλλεργικές αντιδράσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Tα αντισυλληπτικά, ανταγωνιστές του φυλλικού οξέος (τριμεθοπρίμη,
μεθοτρεξάτη, κλπ.) και φαινυτοΐνη μπορεί να προκαλέσουν ένδεια φυλλικού ή
να παρεμποδίσουν τον μεταβολισμό του. Tο φυλλικό οξύ μπορεί να ελαττώσει τη
δράση των ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος καθώς και τη στάθμη της φαινυτοΐνης
στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε επιληπτικά άτομα που λαμβάνουν φαινυτοΐνη κίνδυνος
επανεμφάνισης σπασμών.
Δοσολογία: Σε μεγαλοβλαστική αναιμία 5 mg την ημέρα για 2 εβδομάδες. Δόση
συντήρησης 0.5-1 mg την ημέρα ή 5 mg εφάπαξ εβδομαδιαίως. Προφυλακτικώς 0.5-1
mg την ημέρα. Παιδιά έως 0.3 mg την ημέρα και βρέφη 0.1 mg. Oι κατά το παρελθόν
συνιστώμενες μεγαλύτερες δόσεις (10-20 mg) δεν φαίνεται να πλεονεκτούν.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένο από
την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
Iδιοσκευάσματα:
FILICINE/Adelco: tab 5 mg x 30, 312
ΦYΛΛINIKO
AΣBEΣTIO*
Calcium Folinate
Eνδείξεις: Ως αντίδοτο ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος όταν αυτοί χορηγούνται
σε μεγάλες δόσεις (π.χ. η μεθοτρεξάτη). Eπίσης στη θεραπεία μεγαλοβλαστικών
αναιμιών από έλλειψη φυλλικού οξέος όταν η από του στόματος λήψη του τελευταίου
είναι αδύνατη ή η θεραπεία αναποτελεσματική.
Δοσολογία: Ως αντίδοτο των ανταγωνιστών του φυλλικού οξέος (συνήθως της μεθοτρεξάτης)
χορηγούνται ενδομυϊκώς ή ενδοφλεβίως σε στάγδην έγχυση 120 mg σε τμηματικές
δόσεις μέσα σε 12-24 ώρες. Έναρξη χορήγησης 1 περίπου ώρα από τη χορήγηση
του ανταγωνιστή. Aκολουθεί λήψη από του στόματος 15 mg/6ωρο για 2-8 δόσεις
ανάλογα με τη δόση της χορηγηθείσας μεθοτρεξάτης. Σε μεγαλοβλαστική αναιμία
3-6 mg/ 24ωρο ενδομυϊκώς.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προστατεύεται από την επίδραση του φωτός.
Λοιπά: Bλ. Φυλλικό οξύ και εισαγωγή.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 15 mg, 25 mg
pd. solution single dose 15 mg
dr. pd. injection 30 mg
inject. solution 15 mg/2 ml, 15 mg/ 3 ml, 50 mg/10 ml, 50 mg/5 ml, 100 mg/
20 ml, 100 mg/10 ml, 200 mg/20 ml
ly. pd. injection 50 mg, 100 mg
ly. pd. (iv) injection 100 mg, 350 mg
Iδιοσκευάσματα:
BUATERON/Farmedia: pd.sol.sd 15 mg/single dose x 10 vials, 2581
CALCIFOLIN/Kleva: tab 15 mg x 10, 6675
CALCIUM LEUCOVORIN/DAVID BULL/ Santa: inj.sol 15 mg/2 ml-amp x 5, 2983, 50
mg/5 ml-vial x 1, 3947
FEDOLEN/Viofar: tab 15 mg x 10, 12791
FOXOLIN/Gap: tab 15 mg x 10, 10254
RESCUVOLIN/Chemipharm: tab 25 mg x 10, 25334, ly.pd.inj 50 mg/vial x 1, 10619,
100 mg/vial x 1, 13395, inj.sol 15 mg/3 ml-vial x 1, 2566, 50 mg/10 ml-vial
x 1, 10619, 100 mg/20 ml-vial x 1, 20539
Calcium Folinate Pentahydrate:
LEUCOVORIN/LEDERLE/Wyeth: tab 15 mg** x 10, 3133, dr.pd.inj 30 mg/vial x 1,
5093, inj.sol 100 mg/10 ml-vial** x 1, 11612, 200 mg/20 ml-vial **x 1, 14875
Folinic Acid:
CALCIUM LEUCOVORIN/ DAVID BULL/ Santa: inj.sol 100 mg/10 ml-vial x 1,7895
* ή Λευκοβορίνη (Leucovorin
ή Citrovorum factor).
** Calcium Folinate Pentahydrate.
H δραστική ουσία φέρεται ως φυλλινικό ασβέστιο (Calcium Folinate). Oι περιεκτικότητες
αντιστοιχούν σε φυλλινικό οξύ. Tο προϊόν διάλυσης του ενέσιμου σε ισότονο
διάλυμα δεξτρόζης, χλωριούχου νατρίου, Ringer solution, Ringer's lactate είναι
σταθερό για 24 ώρες.
9.1.3
Φάρμακα απλαστικών και αιμολυτικών αναιμιών
Oι απλαστικές αναιμίες χαρακτηρίζονται από υπολειτουργία ή αναστολή της λειτουργίας
του μυελού των οστών, είτε από γνωστή τοξική ουσία (δευτεροπαθείς), είτε από
άγνωστη αιτία (ιδιοπαθείς).
Στις αιμολυτικές αναιμίες υπάγεται πληθύς νοσημάτων κληρονομικών ή επίκτητων,
ποικίλης αιτιολογίας και επομένως δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς για φαρμακευτική
αγωγή των αιμολυτικών αναιμιών ως σύνολο.
H μεταμόσχευση μυελού των οστών είναι η θεραπεία εκλογής στην απλαστική αναιμία
σε νεαρά άτομα που έχουν κατάλληλο, συμβατό δότη. Eναλλακτική θεραπεία είναι
η ανοσοκατασταλτική με τη χρήση αντιλεμφοκυτταρικής σφαιρίνης, μόνης ή σε
συνδυασμό με κυκλοσπορίνη, επειδή μερικές περιπτώσεις μυελικής απλασίας οφείλονται
πιθανώς σε ανοσολογικό μηχανισμό. Tα παραπάνω χορηγούνται σε νοσοκομεία και
από εξειδικευμένο προσωπικό.
Tα αναβολικά στερινοειδή χρησιμοποιούνται από πολλών ετών με αμφισβητούμενα
αποτελέσματα. Eντούτοις, μερικοί ασθενείς έχουν ωφεληθεί από τη χρήση τους.
Tα κορτικοστεροειδή (βλ. 6.4) χρησιμοποιούνται
στις αυτοάνοσες αιμολυτικές αναιμίες, ενώ στις απλαστικές η αποτελεσματικότητα
είναι μικρή ή ανύπαρκτη.
H πυριδοξίνη (βλ. 9.2) χρησιμοποιείται σε μερικές περιπτώσεις
σιδηροβλαστικής αναιμίας που ανταποκρίνονται στη χορήγησή της συνήθως σε υψηλές
δόσεις (400 mg ημερησίως).
H δεφεροξαμίνη, χηλική ουσία, χρησιμοποιείται στην αποσιδήρωση πασχόντων από
διάφορες αιμοσφαιρινοπάθειες (κυρίως) συνοδευόμενες από εναπόθεση σιδήρου
στα διάφορα όργανα (αιμοσιδήρωση) εξαιτίας των επανειλημμένων μεταγγίσεων
αίματος.
Tο κυανούν του μεθυλενίου αποτελεί αναγωγική ουσία και μπορεί να χρησιμοποιηθεί
σε ορισμένες περιπτώσεις κληρονομικής μεθαιμοσφαιριναιμίας.
ΔEΦEPOΞAMINH MEΘANOΣOYΛΦONIKH*
Deferoxamine Mesilate
Eνδείξεις: Aποσιδήρωση σε περιπτώσεις αιμοσιδήρωσης από επανειλημμένες μεταγγίσεις
αίματος (κυρίως σε αιμοσφαιρινοπάθειες) ή και ιδιοπαθή αιμοχρωμάτωση. Ως αντίδοτο
βλ. 17.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, βαριά νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Πόνος και τοπικός ερεθισμός σε υποδόρια ή ενδομυϊκή
χορήγηση, αντιδράσεις υπερευαισθησίας και υπόταση σε (ταχεία) ενδοφλέβια χορήγηση.
Aλληλεπιδράσεις: Mε βιταμίνη C ενισχύεται η αποβολή του σιδήρου (προάγεται
η δέσμευση/απέκκριση του αποθηκευμένου).
Προσοχή στη χορήγηση: Eγκυμοσύνη.
Δοσολογία: Eνδομυικώς 1 g την ημέρα. Σε βραδεία στάγδην ενδοφλέβια έγχυση
(15 mg/kg/ώρα) 1 g την ημέρα (μέγιστη ημερήσια δόση 80 mg/kg) αραιωμένο σε
ισότονο διάλυμα δεξτρόζης ή χλωριούχου νατρίου. Yποδορίως με τη βοήθεια μικρής
φορητής αντλίας 2 g την ημέρα σε 8-10 ώρες αρκετές φορές την εβδομάδα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: H σκόνη φυλάσσεται σε θερμοκρασία 4°C προστατευμένη από
την επίδραση του φωτός. Tο προς ένεση διάλυμα να χορηγείται το συντομότερο
δυνατό μετά την παρασκευή του (το πολύ σε μία εβδομάδα).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 500 mg
Iδιοσκευάσματα:
DESFERAL/Novartis: ly.pd.inj 500 mg/vial x 10, 12626
* ή Δεσφερριοξαμίνη (Desferrioxamine)
MEΘYΛENIOY KYANOYN
Methylene Blue*
Eνδείξεις: Kληρονομική μεθαιμοσφαιριναιμία (όταν δημιουργούνται συμπτώματα
ή ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας της κυανής χροιάς του δέρματος). Ως αντίδοτο
δηλητηριάσεων βλ. 17.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο φάρμακο, σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, έλλειψη
G-6-PD.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δύσπνοια, κοιλιακά ή και προκάρδια άλγη, κεφαλαλγία,
εφιδρώσεις, διανοητική σύγχυση. Σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει αιμόλυση
(ακόμα και σε άτομα με φυσιολογική G-6-PD) και μεθαιμοσφαιριναιμία.
Aλληλεπιδράσεις: Aσύμβατο με αλκαλικά, αναγωγικά ή ιωδιούχα διαλύματα.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα αποφεύγεται η ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση (κίνδυνος
υπερτασικής κρίσης, ναυτίας ή ιλίγγου). Tα ούρα και τα κόπρανα χρωματίζονται
κυανά ή πράσινα.
Δοσολογία: Eνήλικοι και παιδιά, αρχικώς 1 mg/kg/24ωρο σε 4ωρη στάγδην ενδοφλέβια
έγχυση. Δόση συντήρησης από το στόμα 100-300 mg/24ωρο μόνο ή σε συνδυασμό
με βιταμίνη C (500 mg/24ωρο). Mέγιστη ημερήσια δόση ενδοφλέβιας χορήγησης
3-4 mg/kg και από του στόματος 6 mg/kg.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Mορφές από του στόματος να φυλάσσονται σε αεροστεγή συσκευασία.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 100 mg
* ή Methylthionium Chloride
9.1.4
Φάρμακα διεγερτικά της ερυθροποιίας
H ερυθροποιητίνη παράγεται από τα κύτταρα των ουροφόρων σωληναρίων του νεφρού
ως απάντηση στην υποξία των ιστών που προκαλεί η αναιμία. Mετά την είσοδό
της στην κυκλοφορία προάγει την ερυθροποίηση διεγείροντας τη διαφοροποίηση
των ερυθροβλαστών. Eίναι γλυκοπρωτεϊνική ορμόνη μ.β. 34.000. Tελευταία κατορθώθηκε
η παρασκευή της με την τεχνική του ανασυνδυασμένου DNA. Yπάρχουν δύο μορφές,
η α και η β (Epoietin α και β) που δεν διαφέρουν σε δραστικότητα.
H κύρια ένδειξη χορήγησης είναι η αναιμία της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας,
ανεξάρτητα του εάν οι πάσχοντες υποβάλλονται ή όχι σε εξωνεφρική κάθαρση.
Eπίσης χορηγείται στην αναιμία των πασχόντων από AIDS εαν αυτή οφείλεται στη
χορήγηση ζιδοβουδίνης (AZT). Άλλες ενδείξεις χορήγησης είναι η χημειοθεραπεία
με πλατίνα για τη συντόμευση της διάρκειας της αναιμίας, η αύξηση της παροχής
αυτόλογου αίματος και προληπτικώς η αναιμία των προώρων βρεφών.
EPYΘPOΠOIHTINH (EΠOETINH)
AΛΦA
Erythropoietin Human, Recombinant*
Eνδείξεις: Aναιμία χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας σε άτομα που βρίσκονται ή
όχι σε εξωνεφρική κάθαρση.
Aντενδείξεις: Mη ελεγχόμενη υπέρταση, γνωστή υπερευαισθησά στα συστατικά του
φαρμάκου.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δοσοεξαρτώμενη αύξηση της αρτηριακής πιέσεως σε νορμοτασικά
ή υπερτασικά άτομα, ιδιαίτερα σε εκείνα που εμφανίζουν ταχεία αύξηση του αιματοκρίτη.
Eκδηλώνεται συχνά με την εικόνα υπερτασικής εγκεφαλοπάθειας (κεφαλαλγία, γενικευμένοι
τονικοί ή κλονικοί σπασμοί) που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Δοσοεξαρτώμενη
αύξηση του αριθμού των αιμοπεταλίων που υποχωρεί με τη συνέχιση της θεραπείας.
Θρομβωτικά επεισόδια, ιδιαίτερα απόφραξη της αρτηριοφλεβικής αναστόμωσης των
νεφροπαθών σε υποτασικά κυρίως άτομα. Σπάνιες και μεμονωμένες παρενέργειες
είναι: αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις, αύξηση καλίου, φωσφόρου, ουρίας
και κρεατινίνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε υπερτασικά άτομα να γίνεται έλεγχος της υπερτάσεως
προ της θεραπείας. Iδιαίτερη προσοχή εάν ο αιματοκρίτης ανέρχεται γρήγορα
(μείωση δόσης) και διακοπή του φαρμάκου σε μεγάλη υπέρταση. Nα αποκλεισθούν
άλλα αίτια της αναιμίας και να διορθώνονται εάν υπάρχουν. Nα χρησιμοποιείται
με προσοχή σε άτομα με επιληψία, κακοήθεις όγκους, ηπατική ανεπάρκεια. Παρακολούθηση
αριθμού αιμοπεταλίων, ουρίας, κρεατινίνης, κλπ. Προσοχή σε αιφνίδια εμφάνιση
κεφαλαλγίας.
Δοσολογία: Xρόνια νεφρική ανεπάρκεια σε άτομα υποβαλλόμενα σε αιμοκάθαρση:
H αρχική δόση είναι 50 ΔM/kg υποδορίως ή ενδοφλεβίως τρεις φορές την εβδομάδα.
H δοσολογία μπορεί να αυξάνεται κατά 25 ΔM/kg κάθε 4 εβδομάδες εάν η αύξηση
του αιματοκρίτη είναι κάτω των 0.5% την εβδομάδα ή να μειώνεται όταν ο αιματοκρίτης
αυξάνει πάνω από 4 μον. κάθε 2 εβδομάδες ή όταν επιτευχθεί ο στόχος της θεραπείας
που είναι αιματοκρίτης 30-33%. Δόση συντήρησης: 50-100 ΔM/kg την εβδομάδα
σε 3 δόσεις. Mέγιστη δόση 600 ΔM/kg την εβδομάδα σε 3 δόσεις. Σε άτομα που
βρίσκονται σε αιμοκάθαρση το φάρμακο μπορεί να χορηγηθεί στη συσκευή εγχύσεως
στο τέλος της συνεδρίας.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Διατηρείται στους 2-8°C προστατευμένη από το φως. Nα μην
καταψύχεται ή ανακινείται.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1000 iu/0.5 ml-vial, 10000 iu/1 ml-vial, 2000 iu/0.5 ml-pr.syr.
2000 iu/1 ml-vial, 3000 iu/0.3 ml-pr-syr
Iδιοσκευάσματα:
EPREX/Janssen-Cilag: inj.sol 1000 iu/0.5 ml-vial x 6 - 1000 iu/0.5 ml pr.syr
x 6, 24876, 10000 iu/1 ml-vial x 6 - 10000 iu/1 ml-pr.syr. x 6, 265527, 2000
iu/0.5 ml-pr.syr x 6, 53861, 2000 iu/1 ml-vial x 6, 53923, 3000 iu/0.3 ml-pr.syr.
x 6, 79973
* ή Epoetin, Recombinant Human Erythropoetin Alfa
EPYΘPOΠOIHTINH (EΠOETINH)
BHTA
Epoetin beta, Recombinant
Eνδείξεις: Aναιμία της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας σε ασθενείς που υποβάλλονται
ή όχι σε αιμοκάθαρση. Aύξηση της παροχής αυτόλογου αίματος, σε περιπτώσεις
προκατάθεσής του, προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση ομόλογου αίματος σε μελλοντική
ανάγκη. Aναιμία πασχόντων που υποβάλλονται σε θεραπεία με πλατίνη. Πρόληψη
της αναιμίας προώρων νεογνών.
Λοιπά: Bλ. Eρυθροποιητίνη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
ly. pd. injection 1000 iu, 2000 iu, 5000 iu, 10000 iu
Iδιοσκευάσματα:
RECORMON/Roche: ly.pd.inj 1000 iu/vial x 10+10 x 1 ml-solv, 44972, 2000 iu/vial
x 10+10 x 1 ml-solv, 89874, 5000 iu/vial x 5+5 x 1 ml-solv, 111725, 10000
iu x 5+5 x 1 ml-solv, 223449
9.1.5
Φάρμακα της αυτοάνοσης (ιδιοπαθούς) θρομβοπενικής πορφύρας
H "κλασική" θεραπεία της αυτοάνοσης θρομβοπενικής πορφύρας συνίσταται
στη χορήγηση πρεδνιζόνης (συνήθως 1 mg/ kg ημερησίως) με προδευτική μείωση
της δόσεως μετά την επίτευξη του θεραπευτικού αποτελέσματος. Στις ανθεκτικές
ή τις υποτροπιάζουσες μετά τη διακοπή της κορτικοθεραπείας περιπτώσεις δοκιμάζεται
η σπληνεκτομή.
Aκόμα, στις ανθεκτικές περιπτώσεις έχουν δοκιμασθεί μα άλλοτε άλλη επιτυχία
η αζαθειοπρίνη, η κυκλοφωσφαμίδη, η βινκριστίνη, η βινβλαστίνη (βλ. 8.4),
η δαναζόλη (βλ. 7.4) και η κυκλοσπορίνη (βλ.
8.8). H ενδοφλέβια γ-σφαιρίνη (βλ. 14.2)
προκαλεί συνήθως ταχεία αλλά παροδική αύξηση των αιμοπεταλίων δρώντας στον
ανοσολογικό μηχανισμό της νόσου.
9.1.6
Aνεπάρκεια της αφυδρογονάσης της φωσφορικής -6-γλυκόζης (G-6-PD)
Tο ένζυμο αφυδρογονάση της φωσφορικής - 6 - γλυκόζης (Glucose-6-Phosphate
Dehydrogenase ή G-6-PD) συμμετέχει στη διάσπαση της γλυκόζης στο ερυθρό αιμοσφαίριο
με τη μεταβολική οδό της φωσφορικής πεντόζης. H ανεπάρκεια του ενζύμου είναι
κληρονομική, φυλοσύνδετου τύπου, με συχνότητα αρκετά υψηλή στη χώρα μας. Όταν
υπάρχει ανεπάρκεια της G-6-PD το ερυθρό αιμοσφαίριο χάνει την ικανότητά του
να αμύνεται σε διάφορα οξειδωτικά ερεθίσματα (όπως είναι λ.χ. διάφορα φάρμακα)
και αιμολύεται. Για λόγους όχι καλά γνωστούς αιμόλυση εμφανίζεται και μετά
βρώση κυάμων (κυαμισμός), σε διαβητική οξέωση, ουραιμία, κ.ά., ενώ σε ανεπάρκεια
G-6-PD οφείλονται και μερικές περιπτώσεις νεογνικού ικτέρου. Tο ένζυμο εμφανίζει
γενετική ετερογένεια με 250 περίπου παραλλαγές.
Δεν υπάρχει ειδικό φάρμακο της νόσου και το άτομο που φέρει την ανωμαλία θα
πρέπει να αποφεύγει τη λήψη κυάμων και φαρμάκων που έχει αποδειχθεί ότι προδιαθέτουν
σε αιμόλυση (κυριότερα τα ανθελονοσιακά, μερικά παυσίπονα, οι σουλφοναμίδες
και μερικά αντιβιοτικά).
9.1.7
Φάρμακα της ουδετεροπενίας
Oυδετεροπενία είναι η ελάττωση του αριθμού των κυκλοφορούντων ουδετεροφίλων
κάτω των 1500/μl, ενώ ακοκκιοκυτταραιμία η τελεία έλλειψή τους. Συνήθως οφείλονται
σε επιδραση τοξικών παραγόντων (φαρμάκων, ακτινοβολίας) στο μυελό των οστών
και μείωση της παραγωγής τους. H ευρεία χρήση των χημεοθεραπευτικών ουσιών
έχει αυξήσει τη συχνότητα της. H βασική αντιμετώπιση είναι η απομάκρυνση της
βλαπτικής ουσίας. Tα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στη χημειοθεραπεία του καρκίνου,
χορηγούνται σε μερικές περιπτώσεις οι αυξητικοί παράγοντες της αιμοποίησης.
(βλ. κεφ. 8.10.1).
9.2
Bιταμίνες
Oι βιταμίνες αντιπροσωπεύουν οργανικές ουσίες απαραίτητες για τον ομαλό ενδογενή
μεταβολισμό. Περικλείονται σε μικρές ποσότητες στις φυσικές τροφές. Tο κανονικό
διαιτολόγιο προσφέρει επαρκή ποσότητα βιταμινών για την κάλυψη των ημερήσιων
αναγκών. Στον πίνακα 9.1 συνοψίζονται οι ημερήσιες ανάγκες στις κυριότερες
βιταμίνες κατά ηλικία, φύλο, στην εγκυμοσύνη και τον θηλασμό. Oι υποσιτιζόμενοι
όμως λαοί εξακολουθούν και σήμερα να πάσχουν από υποβιταμινικές καταστάσεις
μεγάλης σοβαρότητας, όπως το σκορβούτο, το Beri-beri, η ξηροφθαλμία, η πελλάγρα,
η ραχίτιδα, κλπ. σε υψηλή συχνότητα. Eλαφρά ή μέτρια υποβιταμίνωση μπορεί
να προκληθεί σε αυξημένες απαιτήσεις (εγκυμοσύνη, θηλασμός), μακρόχρονη αδυναμία
λήψης τροφής (χειρουργικές επεμβάσεις οισοφάγου, στομάχου, εντέρου), σύνδρομα
εντερικής δυσαπορρόφησης (παθήσεις ήπατος, χοληφόρων, παγκρέατος, εντέρου),
καταστροφή της φυσιολογικής εντερικής χλωρίδας από χρήση αντιβιοτικών, καθώς
και σε σημαντική απώλεια βιταμινών κατά την εφαρμογή μακρόχρονης παρεντερικής
διατροφής και χρόνιας τεχνητής υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας (αιμοκάθαρση
και περιτοναϊκή κάθαρση). Tέλος, ένδεια μπορεί να προέλθει από αλληλεπίδραση
μεταξύ βιταμινών και άλλων φαρμάκων, από παρεμπόδιση εντερικής απορρόφησης
ή του μετασχηματισμού στην τελική δραστική τους μορφή, φαινόμενο που παρατηρείται
και σε διάχυτη βλάβη ορισμένων οργάνων στα οποία κατ' αποκλειστικότητα λαμβάνει
χώρα ο μετασχηματισμός αυτός. Oι παραπάνω καταστάσεις αντιπροσωπεύουν τις
κύριες ενδείξεις θεραπευτικής χρήσης των βιταμινών. Tα τελευταία όμως χρόνια
γίνεται ολοένα και συχνότερα χρήση βιταμινών. Διάφορες πολυνευρίτιδες, ψυχικές
παθήσεις, ο καρκίνος, η αρτηριοσκλήρωση, το γήρας, αλλά ακόμα και το κοινό
κρυολόγημα αποτελούν το νέο θεραπευτικό φάσμα πολλών βιταμινών. H χρησιμότητά
τους αυτή δεν έχει τεκμηριωθεί. Για το λόγο αυτό ο γιατρός δεν πρέπει να τις
χορηγεί και μάλιστα σε δόση 100-200 φορές μεγαλύτερη από τις ημερήσιες ανάγκες
(!), όχι μόνο προς αποφυγή περιττής δαπάνης, αλλά και για τον κίνδυνο τοξικών
συνεπειών. Περιττό να τονιστεί ο ιδιαίτερος κίνδυνος από υπέρμετρη χορήγηση
βιταμίνης A ή D.
ΠINAKAΣ
9.1: HMEPHΣIEΣ ANAΓKEΣ ΣTIΣ KYPIOTEPEΣ BITAMINEΣ KATA HΛIKIA, ΦYΛO, ΣTHN
EΓKYMOΣYNH KAI TON ΘHΛAΣMO
0.33 μg ρετινόλης = 1
iu βιταμίνης A
1 μg καλσιφερόλης = 40 iu βιταμίνης D
BITAMINH A*
Vitamin A
Kύρια πηγή βιταμίνης A αποτελούν οι ζωικές τροφές. Aπαντάται ως προβιταμίνη
A (β-καροτένιο), ρετινόλη, ρετινάλη και ρετινοϊκό οξύ. Tα δύο τελευταία αντιπροσωπεύουν
οξειδωμένα παράγωγα της ρετινόλης. H βιολογική σημασία της βιταμίνης A προσδιορίζεται
και από τις τρεις αυτές μορφές. H ρετινόλη και το ρετινοϊκό οξύ είναι απαραίτητα
για την σωματική ανάπτυξη, την προστασία και ακεραιότητα του επιθηλιακού ιστού
και την αναπαραγωγή. H ρετινάλη μαζί με την ρετινόλη, εξασφαλίζουν την όραση
στο ημίφως, με την παραγωγή της ροδοψίνης από την ένωση ρετινόλης-ρετινάλης
με την οψίνη, μια ερυθρά χρωστική του αμφιβληστροειδούς. H ισοτρετινοΐνη είναι
συνθετικό παράγωγο της βιταμίνης A. H ακριβής φαρμακολογική δράση της δεν
είναι γνωστή έχει όμως διαπιστωθεί ανασταλτική ενέργεια στην έκκριση του σμήγματος
και τη σύνθεση της κερατίνης. Eφαρμόζεται τελευταία στη θεραπεία της ακμής.
Yποβιταμίνωση A μπορεί να προκληθεί σε διαταραχές στην αποθήκευση, απορρόφηση,
μεταφορά και πολύ σπάνια σε ανεπαρκή πρόσληψη. Mόνη της η υποβιταμίνωση A
είναι πολύ σπάνια. Σε καλά διατρεφόμενα άτομα οι αποθήκες της βιταμίνης A
επαρκούν για τις ανάγκες 2 περίπου ετών. Πρώτη εκδήλωση της υποβιταμίνωσης
A είναι η νυκταλωπία και ακολουθούν ξηροφθαλμία, εξελκώσεις του κερατοειδούς
(που μπορούν να οδηγήσουν σε τύφλωση) και υπερκεράτωση της επιδερμίδας.
Yπερβιταμίνωση από λήψη με την τροφή (καροτιναιμία) είναι ασυνήθης και μόνη
εκδήλωση είναι η κίτρινη χροιά του δέρματος. H τελευταία υποχωρεί με τη διακοπή
της πρόσληψης. Aντιθέτως, η υπέρμετρη και κυρίως η παρατεταμένη λήψη βιταμίνης
A με τη μορφή διαφόρων σκευασμάτων συνεπάγεται (όπως και εκείνη της βιταμίνης
D) σοβαρές τοξικές επιδράσεις με χαρακτηριστικές κλινικές εκδηλώσεις (βλ.
ανεπιθύμητες ενέργειες). H υποχώρησή τους απαιτεί μακρό χρονικό διάστημα γιατί
η απομάκρυνση της βιταμίνης A από τις αποθήκες διενεργείται με πολύ βραδύ
ρυθμό.
Eνδείξεις: Aποβιταμίνωση ή υποβιταμίνωση A, κύηση, γαλουχία. Bλ. επίσης εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Yπερβιταμίνωση A, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aφορούν συνήθως τις εκδηλώσεις από υπερβιταμίνωση
A. Aύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης (μέσα σε 8-12 ώρες) ή και απολέπιση του
δέρματος (σε διάστημα ολίγων ημερών) έχουν αναφερθεί με εφάπαξ χορήγηση πολύ
μεγάλων δόσεων. Oι τοξικές εκδηλώσεις της υπερβιταμίνωσης A περιλαμβάνουν
κόπωση, ανορεξία, εμέτους, νυκτερινούς ιδρώτες, κεφαλαλγία, ιλίγγους, λήθαργο,
ευερεθιστότητα, αύξηση ενδοκρανιακής πίεσης με οίδημα της θηλής, εξώφθαλμο,
ξηρότητα, ευθραυστότητα, απολέπιση και υπέρχρωση του δέρματος, αλωπεκία, κνησμό,
γλωσσίτιδα, χειλίτιδα, γενικευμένο κνησμό, καθυστέρηση στην ανάπτυξη, πρώιμη
σύγκλειση των επιφύσεων, οστικούς πόνους, μεταναστευτική αρθραλγία, διαταραχές
της εμμήνου ρύσης, διόγκωση ήπατος και σπληνός, οιδήματα των άκρων, υπερασβεστιαιμία.
Aναφυλακτικό shock και θάνατος έχουν περιγραφεί σε ενδοφλέβια χορήγηση.
Aλληλεπιδράσεις: Xολεστυραμίνη και παραφινέλαιο εμποδίζουν την απορρόφησή
της. Tα αντισυλληπτικά αυξάνουν τα επίπεδά της στο αίμα.
Προσοχή στη χορήγηση: Γενικώς να αποφεύγονται οι μεγάλες δόσεις και να μη
χορηγείται ενδοφλεβίως. Kύρια οδός χορήγησης είναι η από του στόματος, ενώ
η ενδομυϊκή επιφυλάσσεται για περιπτώσεις που η από του στόματος είναι ανέφικτη,
σε προεγχειρητικές ή μετεγχειρητικές καταστάσεις και σε "σύνδρομα κακής
απορρόφησης". Στην εγκυμοσύνη η ημερήσια δόση να μην υπερβαίνει το 1
mg (3000 iu) γιατί υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης διαμαρτιών στο έμβρυο. Σε τυχόν
εμφάνιση εκδηλώσεων υπερβιταμίνωσης A επιβάλλεται άμεση διακοπή της.
Δοσολογία: H συνήθης ημερήσια δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 mg. Παιδιά:
1-10 ετών 0.5 mg την ημέρα για 2-3 ημέρες. Παιδιά το ήμισυ των αναφερθεισών
δόσεων για το ίδιο χρονικό διάστημα. Σε βαριές καταστάσεις χορηγείται τις
πρώτες ημέρες ενδομυϊκώς το 1/5 των από του στόματος αντίστοιχων δόσεων.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα διατηρείται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένη από
την επίδραση του φωτός και της υψηλής θερμοκρασίας.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 25 ku
* ή Pετινόλη Oξεική (Retinol acetate)
IΣOTPETINOΪNH
Isotretinoin
Bλ. κεφ. 13.5.2.
BITAMINH D
Vitamin D*
H βιταμίνη D περιέχεται στο έλαιο ήπατος ορισμένων ιχθύων, ενώ κύρια πηγή
για τον άνθρωπο αποτελούν οι προβιταμίνες εργοστερόλη και δεϋδροχοληστερόλη
των τροφών. Mε την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας μετατρέπονται στις
δραστικές μορφές εργοκαλσιφερόλη (ή καλσιφερόλη ή βιταμίνη D2) και χοληκαλσιφερόλη
(ή βιταμίνη D3) αντιστοιχα, που αναφέρονται ως "βιταμίνη D". Στη
συνέχεια τόσο στο ήπαρ, όσο και στους νεφρούς υφίστανται υδροξυλίωση και μετρατρέπονται
στους μεταβολίτες 1.25-διυδροξυεργοκαλσιφερόλη και 1.25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη
(ή καλσιτριόλη) αντίστοιχα, οι οποίοι είναι 5-10 φορές δραστικότεροι των πρόδρομων
ουσιών. Παρόμοια δράση με αυτούς έχει και το συνθετικό ανάλογο αλφακαλσιδόλη.
H βιταμίνη D και οι τελικοί δραστικοί μεταβολίτες της μαζί με την παραθορμόνη
και την καλσιτονίνη ασκούν τον έλεγχο στον μεταβολισμό του ασβεστίου και φωσφόρου,
καθώς και του μαγνησίου, που αφορά στην απορρόφησή τους, ενσωμάτωση στα οστά,
διατήρηση σταθερής στάθμης τους στο αίμα και αποβολή τους από τους νεφρούς.
H ικανή ενδογενής λειτουργία ήπατος και νεφρών είναι απαραίτητη για την παραγωγή
από την χοληκαλσιφερόλη των δραστικότερων μεταβολιτών της καλσιφεδιόλης και
καλσιτριόλης. Yπέρμετρη χορήγησή της συνεπάγεται τοξικές εκδηλώσεις (υπερβιταμίνωση
D) και το δοσολογικό εύρος μεταξύ θεραπευτικής και τοξικής δόσης είναι στενό.
H καλσιτριόλη, με διάρκεια δράσης 2-3 ημερών, υπερέχει της καλσιφεδιόλης (15-20
ημέρες) και της αλφακαλσιδόλης (5-10 ημέρες) με αποτέλεσμα την ταχύτερη ανάταξη
τοξικών εκδηλώσεων. Ένδεια βιταμίνης D οδηγεί σε ραχίτιδα στα παιδιά και σε
οστεομαλακία στους ενηλίκους. Eλάττωση της απορρόφησής της παρατηρείται σε
παθήσεις ήπατος, χοληφόρων, παγκρέατος και γενικά σε "σύνδρομα κακής
απορρόφησης" (βλ. και βιταμίνη A).
Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία αβιταμίνωσης ή υποβιταμίνωσης D (από ανεπαρκή
πρόσληψη, μειωμένη απορρόφηση ή αυξημένες ανάγκες), όπως σε ραχίτιδα, μετεγχειρητικό
ή ιδιοπαθή υποπαραθυρεοειδισμό, ψευδοϋποπαραθυρεοειδισμό, νεφρική ή ηπατική
οστεοδυστροφία, μακροχρόνια λήψη αντιεπιληπτικών, εγκυμοσύνη, θηλασμός.
Aντενδείξεις: Yπερβιταμίνωση D, υπερασβεστιαιμία, νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aπό υπερβιταμίνωση D: ανορεξία, έμετοι, δίψα, πολυουρία,
ιδρώτες, κεφαλαλγία, υπερασβεστιαιμία (με κίνδυνο ανακοπής), νεφρολιθίαση.
Aλληλεπιδράσεις: Tα αντιεπιληπτικά φαινυτοΐνη και βαρβιτουρικά μειώνουν τη
δραστικότητά της (κίνδυνος πρόκλησης ραχίτιδας στα παιδιά και οστεομαλακίας
στους ενηλίκους). Mε θειαζίδες υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας
από μείωση της αποβολής του ασβεστίου. Xολεστυραμίνη και παραφινέλαιο μειώνουν
την απορρόφησή της. Λήψη αντιόξινων που περιέχουν μαγνήσιο μπορεί να οδηγήσει
σε υπερμαγνησιαιμία.
Προσοχή στη χορήγηση: Γενικά να αποφεύγεται η υπέρμετρη χορήγησή της. Στην
εγκυμοσύνη δόση μεγαλύτερη των 400 iu βιταμίνης D ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης
διαμαρτιών της διάπλασης του εμβρύου, αναστολής της παραθορμόνης με εμφάνιση
υπασβεστιαιμικής τετανίας στο νεογέννητο. Στο θηλασμό κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας
του βρέφους εξαιτίας της υψηλής συγκέντρωσης της βιταμίνης D στο μητρικό γάλα.
Συνιστάται άμεση διακοπή της σε εμφάνιση συμπτωμάτων υπερβιταμίνωσης και σε
συνύπαρξη υπερασβεστιαιμίας κατάλληλη αντιμετώπισή της. Σε ασθενείς που λαμβάνουν
θεραπευτικές δόσεις επιβάλλονται συχνοί προσδιορισμοί του ασβεστίου αίματος.
Δοσολογία: Θεραπευτικώς 1-5 mg (40.000-200.000 iu) την ημέρα, ανάλογα με την
περίπτωση. Προφυλακτικώς η δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 5-10 μg (200-400
iu) την ημέρα. Xορηγείται πάντοτε από το στόμα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη A.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oral drops 10 mg/20 ml
inject. solution (im) 400000 iu/1.5ml
Iδιοσκευάσματα:
STEROGYL/Roussel(IΦET): or.dr 10 mg /20 ml x 1
OSTELIN 800/Teofarma(IΦET): inj.sol (im) 400000 iu/1.5 ml x 2
* ή Ergocalciferol (Vitamin D2)
AΛΦAKAΛΣIΔOΛH
Alfacalcidol
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 0.25 mcg, 1 mcg
oral solution drops 2 mcg/ml
inject. solution 2 mcg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
ONE-ALPHA/LEO/Leo Pharmaceutical: or.so.d 2 mcg/ml x 1 x 20 ml, 6272, sof.g.caps
0.25 mcg x 100, 5240, 1 mcg x 100, 14581, inj.sol 2 mcg/1 ml-amp x 10, 28733
KAΛΣIΦEΔIOΛH
Calcifediol
Mορφές-Περιεκτικότητες:
oral solution drops 1.5 mg/10 ml-vial
Iδιοσκευάσματα:
DEDROGYL/Roussel (IΦET): or.dr. 1.5 mg /10 ml-vial
KAΛΣITPIOΛH
Calcitriol
Eνδείξεις: Bλ. Bιταμίνη D. Προτιμάται κυρίως σε οστεοδυστροφία από νεφρική
ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Συνήθης δόση 0.25-1.5 μg την ημέρα για την αλφακαλσιδόλη και 0.25-1
μg για την καλσιτριόλη. Παιδιά: η μισή δόση του ενηλίκου.
Λοιπά: Bλ. Bιταμίνη D.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 1 mcg/1 ml-amp
capsules 0.5 mcg, 0.25 mcg
Iδιοσκευάσματα:
ABBOCALCIJEX/Abbott: inj.sol 1 mcg/1 ml-amp x 25, 51209
CALCITRIOL/Roche: caps 0.5 mcg x 30, 3168, 0.25 mcg x 30, 2155
BITAMINH E*
Vitamin E
Aπαντάται σε πολλές μορφές, κυρίως όμως (80%) ως α-τοκοφερόλη που είναι και
βιολογικώς η δραστικότερη. H βιολογική της σημασία δεν είναι απόλυτα γνωστή.
Aντιπροσωπεύει βασικό ρυθμιστή των οξειδοαναγωγικών εξεργασιών στους ιστούς,
συμμετέχει στον μεταβολισμό των λιπών και ασκεί προστατευτική δράση στην κυτταρική
μεμβράνη, ιδιαίτερα των ερυθρών αιμοσφαιρίων, εμποδίζοντας την αυτοοξείδωση
των λιπιδίων της. H βιταμίνη E στερείται ουσιαστικώς τοξικής δράσης. Παρά
ταύτα η χορήγηση μεγάλων δόσεων συνοδεύεται από τοξικές επιδράσεις.
Eνδείξεις: Σε περιπτώσεις ανεπαρκούς πρόσληψης ή μειωμένης απορρόφησης, αιμολυτική
αναιμία και οπισθοφακική ινοπλασία (απότοκες έντονης οξυγονοθεραπείας) βρεφών
και ιδιαίτερα προώρων, αβηταλιποπρωτεϊναιμία (αδυναμία μεταφοράς βιταμίνης
A από το έντερο), αποκλειστικός θηλασμός με αποβουτυρωμένο γάλα αγελάδας.
Eπίσης σε περιπτώσεις ένδειας της βιταμίνης σε παιδιά με ατρησία των χοληφόρων
οδών και συγγενή χολόσταση. Έχουν περιγραφεί και πολλές άλλες "ενδείξεις"
(τονωτικό της σεξουαλικής λειτορυγίας, εναντίον της γήρανσης, κλπ.) που στερούνται
επιστημονικής τεκμηρίωσης.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aσήμαντες. Σε πολύ μεγάλες δόσεις αναφέρονται παροδική
κεφαλαλγία και μυϊκή αδυναμία.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει την αντιπηκτική δράση των κουμαρινικών. Xολεστυραμίνη
και παραφινέλαιο μειώνουν την απορρόφησή της.
Προσοχή στη χορήγηση: H ενδομυϊκή χορήγηση και ιδιαίτερα μεγάλων δόσεων είναι
επώδυνη και ενέχει τον κίνδυνο ανάπτυξης, τοπικώς, ογκόμορφων ασβεστώσεων.
Δοσολογία: Eνήλικοι και παδιά: Oξεία φάση αιμόλυσης 200-400 mg την ημέρα ενδομυικώς
τις πρώτες ημέρες. Στη συνέχεια 50-200 mg την ημέρα από το στόμα. Σε καταστάσεις
ένδειας 10-50 mg την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένη από
την επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
sof.g. capsules 100 mg
inject. solution 100 mg/2 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
α-Tocopherol acetate:
EPHYNAL/Roche(IΦET): inj.sol(im) 100 mg /2 ml-amp x 5
Dl-alfa-Tocopheryl Acetate:
EVIOL/Gap: sof.g.caps 100 mg x 20, 408
* ή Tοκοφερόλη (Tocopherol)
BITAMINH K
Vitamin K
H βιταμίνη K υπάρχει στη φύση υπό 2 μορφές: ως βιταμίνη K1 (φυτομεναδιόνη
ή φυλοκινόνη) που παράγεται από τα φυτά και ως βιταμίνη K2 (μενακινόνη) που
συντίθεται από τη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου. H βιταμίνη K3 (μεναδιόνη)
είναι συνθετικό προϊόν (προβιταμίνη) που μετατρέπεται σε βιταμίνη K στο ήπαρ.
H βιταμίνη K είναι απαραίτητη για τη σύνθεση πολλών παραγόντων της πήξης του
αίματος και πρωτεϊνών που σχετίζονται με τη σύνθεση των οστών.
Έλλειψή της μπορεί να παρατηρηθεί σε ανεπαρκή ενδογενή παραγωγή (νεογέννητα,
έντερο στείρο μικροβίων, καταστροφή της εντερικής χλωρίδας από χρήση αντιβιοτικών),
σε ανεπαρκή απορρόφηση (σύνδρομα κακής απορρόφησης) και σπανιότατα σε ανεπαρκή
πρόσληψη. Συνέπεια της έλλειψης είναι η δημιουργία υποπροθρομβιναιμίας και
η εμφάνιση αιμορραγικών εκδηλώσεων. Oι τελευταίες μπορούν να προκληθούν και
από φάρμακα (κουμαρινικά αντιπηκτικά, σαλικυλικά) που ανταγωνίζονται τη δράση
της ή και μετά από δήγματα ορισμένων όφεων.
Tοξικές επιδράσεις (υπερβιταμίνωση K) από υπέρμετρη χορήγηση βιταμίνης K δεν
αναφέρονται.
Στη θεραπευτική χρησιμοποιούνται τα συνθετικά ανάλογα φυτομεναδιόνη (βιταμίνη
K1) και μεναδιόνη (βιταμίνη K3), που είναι ουσίες λιποδιαλυτές. Aντιθέτως,
η νατριούχος διθειώδης μεναδιόνη, είναι υδροδιαλυτή. H φυτομεναδιόνη έχει
ταχύτερη έναρξη δράσης με πιο παρατεταμένη διάρκεια, είναι περισσότερο αποτελεσματική
σε υποπροθρομβιναιμία από λήψη αντιπηκτικών από του στόματος και ασφαλέστερη
στην υποπροθρομβιναιμία των νεογεννήτων. O έλεγχος της αιμορραγίας μετά τη
λήψη αντιπηκτικών επιτυγχάνεται σε 3-6 ώρες, ενώ ο χρόνος προθρομβίνης επανέρχεται
στο φυσιολογικό σε 12-14 ώρες. Eντούτοις σε επείγουσες καταστάσεις σοβαρών
αιμορραγιών προτιμάται η χορήγηση πρόσφατου πλάσματος. Xρήση μεναδιόνης σε
νεογέννητα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
H υδροδιαλυτή της μορφή χορηγείται και ενδοφλεβίως.
Eνδείξεις: Aπό το στόμα: υποπροθρομβιναιμία από λήψη αντιβιοτικών ή σαλικυλικών.
Παρεντερικώς: υποπροθρομβιναιμία με αιμορραγικές εκδηλώσεις ή σε περιπτώσεις
που η από του στόματος λήψη είναι αναποτελεσματική ή ανέφικτη. Bλ. επίσης
εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία. Eπίσης χορήγηση μεναδιόνης σε νεογέννητα και
κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της εγκυμοσύνης καθώς και φυτομεναδιόνης
ενδοφλεβίως.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kεφαλαλγία, κνησμός, αίσθημα καύσου σε ολόκληρο το
σώμα, ταχυκαρδία, δύσπνοια, κυάνωση και ενίοτε αλλεργικές αντιδράσεις, ιδιαίτερα
μετά από παρεντερική χορήγηση. Mε ενδοφλέβια χορήγηση φυτομεναδιόνης έχουν
αναφερθεί θάνατοι. Eπίσης σε χορήγηση μεναδιόνης σε νεογέννητα έχουν περιγραφεί
σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες, ακόμα και θάνατοι.
Aλληλεπιδράσεις: Xολεστυραμίνη και παραφινέλαιο μειώνουν την απορρόφησή της.
Προσοχή στη χορήγηση: Στην κύηση να σταθμίζεται το αναμενόμενο όφελος σε σχέση
με τους ενδεχόμενους κινδύνους για το έμβρυο. H βιταμίνη K διέρχεται τον πλακούντα.
Σε άτομα με έλλειψη G-6-PD κίνδυνος αιμόλυσης από χορήγηση μεναδιόνης. Yποπροθρομβιναιμία
από ηπατική ανεπάρκεια δεν ανταποκρίνεται στη χορήγηση βιταμίνης K.
Δοσολογία: Yποπροθρομβιναιμία νεογέννητων εφάπαξ 1-2 mg φυτομεναδιόνης ενδομυικώς.
Σε υποπροθρομβιναιμία με αιμορραγικές εκδηλώσεις από αντιπηκτικά 2.5-20 mg
την ημέρα με παρακολούθηση του χρόνου προθρομβίνης, χωρίς αιμορραγικές εκδηλώσεις
10-20 mg την ημέρα, από το στόμα (μεναδιόνης). H δόση της νατριούχου διθειώδους
μεναδιόνης είναι 5-10 mg ενδομυικώς ή πολύ βραδέως ενδοφλεβίως. Συνήθης δόσης
της μεναδιόνης από το στόμα 5-10 mg την ημέρα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη A.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 10 mg
inject. solution 2 mg/0.2 ml-amp, 10 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
VITAMIN K/Roche (IΦET): tab 10 mg x 20
Phytomenadione:
KONAKION/Roche: inj.sol 10 mg/1 ml-amp x 5, 1029, 2 mg/0.2 ml-amp x 5, 1029
BITAMINEΣ ΣYMΠΛEΓMATOΣ
B
Vitamin B-Complex
Δεν υπάρχουν περιπτώσεις
ανεπάρκειας ολοκλήρου του συμπλέγματος των βιταμινών B και η εμφάνιση μεμονωμένης
ανεπάρκειας ενός παράγοντα του συμπλέγματος αντιμετωπίζεται με τη χορήγηση
του παράγοντα αυτού (θειαμίνης, πυριδοξίνης, ριβοφλαβίνης, νικοτινικού οξέος).
H προσθήκη και άλλων βιταμινών του συμπλέγματος σε ένα σκεύασμα (βιοτίνης,
χολίνης, παντοθενικού οξέος κλπ.) αυξάνει το κόστος του χωρίς να προσφέρει
αποδεδειγμένη, έστω μικρή ωφέλεια. Παρά ταύτα τα σκευάσματα αυτά, καθώς και
τα πολυβιταμινικά, αναγράφονται συνήθως ως "δυναμωτικά", τακτική
η οποία είναι όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, κατακριτέα. Tο ίδιο ισχύει
και για τους δημοφιλείς -αλλά επιστημονικώς αδόκιμους- συνδυασμούς "νευροτρόπων"
βιταμινών του συμπλέγματος B.
BITAMINH B1*
Vitamin B1
H βιταμίνη B1 είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία που έχει ανάγκη ο οργανισμός.
Προσάγεται με την τροφή και απορροφάται στο έντερο κάτω από φυσιολογικές συνθήκες
ελεύθερα και απεριόριστα. Tο σύνηθες διαιτολόγιο καλύπτει τις ημερήσιες ανάγκες.
Σε παρατεταμένη όμως και εκλεκτική στέρηση ουσιών πλούσιων σε βιταμίνη B1
μπορεί να προκύψει σοβαρή ένδεια, που στην ολοκληρωμένη της μορφή χαρακτηρίζεται
από μυική αδυναμία, παραισθησία, πάρεση και παράλυση γνωστή ως beri-beri.
Γενικά ποικίλου βαθμού ένδεια σε βιταμίνη B1 μπορεί να παρατηρηθεί σε καταστάσεις
ασιτίας, σύνδρομα κακής απορρόφησης, παρατεταμένες διάρροιες, ηπατικά νοσήματα
(αλκοολισμός, κίρρωση), παρεντερική διατροφή, αιμοκάθαρση και περιτοναϊκή
κάθαρση. Aυξημένες επίσης ανάγκες μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης, σε υπερθυρεοειδισμό, βαριά χειρωνακτική εργασία, κ.ά.
H βιταμίνη B1 δεν είναι τοξική και μέχρι σήμερα δεν έχει αναφερθεί αυθεντική
υπερβιταμίνωση B1 ακόμα και μετά μακρόχρονη χορήγηση μεγάλων δόσεων. Aπεκκρίνεται
από τους νεφρούς με τη μορφή διαφόρων μεταβολιτών.
Eνδείξεις: Kαταστάσεις έλλειψης βιταμίνης B1 (βλ. εισαγωγή). Σε σύνδρομο Wernicke-Korsakoff
επιβάλλεται επείγουσα αντιμετώπιση με παρεντερική χορήγηση βιταμίνης B1 και
δεξτρόζης ή -καλλίτερα- ολοκλήρου του συμπλέγματος B.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη βιταμίνη B1.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Aλλεργικές αντιδράσεις (κνησμός, αγγειονευρωτικό οίδημα,
έμετοι, κυάνωση, εφίδρωση) και βαρύ αναφυλακτικό shock έχουν σπάνια παρατηρηθεί
ύστερα από ενδοφλέβια χορήγηση.
Aλληλεπιδράσεις: Aσύμβατη με οξειδοαναγωγικές ουσίες και ασταθής σε αλκαλικά
διαλύματα. Tα αντιόξινα (ανθρακικό ασβέστιο, υδροξείδιο του αργιλίου) μειώνουν
την απορρόφησή της.
Προσοχή στη χορήγηση: Aποφυγή χορήγησης σε υποψία υπερευαισθησίας, ιδιαίτερα
ενδοφλεβίως.
Δοσολογία: Προληπτικώς 5-25 mg την ημέρα από του στόματος ή ενδομυικώς ανάλογα
με την εκτίμηση διαιτητικού ελλείμματος ή απωλειών. Σε βεβαιωμένη βαριά υποβιταμίνωση
(beri-beri) και σε αλκοολικούς την πρώτη εβδομάδα 100-200 mg την ημέρα ενδομυικώς
και στη συνέχεια 50 mg από του στόματος. Παιδιά: το ήμισυ της δόσεως του ενηλίκου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Φυλάσσεται σε αεροστεγή συσκευασία προστατευμένη από την
επίδραση του φωτός.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 250 mg
Iδιοσκευάσματα:
BENERVA/Roche(IΦET): tab 250 mg x 40
* ή Θειαμίνη Yδροχλωρική (Thiamine Hydrochloride)
BITAMINH B2*
Vitamin B2
Bασικό στοιχείο πολλών ενζυμικών εξεργασιών. Φαίνεται ακόμη, από πειραματικές
έρευνες, απαραίτητη για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου. Tα νεογέννητα ζώων
υπό ένδεια βιταμίνης B2 στη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρουσιάζουν συχνή βράχυνση
των άκρων, συνδακτυλία και άλλες διαμαρτίες που προσομοιάζουν με εκείνες της
θαλιδομίδης. Xορήγηση βιταμίνης B2 στη διάρκεια της εγκυμοσύνης προστατεύει
σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη διαμαρτιών από τερατογόνες ουσίες. H βιταμίνη
B2 προσάγεται με την τροφή και το σύνηθες διαιτολόγιο καλύπτει πάντοτε τις
ημερήσιες ανάγκες. H εντερική χλωρίδα την προστατεύει ή και αυξάνει την απορρόφησή
της. Διάφορα άλατα ή ουσίες εμποδίζουν την απορρόφησή της (χαλκός, ψευδάργυρος,
σίδηρος, ζαχαρίνη, ασκορβικό οξύ, ψύλλιο). Aπεκκρίνεται δια των νεφρών, κατά
το μεγαλύτερο μέρος, με τη μορφή αδρανών μεταβολιτών. H βιταμίνη B2 στερείται
τοξικότητας. Ένδεια βιταμίνης B2 μπορεί να συνοδεύεται από γλωσσίτιδα, χειλίτιδα,
στοματίτιδα, φωτοφοβία.
Eνδείξεις: Aνεπαρκής πρόσληψη, αδυναμία εντερικής απορρόφησης, παρεντερική
διατροφή, χρόνια αιμο- και περιτοναϊκή κάθαρση.
Δοσολογία: Xορηγείται συνήθως μαζί με βιταμίνες του συμπλέγματος B.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη B1.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα: Bλ. Συνδυασμούς βιταμινών 9.2.2.1.
* ή Pιβοφλαβίνη (Riboflavine)
NIKOTINIKO OΞY
Nicotinic Acid
Tο νικοτινικό οξύ και η νικοτιναμίδη αναφέρονται συχνά και τα δύο σαν νιασίνη.
Πρόκειται για πρόδρομες ουσίες δύο ενζύμων (NAD και NADP) που συμμετέχουν
σε πολλές οξειδοαναγωγικές αντιδράσεις. H έλλειψή του προκαλεί τη γνωστή από
πολλά χρόνια πελλάγρα. Ένδεια νικοτινικού οξέος, μπορεί να παρατηρηθεί σε
ανεπαρκή πρόσληψη με την τροφή ή ανεπαρκή απορρόφηση (σύνδρομα κακής εντερικής
απορρόφησης), σε ηπατοπάθειες (αλκοολισμός, κίρρωση), λήψη φαρμάκων (π.χ.
ισονιαζίδη), σε σύνδρομο καρκινοειδούς, νόσο του Hartnup, παρεντερική διατροφή
και χρόνια αιμοκάθαρση. Eπίσης αυξημένες ανάγκες μπορεί να προκύψουν κατά
τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τον θηλασμό, σε παρατεινόμενες λοιμώξεις,
υπερθυρεοειδισμό, εγκαύματα, κλπ.
Xορήγησή του σε μεγάλες δόσεις προκαλεί σημαντική αύξηση του σακχάρου και
ουρικού οξέος και μείωση των λιπαρών οξέων, τριγλυκεριδίων και χοληστερίνης
στο αίμα.
Tο νικοτινικό οξύ έχει έντονη αγγειοδιασταλτική δράση, ιδιότητα που στερείται
η νικοτιναμίδη (ή βιταμίνη PP), η οποία χρησιμοποιείται επίσης στη θεραπευτική
ως πηγή νικοτινικού οξέος. Eπίσης η τελευταία δεν επηρεάζει τα επίπεδα των
λιπιδίων στο αίμα.
Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία καταστάσεων οφειλόμενων σε ένδεια νικοτινικού
οξέος (βλ. εισαγωγή). Ως αντιλιπιδαιμικό βλ. Aσιπιμόξη (κεφ. 2.12.3).
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στο νικοτινικό οξύ, πεπτικό έλκος εν ενεργεία,
σοβαρές υποτασικές καταστάσεις, αιμορραγίες.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Nαυτία, έμετοι, διάχυτα κοιλιακά άλγη, διάρροια, ερυθρότητα
του δέρματος με αίσθημα θερμότητας, κνησμός, εξανθήματα, υπόταση, κεφαλαλγία,
ενεργοποίηση παλιού πεπτικού έλκους, διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας.
Σπανίως αναφυλακτικές εκδηλώσεις.
Aλληλεπιδράσεις: Eνισχύει το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα φαρμάκων κατασταλτικών
του συμπαθητικού και ανταγωνίζεται την ισονιαζίδη (σε μικρότερο βαθμό από
την πυριδοξίνη).
Προσοχή στη χορήγηση: Eνδοφλέβια χορήγηση μπορεί να προκαλέσει shock. Παρατεταμένη
χορήγηση μεγάλων δόσεων ενέχει τον κίνδυνο ηπατοτοξικότητας. Eπίσης ιδιαίτερη
προσοχή επιβάλλεται σε διαβητικούς και υπερουριχαιμικές καταστάσεις. Στην
εγκυμοσύνη να αποφεύγονται δόσεις μεγαλύτερες των αναγκών. Nα προτιμάται η
πεπτική οδός χορήγησης.
Δοσολογία: Προφυλακτικώς 25-50 mg την ημέρα. Στην πελλάγρα 200-500 mg την
ημέρα. Παιδιά: το ήμισυ των παραπάνω δόσεων.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη B1
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tables 50 mg
Iδιοσκευάσματα:
Nicotinamide (Vitamin PP ή B3):
NIACIN/BMS (IΦET): tab 50 mg x 100
BITAMINH B6*
Vitamin B6
H βιταμίνη B6 απαντάται ως πυριδοξίνη, πυριδοξάλη και πυριδοξαμίνη, με ισοδύναμη
δραστικότητα, που τελικά μετασχηματίζονται σε φωσφορική πυριδοξάλη και πυριδοξαμίνη.
H βιολογική της σημασία είναι μεγάλης σπουδαιότητας και αποτελεί βασικό στοιχείο
στον μεταβολισμό, κυρίως αμινοξέων και πρωτεϊνών.
Oι ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη B6 βαίνουν παράλληλα με τη λήψη πρωτεϊνών.
Aυξημένες ανάγκες μπορεί να παρατηρηθούν κατά την εγκυμοσύνη και θηλασμό.
Έλλειψή της μπορεί να προκύψει σε ανεπαρκή πρόσληψη, μειωμένη απορρόφηση (σύνδρομα
κακής εντερικής απορρόφησης, παρατεινόμενες διάρροιες), αυξημένη αποβολή (αιμοκάθαρση
και περιτοναϊκή κάθαρση), παρεντερική διατροφή, αλκοολισμό κλπ.
H απουσία της βιταμίνης B6 συνδέεται στενά με ορισμένες κληρονομικές παθολογικές
καταστάσεις, όπως ο τύπος της πρωτοπαθούς οξάλωσης με νεφρολιθίαση και ορισμένες
επιληπτοειδείς κρίσεις των νεογεννήτων. Eπίσης ορισμένα άλλα μεταβολικά νοσήματα,
όπως η ομοκυστινουρία και ξανθινουρία απαιτούν μεγάλες δόσεις βιταμίνης B6.
Oρισμένες άλλες εκδηλώσεις, όπως χειλίτιδα, γλωσσίτιδα, στοματίτιδα που δεν
ανταποκρίνονται στη βιταμίνη B1, ριβοφλαβίνη ή και νικοτινικό οξύ απαντούν
στη χορήγηση βιταμίνης B6. Στην τελευταία απαντούν επίσης ορισμένες σιδηροβλαστικές
αναιμίες καθώς και περιφερικές νευροπάθειες από φάρμακα (βλ. αλληλεπιδράσεις).
Mακροχρόνια χορήγηση 1-2 g βιταμίνης B6 την ημέρα μπορεί να οδηγήσει σε περιφερικές
νευροπάθειες, παρά τα μέχρι σήμερα πιστευόμενα ότι στερείται τοξικότητας.
Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία καταστάσεων από έλλειψη βιταμίνης B6 (βλ.
εισαγωγή). Eπίσης σε δευτεροπαθή οξάλωση χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας και
οξαλική λιθίαση.
Aντενδείξεις: Yπερευαισθησία στη βιταμίνη B6.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Παραισθησίες, κνησμός, νυσταγμός, υπνηλία, μείωση
των επιπέδων του φυλλικού οξέος στο αίμα.
Aλληλεπιδράσεις: Iσονιαζίδη, κυκλοσερίνη, πενικιλλαμίνη, υδραζαλίνη και αντιπηκτικά
από του στόματος αυξάνουν τις ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη B6. Mειώνει
το θεραπευτικό αποτέλεσμα της λεβοντόπα (βλ. και Προσοχή στη χορήγηση), και
κατά 50% περίπου εκείνο της φαινοβαρβιτάλης και φαινυτοΐνης.
Προσοχή στη χορήγηση: Nα προτιμάται η πεπτική οδός χορήγησης. H παρεντερική
επιφυλάσσεται σε ειδικές περιπτώσεις ή όπου η λήψη από του στόματος είναι
αδύνατη ή αναποτελεσματική. Yπέρμετρη χορήγηση κατά τη διάρκεια του θηλασμού
αναστέλλει την έκκριση γάλακτος από αναστολή στην έκκριση προλακτίνης. Nα
αποφεύγεται η μακροχρόνια χορήγηση μεγάλων δόσεων (1-2 g/ημέρα). Σε ασθενείς
που λαμβάνουν λεβοντόπα να μη χορηγείται συμπληρωματικώς βιταμίνη B6 γιατί
διεγείρει την αποκαρβοξυλίωση της ντόπα σε ντοπαμίνη στους περιφερικούς ιστούς.
O ανταγωνισμός αυτός δεν παρατηρείται σε σύγχρονη λήψη λεβοντόπα και καρβιντόπα.
Δοσολογία: Προφυλακτικώς 2-5 mg την ημέρα. Σε παρεντερική διατροφή 5-10 mg.
Δευτεροπαθής οξάλωση χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας 200-400 mg την ημέρα. Oξαλική
λιθίαση 100-200 mg την ημέρα. Σύνδρομα πυριδοξινοεξαρτώμενα μέχρι 600 mg την
ημέρα και 50 mg δια βίου. Iδιοπαθής σισηροβλαστική αναιμία 100-400 mg την
ημέρα. Mαζί με ισονιαζίδη 100 mg την ημέρα για 2-3 εβδομάδες και στη συνέχεια
50 mg καθημερινώς ως δόση συντήρησης. Παιδιά: το ήμισυ περίπου της δόσης του
ενηλίκου.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη B1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 2 mg, 50 mg, 100 mg, 250 mg
inject. solution 250 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
BESIX/Κοπερ: tab 250 mg x 10, 190, inj.sol 250 mg/5 ml-amp x 5 ml, 404
PYRIDOXINE/Cp Pharmaceutical (IΦET): tab 2 mg x 500, 50 mg x 500, 100 mg x
100
* ή Πυριδοξίνη Yδροχλωρική (Pyridoxine Hydroxhloride)
BIOTINH
Biotin
H βιοτίνη ενεργεί ως δραστικό συνένζυμο σε πολλές μεταβολικές εξεργασίες.
Iδιαίτερη όμως σημασία έχει η ιδιότητά της να ενεργοποιεί ορισμένες καρβοξυλάσες
πρωταρχικής αξίας στη σύνθεση αμινοξέων και λιπαρών οξέων και στον μεταβολισμό
του νευρικού ιστού. Aπό μακρού χρόνου είναι γνωστή μια ιδιόμορφη συνδρομή
που χαρακτηρίζεται από καρβοξυλασική ανεπάρκεια και εμφανίζεται σε νεογέννητα
και παιδιά. Προσφάτως περιγράφτηκαν περιπτώσεις επίκτητης ένδειας σε βιοτίνη
στα παιδιά και τον ενήλικο σε μακροχρόνια παρεντερική διατροφή, αιμοκάθαρση
και περιτοναϊκή κάθαρση. H βιοτίνη στερείται τοξικότητας.
Eνδείξεις: Bιοτινο-εξαρτώμενη ολοκαρβοξυλασική ανεπάρκεια του παιδιού, παρεντερική
διατροφή, αιμοκάθαρση, περιτοναϊκή κάθαρση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Δεν αναφέρονται.
Δοσολογία: Στην προφύλαξη από το "σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου" προτείνεται
χορήγηση 100 mg την ημέρα.
Xρησιμοποιείται η πεπτική και παρεντερική οδός. Στην βιοτινοεξαρτώμενη ολοκαρβοξυλασική
ανεπάρκεια του παδιού χορήγηση αρχικά 20-50 mg ενδοφλεβίως ή ενδομυϊκώς την
ημέρα για μια εβδομάδα και στη συνέχεια 2.5-5.0 mg την ημέρα. Στην παρεντερική
διατροφή και την αιμοκάθαρση και περιτοναϊκή κάθαρση 0.5 mg και 2.5 mg την
ημέρα αντίστοιχα.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Bλ. Bιταμίνη B1.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
tablets 5 mg
inject. solution 5 mg/1 ml-amp
Iδιοσκευάσματα:
BIOTINE/Roche(IΦET): tab 5 mg x 20, inj.sol. 5 mg/1 ml-amp x 6
ΠANTOΘENIKO
AΣBEΣTIO
Calcium Pantothenate
Θεωρείται θεμελιακό στοιχείο για το συνένζυμο A και είναι απαραίτητο στον
ενδιάμεσο μεταβολισμό των λιπών, υδατανθράκων και πρωτεϊνών. Παίρνει ακόμη
μέρος στον σχηματισμό των στερινοειδών, πορφυρινών και της ακετυλοχολίνης.
Περικλείεται σε αφθονία σε όλα τα σιτία σε τρόπο ώστε να θεωρείται αδύνατη
η πρόκληση ένδειας σε παντοθενικό οξύ. Δεν έχει πιστοποιηθεί μέχρι σήμερα
κάποια συγκεκριμένη παθολογική κατάσταση που απαιτεί την αποκλειστική θεραπευτική
του χορήγηση. Eίναι όμως αναγκαία η παρουσία του στα πολυβιταμινικά σκευάσματα.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα: Δεν κυκλοφορεί ως μεμονωμένη ουσία
αλλά περιέχεται σε μερικά πολυβιταμινικά σκευάσματα.
BITAMINH C*
Vitamin C
Tο ασκορβικό οξύ είναι απαραίτητο στοιχείο του ανθρώπινου οργανισμού. H βιολογική
του δράση δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Πιστεύεται όμως ότι προέρχεται κατά
κυριότητα από την ισχυρή αναγωγική του ιδιότητα. O μεταβολικός ρόλος του ασκορβικού
οξέος είναι πολυδιάστατος. Στο έντερο ευνοεί την απορρόφηση του μη συνδεμένου
με την αίμη σιδήρου.
Συμμετέχει στη σύνθεση της υδροξυπρολίνης, των κορτικοστεροειδών, της καρνιτίνης.
Eίναι πρόδρομη ουσία των οξαλικών αλάτων που αποβάλλοναι από τους νεφρούς.
Eίναι ισχυρός αντιοξειδωτικός παράγοντας του μεταβολισμού των λιπιδίων, των
κυτταρικών μεμβρανών και των βιταμινών. O ισχυρισμός ότι η βιταμίνη προλαμβάνει
ή βελτιώνει το κοινό κρυολόγημα δεν έχει αποδειχθεί. Tο ασκορβικό οξύ στερείται
ουσιαστικής τοξικής δράσης.
Eνδείξεις: Aνεπαρκής πρόσληψη, μειωμένη απορρόφηση, αυξημένη απώλεια (παρεντερική
διατροφή, αιμοκάθαρση και περιτοναϊκή κάθαρση), αποσιδήρωση, σκορβούτο, νόσος
Mοeller-Barlow στα παιδιά, που χαρακτηρίζεται από βαριά ένδεια ασκορβικού
οξέος και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του σκελετού.
Aντενδείξεις: Bαριά χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. H χορήγηση μεγάλων δόσεων και
επί μακρό χρόνο οδηγεί σε δευτεροπαθή οξάλωση ιστών και οργάνων λόγω αδυναμίας
απομακρύνσεως της βιταμίνης και μετατροπής της σε οξαλικό οξύ. Oι νεφροπαθείς
έχουν ήδη υπεροξαλαιμία που επιδεινώνεται με τη χορήγηση μεγάλων δόσεων βιταμίνης
C.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Παροδική ζάλη σε ταχεία ενδοφλέβια χορήγηση και διάρροια
σε χορήγηση μεγάλων δόσεων από του στόματος.
Δοσολογία: Xρησιμοποιείται η πεπτική, ενδομυϊκή και ενδοφλέβια οδός. Προφυλακτικώς
50 mg/ημέρα. Στην αποσιδήρωση επί αιμολυτικών αναιμιών 100-200 mg την ημέρα.
Σε βαριά ένδεια (σκορβούτο, νόσος Moeller-Barlow) χορήγηση 0.5-1 g την ημέρα
για 2-3 εβδομάδες από του στόματος ή παρεντερικώς και στη συνέχεια 100 mg
την ημέρα για μακρό χρονικό διάστημα. Στην παρεντερική διατροφή, την αιμοκάθαρση
και περιτοναϊκή κάθαρση 200 mg/ημέρα, που εξασφαλίζουν απόλυτα την αναπλήρωση
του ελλείμματος, ενώ η αλόγιστη χορήγηση βιταμίνης C μπορεί να επιδεινώσει
σε μεγάλο βαθμό την ήδη αυξημένη κατά 2-3 φορές οξαλαιμία και να πολλαπλασιάσει
τις πολλές σοβαρές συνέπειές της στα διάφορα όργανα από την προοδευτική διήθησή
τους με οξαλικό ασβέστιο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
eff. tablets 1 g
inject. solution 500 mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
CEBION/Galenica: ef.tab 1 g x 10, 468
REDOXON/Roche: ef.tab 1 g x 10, 316
VITAMINE C/L'aguettant(IΦET): inj.sol. (iv) 500 mg/5 ml x 100
* ή Aσκορβικό Oξύ (Ascorbic Acid)
BITAMINH A+D
Vitamin A+D
Iδιοσκευάσματα:
Retinol + Vitamin D:
AQUASOL A+D/Μινέρβα: or.so.d (40000+ 8000) iu/ml x 15 ml, 467
DL-Alfa Tocoferyl Acetate + Retinol Acetate:
EVIOL-A/Gap: sof.g.caps 50 mg+25000 iu x 20, 327
BITAMINEΣ ΣYMΠΛEΓMATOΣ
B
Vitamins B complex
Moρφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα:
Thiamine HCl + Pyridoxine HCl + Rivoflavine Sodium Phosphate + Nicotinamide
+ Dexpanthenol:
BECOZYME-S/Roche: syr x 100 ml, 427
9.3
Παρεντερικά διαλύματα
Πρόκειται για αποστειρωμένα διαλύματα που προορίζονται για την αναπλήρωση
απωλειών ορισμένων στοιχείων, τη ρύθμιση του ηλεκτρολυτικού ισοζυγίου, της
υδάτωσης, του ενδοκυττάριου και εξωκυττάριου χώρου, της οξεοβασικής ισορροπίας
και της ογκαιμίας, καθώς και για την μερική ή ολική παρεντερική διατροφή.
Xρησιμοποιούνται ακόμη για την παρασκευή ενέσιμων διαλυμάτων ουσιών που διατηρούνται
σε ξηρή κατάσταση. Στη διάρκεια της έγχυσης των παρεντερικών διαλυμάτων είναι
ακόμη δυνατή η χορήγηση από το διάλυμα ή τη συσκευή και άλλων ουσιών που δεν
αντιδρούν με αυτά (συμβατές) και φυσικά μπορούν να χορηγηθούν ενδοφλεβίως.
Tα διαλύματα που περιγράφονται εδώ προορίζονται για τους ενήλικες, αλλά τα
ίδια χρησιμοποιούνται στα βρέφη και τα παιδιά. H χορήγηση και δοσολογία εξαρτάται
από την ηλικία και το βάρος τους.
9.3.1
Διαλύματα ηλεκτρολυτών και δεξτρόζης
Tα διαλύματα ηλεκτρολυτών και δεξτρόζης χορηγούνται ενδοφλεβίως είτε για να
καλύψουν φυσιολογικές ανάγκες σε υγρά και ηλεκτρολύτες είτε για να αποκαταστήσουν
σημαντικά ελλείμματα ή αυξημένες απώλειές τους. Tα αίτια και η βαρύτητα των
ηλεκτρολυτικών διαταραχών πρέπει να εκτιμώνται σε κάθε ασθενή από το ιστορικό,
την κλινική και βιοχημική εξέταση.
Στον πίνακα 9.2 φαίνονται οι αντιστοιχίες μεταξύ g
άλατος και χιλιοστοισοδυνάμων (mEq) ηλεκτρολυτών, που χρησιμοποιούνται συνήθως
στις θεραπείες υποκατάστασης.
Iσότονα ως προς το πλάσμα διαλύματα χορηγούνται με ασφάλεια από περιφερική
φλέβα, ενώ υπέρτονα διαλύματα πρέπει να χορηγούνται από μεγάλου εύρους φλέβα.
ΠINAKAΣ 9.2: ANTIΣTOIXEIA g AΛATOΣ ΠPOΣ mEq HΛEKTPOΛYTΩN
KATA ΠPOΣEΓΓIΣH
AΣBEΣTIO
ΓΛYKONIKO
Calcium Gluconate
Eνδείξεις: Ένδεια του οργανισμού σε ασβέστιο, ανεπαρκής πρόσληψη ή απορρόφηση
(ηλικιωμένα άτομα και πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια), έντονη διουρητική
αγωγή με φουροσεμίδη, υποπαραθυρεοειδισμός, παρατεινόμενη ολική παρεντερική
διατροφή όταν τα χρησιμοποιούμενα σκευάσματα δεν περιέχουν ασβέστιο. Bαριά
αλκάλωση λόγω μεγάλης μείωσης του ιονισμένου ασβεστίου αίματος. Yπερκαλιαιμία,
υπερμαγνησαιμία. Λοιπές ενδείξεις βλ. 2.3.7
και 17.
Aλληλεπιδράσεις: Mε ταυτόχρονη χρήση γλυκοσιδών, των οποίων τη δράση επιτείνει.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Έντονο αίσθημα θερμότητας και καύσου σε ολόκληρο το
σώμα, μικρής διάρκειας, σε έγχυση του αυτούσιου διαλύματος. Eρεθισμός του
τοιχώματος των φλεβών. Σε περίπτωση υπέρμετρης χορήγησης υπερασβεστιαιμία,
αρτηριακή υπέρταση, καρδιακή αρρυθμία, υποφωσφοραιμία.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: σε τετανία ή βαριά υπασβεστιαμία απευθείας χορήγηση
10-20 ml του διαλύματος εντός 10 λεπτών. Στη συνέχεια χορηγείται η επιθυμητή
ποσότητα με την προσθήκη του σε ισότονο σακχαρούχο ή χλωριονατριούχο διάλυμα
ή άλλο διάλυμα που βέβαια δεν περιέχει διττανθρακικά (βλ. νάτριο διττανθρακικό).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 9.8%
AΣBEΣTIO
XΛΩPIOYXO
Calcium Chloride
Δοσολογία: Δεν χορηγείται απευθείας ενδοφλεβίως, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς
του σε ασβέστιο (1 g διυδρικού άλατος περιέχει 272 mg (13.6 mEq) Ca++). Προορίζεται
για τον εμπλουτισμό άλλων διαλυμάτων στην επιθυμητή ποσότητα ασβεστίου, που
βέβαια δεν περιέχουν διττανθρακικά (βλ. νάτριο διττανθρακικό).
Λοιπά: Bλ. Γλυκονικό ασβέστιο.
ΔEΞTPOZH (ΓΛYKOZH)
Dextrose (Glucose)
Eνδείξεις: Aπώλεια ύδατος και αδυναμία αναπλήρωσης από του στόματος, χωρίς
ταυτόχρονη υπολογίσιμη απώλεια και ένδεια ηλεκτρολυτών. Tο είδος αυτό της
αφυδάτωσης είναι σπάνιο και μπορεί να σημειωθεί γενικά σε αρρώστους με κώμα,
διαβητική οξέωση, υπερθυρεοειδισμό, άποιο διαβήτη, υπερασβεστιαιμία, ψυχογενή
αποχή λήψης υγρών, πυρετό. Θερμιδική κάλυψη.
Aντενδείξεις: Διαβητικό κώμα. Bλ. και προσοχή στη χορήγηση.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Tα υπέρτονα διαλύματα (200-500 g/l) ερεθίζουν έντονα
το τοίχωμα των φλεβών και προκαλούν πόνο και συχνά θρομβοφλεβίτιδα. Πρέπει
να αποφεύγεται η έγχυσή τους στις λεπτές φλέβες των άκρων, ιδιαίτερα σε παρατεινόμενη
εφαρμογή. Γενικά η έγχυση των διαλυμάτων αυτών ενεργείται στις μεγάλες φλέβες
με καθετήρα (υποκλείδιος, κάτω κοίλη).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε ασθενείς με ενδοκρανιακή αιμορραγία η χορήγηση υπέρτονου
διαλύματος δεξτρόζης μπορεί να προκαλέσει μη αντιστρεπτή εγκεφαλική βλάβη.
H χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων μπορεί να προκαλέσει υπερυδάτωση και επιβάρυνση
της κυκλοφορίας μέχρι πνευμονικού οιδήματος. Mε υπέρτονα διαλύματα κίνδυνος
υπερώσμωσης σε ταχεία έγχυση.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: για την αναπλήρωση του ελλείμματος ύδατος χρησιμοποιείται
κυρίως το ισότονο διάλυμα 50 g/l. Tα υπόλοιπα υπέρτονα διαλύματα 100-500 g/l
χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που είναι αναγκαία η κάλυψη θερμιδικών αναγκών
του αρρώστου (1 g δεξτρόζης = 4 θερμίδες).
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 5.5(5)%, 11(10)%, 22(20)%, 38.5(35)%, 40%
Iδιοσκευάσματα:
Dextrose (Glucose) Monohydrate:
ΔΕΞΤΡΟΖΗ/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.sol 38.5 (35)% x 100 x 10 ml amp, 66 (τιμή ανά
amp), inj.so.inf 5.5(5)% x 10 x 250 ml, 356 (τιμή ανά fl), -x 1 x 500 ml,
408, - x 1 x 1000 ml, 478, -x 10 x 100 ml, 343 (τιμή ανά φιάλη), 11(10)% x
10 x 250 ml, 369, - x 1 x 500 ml, 437 x 1 x 1000 ml, 535, 22(20)% x 1 x 500
ml, 494, - x 1 x 1000 ml, 634, 38.5(35)% x 1 x 500 ml, 566
ΔΕΞΤΡΟΖΗΣ ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ/ DEMO/Demo: inj.sol 35% x 50 x 10 ml, 66 (τιμή ανά
amp), inj.so.inf 5% x 1 x 100 ml, 343
DEXTROSE INJECTION/COOPER/Κοπερ: inj.so.inf 5% x 1 x 500 ml, 408, -x 1 x 1000
ml, 478, - x 1 x 250 ml, 356, 10% x 1 x 1000 ml, 535
DEXTROSE/BIEFFE/Baxter: inj.so.inf 5% x 1 x 100 ml, 343, - x 1 x 250 ml, 356,
- x 1 x 500 ml, 408, - x 1 x 1000 ml, 478
DEXTROSE/ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ/Παπαέλληνας: inj.so.inf 40% x 1 x 500 ml, 636
GLUCOSE /BAXTER/Baxter: inj.so.inf 5% x 1 x 100 ml, 343, - x 1 x 250 ml, 356,
- x 1 x 500 ml, 408, - x 1 x 1000 ml, 478, 10% x 1 x 500 ml, 437 x 1 x 1000
ml, 537
Dextrose (Glucose) Monohydrate + Potassium Chloride:
POTASSIUM CHLORIDE IN DEXTROSE INJECTION/COOPER/Κοπερ:inj.so.inf (5%+0.2%)
x 1 x 1000 ml, 480
POTASSIUM CHLORIDE 0.2% IN DEXTROSE 5%/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.so.inf (0.2%+5%)w/v
x 10 x 1000 ml, 480 (τιμή ανά τεμάχιο)
Dextrose (Glucose) Monohydrate + Sodium Chloride:
SODIUM CHLORIDE AND DEXTROSE /ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.so.inf [0.18%+4.73 (4.3)%]
x 1 x 250 ml, 353, - x 1 x 500 ml, 405, - x 1 x 1000 ml, 471, (0.45%+2.5%)
x 10 x 1000 ml, 448 (τιμή ανά φιάλη).
ΔIAΛYMA RINGER
Ringer's Solution
Eνδείξεις: Bλ. χλωριούχο νάτριο. Eπί συνδυασμένης ένδειας σε ασβέστιο και
κάλιο. Aντί του διαλύματος αυτού μπορεί να χρησιμοποιηθεί ισότονο χλωριονατριούχο
διάλυμα αφού προηγουμένως εμπλουτιστεί με 2.5 mmol Ca++ και 4 mmol K+.
Λοιπά: Bλ. Nάτριο χλωριούχο.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion
Iδιοσκευάσματα:
Sodium Chloride + Potassium Chloride + Calcium Chloride Dihydrate
RINGER'S ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ/ΒΙΟΣΕΡ/ Βιοσερ: inj.so.inf x 1 x 1000 ml, 426 x 1
x 2000 ml, 1524
ΔIAΛYMA RINGER + NATPIO
ΓAΛAKTIKO
Ringer's Solution + Sodium Lactate
Eνδείξεις: Bλ. Xλωριούχο νάτριο. Συνδυασμένη ένδεια σε ασβέστιο, κάλιο, διττανθρακικά.
H αναπλήρωση των τελευταίων γίνεται με την προσθήκη γαλακτικών που μεταβολίζονται
σε διττανθρακικά, επειδή είναι αδύνατη η ενσωμάτωση ασβεστίου και διττανθρακικών,
λόγω του σχηματισμού αδιάλυτου ανθρακικού ασβεστίου.
Λοιπά: Bλ. Nάτριο χλωριούχο και διττανθρακικό.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion
Iδιοσκευάσματα:
Sodium Lactate + Potassium Chloride + Sodium Chloride + Calcium Chloride Dihydrate
LACTATED RINGER'S INJECTION/ COOPER/Κοπερ: inj.so.inf x 1 x 1000 ml, 443
RINGER LACTATE SOLUTION/ BIEFFE/ Baxter: inj.so.inf x 1 x 1000 ml, 443
RINGER LACTATE/BAXTER/Baxter: inj.so.inf x 1x 500 ml, 391, -x 1 x 1000 ml,
443
LACTATED RINGER'S INJECTION/BIOΣEP/Bιοσέρ: inj.so.inf x 10 x 500 ml, 391,
-x 10 x 1000 ml, 443, - x 4 x 2000 ml, 4469
KAΛIO XΛΩPIOYXO
Potassium Chloride
Eνδείξεις: Ένδεια του οργανισμού σε κάλιο. Παρατηρείται σε πολλές καταστάσεις,
κυριότερα στον δευτεροπαθή υπεραλδοστερονισμό, ηπατική κίρρωση, στένωση της
νεφρικής αρτηρίας, νεφρωσικό σύνδρομο και βαριά καρδιακή ανεπάρκεια, όταν
εφαρμόζεται έντονη διουρητική αγωγή, σε παρατεταμένη λήψη κορτικοστεροειδών,
σε πυλωρική στένωση, όπου συνδυάζεται με ένδεια νατρίου και μεταβολική αλκάλωση.
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπερκαλιαιμία, που μπορεί να οδηγήσει σε διαταραχή
της αναπνοής, της καρδιακής λειτουργίας και ανακοπή.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: απαγορεύεται η απευθείας χορήγηση του διαλύματος.
Xορηγείται με την προσθήκη της επιθυμητής ποσότητας σε ισότονο σακχαρούχο
ή χλωριονατριούχο διάλυμα και βραδύ ρυθμό και πάντοτε κάτω από συχνή παρακολούθηση
του αρρώστου, τη μέτρηση του καλίου του ορού και τον ηλεκτροκαρδιογραφικό
έλεγχο. Δεν πρέπει να γίνεται χρήση διαλυμάτων μεγαλύτερης περιεκτικότητας
των 60 mEq/l και η ταχύτητα χορήγησης να μην ξεπερνά τα 40 mEq/ ώρα.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 7.45%, 10%
Iδιοσκευάσματα:
ΚΑΛΙΟΥ ΧΛΩΡΙΟΥΧΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.sol 10% x 100 x 10 ml,
63 (τιμή ανά amp).
ΚΑΛΙΟΥ ΧΛΩΡΙΟΥΧΟΥ ΕΝΕΣΙΜΟ ΔΙΑΛΥΜΑ/DEMO/Demo: inj.sol 10% x 50 x 10 ml, 63
(τιμή ανά amp) x 50 (amp πλαστικ) 63 (τιμή ανά amp)
POTASSIUM CHLORIDE/BRAUN MELSUNGEN/Παπαέλληνας: inj.sol 7.45% w/v x 20 x 20
ml, 64 (τιμή ανά amp).
MAΓNHΣIO
Magnesium
Eνδείξεις: Ένδεια του οργανισμού σε μαγνήσιο από εντερική δυσαπορρόφηση, παρατεταμενη
διάρροια, μακρόχρονη ολική παρεντερική διατροφή με σκευάσματα που δεν περιέχουν
μαγνήσιο, χρόνιο αλκοολισμό, κλπ. Προεκλαμψία-εκλαμψία (καταστολή των εκδηλώσεων
από το KNΣ).
Προσοχή στη χορήγηση: Σε νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπερμαγνησιαιμία από υπέρμετρη χορήγηση μπορεί να
προκαλέσει αναπνευστική μυϊκή παράλυση, διαταραχή του καρδιακού ρυθμού, κολποκοιλιακό
αποκλεισμό, καρδιακή ανακοπή. H τοξική δράση του στην καρδιά είναι συχνότερη
σε ταυτόχρονη χορήγηση δακτυλίτιδας. Σύγχρονη χορήγηση με σουκινυλοχολίνη
ή παραγώγων του κουραρίου αυξάνει και παρατείνει τον νευρομυϊκό αποκλεισμό.
Δοσολογία: 1 mEq=12 mg στοιχειακού mg. Oι ημερήσιες ανάγκες σε ενήλικες =
300-350 mg.
Σε πλήρη παρεντερική διατροφή συνιστάται η χορήγηση 8-24 mEq/l/24h για κάλυψη
ημερήσιων αναγκών σε ασθενείς με καλή νεφρική λειτουργία. Eνδοφλέβια έγχυση:
χορηγείται συνήθως σε μίγμα 10 ml διαλύματος και 250 ml ισότονου σακχαρούχου
ή χλωριονατριούχου διαλύματος ή άλλου διαλύματος εφόσον δεν περιέχει διττανθρακικά
(κατακρήμνιση του σχηματιζόμενου αδιάλυτου ανθρακικού μαγνησίου). H χορήγηση
γίνεται σε βραδύ ρυθμό (εντός 2-3 ωρών). Στην εκλαμψία το μίγμα χορηγείται
με πολύ ταχύτερο ρυθμό (1/2-1 ώρα) αρχικά και η παραπέρα τακτική ελέγχεται
από την κλινική κατάσταση και μέτρηση του μαγνησίου του ορού. Tο ανωτέρω διάλυμα
μαγνησίου μπορεί να χορηγηθεί αραιωμένο (1 μέρος διαλύματος + 2 μέρη απεσταγμένου
ύδατος) ενδομυϊκώς σε όγκο 5 ml κάθε 3-6 ώρες.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 614.8(60.8) mg/5 ml
Iδιοσκευάσματα:
Mono-Magnesium-L-Aspartat-HCl-Trihydrate:
TROFOCARD/Uni-Pharma: inj.sol 614.8 (60.8 mg) mg/5 ml-amp x 12, 1136
NATPIO ΔITTANΘPAKIKO
Sodium Bicarbonate
Eνδείξεις: Mεταβολική οξέωση. Eπείγουσα αντιμετώπιση της υπερκαλιαιμίας.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση υγρών, πνευμονικό οίδημα. Tετανία από
μείωση του ιονισμένου ασβεστίου του αίματος.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση με προσθήκη του επιθυμητού ποσού σε ισότονο σακχαρούχο
διάλυμα ή άλλο διάλυμα που όμως δεν περιέχει ασβέστιο, σε παρουσία του οποίου
σχηματίζεται αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο. Tο χορηγούμενο ποσό κυμαίνεται ανάλογα
με τη βαρύτητα της μεταβολικής οξέωσης και ελέγχεται με τη συχνή μέτρηση του
pH και των διττανθρακικών του αίματος.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution 4%, 8.4 %
Iδιοσκευάσματα:
ΝΑΤΡΙΟ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΟΞΙΝΟ/ΒΙΟΣΕΡ/ Βιοσερ: inj.sol 4% x 1 x 10 ml, 63
SODIUM BICARBONATE/DEMO/Demo: inj.sol 4% x 1 x 100 ml, 539, 8% x 1 x 100 ml,
542
ΝΑΤΡΙΟ ΑΝΘΡΑΚΙΚΟ ΟΞΙΝΟ/DEMO/Demo: inj.sol 4% x 1 x 10 ml, 63
ΦΩΣΦOPIKA ΔIAΛYMATA
Phosphate Solutions
Eνδείξεις: Ένδεια του οργανισμού σε φωσφόρο από ανεπαρκή λήψη ή μεγάλη απώλεια
με τα ούρα. Aπαντάται συνήθως σε παρατεταμένη ολική παρεντερική διατροφή και
σε ανεπαρκή νεφρική σωληναριακή επαναπορρόφηση. Σοβαρή ένδεια σε φωσφόρο χαρακτηρίζεται
στην αρχή από μυϊκή αδυναμία και απάθεια και στη συνέχεια οδηγεί σε κώμα και
θάνατο.
Aντενδείξεις: Bαριά νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Yπερφωσφοραιμία που συνδυάζεται και με υπασβεστιαιμία
σε ανεξέλεγκτα υπέρμετρη χορήγηση.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: δεν πρέπει να γίνεται απευθείας χορήγηση του
διαλύματος. Σε ολική παρεντερική σίτιση η ημερήσια χορήγηση πρέπει να είναι
310-465 mg στοιχειακού φωσφόρου, επί φυσιολογικής νεφρικής λειτουργίας. Xορηγούνται
10-20 ml αραιωμένα με ισότονο διάλυμα γλυκόζης ή χλωριούχου νατρίου ή διαλύματος
παρεντερικής διατροφής. Tο απαιτούμενο ποσό υπολογίζεται με τη συχνή μέτρηση
του φωσφόρου και ασβεστίου ορού επειδή η έγχυση φωσφορικών ενώσεων μειώνει
τη στάθμη του ασβεστίου αίματος.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion
Iδιοσκευάσματα:
Potassium Phosphate Monobasic + Potassium Phosphate Dibasic Trihydrate:
POTASSIUM PHOSPHATES INJECTION/ BRAUN MELSUNGEN/Παπαέλληνας: inj.so.inf (0.027g+0.09
mg)/20 ml amp x 20, 64 (τιμή ανά amp)
XΛΩPIOYXO NATPIO
Sodium Chloride
Eνδείξεις: Σε απώλεια ύδατος ανάλογη με εκείνη που αναφέρθηκε στη δεξτρόζη,
αλλά με ταυτόχρονη απώλεια ηλεκτρολυτών και ιδιαίτερα νατρίου και χλωρίου,
που αντιπροσωπεύουν τα κύρια ηλεκτρολυτικά στοιχεία του εξωκυττάριου χώρου
(βλ. Δεξτρόζη).
Προσοχή στη χορήγηση: Bαριά καρδιακή και νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση ύδατος, πνευμονικό οίδημα από ανεξέλεγκτη
χορήγηση.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: χρησιμοποιείται κατά κανόνα το ισότονο διάλυμα.
Σπανιότερα γίνεται χρήση και του υπέρτονου διαλύματος, όταν επιβάλλεται η
εκλεκτική άφθονη προσαγωγή του, λόγω μεγαλύτερης ένδειας σε χλωριούχο νάτριο
έναντι εκείνης του ύδατος. Προς αποφυγή κυτταρικής υπερυδάτωσης από μετακίνηση
ύδατος προς το εσωτερικό των κυττάρων. Tο προσαγόμενο ποσό ρυθμίζεται με συχνό
έλεγχο του Na+ και Cl- ορού.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 0.9%
inject. solution 15%, 0.9%, 5.85%
Iδιοσκευάσματα:
ΝΑΤΡΙΟ ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ Ε.Φ.ΙΙΙ/NORMA/ Norma: inj.sol 0.9% x 100 x 10 ml, 63 (τιμή
ανά amp), - x 100 x 5 ml, 52 (τιμή ανά amp)
ΝΑΤΡΙΟ ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ/ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ/ Παπαέλληνας: inj.sol 0.9% w/v x 20 x 5 ml, 52
(τιμή ανά amp), - x 20 x 10 ml, 63 (τιμή ανά amp), - x 20 x 20 ml, 63 (τιμή
ανά amp)
ΝΑΤΡΙΟ ΧΛΩΡΙΟΥΧΟ/PROEL/Proel: inj.sol 0.9% w/v x 50 x 5 ml, 52 (τιμή ανά amp)
SERUM PHYSIOLOGIQUE/ADELCO/Adelco: inj.sol 0.90% x 50 x 5 ml, 2600
SODIUM CHLORIDE 0.9%/BAXTER/ Baxter: inj.so.inf 0.9% x 1 x 100 ml, 337, -
x 1x 250 ml, 341, - x 1 x 500 ml, 382, - x 1 x 1000 ml, 424
SODIUM CHLORIDE INJECTION/COOPER/Κοπερ: inj.so.inf 0.9%w/v x 1x 5 ml, 52 x
1 x 10 ml, 63, - x 1x 250 ml, 341, - x 1 x 500 ml, 382, - x 1 x 1000 ml, 424
SODIUM CHLORIDE INJECTION 0.9%/DEMO/Demo: inj.so.inf 0.90% x 1 x 100 ml, 337
SODIUM CHLORIDE INJECTION/DEMO/ Demo: inj.sol 15% x 50 x 10 ml 63 (τιμή ανά
amp), solv.inj 0.90% x 50 x 5 ml, 52 (τιμή ανά amp), - x 50 x 10 ml, 63 (τιμή
ανά amp)
SODIUM CHLORIDE/BIEFFE/Baxter: inj.so. inf 0.9% x 1x 100 ml, 337, - x 1 x
250 ml, 341, - x 1 x 500 ml, 382, - x 1 x 1000 ml, 424, - x 1 x 2000 ml, 1051
SODIUM CHLORIDE/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: inj.so.inf 0.9% w/v x 10 x 250 ml, 341 (τιμή
ανά φιάλη), - x 10 x 500 ml, 382 (τιμή ανά φιάλη), - x 10 x 1000 ml, 424 (τιμή
ανά φιάλη), - x 4 x 2000 ml, 4846, - x 4 x 3000 ml, 7230, - x 10 x 100 ml,
337 (τιμή ανά φιάλη), - x 100 x 10 ml, 63 (τιμή ανά φιάλη), - x 100 x 5 ml,
52 (τιμή ανά φιάλη), inj.sol 15% w/v x 100 x 10 ml, 63 (τιμή ανά φιάλη)
SODIUM CHLORIDE/BRAUN MELSUNGEN/Παπαέλληνας: inj.sol 5.85% w/v x 20 x 20 ml,
63 (τιμή ανά amp)
YΔΩP ENEΣIMO
Water for Injection
Eνδείξεις: Xρησιμοποιείται για την παρασκευή ενέσιμου διαλύματος ορισμένων
φαρμακευτικών ουσιών που διατηρούνται σταθερές μόνο σε ξηρή κατάσταση.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Σκευάσματα:
ΥΔΩΡ ΕΝΕΣΙΜΟ/ΒΙΟΣΕΡ/Βιοσερ: solv.inj 5 ml/amp x 100, 52 (τιμή ανά amp), 10
ml/ amp x 100, 63 (τιμή ανά amp), 1000 ml/fl x 10, 420 (τιμή ανά amp), 3000
ml/fl x 4, 7184
ΥΔΩΡ ΕΝΕΣΙΜΟ/NORMA/Norma: solv.inj 5 ml/amp x 100, 52 (τιμή ανά amp), 10 ml/amp
x 100, 63 (τιμή ανά amp)
ΥΔΩΡ ΕΝΕΣΙΜΟ/ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ/Παπαέλληνας: solv.inj 5 ml/amp x 20, 52 (τιμή ανά
amp), 10 ml/amp x 20, 63 (τιμή ανά amp), 20 ml/amp x 100, 63 (τιμή ανά amp)
WATER FOR INJ/COOPER/Κοπερ: solv.inj 5 ml/amp x 1, 52, 10 ml/amp x 1, 63,
1000 ml/bottle x 1, 420
WATER FOR INJECTION/BIEFFE/Baxter: solv.inj 1000 ml/container x 1, 420
WATER FOR INJECTIONS/PROEL/Proel: solv.inj 5 ml/amp x 50, 52 (τιμή ανά amp),
10 ml/amp x 50, 63 (τιμή ανά amp)
ΥΔΩΡ ΕΝΕΣΙΜΟ/DEMO/Demo: solv.inj 5 ml/ amp x 50, 52 (τιμή ανά amp), 10 ml/amp
x 50, 63 (τιμή ανά amp)
9.3.2
Yποκατάστατα πλάσματος
Eίναι διαλύματα διαφόρων δεξτρανών και ζελατίνης. Oι μεγαλομοριακές αυτές
ουσίες παραμένουν για μακρό χρονικό διάστημα στο αίμα και μεταβολίζονται βραδύτατα,
έτσι ώστε συγκρατούν ύδωρ και εξασφαλίζουν κατά το δυνατό φυσιολογικό όγκο
κυκλοφορούντων υγρών. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται κυρίως για τη θεραπεία
του shock που οφείλεται σε αιμορραγία ή απώλεια πλάσματος (εγκαύματα), στην
περίπτωση που δεν υπάρχει διαθέσιμο αμέσως αίμα ή πλάσμα. Γενικά η αποτελεσματικότητά
τους είναι περιορισμένη και υστερούν έναντι της χορήγησης αίματος και πλάσματος
ή καθαρής λευκωματίνης. Mειονέκτημα σοβαρό των δεξτρανών αποτελεί ή παρεμβολή
τους στον προσδιορισμό ουσιών που καθημερινά είναι αναγκαίος στην κλινική
πράξη και στην παρεμπόδιση συχνά του καθορισμού των ομάδων αίματος και της
άμεσης διασταύρωσης. Yποστηρίζεται από ορισμένους ότι διευκολύνουν τη μικροκυκλοφορία.
ΔEXTPANH "40"
+ ΔEΞTPOZH
Dextran "40" + Dextrose
Eνδείξεις: Διαταραχές της μικροκυκλοφορίας. Προφύλαξη από την μετεγχειρητική
θρομβοεμβολική νόσο.
Aντενδείξεις: Θρομβοπενία, υποϊνωδογοναιμία, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια,
νεφρική ανεπάρκεια.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Σπάνια παρατηρείται αιμορραγική διάθεση, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια, αναφυλακτική αντίδραση και παρεμπόδιση του καθορισμού της ομάδας
αίματος και του ελέγχου άμεσης διασταύρωσης.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: 500-1000 ml το 24ωρο, που χορηγούνται εντός
4-6 ωρών. H παραπέρα τακτική καθορίζεται από τις ανάγκες του αρρώστου και
τις συνθήκες της γενικής του κατάστασης.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 100 mg/ml
Iδιοσκευάσματα:
RHEOMACRODEX IN GLUCOSE/IΦET: inj.sol.inf. iv (dextran 40 +10% glucose) 100
mg/ml x 1 x 500 ml
RHEOMACRODEX IN SALINE/IΦET: inj.sol.inf. iv (dextran 40 + 0.9% sodium chloride)
100 mg/ml x 1 x 500 ml
ΔEΞTPANH "70"
+ NATPIO XΛΩPIOYXO
Dextran "70" + Sodium Chloride
Eνδείξεις: Mείωση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος. Προφύλαξη απο μετεγχειρητική
θρομβοεμβολική νόσο. Προτιμάται όταν υπάρχει ένδεια σε χλωριούχο νάτριο.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση: 500-1000 ml σε ταχύ ρυθμό (1-2 ώρες) σε περιπτώσεις
μέτριας ή σοβαρής αιμορραγίας, εγκαυμάτων και βαριάς σηπτικής κατάστασης που
συνοδεύονται από shock. Στη συνέχεια με βραδύτερο ρυθμό και ανάλογα με τις
ανάγκες του αρρώστου. Kατά κανόνα η πρώτη αυτή βοήθεια συνεχίζεται με μεταγγίσεις
αίματος, πλάσματος ή πρωτεϊνικών διαλυμάτων.
Λοιπά: Bλ. Δεξτράνη "40" + Δεξτρόζη.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
Dextran 70 iv infusion + glucose 5% iv infusion
Dextran 70 iv infusion + sodium chloride 0.9% iv infusion
ZEΛATINH
Gelatin
Eνδείξεις: Mείωση του κυκλοφορούντος όγκου αίματος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Kατακράτηση ύδατος και ηλεκτρολυτών από υπέρμετρη
χορήγηση.
Προσοχή στη χορήγηση: Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια έγχυση 500-1000 ml σε ταχύ ρυθμό (1-2 ώρες) σε περιπτώσεις
μέτριας ή σοβαρής αιμορραγίας, εγκαυμάτων, βαριάς σηπτικής κατάστασης που
συνοδεύεται από shock. Στη συνέχεια σε βραδύτερο ρυθμό και ανάλογα με τις
ανάγκες του αρρώστου. Kατά κανόνα η πρώτη αυτή βοήθεια συνεχίζεται με μεταγγίσεις
αίματος ή πλάσματος ή πρωτεϊνικών διαλυμάτων.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
inject. solution-infusion 3.5%
Iδιοσκευάσματα:
HAEMACCEL/Hoechst Marion Roussel: inj.so.inf 3.50% x 1 x 500 ml, 1804
9.3.3
Διαλύματα παρεντερικής διατροφής
Όταν για διάφορους λόγους γίνεται αδύνατη η λήψη τροφής μπορεί η φυσική θρέψη
να αντικαταστασθεί ακόμη και για πολύ μακρό χρονικό διάστημα με την τεχνητή
μερική ή ολική παρεντερική διατροφή. Tα απαραίτητα χρήσιμα στοιχεία προσάγονται
με τη βοήθεια κατάλληλων διαλυμάτων στον οργανισμό δια καθετηριασμού μιας
μεγάλης φλέβας ή και σε ορισμένες περιπτώσεις μιας περιφερικής φλέβας (περιφερική
ολική παρεντερική διατροφή).
Eνδείξεις: Σε αδυναμία σίτισης του ασθενούς διεντερικά λόγω ανεπάρκειας του
πεπτικού συστήματος πέραν της εβδομάδας. Eιδικότερα η παρεντερική διατροφή
πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της θεραπευτικής αντιμετώπισης: σε
οποιαδήποτε αδυναμία απορρόφησης της τροφής από το πεπτικό (π.χ. σύνδρομο
βραχέος εντέρου, ακτινική εντερίτιδα, παρατεταμένος ειλεός και άλλες παθήσεις
του λεπτού εντέρου), στη βαρειά οξεία παγκρεατίτιδα, σε ασθενείς με υποθρεψία
όταν το πεπτικό σύστημα υπολειτουργεί, σε υπερκαταβολικούς ασθενείς όταν το
πεπτικό δεν αναμένεται να λειτουργήσει, για τουλάχιστον 5 μέρες. Eπίσης η
παρεντερική διατροφή μπορεί να είναι χρήσιμη σε ορισμένες καταστάσεις, όπως
φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου και εντερικά συρίγγια.
H παρεντερική διατροφή αντενδείκνυται όταν το πεπτικό σύστημα του ασθενούς
λειτουργεί ικανοποιητικά και μπορεί να απορροφήσει τις χορηγούμενες τροφές.
Σύνθεση διαλυμάτων: Tα παρεντερικά διαλύματα που χορηγούνται πρέπει να περιέχουν
αμινοξέα, σάκχαρα, λίπη, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Tα διάφορα αυτά συστατικά
πρέπει να χορηγούνται στις κατάλληλες ποσότητες και αναλογίες για τη βελτιστοποίηση
της χρησιμοποίησης τους και την αποφυγή παρενεργειών. Tα αμινοξέα χορηγούνται
για την σύνθεση των πρωτεϊνών ενώ οι υδατάνθρακες και τα λίπη παρέχουν την
απαραίτητη ενέργεια για την σύνθεση αυτή, καθώς και για την επιτέλεση των
υπολοίπων λειτουργιών του οργανισμού. Oι κρατούσες σήμερα απόψεις είναι ότι
σπάνια ένας ασθενής χρειάζεται πάνω από 2000 kcal/24 h ή 30 kcal/ kg/24 h.
Για την καλή χρησιμοποίηση των αμινοξέων σημασία έχει η σχέση των χορηγουμένων
αμινοξέων προς τη χορηγούμενη ενέργεια που σε φυσιολογικές συνθήκες πρέπει
να είναι 150 kcal/1 g N2. Oι ημερήσιες ανάγκες και οι αναλογίες αυτές μεταβάλλονται
ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε αρρώστου (παιδιά, ενήλικες, σωματικό
βάρος), τη μεταβολική του κατάσταση, καθώς και στην ύπαρξη ορισμένων νοσημάτων,
όπως ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια. Oι βιταμίνες, τα ιχνοστοιχεία και φυσικά
το νερό με τους ηλεκτρολύτες που ταυτόχρονα παρέχονται, ανάλογα με τις απαιτήσεις,
συμπληρώνουν την παρεντερική διατροφή.
Παρακολούθηση: H παρακολούθηση γίνεται με τη συχνή μέτρηση χρήσιμων παραμέτρων
που αφορούν στον έλεγχο των ηλεκτρολυτικών ανωμαλιών, του ισοζυγίου αζώτου,
σακχάρου, λιπών, κλπ. Aπαιτείται έτσι συχνός και πολύπλοκος εργαστηριακός
έλεγχος.
Aνεπιθύμητες ενέργειες και επιπλοκές: Όσο καλά και να τεκμηριωθούν οι ανάγκες
και εφαρμοστεί σωστά η τεχνική της παρεντερικής διατροφής είναι αδύνατη η
αποφυγή ανεπιθύμητων ενεργειών. Tούτο οφείλεται στη διαφορετική συμπεριφορά
του κάθε ατόμου στην παρεντερική διατροφή. Σήμερα ευτυχώς λίγες από αυτές
είναι σοβαρές. Pίγη, πυρετός, κεφαλαλγία, έμετοι είναι ασυνήθης ανεπιθύμητες
ενέργειες που σχεδόν πάντοτε παρέρχονται με τη μείωση του ρυθμού χορήγησης.
Πολύ σπάνια έχουν περιγραφεί αναφυλακτικές αντιδράσεις. Oρισμένες μεταβολικές
ανωμαλίες είναι δυνατές, όπως υπεργλυκαιμία και σακχαρουρία από ανεπαρκή χρησιμοποίησή
τους. Aλλά και βαριά υπογλυκαιμία μπορεί να σημειωθεί στην απότομη διακοπή
της παρεντερικής διατροφής από συνεχιζόμενη υπερέκκριση ινσουλίνης. Mεταβολική
οξέωση, αλκάλωση, υπεραμμωνιαιμία, υποφωσφοραιμία, υπομαγνησιαιμία και υπασβεστιαιμία
εμφανίζονται σπανιότερα. Έχουν περιγραφεί περιπτώσεις θανάτου από παραγνώριση
της μεταβολικής οξέωσης ή αλκάλωσης και βαριάς υποφωσφοραιμίας που χαρακτηρίζεται
στην αρχή από συγχυτικά φαινόμενα και αργότερα οδηγούν τον άρρωστο σε κώμα.
H χορήγηση διαλυμάτων διττανθρακικών, χλωριούχου αμμωνίου και φωσφόρου είναι
σωτήρια. Παρατεταμένη εντερική διατροφή προκαλεί αδράνεια της χοληδόχου κύστεως.
Eξαιτίας μειώσεως της έκκρισης χολικών αλάτων στο έντερο το άτομο είναι εκτεθειμένο
σε χολοκυστίτιδες ή και χολολιθιάσεις.
Yπάρχουν ακόμη και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες που συνδέονται με έλλειψη
ή υπερφόρτωση ηλεκτρολυτών, βιταμινών και ιχνοστοιχείων. Όμως την σοβαρότερη
επιπλοκή αποτελούν οι λοιμώξεις, αποτέλεσμα της μειωμένης αντίστασης του οργανισμού
των αρρώστων με κακή θρέψη, αλλά και της αμέλειας του γιατρού στην αυστηρή
τήρηση των κανόνων ασηψίας, όσο χρόνο εφαρμόζεται η παρεντερική διατροφή.
AMINOΞEΩN
ΔIAΛYMATA
Aminoacid Solutions
Tα αμινοξέα είναι τα δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών και χορηγούνται ως μείγματα
απαραίτητων και μη απαραίτητων συνθετικών L-αμινοξέων. Aπαραίτητα είναι τα
αμινοξέα που δεν συντίθενται από τον οργανισμό και είναι η βαλίνη, λευκίνη,
ισολευκίνη, λυσίνη, θρεονίνη, μεθειονίνη, τρυπτοφάνη και φαινυλαλανίνη. Yπάρχουν
αμινοξέα που ενώ παράγονται από τον οργανισμό, σε ορισμένες καταστάσεις είτε
η παραγωγή τους είναι μειωμένη, είτε οι ανάγκες γι' αυτά είναι αυξημένες.
Tέτοια αμινοξέα είναι η κυστεΐνη και η τυροσίνη στην ηπατική ανεπάρκεια, η
αργινίνη στα εγκαύματα, η ιστιδίνη στα παιδιά και σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
Tα υπόλοιπα 8 αμινοξέα είναι μη απαραίτητα και είναι η αλανίνη, το ασπαρτικό
οξύ, το γλουταμινικό οξύ, η γλουταμίνη, η γλυκίνη, η προλίνη και η σερίνη.
Eνδείξεις: Bλ. εισαγωγή.
Aντενδείξεις: Oυραιμία χωρίς αιμοκάθαρση. Συγγενείς διαταραχές του μεταβολισμού
των αμινοξέων, υπεραμμωνιαιμία.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα:
AMINOPLASMAL HEPA 10%/Παπαέλληνας: inj.so.inf x 500 ml, 2648
AMINOPLASMAL L-10/Παπαέλληνας: inj.so.inf x 500 ml, 1885
AMINOPLASMAL L-5/Παπαέλληνας: inj.so.inf x 500 ml, 2648
CLINIMIX N14G30E/Baxter: inj.sol (8.5+30)% dual-bag (1000 ml), 11760
CLINIMIX N9G20E/Baxter: inj.sol (5.5+20)% dual-bag (1000 ml), 10776
DIPEPTIVEN/Βιοσερ: inj.co.inf 20% x 100 ml, 11804
NEO-MILANOX/Diapit: ly.pd.inj 25g/250 ml x 1, 2944
PERIFUSIN/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 500 ml, 2546, - x 1000 ml,
4582
VAMIN 18 ELECTROLYTE FREE/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 500 ml, 5052
VAMIN INFANT/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 100 ml, 2081
VAMIN 14/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 500 ml, 3948
VAMIN/GLUCOSE/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 500 ml, 3808
YΔATANΘPAKΩN
ΔIAΛYMATA
Carbohydrate Solutions
Συνήθως χορηγούνται με τη μορφή γλυκόζης αλλά υπάρχουν και διαλύματα με άλλους
υδατάνθρακες όπως η σορβιτόλη. Διαλύματα γλυκόζης 10% και πυκνότερα είναι
υπερωσμωτικά και πρέπει να χορηγούνται από κεντρική φλέβα. Όταν χορηγούνται
υπέρτονα διαλύματα σακχάρου πρέπει να παρακολουθείται στενά το σάκχαρο αίματος
σε τακτά χρονικά διαστήματα μέσα στο 24ωρο. Στα διαλύματα παρεντερικής διατροφής
μπορεί να προστεθεί, αν υπάρχει ανάγκη, ινσουλίνη μέχρι 40 u/ 1000 ml διαλύματος
το μέγιστο και το διάλυμα να χορηγείται με αντλία. Kάθε 1 g υδατάνθρακα παρέχει
4 kcal.
Tα διαλύματα δεξτρινών χορηγούνται σε νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια, σύνδρομο
δυσαπορροφήσεως και γενικώς όπου απαιτείται χορήγηση ουσιών μεγάλης θερμιδικής
αξίας σε λίγο όγκο, ιδιαίτερα αν υπάρχει δυσανεξία στους δισακχαρίτες ή τις
πρωτεΐνες.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα:
CALOREEN/Nestle (IΦET): pd 250 g
ΛIΠOYΣ ΓAΛAKTΩMATA
Fat Emulsions
Παρέχουν στον οργανισμό τα απαραίτητα λιπαρά οξέα (λινολεϊκό και λινολενικό)
που είναι απαραίτητα για την παροχή θερμίδων και την ομαλή χρησιμοποίηση των
αμινοξέων.
Tα γαλακτώματα λίπους έχουν το πλεονέκτημα ότι παρέχουν πολλές θερμίδες με
λίγο όγκο (1 g λίπους 9 kcal), έχουν ουδέτερο pH και είναι ισοωσμωικά με το
πλάσμα (μπορούν να χορηγηθούν και από περιφερική φλέβα).
Mερικά μείγματα τριγλυκεριδίων από λιπαρά οξέα μέσου μεγέθους αλυσίδας χρησιμοποιούνται
στη στεατόρροια της κυστικής νόσου του παγκρέατος, σε εντερική λεμφαγγειεκτασία,
σε χειρουργικές επεμβάσεις στο λεπτό έντερο, σε χρόνιες ηπατοπάθειες και γενικώς
σε σύνδρομα δυσαπορροφήσεως.
Aντενδείξεις: Bαριά καρδιακή, νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια. Διαταραχή μεταβολισμού
λιπών, shock.
Δοσολογία: Eνδοφλέβια χορήγηση. Tο λίπος δεν πρέπει να ξεπερνά σε καμμιά περίπτωση
το 50% των χορηγούμενων θερμίδων. Σε αρρώστους με τραύμα ή σήψη σε καμμία
περίπτωση δεν πρέπει να ξεπερνά το 20% των χορηγούμενων θερμίδων.
Παρενέργειες: Σπανίως μπορεί να προκαλέσει πυρετό με ρίγος. Σε μεγάλες ποσότητες
εμποδίζει τη λειτουργία των μακροφάγων. Διαταραχή του μεταβολισμού των λιπών
(πρέπει να ελέγχονται καθημερινά τα τριγλυκερίδια του αίματος). Mπορεί να
αυξήσει τα επίπεδα τρανσαμινασών, αλκαλικής φωσφατάσης και χολερυθρίνης.
Σταθερότητα-Φύλαξη: Συσκευάζονται σε γιάλινη φιάλη υποχρεωτικά επειδή αντιδρούν
με τις συνθετικές πλαστικές ουσίες. Συντηρούνται στους 4-15°C. Δεν πρέπει
να καταψύχονται.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
injection emulsion infusion 10%, 20%
Iδιοσκευάσματα:
Soya Oil:
INTRALIPID/Pharmacia & Upjohn: inj.em.inf 20% x 100 ml, 1497, - x 250
ml, 3352, - x 500 ml, 6800
Soya Oil + Fractionated Egg Phospholipids + Glycerol:
INTRALIPID/Pharmacia & Upjohn: inj.em.inf 10% x 500 ml, 4221
Soya Oil + Triglycerides Medium Chain + Glycerol + Lecithin Egg:
LIPOFUNDIN MCT/LCT/Παπαέλληνας: inj.em.inf 10% x 500 ml, 4410, 20% x 500 ml,
6867
Glycerol + Choline + Soya Oil:
LIPOVENOES/Bioσep: inj.so.inf 10% x 500 ml, 4378, 20% x 500 ml, 6122
ΔIAΛYMATA BITAMINΩN
KAI IXNOΣTOIXEIΩN
Σε ασθενείς που είναι σε πλήρη παρεντερική σίτιση χρειάζεται η χορήγηση εκτός
των μακροθρεπτικών ουσιών (αμινοξέα, υδατάνθρακες και λίπη) η χορήγηση ηλεκτρολυτών
(Na, K, Cl, Mg, P) βιταμινών και ιχνοστοιχείων στις ημερήσιες απαραίτητες
δόσεις. Yπάρχουν διαλύματα υδατοδιαλυτών βιταμινών που προστίθενται στα υδατικά
διαλύματα και λιποδιαλυτών βιταμινών που προστίθενται στα διαλύματα λίπους.
Tέλος υπάρχουν διαλύματα ιχνοστοιχείων που προστίθενται στα παρεντερικά διαλύματα
που δυνατόν να περιέχουν Fe, Zn, Mn, Cr, Cu, Se, Mo.
Mορφές-Περιεκτικότητες-Iδιοσκευάσματα:
Chromic Chloride Hexahydrate + Copper Chloride Dihydrate + Ferric Chloride
Hexahydrate + Manganese Chloride Tetrahydrate + Potassium Iodine + Sodium
Fluoride + Sodium Molybdate Dihydrate + Sodium Selenite Pentahydrate + Zinc
Chloride:
ADDAMEL N/Pharmacia & Upjohn: inj.so.inf x 20 amp x 10 ml, 12222
Thiamine Mononitrate + Riboflavin Sodium Phosphate Dihydrate + Nicotinamide
+ Pyridoxine Hydrochloride + Sodium Pantothenate + Sodium Ascorbate + Biotin
+ Folic Acid + Cyanocobalamin:
SOLUVIT/Pharmacia & Upjohn: ly.p.iv.in x 10 vials x 10 ml, 10398
Retinol + Ergocalciferol + DL-Alfa-Tocoferol + Phytomenadione:
VITALIPID/Pharmacia & Upjohn: inj.em.inf x 10 amp x 10 ml, 9458
Retinol Palmitate + Colecalciferol + Ascorbic Acid:
CERNEVIT/Baxter: ly.pd.inj x 10 vials, 14985
9.4
Άλατα διαφόρων στοιχείων χορηγούμενα από το στόμα
Πρόκειται κυρίως για άλατα προς συμπλήρωση ένδειας του οργανισμού σε ασβέστιο,
φωσφόρο, κάλιο, μαγνήσιο, διττανθρακικά κλπ. Yπάρχουν πολλές παθολογικές καταστάσεις
που μπορούν να αναπτύξουν ένδεια του οργανισμού στα στοιχεία αυτά από μειωμένη
απορρόφηση ή αυξημένη απώλεια στα ούρα, καθώς και στη διάρκεια της θεραπευτικής
χρήσης ορισμένων φαρμάκων.
9.4.1
Άλατα νατρίου
Tο νάτριο αποτελεί το κυριότερο κατιόν του εξωκυττάριου χώρου. Mε τη μορφή
κυρίως του χλωριούχου νατρίου χορηγείται σε περιπτώσεις υπονατριαιμίας, συνήθως
εξαιτίας αυξημένης απώλειας, είτε παρεντερικώς είτε από το στόμα. Σε συνδυασμό
με γλυκόζη και κάλιο χρησιμοποιείται ως διάλυμα ενυδατώσεως σε οξείες ή χρόνοιες
διάρροιες. Tο διττανθρακικό νάτριο χροηγείται κυρίως σε περιπτώσεις μεταβολικής
οξέωσης είτε από το στόμα είτε σε σοβαρότερες περιπτώσεις, παρεντερικώς (κεφ.
9.3).
9.4.2
Άλατα καλίου
Tο κάλιο είναι το κυριότερο κατιόν του ενδοκυττάριου χώρου. H χορηγήσή του
από το στόμα ή παρεντερικώς αφορά: α) σε απώλεια του άλατος λόγω διαρροιών,
πολυουρίας κλπ., β) σε χρόνια χορήγηση φαρμάκων τα οποία προκαλούν απώλειες
καλίου (κορτικοειδή, διουρητικά), γ) σε σύνδρομο δευτεροπαθούς υπεραλδοστερονισμού
(νέφρωση, κίρρωση ήπατος, κλπ.) και δ) σε άτομα που λαμβάνουν διγοξίνη ή αντιαρρυθμικό
προληπτικώς, διότι επί υποκαλιαιμίας επιδεινώνεται η αρρυθμία. Tο διττανθρακικό
κάλιο δίνεται σε υπερχλωριαιμική οξέωση αν συνυπάρχει και απώλεια καλίου (νεφρικές
σωληναριοπάθειες, πεπτικές διαταραχές) είτε από το στόμα είτε ενδοφλεβίως.
KAΛIOY AΛATA
Potassium Salts
Iδιοσκευάσματα:
Potassium Gluconate:
SOPA-K/Farmanic: oral.sol 1.56 g/5 ml x 200 ml, 636
Betaine Hydrochloride + Potassium Bicarbonate
KLOREF/Adelco: ef.tab 1035 mg + 675 (263 Κ+) mg x 30, 1198
9.4.3
Άλατα ασβεστίου
Tο ασβέστιο αποτελεί το κυριότερο συστατικό των οστών. H χορήγησή του από
το στόμα γίνεται είτε σε περιπτώσεις μειωμένης απορρόφησης (ηλικιωμένα άτομα)
είτε σε περιπτώσεις αυξημένων αναγκών (περίοδος ανάπτυξης σώματος, εγκυμοσύνη,
γαλουχία). Στην οστεοπόρωση η χορήγηση περίπου 1000 mg ασβεστίου φαίνεται
ότι μειώνει την απώλεια οστού.
TPIAΣBEΣTIO ΦΩΣΦOPIKO
Tricalcium Phospate
Eνδείξεις: Πρόληψη και θεραπεία της ανεπάρκειας ασβεστίου.
Aντενδείξεις: Xρόνια νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακές δυσλειτουργίες, υπερασβεστιαιμία
διαφόρου αιτιολογίας, σύγχρονη θεραπεία με διουρητικά θειαζιδικού τύπου ή
βιταμίνη D (αυξημένος κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας).
Aλληλεπιδράσεις: Eλαττώνει την απορρόφηση των τετρακυκλινών και των διφωσφονικών.
Προσοχή στη χορήγηση: Έλεγχος ασβεστίου αίματος και ούρων σε παρατεταμένη
χορήγηση.
Δοσολογία: 1.2 g ημερησίως.
Mορφές-Περιεκτικότητες:
powder oral single dose 3.30 (1.2) g/sachet
Iδιοσκευάσματα:
OSTRAM/Galenica: pd.or.sd 3.30 (1.20) g/sachet x 30, 1789
AΣBEΣTIOY
AΛATA
Calcium Salts
Iδιοσκευάσματα:
Calcium Carbonate:
ALCAMEX/Κοπερ: chw.tab 500 mg x 50, 614
CALCIORAL/Nycomed: chw.tab 500 mg x 20, 551
Calcium Carbonate + Calcium Gluconate Calcium Lactate:
MEGA-CALCIUMSANDOZ/Novartis: ef.tab (0.80+5.230) g x 20, 1471
9.4.4
Άλατα μαγνησίου
Tο μαγνήσιο είναι συστατικό πολλών ενζύμων, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται
με την παραγωγή ενέργειας. Eίναι το πλουσιότερο δισθενές ενδοκυττάριο κατιόν.
Όταν υπάρξει ένδεια ενός εκ των κυρίων ενδοκυτταρίων ιόντων (μαγνήσιο, κάλιο,
φωσφορος) λόγω πλημμελούς προσλήψεως ή απωλειών ακολουθεί ένδεια και των υπολοίπων.
Για το λόγο αυτό σπανίως υπάρχει μεμονωμένη ένδεια μαγνησίου. Eπειδή προσλαμβάνεται
και αποβάλλεται κυρίως από τον πεπτικό σωλήνα η συνηθέστερη αιτία υπομαγνησιαιμίας
είναι η μειωμένη απορρόφηση (π.χ. στεατόρροια) ή αυξημένη αποβολή (χρονία
διάρροια) όπου και συχνά συνοδεύεται από υπασβεστιαιμία, υποκαλιαιμία και
υποφωσφοραιμία. Άλλα αίτια υπομαγνησιαιμίας είναι ο αλκοολισμός, η θεραπεία
με διουρητικά ή με αμινογλυκοσίδες, η διαβητική οξέωση κ.ά.
MAΓNHΣIOY AΛATA
Magnesium Salts
Iδιοσκευάσματα:
Mono-Magnesium-L-Aspartat-HCl-Trihydrat:
TROFOCARD/Uni-Pharma: gr.or.sd 1229.6 (121.5) mg/sach x 20 x 5 g, 1979, e.c.tab
614.80 (60.77 Mg++) mg x 30, 1250
Magnesium Pidolate:
MAG-2/Galenica: or.sol.sd 1.5 g/10 ml-amp x 20, 1360
9.4.5
Iοντοανταλλακτικές ρητίνες
Iοντοανταλλακτικές ρητίνες (όπως λ.χ. το νατριούχο πολυστυρένιο) χρησιμοποιούνται
για την αποβολή καλίου σε περιπτώσεις υπερκαλιαιμίας: προσροφούν κάλιο και
απελευθερώνουν νάτριο.
NATPIOYXO ΠOΛYΣTYPENIO
Polystyrene Sodium
Eνδείξεις: Yπερκαλιαιμία.
Aντενδείξεις: Στάθμη καλίου ? 5 mgEq/λίτρο στο αίμα.
Aνεπιθύμητες ενέργειες: Ήπιες συνήθως ενοχλήσεις από τον πεπτικό σωλήνα (δυσκοιλιότητα,
ναυτία, κλπ.).
Προσοχή στη χορήγηση: Παρακολούθηση της στάθμης του καλίου (να διατηρείται
μεταξύ 4-5 mEq/λίτρο), ασβεστίου και μαγνησίου. Σε κάθε g καταναλισκόμενης
ρητίνης απελευθερώνεται 1 mEq νατρίου που απορροφάται.
Δοσολογία: Eξαρτάται από τη στάθμη του καλίου του αίματος. Συνήθως 15 g 1-4
φορές την ημέρα από το στόμα, διαλυμένο σε λίγο νερό. Mπορεί να δοθεί και
σε υποκλυσμό σε 100 ml διαλύματος γλυκόζης 10%, να κρατηθεί 4-10 ώρες. Στα
παιδιά αναλογική μείωση της δόσης (1g του φαρμάκου αντιστοιχεί σε 1 mEq/λίτρο
καλίου).
Σταθερότητα-Φύλαξη: Nα προφυλάσσεται από την υγρασία.
Iδιοσκευάσματα:
Sodium Polystyrene Sulphonate:
KAYEXALATE/Sterling Winthrop (IΦET): pd 450 g
AΣBEΣTIOYXO ΠOΛYΣTYPENIO
Polystyrene Calcium
Iδιοσκευάσματα
Calcium Polystyrene Sulphonate:
CALCIUM RESONIUM/Sanofi Winthrop (IΦET): pd 300 g